27.3.24

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Καφές για τις ψυχές


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 23.11.2024 | 1200

Να μας κεράσει θέλει, για την ψυχή της μάνας της. Σαν σήμερα κίνησε για τον πέρα κόσμο, ψιθυρίζει. Δεν αναφέρει πόσα χρόνια πέρασαν από τότε. Συμπληρώνει, ωστόσο, σχεδόν την ίδια μέρα με τον δικό της πατέρα έφυγε η μάνα της. Και είναι φανερά ταραγμένη. «Τον δολοφονημένο». συμπληρώνει. Την κοιτάζω απορημένη. «Η παλιά, γνωστή ιστορία», λέει κοφτά. Αυτή την ιστορία, την τόσο γνωστή για την ίδια, τόσο άγνωστη για μένα, θέλω πολύ να μάθω. Και βέβαια, μια ιστορία που όταν συνέβη, η αφηγήτρια δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Ήταν, όμως, τόσο βαρύ το φορτίο στους ώμους της μάνας της, μικρό κορίτσι τότε, που το πέρασε και στους απογόνους. Έτσι, η αφηγήτρια έμοιαζε σαν να ήταν παρούσα κατά το συμβάν. Γι’ αυτό και η έντονη συγκίνηση κάθε φορά που της δινόταν η ευκαιρία να αναφερθεί στο γεγονός αυτό. Και φυσικά, να βρει το κατάλληλο ακροατήριο, το πρόθυμο να μοιραστεί την ένταση, να φορτισθεί το ίδιο με εκείνη.

Γιατί όχι; Γιατί να μην ακούσουμε μια ιστορία απ’ τα παλιά, που δεν διαφέρει οπωσδήποτε από όλες εκείνες που ακούμε ή διαβάζουμε καθημερινά για ανθρώπινες τραγωδίες και φονικά; Ο παππούς, λοιπόν, κάτοχος και καπετάνιος ενός πετρελαιοκίνητου μοτοριού της λίμνης μας ήταν. Του πρώτου που εμφανίστηκε στα ήσυχα νερά της. Αυτά, που μέχρι τότε, μόνο βάρκες με κουπιά τα διέσχιζαν και, φυσικά, εκτός από ψάρεμα, χρησίμευαν πότε-πότε και σαν μεταφορικά μέσα. Όχι επιβατικά. Φορτία κουβαλούσαν για κτίσιμο σπιτιών ή και τρόφιμα. Είχε τότε ο παππούς της τη φαεινή ιδέα να φέρει και στην πόλη του ένα πλεούμενο για τουριστικά δρομολόγια. Να διαπλέει, όταν ο καιρός το επέτρεπε, τα νερά. Ένα είδος κρουαζιερόπλοιου. Να μεταφέρει κόσμο από τη μια μεριά της λίμνης στην άλλη, να μπορούν όλοι να γευτούν τις χαρές της κίνησης πάνω στο νερό, έστω και αν δεν ήξεραν να επιπλέουν μόνοι τους. Η ανταπόκριση μεγάλη. 

Η πρώτη μέρα, ένα ήρεμο, ανοιξιάτικο, κυριακάτικο απομεσήμερο, που τα νερά έμοιαζαν σωστός καθρέφτης και αντικατόπτριζαν το μπλε του ουρανού με περισσή ακρίβεια και ομορφιά, μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης γι’ αυτό το φανταστικό ταξίδι. Μανάδες με παιδιά, παλικάρια, έτοιμα να συναντήσουν την κοπελιά τους με τη συνοδεία των γονιών της και να μπορέσουν να τη φλερτάρουν από πιο κοντά, ηλικιωμένα ζευγάρια με τα μπαστουνάκια τους και υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλο. Όλη η πόλη στο πόδι, ή μάλλον στην προκυμαία, για την επιβίβαση. Η πολυπόθητη, πανηγυρική «κρουαζιέρα» ξεκίνησε στην ώρα της. Οι φωνές ενθουσιασμού των τυχερών επιβατών τέλος δεν είχαν. Στην άκρη της πόλης ο σταθμός του μοτοριού. Εύκολη από το σημείο αυτό η επιβίβαση· ακόμη ευκολότερη η αποβίβαση.

Προορισμός: το βυζαντινό μοναστήρι, στο ανατολικό μέρος του βουνού της χερσονήσου. Για προσκύνημα, για μια βόλτα κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια και πάλι πίσω. Ενθουσιασμένοι όλοι, μικροί μεγάλοι. Το μοτόρι, με κείνον τον χαρακτηριστικό αλλά και πρωτόγνωρο ήχο της πετρελαιοκίνητης μηχανής, το επαναλαμβανόμενο τούκου-τουκ, τούκου-τουκ, διέσχιζε τα ήσυχα νερά και άφηνε πίσω του μια γραμμή ανήσυχου, αφρώδους, υγρού μονοπατιού. Αρκετή ώρα διήρκησε η πλεύση· πολύ πιο σύντομη από όση χρειαζόταν μία βάρκα για να καλύψει την ίδια απόσταση, διαβεβαίωνε ένας νέος, που συχνά βοηθούσε τον πατέρα του στο ψάρεμα. 

Αφού γέμισε το κηροστάσιο κίτρινο, παλλόμενο φως, αφού σταυροκοπήθηκαν και αντάλλαξαν εγκωμιαστικά σχόλια για τον καπετάνιο και τον ιδιοκτήτη του μοναδικού αυτού πλεούμενου, άρχισε η επιστροφή μέσα σε κλίμα έντονης ευφορίας και χαράς. Κανείς, ωστόσο, δεν είχε προσέξει τα μαύρα σύννεφα που είχαν κατακλύσει τον ουρανό, στο βάθος. Ακούστηκαν και μερικά μπουμπουνητά. Τα νερά γαλήνια, το ίδιο και η όψη του καπετάνιου. Μέχρι που έφτασαν σχεδόν στο σημείο αποβίβασης. Τα μπουμπουνητά τώρα έγιναν πολύ πιο βροντερά και τα νερά φάνηκαν να αναστατώνονται από έναν εσωτερικό αναβρασμό. Οι επιβάτες, φανερά ανήσυχοι, μαζεύτηκαν όλοι στη μια μεριά του πλεούμενου, εκείνη από όπου θα έριχνε άγκυρα. Και το κακό, μαζί με μια πρωτοφανή νεροποντή, δεν άργησε: για το πότε πήρε κλίση, για το πότε βρέθηκε να βουλιάζει όλο προς τη μια μεριά, ούτε που το κατάλαβαν. Πανικός. Πηδούσαν όλοι στο νερό, ούτε δυο μέτρα απόσταση από την ξηρά και προσπαθούσαν να σώσουν εαυτούς και άλλους. Πολλοί, οι περισσότεροι, κατάφεραν να βγουν, βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, στη στεριά. Όχι όλοι. Μερικούς τους πήρε το σιδερένιο κουφάρι από κάτω και δεν κατάφεραν να απεγκλωβιστούν. Ανάμεσά τους και η γυναίκα ενός μεροκαματιάρη, που άφησε πίσω τρεις ανήλικες κόρες. Τάξιμο το είχε η πνιγμένη να πάει να προσκυνήσει τη Μεγαλόχαρη που δεν της στέρησε τα τρία της κορίτσια, έπειτα από θανατερές, προηγούμενες γέννες. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Πώς να αντέξει τέτοιο κακό; Πώς να μεγαλώσει μόνος τα ορφανά; 

Παραμόνεψε τον καπετάνιο, την ώρα που έβγαινε από το σπίτι του, και άδειασε τα σκάγια μιας καραμπίνας στο κεφάλι του άτυχου άντρα. Κι άλλο σπιτικό βυθίστηκε στο πένθος. Ορφανά κι εδώ. Όμως οι τύψεις τον κατέτρωγαν. Ένα σιδερικό έστρεψε μια μέρα και στο δικό του κεφάλι. Ξώφαλτσα τον πήρε το βόλι, τυφλός έμεινε ο δυστυχής πατέρας. Ψάχνουν οι κόρες για δουλειά. Τη μεγαλύτερη, την πήρε ο αδελφός του καπετάνιου στη δούλεψή του…

Η ώρα πέρασε, τέλειωσε η αφήγηση. Ξαλάφρωσε η εγγονή του πλοιοκτήτη. Ευχαριστήσαμε για τον καφέ, ας είναι σχωρεμένοι, είπαμε τον παρηγορητικό λόγο και με βαριά καρδιά πήραμε η κάθε μια τον δρόμο για το σπίτι της.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Νοεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1200.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ