18.10.22

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Οι φωτογραφίες ταξιδεύουν και μας ταξιδεύουν...


Εφημερίδα Οδός | Σόνια Παπασταύρου | Καστοριά

Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον ακριβώς λόγο, αλλά αναστατώνομαι κάθε φορά που φτάνει στα χέρια μου φωτογραφία που με περιέχει και δεν τη γνωρίζω. Με τη συγκεκριμένη φωτογραφία όμως τα συναισθήματα με ξεπέρασαν, έχασα τον ύπνο μου το βράδυ που την πρωτοείδα, πριν από λίγα χρόνια.
Όχι πως δεν υπήρχαν φωτογραφικές μηχανές στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Απλώς εμείς δε συνηθίζαμε να φωτογραφίζουμε τους εαυτούς μας. Βλέπετε, η μανία των σέλφις είναι φρούτο των τελευταίων χρόνων, που από τον ναρκισσισμό μας απορρέει στις περισσότερες των περιπτώσεων, σημείο των καιρών κι αυτό, δε συγκαταλέγεται στα θετικά μας όπως κι αν το δει κανείς.

Τότε μας φωτογράφιζαν οι ομογενείς που έρχονταν τα καλοκαίρια στην Πατρίδα· αυτοί οι μοιρασμένοι στα δύο συμπατριώτες μας, που μότο της ζωής τους θα μπορούσε άνετα να είναι το τραγούδι σε ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ «Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα / η άλλη μισή στον τόπο μου βρίσκεται», εννοώντας τον τόπο καταγωγής και προέλευσής τους. Φωτογράφιζαν, λοιπόν, οι ομογενείς μας με πραγματικό πάθος: συχνά μας ζητούσαν να αραδιαστούμε εμείς οι συγγενείς τους για να μας έχουν εκεί στην ξενιτιά, να μας βλέπουν και να μας θυμούνται. Τους ενδιέφεραν κυρίως οι μεγαλύτεροι, εκείνοι που ίσως και να έλειπαν την επόμενη φορά που θα ταξίδευαν ως εδώ. Βλέπετε, οι ομογενείς της Αυστραλίας κατά κανόνα δεν έρχονταν τόσο συχνά όσο οι άλλοι, γιατί το ταξίδι είναι μακρινό και τα έξοδα πολλά. Έτσι δεν ήξεραν αν την επόμενη φορά που θα τα κατάφερναν θα έβρισκαν εν ζωή τον πατέρα ή τη μάνα τους. Γι’ αυτό και οι αποζαιρετισμοί, εκείνο το τελευταίο βράδυ, όπου μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι να τους πουν το αντίο, έχουν καταχωρηθεί μέσα μου στις δυσκολότερες στιγμές που θα μπορούσε να ζήσει στη ζωή του κάποιος.

Στη φωτογραφία για την οποία θέλησα να σας μιλήσω σήμερα δεν είμαστε αραδιασμένοι και δεν ποζάρουμε. Ανήκει στην άλλη κατηγορία φωτογραφιών, αυτές που απεικονίζουν στιγμές της καθημερινότητας, ασυνήθιστες για τους ξενιτεμένους μας. Την έλαβα ένα βράδυ από τον πρωτοξάδερφό μου στη Μελβούρνη, την τρίτη σε ελληνικό πληθυσμό πόλη του κόσμου, και την κοίταξα πιστεύοντας πως δε με αφορά προσωπικά, αλλά γελάστηκα: ήμουν κι εγώ ένα από τα πρόσωπά της και αυτό με αναστάτωσε πολύ!

Το θέμα της είναι μια στιγμή της ζωής στο χωριό. Κεντρικό της πρόσωπο είναι η γιαγιά μου, η μάνα του πατέρα μου, η γιαγιά Σόνα, Πόντια (η γιαγιά κι ο παππούς μου είχαν έρθει πρόσφυγες στα δέκα τους χρόνια) και ποντιακό το όνομά της, ένα όνομα με τρεις εκδοχές: Σωσάννα (η αγία Σωσάννα γιορτάζεται 4 φορές τον χρόνο, στην οικογένειά μας το γιορτάζουμε στις 15/12), Σόνα και Σόνια. Με το όνομα Σόνα υπάρχει ποντιακό δημοτικό τραγούδι που θίγει το θέμα της ύπαρξης κρυπτοχριστιανών στον Πόντο, από τον οποίο ξεριζωθήκαμε με τη βία σχεδόν 100 χρόνια πριν. Η γιαγιά μου η Σόνα, λοιπόν, κοσκινίζει το σιτάρι με ένα από τα μεγάλα μεταλλικά κόσκινα της εποχής εκείνης. Φοράει κατάμαυρα ρούχα και επίσης μαύρο μαντίλι στο κεφάλι. Τη θυμάμαι πάντοτε με το μαύρο της μαντίλι –τα μαύρα που φορούσε την έκαναν να φαίνεται γριά από τα 50 της χρόνια (τόσο είναι και στη φωτογραφία που σχολιάζουμε). Αυτή τη στιγμή το μαντίλι, εκτός από μόνιμο αξεσουάρ της, προφυλάγει το κεφάλι της από τη σκόνη. Βλέπετε, ήταν μεγάλη ιστορία το να κάνεις μπάνιο, αφού δεν είχαμε ούτε τρεχούμενο νερό μες στο σπίτι ούτε μπανιέρα και ειδικό χώρο, όπως σήμερα. Η γιαγιά είναι αφοσιωμένη στη δουλειά της και κοντά της είναι η δεύτερη στη σειρά νύφη της, αυτή που μαζί της έμενε, η θ. Φρειδερίκη (έφυγε μόλις 52 χρόνων από καρκίνο), που τη βοηθάει ουσιαστικά στη δουλειά της. Όλοι οι άλλοι στη φωτογραφία χαιρόμαστε τη στιγμή: ο παππούς Νικόλας, που κρατάει στην αγκαλιά του έναν εγγονό του και –ω, τι έκπληξη! – η αφεντιά μου, κοριτσάκι κάτω από 10 χρονών, που έχω αγκαλιά τον πρώτο μου ξάδερφο Μιχάλη, τότε που περνούσαμε οικογενειακώς τα καλοκαίρια στο χωριό του παππού μου, που Μεσόκαμπος λέγεται και βρίσκεται δίπλα στα σύνορα με το κράτος των Σκοπίων. 

Αγνοούσα, λοιπόν, παντελώς την ύπαρξη αυτής της φωτογραφίας μέχρι που μου την έστειλε ο ξάδερφός μου Con Coustas από τη Μελβούρνη, όπου ζει, ξαφνιάζοντάς με όσο δεν πάει και για έναν πρόσθετο λόγο: μεγάλωσε τη φωτό και την έκανε πίσω πλευρά του καταλόγου των εδεσμάτων στο εξαιρετικά προσεγμένο μαγαζί του, όπου σερβίρονται φαγητά της μαμάς. Η συνειδητοποίηση από μέρους μου πως την ως χτες άγνωστη φωτογραφία μου κρατά στα χέρια του κάθε πελάτης του Rowena Corner Store προκειμένου να διαλέξει τι θα φάει μου γέννησε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. 
Το σημαντικό κείμενο με το οποίο ο ξάδερφός μου συνόδευε τη φωτογραφία αυτή το έχω χάσει. Θυμάμαι όμως πως υμνεί τη βραδύτητα με την οποία στα χρόνια εκείνα παραγόταν το φαγητό της οικογένειας. Σύμφωνα με το κείμενο, η βραδύτητα αυτή προσδίδει στο φαγητό μια άλλη νοστιμιά και μιαν άλλη αξία. 

Έπειτα περάσαμε στην εποχή της ταχύτητας. Η γυναίκα έπρεπε να εργαστεί εκτός σπιτιού, οπότε έπρεπε να βρεθούν τρόποι να κερδίζεται χρόνος για να τα προφταίνει όλα. Σιγά σιγά και δίχως να καταλάβουμε το πώς, συρρικνώσαμε τελείως τα σημαντικά, αυτά για τα οποία αξίζει να ξοδευτεί χρόνος, και φτάσαμε να ξεφτιλίζουμε τον χρόνο που κερδίζουμε με διάφορους τρόπους, όπως π.χ. βλέποντας Big Brother και Bachelor ή κάνοντας συζητήσεις ανόητες και ανώφελες, βαφτίζοντας «κοινωνική κριτική» το κοινό κουτσομπολιό, πολλές φορές μπροστά στα παιδιά μας που θα το κάνουν και αυτά, αφού το διδάχτηκαν από τους γονείς τους, κι η κατρακύλα τελειωμό δεν έχει... Δε θέλω να πω με αυτό πως δεν κουτσομπόλευαν οι παλιότεροι, αλλά οι έρμοι δεν είχαν και πολύ χρόνο στη διάθεσή τους για να το κάνουν, εν αντιθέσει με μας τους σημερινούς που με τη βοήθεια των μηχανών εξοικονομούμε χρόνο και δε μας ενδιαφέρει το πώς τον επενδύουμε ή τον σπαταλάμε...

Η άγνωστη, λοιπόν, στην εποχή μας βραδύτητα είναι το θέμα της φωτογραφίας μας και δε φεύγει ποτέ από τον νου μου το γεγονός πως μου τη σύστησε ο μεγάλος μας διεθνώς καταξιωμένος μουσικός Λεωνίδας Καβάκος, όταν, θέλοντας να υμνήσει τον μουσικό που εξασκείται σε κάποιο όργανο αφιερώνει αμέτρητες ώρες προχωρώντας κι άλλο κι άλλο στον ανηφορικό του δρόμο και ξοδεύοντας αλύπητα τον χρόνο του για να πετύχει τον ιερό του σκοπό. Από τον Λεωνίδα Καβάκο πρωτοάκουσα για το φίδι, που συμβολίζει τον χρόνο, καθώς αυτό προχωράει εκατοστό εκατοστό έρποντας με ολόκληρο το σώμα του κι έτσι διασχίζει αργά αργά την απόσταση που εμείς οι άλλοι διασχίζουμε πολύ πιο γρήγορα. 

Δεν είναι σημαντικό, λοιπόν, το να φτάσεις όπου επιθυμείς, αλλά και το πώς θα φτάσεις και αυτό είναι κάτι άγνωστο στην εποχή μας, όπου γενικώς αδιαφορούμε για τον τρόπο, ενδιαφερόμενοι μονάχα για την επίτευξη των στόχων μας, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να χρησιμοποιούμε ανενδοίαστα ακόμη και ανήθικα μέσα, αρκούμενοι στο να τα καταφέρουμε. Έτσι έφτασα μετά από χρόνια να ερμηνεύσω επιτέλους κι εκείνο το ειδώλιο που όλοι έχουμε δει της θεάς που κρατάει στα χέρια της τα φίδια, που εν τέλει τον χρόνο συμβολίζουν κι όχι κάτι ανεξήγητο και ακατανόητο· τα φίδια που φτάνουν στον προορισμό τους αργά αργά, γιατί η διαδικασία μάς ωριμάζει, δεν είναι κάτι που δεν έχει σημασία, και τα καλά κόποις κτώνται, ας το μάθουμε επιτέλους κι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι που μάθαμε να αποφεύγουμε συστηματικά τον κόπο κι ας είναι αυτός ένα μεγάλο σχολείο… Άλλωστε, ξέρετε πολλούς σήμερα που θέλουν πραγματικά να διδαχθούν και να κοπιάσουν για να το πετύχουν; Και ποια η σχέση των παιδιών μας με τον κόπο, τι τα διδάσκουμε εμείς οι μεγαλύτεροι με το παράδειγμά μας για το θέμα αυτό που είναι από τα βασικότερα της ζωής; 

ΥΓ1: Στις μέρες μας, όπου κατά κανόνα οι «δημοσιογράφοι» ανακυκλώνουν την ίδια είδηση, συχνότατα με τα ίδια ακριβώς λόγια, που αναπαράγουν ένα δελτίο τύπου, χωρίς να προσθέτουν ούτε μία λέξη, αρχίζει να γίνεται λόγος για την αξία της αργής δημοσιογραφίας, που σταδιακά επιστρέφει στη ζωή μας. Και για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο νέος για μας όρος, αρκεί να διαβάσουμε πως «πρόκειται για μια προσέγγιση που στρέφεται μακριά από το γρήγορο περιεχόμενο και τις επιφανειακές αναλύσεις και αντ’ αυτών επικεντρώνεται στις εις βάθος έρευνες για την αναζήτηση της αλήθειας. Ολοένα και περισσότερες σύγχρονες ιστορίες με αντίκτυπο οφείλονται στη δημοσιογραφική ευχέρεια για ολοκληρωμένες και μακροχρόνιες έρευνες, παρά τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ του 21ου αιώνα» και θα αντιληφθούμε πόσο σημαντική είναι η επιστροφή της στη ζωή μας. 

ΥΓ2: «Για τον Νίτσε, η φιλολογία είναι η τέχνη της αργής ανάγνωσης. Ο Νίτσε βρίσκει στη φιλολογία ένα μέσον αντίστασης στη βιασύνη της νεωτερικότητας, η οποία τρέχει συνεχώς να προλάβει το καινούργιο. Ο Νίτσε είναι πιστός στο αργό τέμπο έναντι της ταχύτητας που φέρνει μαζί της –τότε– η βιομηχανική εποχή και σήμερα, για εμάς, η τεχνολογία». Β. Βερτουδάκης, συγγραφέας


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Φεβρουαρίου 2022, αρ. φύλλου 1115.

Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ