18.3.23

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Χυμός κερασιών [IV]


Τις επόμενες ημέρες άρχισε ο Ανέστης να ανεβαίνει στην βιβλιοθήκη. Με ήρεμο ύφος και καλούς τρόπους της ζήτησε να του υποδείξει ποια βιβλία να δανειστεί και η Κατερίνα του πρότεινε μερικά. Φρόντισε να αγγίξει τα χέρια της όταν τα έπαιρνε κι αυτό της άρεσε. Της άρεσε η τρυφερότητά του, ίσως αυτό το άγγιγμα να ήταν που της έλειπε. Τον σκεφτόταν συχνά κι έψαχνε με τα μάτια της να δει που βρισκόταν. Η εικόνα του, η παρουσία του της γινόταν όλο και πιο οικεία. Δεν το συζήτησε με καμία φίλη της, κάτι μέσα της της έλεγε ότι πρέπει να είναι επιφυλακτική.

Καθόταν στο γραφείο της ένα βράδυ κι έγραφε ένα γράμμα στους δικούς της. -Τηλέφωνα εκείνη την εποχή υπήρχαν μόνο στο καφενείο, στο σχολείο και στο κοινοτικό γραφείο- Άκουσε ένα χτύπημα στην εξώπορτα. Ήταν εκείνος. Μετά την πρώτη αμηχανία του είπε να περάσει μέσα. Τον έβαλε να καθίσει απέναντί της και τότε κουβέντιασαν για πρώτη φορά πιο προσωπικά θέματα. Για τους γονείς τους, για τα αδέρφια τους, γι' αυτά που τους ενοχλούσαν κι αυτά που τους άρεσαν. Μέχρι και για τα παιχνίδια που έπαιζαν μικροί. Ήταν ωραία. Κι όταν έφυγε της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. Ύστερα κοιμήθηκε με ένα χαμόγελο στα χείλη, το γράμμα θα το τελείωνε την επομένη.

Όταν της επέστρεψε τα βιβλία, όμως, διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα δεν είχε ασχοληθεί με κανένα. Της είπε ψέματα όταν έστρεψε την συζήτηση σ' αυτά, με άνεση, λες και ήταν μαθημένος να ξεγελά τους άλλους. Πόσα, άραγε, από τα λόγια που είχαν πει την προηγούμενη φορά ήταν αληθινά; Λυπήθηκε γι΄ αυτό, τον είχε φανταστεί αλλιώς. Δεν θα μπορούσε να κουβεντιάζει μαζί του, αν δεν υπήρχε ανάμεσά τους κάποιος βαθμός εμπιστοσύνης. Και δεν θα ήθελε, πολύ περισσότερο, ένας τέτοιος άνθρωπος να την αγγίζει και να την χαϊδεύει.

Παρ' όλα αυτά συνέχισε να την ελκύει, ακόμα κι όταν η φίλη της, η Λένα, της είπε να τον προσέχει. Είναι της είπε παιχνιδιάρης, δεν είναι για πολλά-πολλά, σα να είχε μυριστεί κάτι, πέρα από τα πειράγματα που έκαναν μεταξύ τους. Και η Κατερίνα προσποιήθηκε, όσο πιο πιστευτά μπορούσε, την ανήξερη.

Επιπλέον σκέφτηκε ότι θα ήταν πιθανό και να μη του πολυαρέσει το διάβασμα, να δανείστηκε τα βιβλία μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσει, για να βρεθεί κοντά της. Ήταν λογικό, όμως, να τον δικαιολογεί;

Έπρεπε να προσέχει, τα ερωτικά παιχνίδια δεν είναι παίξε- γέλασε μόνον.

Σε λίγες μέρες ξαναβρέθηκαν στον κήπο, στο παγκάκι κάτω από την κληματαριά. Ήρθαν πιο κοντά και οι περιπτύξεις τους ήταν πιο τολμηρές. Το σώμα της ξυπνούσε με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Ένιωθε ζωντανή από τα ακροδάχτυλα έως τις ρίζες των μαλλιών της. Ο έρωτας είχε χτυπήσει την πόρτα της κι αυτή δεν τολμούσε να αντισταθεί, την είχε συνεπάρει μαζί του όπως τα ορμητικά νερά του Αλιάκμονα παρασέρνουν στο διάβα τους ακόμα και κορμούς δένδρων.

Είδε, ένα πρωινό, τον κύριο Βογιατζόπουλο, τον κηπουρό της, λίγο κακόκεφο και τον πλησίασε διακριτικά. Τον ρώτησε τι συμβαίνει κι αν έχει σχέση με το “σπίτι του παιδιού”. Της απάντησε πως μόλις είχε μιλήσει με τον ξυλουργό που εκπαίδευε τους μεγαλύτερους νεαρούς. Υπήρχε θέμα, της είπε, ο Ανέστης και ο Στάθης δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον. Αποφεύγουν να κάνουν τις εργασίες που τους βάζει με διάφορες προφάσεις και ψέματα. Δουλεύουν μόνο όταν είναι αυτός μπροστά, όλα έχουν μείνει πίσω. Οι ξύλινοι φράχτες για τον γκρεμό, πάνω από το ποτάμι, ούτε σε ένα μήνα δεν θα είναι έτοιμοι. Θέλει να σου μιλήσει και σένα.

Πάγωσε ολόκληρη. Δεν ήξερε τί να πει. Ήταν σαν να αφορούσε αυτή την ίδια.

Ναι, να μιλήσουμε, άρθρωσε τελικά.

-Πώς θα χειριζόταν το θέμα αυτό με τον Ανέστη; θα καταλάβαινε, άραγε, ότι η συμπεριφορά του δεν ήταν σωστή; και πρέπει να σου το πουν κάποιοι άλλοι για να κάνεις αυτό που πρέπει όταν είσαι ενήλικας; δεν είχε χρειαστεί μέχρι τώρα στη ζωή της να την συμβουλέψει κάποιος άλλος για τις υποχρεώσεις της, έβαζε από μόνη της σειρά στις σκέψεις και στις πράξεις της. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο χωρίς να κουράσει σε τίποτα τους γονείς της, που ήταν αγρότες και εργάζονταν σκληρά. Κι αμέσως ύστερα, μέχρι να έρθει στην Κορομηλιά, έπιασε δουλειά σαν γραμματέας σε μια επιχείρηση που δυστυχώς έκλεισε. Έπρεπε πολλά πράγματα να ξεμπλέξει και της υπηρεσίας της και τα προσωπικά της.

Στενοχωρημένη του το έκανε θέμα και η αντίδρασή του ήταν περίεργη. Άρχισε να γελάει.

Σιγά! Της είπε, με τρόμαξε το ύφος σου. Κουρασμένος ήμουν κάποιες φορές και δεν είχα όρεξη για δουλειά. Και ο ξυλουργός είναι γερο-παράξενος, όλα δικά του τα θέλει.

Έμεινε σύξυλη. Και τι σκοπεύεις να κάνεις; τον ρώτησε.

Τί να κάνω; τίποτα της είπε και την κοιτούσε χαμογελαστός.

Ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια, αλλά δεν έγινε έτσι. Την τύλιξε με τα χέρια του και παραδόθηκε στο φιλί του. Το ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη. Κι όταν ανέβηκαν στο δωμάτιό της κοιμήθηκε μαζί του. Δεν του έφερε καμία αντίρρηση, ήθελε αυτή την έλξη που ένιωθε για εκείνον να την φτάσει στο τέρμα. Ήξερε ότι δεν ήταν ο άνθρωπός της, ήταν μόνο ο αγαπητικός της.

Και οι μέρες περνούσαν.

Ώσπου ένα πρωινό ακούστηκε κάποια φασαρία που τάραξε την συνήθη ηρεμία του χωριού. Η μάνα και οι αδερφές της αλλοπαρμένης της Περδικούλας γύριζαν αναστατωμένες έξω στην την αυλή τους, σαν κάτι να έψαχναν. Και πράγματι η κοπέλα αυτή είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που έλειπε από το σπίτι ήταν η κουβέρτα που σκεπαζόταν. Κι άλλες φορές είχε σηκωθεί το βράδυ από το κρεβάτι της και το πρωί την βρήκαν να κουρνιάζει είτε στο πατάκι της εξώπορτας μαζί με το σκύλο τους, είτε στον αχυρώνα δίπλα στην κοκκινόχρωμη κατσίκα τους. Τώρα δεν την έβρισκαν πουθενά. Ξεσηκώθηκαν και οι άνθρωποι από τα γύρω σπίτια, άναψαν τα φανάρια τους, γιατί δεν είχε ξημερώσει ακόμα, και άρχισαν να ψάχνουν στις αυλές και στους αχυρώνες, στα πηγάδια(κούφια η ώρα τους), σε όλο το χωριό. Όλοι την αγαπούσαν την Περδικούλα, άκακο πλάσμα ήταν, μόνο κάποιες φορές, όταν την έπιανε η κρίση αγρίευε και δεν ήξερε πού να κρυφτεί, πιο δρόμο να πιάσει. Σαν να ήθελε να αποφύγει την ίδια της την αρρώστια που την κατέτρεχε και την έβρισκε όπου κι αν κρυβόταν. Συνήθως απόφευγε τους ανθρώπους και κούρνιαζε δίπλα σε κάποιο ζωντανό. Τα ζώα δεν σε κοιτούν με ερευνητικό βλέμμα, ούτε σε κρίνουν, ούτε σε λυπούνται. Σε δέχονται όπως είσαι, αρκεί να έχεις καλά συναισθήματα. Δεν την βρήκαν πουθενά κι αποφάσισαν οι μισοί να πάνε προς τα κάτω στα χωράφια και μια άλλη ομάδα να ανεβεί προς το βουνό. Δεν ήξεραν αν θα έπρεπε να φωνάζουν το όνομά της, γιατί μπορεί με τις φωνές να τρόμαζε και να έφευγε ακόμα μακρύτερα. Σιωπηλοί, έψαχναν ακόμα και μέσα στους θάμνους. Είχε αρχίσει να ξημερώνει, το φως ξέφτιζε σιγά-σιγά τα σκοτάδια κι ο ένας μετά τον άλλον έσβηναν τα φανάρια τους. Η πορεία προς το βουνό ήταν κοπιαστική, πλησίαζαν ήδη στο ερειπωμένο μοναστήρι με την εκκλησία του αγίου Νικολάου. Η Κατερίνα με την Παλλάση προπορεύονταν και κόντεψαν να πέσουν επάνω της. Ήταν σκεπασμένη με την κουβερτούλα της και κοιμόταν μπροστά στο ιερό της εκκλησίας. Ένα κεράκι τρεμόπαιζε αναμμένο στο μανουάλι και της κρατούσε συντροφιά. Τα κορίτσια κάθισαν δίπλα της, κάτω στο χώμα αμίλητες μαζί με την μάνα της, θα την περίμεναν να ξυπνήσει.

Ούτε την Κατερίνα, όμως, την ξεχνούσαν τα δικά της προβλήματα. Δεν αδιαθέτησε τον επόμενο μήνα, αν και έδωσε περιθώριο αρκετών ημερών. Την έζωσαν τα φίδια, τί μπορούσε να κάνει; δεν ήθελε να γίνει μάνα έτσι, μ' αυτόν τον τρόπο. Ούτε παιδί ήθελε που να την δένει με τον Ανέστη. Θα ήταν ένα ακόμα λάθος. Να πάει σε γιατρό, ούτε λόγος, κανείς δεν θα την αναλάμβανε, ήταν παράνομα πράγματα. Προσευχήθηκε στον Θεό, αλλά δεν έγινε τίποτα. Μέχρι και σε ένα μοναστήρι, στο γειτονικό χωριό, σκέφτηκε να πάει που είχε μια θαυματουργή εικόνα που δάκρυζε. Ήξερε, όμως, ότι οι μοναχοί βλέπουν οράματα και οι εικόνες δεν δακρύζουν χωρίς να έχουν δακρυϊκούς αδένες, σαν να είναι ζωντανά πλάσματα. Έπρεπε να βρει έναν πιο σίγουρο τρόπο.

Τα εκμυστηρεύτηκε όλα στην Παλλάση, ήθελε από κάπου να πιαστεί. Αλλά τί να της έλεγε κι εκείνη; ένα κορίτσι ήταν, χωρίς ιδιαίτερες εμπειρίες και γνώσεις. Θυμήθηκε όμως ότι μια θεία της όταν είχε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη πήγε σε μία γριά στην άκρη του χωριού και την βοήθησε. Θα πήγαινε να την βρει. Ζορίστηκε λίγο να την πείσει. Η εμπειρική αυτή μαμή δυσκολευόταν να αναλάβει ένα κορίτσι που δεν είχε γεννήσει ακόμα και χωρίς κανέναν δικό της μαζί της.

Η Κατερίνα ξεκίνησε με την Παλλάση, νωρίς το ξημέρωμα, και πήγε στο σπίτι της μαμής. Σαν να ανέβαινε στο πιο ψηλό βουνό της φάνηκε, βαρύ κι ασήκωτο. Ήξερε ότι δεν ήταν καλό αυτό που έκανε. Δεν συμφωνούσε ούτε με την πίστη της, ούτε με την ηθική της, αλλά ένιωθε ότι δεν είχε άλλη λύση, δεν είχε άλλον τρόπο να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών της. Έμπειρη η μαμή της έδωσε να πιει πρώτα ένα ρόφημα για να την ηρεμήσει. Και ύστερα της έξυσε την μήτρα με μια σιδερένια βέργα, που την πέρασε πρώτα από την φωτιά για να την αποστειρώσει. Πονούσε αφόρητα. Αφού ηρέμησε κάπως έμεινε ξαπλωμένη για καμιά ώρα και βγήκαν με προφυλάξεις στον δρόμο. Ευτυχώς η απόσταση μέχρι το “σπίτι του παιδιού” δεν ήταν μεγάλη. Έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι για ένα εικοσιτετράωρο, θα προφασιζόταν ότι είχε στραμπουλίσει το πόδι της.

Όταν πήγαν τα παιδιά το επόμενο απόγευμα στο “σπίτι του παιδιού” η πόρτα στο δωμάτιο της Κατερίνας ήταν ανοιχτή, το κρεβάτι της χωρίς σεντόνια και με έναν μεγάλο αιμάτινο λεκέ στη μέση. Το πάτωμα από κάτω φαινόταν κόκκινο κι αυτό, σαν να είχε στάξει επάνω του χυμός κερασιών. Κοιτούσαν χωρίς να μιλούν με ορθάνοιχτα μάτια και σφιγμένα τα στόματα. Καταλάβαιναν ότι κάτι κακό είχε συμβεί.

Ευτυχώς από κάποια μισόλογα έμαθαν ότι την τελευταία στιγμή την πρόλαβαν, την πήγαν στο νοσοκομείο κι έτσι σώθηκε.

Κι όλα τα παιδιά, η Ελένη, η Νίκη, η Ιωάννα, ο Χρίστος, η Ερμιόνη, η Μαριάννα, ο Λιάκος, η Άρτεμις, η Ουρανούλα- τα μικρά και τα μεγαλύτερα- έμειναν χωρίς την Κατερίνα, δεν ξαναφάνηκε από τότε. Οι εποχές εκείνες δεν επέτρεπαν στις γυναίκες να αποφασίζουν για τον εαυτό τους.

Αχ! Κατερίνα μας, Κατερίνα!

- τέλος -

Σημείωση: Το χωριό είναι πραγματικό, η ιστορία- κατά το μεγαλύτερο μέρος- φανταστική.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Σεπτεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1142.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ