11.3.23

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: "Στον αστερισμό του θανάτου"


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς | Αγγελική Βαρελλά

“Ο κόσμος του βιβλίου και ειδικότερα ο κόσμος του βιβλίου για παιδιά αποχαιρέτισε στις αρχές του Αυγούστου τη συγγραφέα των παιδιών Αγγελική Βαρελλά (1930 - 2022). Ακαταπόνητη, ευφάνταστη, δημιουργική και δοτική μέχρι το τέλος έγραψε με χιούμορ και χωρίς αγκυλώσεις δεκάδες βιβλία και προσέφερε πολλά σε αναρίθμητους μικρούς αναγνώστες αλλά και σε νέους συγγραφείς και εικονογράφους που συνάντησε στην πορεία της και συνεργάστηκε μαζί τους […]” 
Book Press

Προσωπικά, έχοντας τη μεγάλη ευλογία να τη γνωρίζω και να επικοινωνώ μαζί της για αρκετά χρόνια, την εκτίμησα βαθύτατα, γιατί σε κάθε στιγμή της ήταν ο ίδιος απέραντα γλυκός και καλοσυνάτος άνθρωπος, με το μοναδικό κι αξεπέραστο χάρισμα της επικοινωνίας, που όλη η Ελλάδα γνώρισε κι αγάπησε πολύ. 

Όταν, λοιπόν, τη γνώρισα από κοντά, σε μια από τις πολλές μας συζητήσεις και καθώς ανακάλυψε πως είχα υπόψη μου αρκετά παιδικά βιβλία γύρω από το δύσκολο θέμα του θανάτου, μου ζήτησε μια χάρη, να γράψω ένα κείμενο για το θέμα. Το έκανα αμέσως, αλλά ποτέ δεν το έθεσα υπόψη της, θέλοντας, νομίζω, να τον αποκλείσω από την περίπτωσή της… Όμως, ο θάνατος είναι αναπότρεπτος και ήρθε, στερώντας απ’ όλους μας την ολοζώντανη πάντοτε παρουσία της και το ανεξάντλητο χιούμορ της, μα αφήνοντας πίσω της ένα πλούσιο κι ανεκτίμητο έργο που είναι βέβαιο πως θα αγαπιέται αιώνια από τα παιδιά που τόσο πολύ αγαπούσε…

Δημοσιεύω, λοιπόν, τώρα το κείμενό μου στο οποίο προαναφέρθηκα στη μνήμη της, που θα παραμένει αιώνια...


Στον αστερισμό του θανάτου…


Μετανιώνω ακόμα για τότε… Μετανιώνω που πολλά χρόνια πριν, τότε που η μαθήτριά μου η Σοφία, έδειχνε πως δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον θάνατο του παππού της, αφού όλο εκεί επανερχόταν. Μα εγώ αρχικά δεν έκανα κάτι, δεν ήταν ούτε γονιού ούτε αδερφού θάνατος, έτσι σκέφτηκα. Και ήταν μεγάλο το λάθος μου. Βλέποντας, όμως, πως το κορίτσι εκεί επέμενε να κλωθογυρίζει, οπότε ανέλαβα δράση. Ήταν πολύ αποτελεσματική αυτή που επέλεξα, το θέμα έκλεισε αμέσως. Κι εγώ ευχαρίστησα τη θεά Λογοτεχνία για άλλη μία φορά, που τόσο μας βοήθησε και μας στάθηκε…

Το βιβλίο του Λέο Μπουσκάλια «Η πτώση του φύλλου που το έλεγαν Φρέντυ» (εκδ. Γλάρος) είναι ένα εμβληματικό βιβλίο για το του θανάτου θέμα, «μια Ιστορία Ζωής για όλες τις ηλικίες», όπως λέει χαρακτηριστικά στο ξεκίνημά του το ίδιο το βιβλίο. Το απόσπασμά του όμως που περιέχεται στο Ανθολόγιο των Γ’ και Δ’ τάξεων του Δημοτικού στα κείμενα για τη φύση και την οικολογία το εντάσσει. Όχι γιατί οι συγγραφείς του Ανθολογίου δεν το ξέρουν πως είναι αλληγορικό αλλά γιατί τους έπιασε κι αυτούς ο φόβος να το εντάξουν στα κείμενα της ζωής, αφού «κι ο θάνατος είναι ζωή», όπως είπε κι ο συχωρεμένος ο πατέρας μου λίγο πριν μας αφήσει για πάντα. 

Αυτό ήταν όλο, λοιπόν. Καθίσαμε όλοι σε κύκλο στη μαλακή μοκέτα της τάξης μας, στο κέντρο του κύκλου η λογοτεχνία με τη μαγική της δύναμη, διαβάστηκε η ιστορία του Μπουσκάλια, συζητήσαμε, εμβαθύναμε κι η Σοφία σηκώθηκε γιατρεμένη. Ήταν τόσο απλό που δε θα το πίστευα ούτε εγώ, αν δεν το είχαμε ζήσει. Όμως...

Όμως για τον θάνατο δεν έγραψε μόνο ο Μπουσκάλια, έγραψαν και δικοί μας συγγραφείς και μάλιστα πολύ επιτυχημένα και θα προσπαθήσω να σας το αποδείξω παρακάτω:
-Στο βιβλίο της Βούλας Μάστορη «Ένα γεμάτο μέλια χεράκι», εκδ. Πατάκη, ένα ζωηρό αγοράκι, ο Τιμολέων ή Τίμος ή Τιμάκος ή… , ένα βιβλίο γραμμένο με πολύ χιούμορ –κι είναι πολύ σημαντικό να έχει χιούμορ ένα βιβλίο για τον θάνατο–, ο Τιμολέων δένεται με τον συμπαθέστατο παππού της διπλανής –κυριολεκτικά– πόρτας. Μα ο παππούς αρρωσταίνει, πεθαίνει και το παιδί αυτή την ώρα χάνει τον παππού του, μια που τον πραγματικό παππού του δεν έχει προλάβει να τον γνωρίσει και τον γνωρίζει, τον ζει και τον αγαπά, αγαπώντας τον διπλανό του παππού, τον «μπαρμπούλη του».
-Στο βιβλίο «ο παππούς μάς άφησε» του Φίλιππου Μανδηλαρά, εκδ. Πατάκη, ο συγγραφέας δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τις λέξεις με ακρίβεια και να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. «Ο παππούς πέθανε» ανακοινώνει ο μπαμπάς στην εγγονή, τη Μαρίνα, κηδεία, θρήνος, κι ο καιρός φουρτουνιασμένος και βαρύς σαν τις καρδιές των δικών του. Μα η εφημερίδα και τα γυαλιά του ήταν στη θέση τους, πάνω στο κομοδίνο, όπου ο παππούς τα έβαζε πάντα κι ο παππούς έμενε ολοζώντανος μέσα στη μνήμη όλων και στις συζητήσεις τους, για να επιβεβαιωθεί άλλη μια φορά πως πεθαίνει αυτός που δεν τον θυμούνται.

-Έχουμε και το βιβλίο του Κώστα Πούλου, εκδ. Μεταίχμιο, με τον τρυφερότατο τίτλο «Παππού;», όπου ο πρωταγωνιστής αγαπάει πολύ τα φυτά και τους αριθμούς και αυτές του τις αγάπες τις μεταφέρει, τις μεταφυτεύει τρυφερά και αβίαστα και στον αγαπημένο του εγγονό. Για τον κήπο ο παππούς του είχε πει σε ανύποπτη στιγμή πως «πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε στιγμή», σαν να τον προετοιμάζει να δεχτεί αυτό που κανείς μας δεν μπορεί ν’ αποφύγει. Κι ο παππούς υπάρχει για το παιδί ακόμα και μες στο πιο ανεπαίσθητο αεράκι που φυσά μες στον κήπο που το παιδί εξακολουθεί ν’ αγαπά και να φροντίζει όπως τότε που τον φρόντιζε μαζί με τον παππού του.

-«Το παραμύθι της μάγισσας γιαγιάς» της Κικής Δημητριάδου, εκδ. Λιβάνη, μου θυμίζει περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα τις δικές μου γιαγιάδες, αφού Πόντια είναι κι η πρωταγωνίστριά του, η Μάγισσα γιαγιά. Έχουν, λοιπόν, όλες τους το χαρακτηριστικό να μιλάνε και να θυμώνουν με τα πράγματα. Με τρελαίνει που η συγγραφέας χρησιμοποιεί την ποντιακή λέξη «καταμάγια» και την εξηγεί αποκάτω χωρίς να διευκρινίζει πως είναι ποντιακή λέξη, χωρίς, δηλ, να την ξεχωρίζει από τις άλλες ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιεί κι αυτό μου αρέσει πάρα πολύ. Μα υπάρχει κάτι που μου αρέσει πολύ περισσότερο κι από αυτό: είναι το τέλος του παραμυθιού, όπου στο πένθος για τον θάνατο της γιαγιάς συμμετέχει όλος ο μικρός και μεγάλος της κόσμος. Και αυτό μου θυμίζει πάρα πολύ το τέλος του πιο αγαπημένου μαυροβινού λαϊκού παραμυθιού, του Τσιμπτσιράκου, που κλείνει με παρόμοιο κι ομορφότατο επίσης τρόπο: «Από τη μεγάλη τη λύπη που πέθανε ο Τσιμτσιράκος, η γιαγιά άρχισε να τραβάει τα μαλλάκια της. Ο παππούς τα γενάκια του. Το γουρούνι τα δοντάκια του. Η κότα τα πούπουλα. Το σπίτι έριχνε τα κεραμίδια από το μεγάλο πένθος που είχαν που πνίγηκε ο Τσιμτσιράκος»(αφήγηση κ. Σεβαστής Μπουρλή).

-Στο βιβλίο της Λίτσας Ψαραύτη «Το τριαντάφυλλο της αγάπης», εκδ. Ψυχογιός, η γιαγιά υπόσχεται ρητά στην αγαπημένη της εγγονή πως θα εξακολουθεί να τη σκέφτεται και να την αγαπά κι από ψηλά, όπου κάποτε θα βρεθεί κι αυτό είναι πολύ σημαντικό και χρήσιμο. Κι η γιαγιά εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στα τριαντάφυλλα του κήπου που φρόντιζε με αγάπη, αλλά, προπαντός, μέσα σε όλα όσα της είχε μάθει όσο ζούσε.

-Στο βιβλίο του Μερκούριου Αυτζή «Οι νότες του παππού ταξιδεύουν», εκδ. Παρρησία, «η αυλή του παππού είναι παράδεισος» κι «η ζωή με τον παππού είναι συναρπαστική»! Μα το πιο σπουδαίο και ξεχωριστό απ’ όλα τ’ άλλα είναι πως ο παππούς κρατάει πάντα ένα οργανάκι στα χέρια του, μα το καλύτερο όργανο που ξέρει κι έχει είναι η φωνή του, που μ’ αυτήν ψάλλει και υμνεί τον Θεό σε κάθε Θεία Λειτουργία. Και είναι κι αυτός προνοητικός: «Κάποτε, παιδιά μου, θα έρθει η ώρα που θα γίνω κι εγώ αγέρας». Κι επειδή η ζωή του ήταν συνυφασμένη με τη μουσική «Στις νότες θα με βρίσκετε όποτε θα λείπω μακριά σας» είχε υποσχεθεί στα εγγόνια του. Έτσι και γίνεται, λοιπόν, από τότε που έφυγε από κοντά τους. Κι έτσι παραμένει στο πλάι τους πάντα ο παππούς, ο άγγελός τους.

-Στο βιβλίο «Κορόνα από χιόνι», εκδ Πατάκη, της αγαπημένης των παιδιών Αγγελικής Βαρελλά υπάρχει ένα σπουδαίο εύρημα: ο παππούς, που έχει το ίδιο όνομα με τον αγαπημένο του εγγονό, τον προετοιμάζει με έναν πολύ ποιητικό τρόπο. Του δείχνει τη χιονισμένη κορυφή του απέναντι βουνού, που την παρομοιάζει με κορόνα από χιόνι, λέγοντάς του πως τη θέλει ο ίδιος αυτή την κορόνα που ζητά βασιλιά να τη φορέσει, πως το θέλει ο ίδιος να γίνει βασιλιάς στο βουνό! Κι έπειτα ο παππούς εξηγεί και πάλι πολύ ποιητικά στον έτοιμο να κλάψει εγγονό του: « (…) Θα κρυφτώ στην καρδιά σου. Θα γίνω χτύπος της καρδιάς σου, θα γίνω ένας κόμπος αίμα, μπορεί να τρυπώσω στα μάτια σου, να βλέπουμε μαζί τον κόσμο»! Κι επειδή ο τρόπος του γερο-Ίβαλ ήταν πραγματικά αξεπέραστος, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο προετοίμασε κι αυτός τον συνονόματο δικό του εγγονό και, απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε, πήγε λέγοντας αυτή η Παράδοση στην οικογένεια των Ίβαλ, αφού ήταν τόσο ξεχωριστός και σπουδαίος ο τρόπος τους να ετοιμάζουν τα παιδιά τους για ένα τόσο δύσκολο θέμα και να τα καταφέρνουν τόσο καλά…

-Το βιβλίο «Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία» της Ευγενίας Φακίνου, εκδ. Κέδρος, κάνει μία ανατροπή: ξεκινά από τον θάνατο και περιγράφει το μετά. Τα εγγόνια πηγαίνουν το καλοκαίρι στο σπίτι του παππού, αναπολούν και θυμούνται. Όμως όλο αυτό είναι τόσο υγιές και τόσο χαρούμενο!... Μόνο που προς το τέλος η εγγονή εξομολογείται στη μητέρα της πως ο παππούς τής είχε λείψει τόσο πολύ που, κάποια φορά που έπαιζε με τ’ άλλα παιδιά κρυφτό, άκουσε τη φωνή του, ναι, την άκουσε να της δίνει κουράγιο και να τη δυναμώνει και το κορίτσι τού απάντησε με πολλή φυσικότητα και φυσικά με πολλή αγάπη, την ίδια πάντοτε πολλή αγάπη… 

-Στο βιβλίο «Η γιαγιά μου η μάγισσα» της Ελένης Κοτίνη-Τσιάλτα, εκδ. Πατάκη, η γιαγιά έμαθε στα εγγόνια της τη γλώσσα των πραγμάτων. Δεν ήταν όμως μάγισσα, ήταν και μάντισσα, αφού μάντευε κιόλας από πριν πράγματα που θα συνέβαιναν μετά. Μεταξύ μας, μαντική ικανότητα δεν ήταν, σοφία ήταν και πείρα ζωής, αλλά στα παιδιά σαν μαντεία φαινόταν. Έτσι... μάντεψε και την αναχώρησή της, μα και το πώς τα εγγόνια της θα πονούσαν λιγότερο. 

Μα στο συγκεκριμένο βιβλίο της Ε. Τσιάλτα μια άλλη ιστορία διαπραγματεύεται το θέμα της απώλειας, με έναν εξαιρετικά τρυφερό και διακριτικό τρόπο. Είναι η ιστορία με τίτλο "Οικογένεια ΠΑΖΛ", όπου αναδεικνύεται η δύναμη του χρόνου, που όλα τα γιατρεύει και μ’ αυτό του το δώρο μάς δίνει τη δύναμη που χρειαζόμαστε να συνεχίζουμε όρθιοι ακόμη και μετά τις απώλειες που κόβουν τη ζωή μας σε κομμάτια, στα κομμάτια του πριν και του οδυνηρού μετά. 

-Τρυφερό και το βιβλίο της Γεωργίας Λάττα «ζει σ’ αυτά που σου άφησε για να τον θυμάσαι», εκδ. Διάπλους, διαβάζει ο αναγνώστης διαλόγους αληθινά συναρπαστικούς. Είναι οι διάλογοι του «Αγαπημένου» που επιλέχτηκε από τον Θεό να πεθάνει με τον άγγελο που ήρθε να πάρει την ψυχή του. Διάλογος όπως αυτός: «Θα πονέσει». «Θα συνεχίσει». «Είναι σκληρό». «Είναι αναπόφευκτο», όπου οι απαντήσεις βάζουν τα πράγματα στη θέση τους χωρίς πολλά λόγια και δίχως περιστροφές, είναι τόσο κατατοπιστικός και τόσο αποτελεσματικός στην αντιμετώπιση της απώλειας, που, όσο κι αν πονά, δε γίνεται ν’ αποφευχθεί!... 

Μα, επειδή ο θάνατος σειρά δεν έχει και συμβαίνει δυστυχώς πολλές φορές να πεθαίνουν και νεότερα αγαπημένα μας πρόσωπα, υπάρχει και η ιστορία «Ο μπαμπάς μου και ο Τσε» της Μ. Παπαγιάννη, που περιέχεται μες στο βιβλίο «ο Μίλτος, η Μίνα, η Ροζαλία, ο Τσε και… η βαλίτσα» της ΕΨΥ ΠΕ, όπου ο μικρός σε ηλικία γιος χάνει τον μπαμπά του και, μολονότι δεν του είναι καθόλου εύκολο, εξακολουθεί να ζει στιγμές καθημερινές όπως πριν, δηλ. σαν να τις μοιράζεται και πάλι με τον μπαμπά του κι ας μην είναι ο ίδιος εκεί κι αυτό επειδή οι στιγμές που τους έδεσαν ήταν πολύ δυνατές. Κι όπως η ζωή κάνει συχνά, κάποιον σου παίρνει και κάποιον σου φέρνει, το αγόρι αποκτά μια νέα φίλη που μεγαλώνει μακριά από τους δυο ξενιτεμένους γονείς της και τα δυο παιδιά αφιερώνονται στη φροντίδα μιας γάτας, του Τσε, που αποδεικνύεται ζωντανό φάρμακο κατά της απουσίας. 

Τέλος, υπάρχει και το βιβλίο του Alan Durant «Για πάντα μαζί», εκδ. Πατάκη, που και αυτό μας βοηθάει να ξεπεράσουμε και αυτόν τον χωρίς σειρά δύσκολο θάνατο, τον θάνατο ενός καλού φίλου. Εδώ η παρέα κλαίει, θρηνεί και κατακλύζεται από το πένθος ως τη στιγμή που αρχίζουν να θυμούνται τις αστείες στιγμές που είχαν ζήσει όλοι μαζί και πόσο άρεσαν τα αστεία στον φίλο που είχαν χάσει. Έτσι, λέγοντας αστεία, ένιωθαν πως μαζί τους γελούσε κι ο αγαπημένος τους φίλος και πως τους φρόντιζε και τους αγαπούσε σαν να ήταν ακόμα κοντά τους… 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Σεπτεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1142.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ