5.3.23

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Χυμός κερασιών [II]


Η Κατερίνα καταγόταν από την Δράμα, αλλά της είχε αρέσει αυτό το χωριό της Καστοριάς, η Κορομηλιά. Ήταν δίπλα στον Αλιάκμονα, ένα μεγαλόπρεπο ποτάμι που στην αρχαιότητα σίγουρα θα ήταν κάποιος τοπικός Θεός. Άρδευε όλη την περιοχή που είχε πολλά φυτώρια με μηλιές, αχλαδιές, κερασιές, κορομηλιές. Και ο κόσμος έβλεπε ότι ήταν καλός, χαρούμενος.

Γλεντούσαν σχεδόν κάθε Κυριακή στο προαύλιο έξω από το δημοτικό σχολείο ή στο καφενείο όταν δε είχε καλό καιρό. Το μουσικό όργανο που συνόδευε τα τραγούδια τους και τους χορούς τους ήταν η ποντιακή λίρα (κεμετζές) και κάποιες φορές ένα ακορντεόν που το έπαιζε ο Βασίλης Λεουσίδης με μεράκι.

Σήμερα Σάββατο 25 Μαΐου με δυο φίλες της, την Λένα και την Παλλάση-σημαντικό όνομα που κράταγε από την Παλλάδα Αθηνά που έπαλλε το δόρυ της- διέσχισαν το χωριό, πέρασαν πάνω από την γέφυρα και κατηφόρισαν στα χωράφια.Η Κατερίνα είχε περασμένο στο χέρι της ένα αρκετά μεγάλο καλάθι.

Θα το γεμίσω κεράσια, είπε με φωνή που όλο ανέβαινε σε ένταση, κανένα φρούτο δεν μου αρέσει σαν τα κεράσια! Και οι άλλες δύο συμφώνησαν με επιφωνήματα. Έσκυψε ύστερα, έκοψε ένα χαμομηλάκι κι άρχισε να μαδά τα φιλαράκια του: μ' αγαπά, δεν μ' αγαπά, μ' αγαπά έτυχε στο τέλος κι αυτή χάιδεψε τα μαλλιά της με κάποια ικανοποίηση.

Οι άλλες δύο κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τί συμβαίνει; την ρώτησαν.

Τί να συμβαίνει, έκανε απορημένη, με μένα τίποτα-τίποτα δεν συμβαίνει.

Έλα, τώρα! Της είπε η Παλάση, έχω δει ένα αγόρι που έρχεται στο “σπίτι του παιδιού” για να εκπαιδευτεί στην ξυλουργική πως σε κοιτάει. Και είναι και ομορφούλης. Εσύ δεν το πρόσεξες;

Για ποιόν λες καλέ; ρώτησε η Λένα.

Για τον ψηλό, τον Ανέστη.

Η Κατερίνα έδειξε να ενοχλείται. Δεν της άρεσε να ασχολούνται μαζί της. Τα συναισθήματά της, μέχρι στιγμής, ήθελε να τα κρατά για τον εαυτό της. Και δεν ήξερε ακόμα αν είχε συναισθήματα για κανέναν. Ναι, υπήρχαν κάποιοι νεαροί που της έδειχναν ενδιαφέρον. Φυσιολογικό το έβρισκε, τόνωνε την θηλυκότητά της, αλλά δεν την ένοιαζε και τόσο. Ένοιωθε, ακόμα, αποκομμένη από το περιβάλλον της πατρίδας της, της έλειπαν οι δικοί της, οι παιδικοί της φίλοι, όλοι αυτοί που αισθάνεσαι ότι σε καταλαβαίνουν χωρίς πολλά λόγια. Ούτε ήξερε πόσο καιρό θα μείνει στην Κορομηλιά, ο διορισμός της ήταν αορίστου διαρκείας.

Αυτή η αλλαγή, όμως, στην ζωή της ήταν ενδιαφέρουσα. Την έκανε να νοιώθει σημαντική, ήταν υπεύθυνη για ένα σωρό δουλειές. Ασχολιόταν με γραφειοκρατικά θέματα, με το πρόγραμμα της μαγείρισσας, της μοδίστρας που μάθαινε στα μεγαλύτερα κορίτσια ραπτική και κέντημα, του ξυλουργού που ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα. Με τις προμήθειες που έπρεπε να τις προγραμματίζει για κάθε μήνα. “Το σπίτι του παιδιού” ήταν ένας ζωντανός οργανισμός με απαιτήσεις τροφοδοσίας και λειτουργίας. Η χαρά της, όμως, ήταν τα πιο μικρά παιδιά, τα κατεύθυνε στα παιχνίδια τους, έπαιζε κι αυτή μαζί τους, παρακολουθούσε τί διάβαζαν, χαιρόταν με τα ταλέντα τους σε ό,τι έκαναν.

Αχ! Κατερίνα, Κατερίνα! Τα αγόρια την έβλεπαν σαν νεράιδα και τα κοριτσάκια ήθελαν να της μοιάσουν όταν θα μεγάλωναν.

Μάζεψαν μπόλικα κεράσια κι έφαγαν αρκετά, γιατί ήταν πολύ δελεαστικό να τα τρως φρεσκοκομμένα από το δένδρο. Ήταν μαυροκόκκινα και ζουμερά. Κρέμασαν και από δυο μαζί, σαν σκουλαρίκια στα αυτιά τους. Έμοιαζαν με καμαροφρύδες κόρες της Θεάς Δήμητρας που δεν έπαψε ποτέ να ζει στο υποσυνείδητο των Ελλήνων. Ανηφόρισαν προς την γέφυρα και στάθηκαν να δουν τα νερά που έτρεχαν ορμητικά από κάτω. Η ενέργεια του τρεχούμενου νερού τις τραβούσε σαν μαγνήτης. Είχε αρχίσει, εν τω μεταξύ, να σκοτεινιάζει. Μια παρέα αγοριών τις πλησίασε. Τους κέρασαν κεράσια κι έφυγαν λίγο βιαστικές. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Ανέστης. Η Κατερίνα ένιωσε λίγο αμήχανα, λόγω της συζήτησης που είχε προηγηθεί.

Το επόμενο απόγευμα η Κατερίνα άκουσε φωνές έξω από το “σπίτι του παιδιού”. Βγήκε να δει τι γίνεται απορημένη. Είδε μερικά παιδιά κι ανάμεσά τους τον Λιάκο γεμάτο κόκκινα σημάδια στο πρόσωπο και στα χέρια, σαν να είχε ανεμοβλογιά. Της εξήγησε ότι μπήκε στο κοτέτσι να πάρει τα αυγά και τον τσίμπησε ο κόκορας. Είχε καταλάβει από μέρες ότι τον τριγύριζε με ύποπτες διαθέσεις. Εκείνο το μεσημέρι μπήκε προσεκτικά στο κοτέτσι και προσπάθησε να μην κάνουν θόρυβο τα πόδια του που πατούσαν στα σκορπισμένα κάτω άχυρα. Δεν το κατάφερε όμως γιατί το ένα πόδι του σέρνονταν λίγο επειδή ήταν εκ γενετής μακρύτερο από το άλλο, πράγμα που αναγκαστικά τον έκανε να κουτσαίνει. Ανέβηκε στην σκαλίτσα και έψαξε τις φωλιές που βρίσκονταν πιο ψηλά, κάτω από τα κεραμίδια. Έβαλε τα αυγά στο καλάθι που κρατούσε με το ένα του χέρι. Κάποια ήταν ακόμα ζεστά, γιατί μόλις τα είχαν γεννήσει οι κότες. Το πιο μεγάλο σίγουρα θα το είχε γεννήσει μια άσπρη παχουλή κότα που ήταν η αγαπημένη του. Κατέβηκε ήρεμα αλλά ο κόκορας τον περίμενε. Έκρωξε δυνατά, τα πλουμιστά φτερά του σηκώθηκαν αγριεμένα, το λειρί του κουνιόταν πέρα δώθε, του όρμηξε και τον τσιμπούσε όπου έβρισκε. Αμύνθηκε, βέβαια, όπως μπορούσε με κλωτσιές και χτυπήματα με τα χέρια, άλλα ο κόκορας αποδείχτηκε δύσκολος αντίπαλος, καθώς είχε και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Κι ο Λιάκος έφυγε κακήν-κακώς με τα περισσότερα αυγά σπασμένα. Όλα τα παιδιά γέλασαν τότε επειδή ο κόκορας υπερασπίστηκε το κοτέτσι του, τους φάνηκε πολύ αστείο που ένας κόκορας είχε το θράσος να επιτεθεί σε άνθρωπο, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο.

Η Κατερίνα, σοβαρή, τον καθάρισε και του έβαλε ιώδιο. Φαινόταν σκεπτική, διαισθανόταν ότι ο Λιάκος ήταν ένα παιδί που χρειαζόταν λίγη παραπάνω προστασία. Το περιστατικό όμως αυτό τα παιδιά το κουβέντιαζαν για καιρό και τον περιεργάζονταν καθημερινά, μήπως ο κόκορας τον είχε βάλει στο μάτι και τον ξανατσιμπούσε. Ίσως, όμως, και να τους άρεσε πολύ να δουν μια ζωντανή μάχη ανάμεσα στον κόκορα και στον Λιάκο, αν είχε την παλικαριά να ξαναμπεί στο κοτέτσι. Στα παιδικά μυαλά όλα έχουν πιο ηρωική διάσταση από αυτή την πεζή και καθημερινή των ενηλίκων, οι οποίοι χάνουν σιγά-σιγά την γόνιμη φαντασία που έχουν τα παιδιά. Δεν βλέπουν την πόρτα για να μπουν στο χώρο της, λίγοι μόνο παραμένουν ονειροπόλοι.

Ένα βράδυ, την ώρα που ετοιμαζόταν να ασφαλίσει τις πόρτες, η Κατερίνα, είδε μια ψηλόλιγνη σιλουέτα κάτω από την κληματαριά. Κοντοστάθηκε λίγο ξαφνιασμένη. Ήταν ο Ανέστης. Την πλησίασε και στάθηκε απέναντί της. Θέλω να σου μιλήσω της είπε. Την κοιτούσε έντονα και και το πρόσωπό του είχε αρχίσει να αλλάζει έκφραση, δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Εκείνη δεν άρθρωσε λέξη, ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Την πλησίασε περισσότερο, της έπιασε τα χέρια και την τράβηξε κοντά του. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αντισταθεί, να πει κάτι ή να συναινέσει, σαν να μην ήταν μέσα στο σώμα της, σαν να μην αποφάσιζε αυτή για τον εαυτό της. Ήταν μέσα στην αγκαλιά του και το στόμα του άγγιζε το δικό της. Χρειάστηκε όλη της την δύναμη για να αποτραβηχτεί. Έτρεξε γρήγορα επάνω, έκλεισε την πόρτα και στάθηκε ακίνητη. Οι αναπνοές της ήταν γρήγορες, δεν της έφτανε ο αέρας. Την είχε φιλήσει και ένας συμμαθητής της όταν ήταν δεκατριών χρονών. Αλλά τότε ήταν αλλιώς, έμοιαζε με παιχνίδι. Αυτό που είχε συμβεί μόλις τώρα ήταν κάτι άλλο, έμοιαζε απειλητικό, την είχε παραβιάσει. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι έκανα; αναρωτήθηκε. Πως το άφησα αυτό να συμβεί;

Τις επόμενες μέρες προσπάθησε να τα καταχωνιάσει όλα μέσα της και δεν κατέβαινε στο εργαστήριο όταν γινόταν το μάθημα της ξυλουργικής. Κάποια στιγμή, όμως, αναπόφευκτα συναντήθηκαν και εκείνη απέφυγε το βλέμμα του.

Μιλούσε λιγότερο, έτρωγε λιγότερο, κοιμόταν λιγότερο. Όλες οι λειτουργίες της είχαν υποβαθμιστεί. Συνειδητά, δεν το έβλεπε σαν καλό ή κακό. Δεν ήξερε τί ήταν. Την ενοχλούσε, όμως, ότι δεν το είχε εκείνη αποφασίσει. Ελάχιστες φορές είχαν μιλήσει και μόνο για την εκπαίδευσή του, τίποτα προσωπικό.


- συνεχίζεται - 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Σεπτεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1140.


Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ