11.3.23

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΠΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: Το κύκνειο άσμα


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 6.10.2022 | 1143


Σε απόσταση αναπνοής στέκονταν ολόρθος στην υπέρ υψωμένη μαρμάρινη βάση του ο ποιητής Αθανάσιος Χριστόπουλος με την πλάτη του γυρισμένη προς την μεριά του νοερά να τον ακούει...


Τον είχε κουράσει ο παρά τεταμένος χειμώνας που συνέχισε μάλιστα ακόμα και τον Μάρτη με την χειμωνιάτικη συμπεριφορά του , με ανήλιες τις μέρες του και αφέγγαρες τις νύχτες του αλλά και τσουχτερό να συνεχίζει το κρύο. Είχε παρακουράσει τον Μπάρμπα Γιάννη η μακροχρόνια απομόνωσή του που εκτός όλων των άλλων του στερούσε τον καθημερινό απογευματινό περίπατό του και ο ερχομός του Απρίλη μιας πραγματικής Άνοιξης ήταν η μεγάλη ευκαιρία να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες αυτής της απομόνωσης ολόγιομης από μοναξιά και να αναπνεύσει το οξυγόνο της αισιοδοξίας από την επαφή με την ζωή του έξω κόσμου με τον καθημερινό απογευματινό περίπατό του.

Να νιώσει κατάσαρκα την ζεστασιά του απογευματινού ήλιου. Να ανασάνει λαίμαργα την μετά μεσημεριανή ανοιξιάτικη αύρα και να ζήση έστω για κάποια ώρα στην αλάνθαστη πληρότητα της φύσης .Να απαλύνει τον πόνο της πιο μεγάλης και βαθειάς λαβωματιάς , της μοναξιάς που τον συντροφεύει για χρόνια και καθορίζει το πεπρωμένο του . Μια μοναξιά που εδώ και πολλούς χειμώνες και καλοκαίρια αντέχει υπομονετικά το ασήκωτο βάρος της μαζί με την ανυπόφορη βιολογική φθορά των προχωρημένων γηρατειών του . Μαζί της να παλεύει την καθημερινότητα, μαζί της να μαλώνει, μαζί της να μοιρολογάει, μαζί της να τραγουδάει την μοίρα του και να μοιράζεται τις τόσο λίγες χαρές του αλλά και μαζί της σε μια αποβάθρα αναμονής απροσδιόριστων για τα γηρατειά του γεγονότων μέχρι την άγνωστη ώρα, όποτε αυτή έλθει, για να τραγουδήσει και πάλι μαζί της το Κύκνειο του Άσμα πριν ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι, χωρίς επιστροφή, προς το άγνωστο.

Ήταν πέντε η ώρα απογευματινή του Απρίλη. Φρόντισε το ανάλογο ντύσιμο χωρίς να παραλείψει να φορέσει το ναυτικό καπέλο με το γυαλιστερό γείσο, τα φθαρμένα κινέζικα αθλητικά παπούτσια να πάρει το μαύρο μπαστούνι κληρονομιά του πατέρα του φερμένο από την Αμερική και να ξεκινήσει τον περίπατο μιας συνηθισμένης και μοναδικής διαδρομής που πάντα έκανε με τα τρείς χιλιάδες μετρημένα βήματα σε έναν αργό ρυθμό .
 
Ένα απλό βοριαδάκι φύσαγε που το ένοιωθε στο πρόσωπο του σαν χάδι ζωντανής ύπαρξης που έδινε κάποιο νόημα ζωής στην απελπιστικά ερημωμένη περιοχή της πόλης εγκαταλειμμένη στην μοίρα της από ανεύθυνους άρχοντες γιατί όχι και από απρόθυμους για διεκδικήσεις πολίτες. Στην διαδρομή πριν φθάσει στο δασάκι των γερασμένων πεύκων με το βουβό εξωκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Θανάση όπου πάντα κάνει μια στάση τον συγκλόνισε η μοναδική ζωντανή ανθρώπινη ύπαρξη που συνάντησε μιας γριάς να παραμιλάει φωνακτά και ακατάληπτα με παράξενες κινήσεις των χεριών της και αστάθεια στα βήματά της σίγουρα αποτέλεσμα της δύσκολης ζωής που είχε.

Κάθισε στο ξύλινο μπαγκάκι έχοντας μπροστά του την ολοζώντανη ανοιξιάτικη εικόνα της φύσης με την απόλυτη πληρότητα της να την απολαμβάνει με μια νοσταλγική διάθεση που μεθούσε τις αισθήσεις του. Σε απόσταση αναπνοής στέκονταν ολόρθος στην υπέρ υψωμένη μαρμάρινη βάση του ο ποιητής Αθανάσιος Χριστόπουλος με την πλάτη του γυρισμένη προς την μεριά του νοερά να τον ακούει άφωνα να απαγγέλει τους στίχους του ποιήματός του:  

Φίλε Στέφανε να ζήσεις | που διδάσκεις πως η φύσης | δεν το θέλει το κενό | Μα την μόνη μας φιλία | η αλήθεια είναι μία| μετ εσένα συμφωνώ|. 

Με τον Μπάρμπα Γιάννη να συμφωνεί απόλυτα με την τόσο φιλοσοφημένη άποψη του ποιητή πως πράγματι η φύση δεν το θέλει το κενό όταν μάλιστα ζει την αναμφισβήτητη πραγματικότητα αυτής της πανοραμικής τρισδιάστατης και ολοζώντανης εικόνα της φύσης σε μιας τόσο νοσταλγικής εικόνας που τα έχει όλα από πράσινο, γαλάζιο και τα χρώματα της ίριδας ζευγαρωμένα αναπόσπαστα σε φως που μεθάει όλες τις αισθήσεις. Με το γαλαζο-πράσινο μιας λίμνης όπου ένας καλοκτένης απαλός βοριαδάκος να χαϊδεύει τα νερά της και το φως του ήλιου να αναγεννά μυριάδες ασημένιους αστερισμούς. Όπου ένα ζευγάρι Κύκνων με έναν ισόβιο ερωτικό όρκο ενωμένοι (δυσεύρετο παράδειγμα πίστης και αφοσίωσης ) να δημιουργούν με την πορεία τους τον δικό τους ερωτικό δρόμο πλάι σε αυτόν ενός κωπηλάτη. Με τον ορεινό όγκο του Βίτσι απέναντί του με τους χαμηλότερους από αυτόν με καταγεγραμμένη την δική τους άσβεστη ιστορία ενός εμφύλιου ασυμφιλίωτης εκδικητικότητας και από τις δύο μεριές για εξυπηρέτηση ξένων και μόνον συμφερόντων.

Μέσα από αυτήν την απαράμιλλη ομορφιά που του γαλήνεψε κάθε εσώψυχη ανησυχία ξεθάφτηκαν από το υποσυνείδητο του φυλαγμένες με θρησκευτική ευλάβεια αναμνήσεις που είχε ζήσει στον δρόμο που είχε κάτω από τα πόδια του και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Με τα τρία εξοχικά κέντρα όπου τα μαθητικά του καλοκαίρια ξενυχτούσε για το μεροκάματο της επιβίωσής του. Ένας δρόμος που έσφυζε από ζωή και ας ήταν μια τόσο επικίνδυνη εποχή με βομβαρδισμούς ακόμα και από όλμους στον οποίο μάλιστα πρώτο ένιωσε τον μεγάλο του παντοτινό και μοναδικό έρωτα του με την πολύχρονη και πολυτάραχη πορεία του. Ένας έρωτας με πάρα πολύ λίγες χαρές . Ένας έρωτας όπου ακόμα και σήμερα στα γηρατειά του καθορίζει την πορεία της ζωής του και διαμορφώνει το λίγο μέλλον που του απομένει.

Δεν κατάλαβε για πότε πέρασε τόση ώρα για να τον συνεφέρει η απότομη ανοιξιάτικη αλλαγή του καιρού με απρόσμενη την εξέλιξή του και ξεκίνησε την ολοκλήρωση της υπόλοιπης διαδρομής. Μάλιστα τον πρόλαβαν οι πρώτες ψιχάλες της βροχής πριν προλάβει να φθάσει στην πόρτα του και ήταν τόσες που μπόρεσαν να μουσκέψουν τα άκροπόδαρα του από τα φθαρμένα κινέζικα παπούτσια.

Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ξαπλώσει στο καθιστικό του σαλονιού και όπως ήταν κουρασμένος τον πείρε ένας βαθύς ύπνος και ονειρεύτηκε πως βρισκόταν μπροστά στη απαγορευτική μπάρα εισόδου με το χαρακτηριστικό κόκκινο STOP μιας μισοσκότεινης οδού όπου στο απόμακρό της τέρμα αχνοφώτιζε μια κρεμασμένη από τον ουρανό καντήλα με έναν κατάλευκο Κύκνο να φτεροκοπά ολόγυρά της και να τραγουδάει όχι πια με τους γνωστούς κρογμούς του αλλά με μια κρυστάλλινη ολόγλυκια φωνή το Κύκνειο του Άσμα. Στον πρώτο φωτιστικό στύλο από τους πολλούς που υπήρχαν στις δύο πλευρές του δρόμου με άσβηστους τους φανούς τους υπήρχε μια ολοφώτεινη ταμπέλα που ονομάτιζε τον δρόμο. «Μακαρία Οδός». Μια εκκωφαντική βροντή με αλλεπάλληλες αστραπές του χάλασε το όνειρο ξυπνώντας τον από τον βαθύ ύπνο. Έξω είχε ξεσπάσει μια ανοιξιάτικη Απριλιανή μπόρα. Μαζί με το ξέπλυμα των δρόμων αν μπορούσε να ξεπλύνει και τις μυρωδιές που αναδύουν απαράδεκτες συμπεριφορές μιας μερίδας ανθρώπων της πόλης θα ήταν ευτύχημα για το μέλλον της. 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6 Οκτωβρίου 2022, αρ. φύλλου 1143.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ