8.8.11

ΜΠΕΣΣΗ ΜΙΧΑΗΛ: Μαργαρίτες και μαργαριτάρια

  • Ιούνιος 1900

Η νεαρή όμορφη 16χρονη, κάθησε για λίγο με το πανέρι στα χέρια, στα λιθόστρωτα εξωτερικά σκαλιά του σπιτιού της, κάτω από τη κληματαριά. Το συνήθως χαμογελαστό όμορφο πρόσωπο, είχε έκπληκτο και κάπως συλλογισμένο ύφος. Ψηλή, στημένη με περήφανο τρόπο, έδινε πάντα την αίσθηση της «ισκιάρικης» όπως την έλεγε η νόνα της, ακόμα και με τα καθημερινά της, τη μακριά σκούρα βαμβακερή φούστα, το στολισμένο μόνο μ’ ένα μαύρο σειρήτι γκρίζο κοντέσι που κάλυπτε την άσπρη πουκαμίσα. Είχε καλυμμένο το κεφάλι με λευκό μαντήλι που τριγύριζε η χοντρή σταρένια κοτσίδα της. Κοιτάζοντας με τα λαμπερά καλόγνωμα ασυνήθιστα χρυσαφένια μάτια από ψηλά το κομμάτι της λίμνης που έφεγγε καθώς έδυε ο ήλιος, έδειχνε να προσπαθεί να καταλάβει αν η σκηνή που μόλις διαδραματίστηκε, σήμαινε κάτι, ή όπως έλεγαν τα βιβλία που της άρεσε να διαβάζει, αν ήταν καλός οιωνός. Παράξενη σκέψη για την εποχή και την ηλικία της. Όμως η νεαρή γυναίκα ανήκε στις μοσχοαναθρεμμένες που είχαν όχι μόνο κεντίδια και στολίδια αλλά και βιβλία. Χάρη στον πατέρα της, τον αρχοντικό μεγαλέμπορα που γύριζε όλη την αυστροουγγρική αυτοκρατορία αλλά και τη Ρωσσία, από την Οδησσό ως την Αγία Πετρούπολη, και δεν ξεχώριζε τη μονάκριβή του θυγατέρα από τα 7 αγόρια του. Μέσα στην ήσυχη γειτονιά με τα ψηλά αρχοντικά γύρω στη πλακόστρωτη πλατεία, τη πιο ελληνική στην όμορφη τουρκοκρατούμενη πόλη, ήταν αρκετά ασυνήθιστο μια κοπέλλα να κυκλοφορεί ακόμη και στη γειτονιά μόνη. Όμως την έστειλε βιαστικά η μάνα της για κάποιο περίεργο θέλημα στη γειτόνισσα (να πάρει μοσχοκάρυδο και πεντέξη μήλα), μόλις άκουσε τη πόρτα να κλείνει στο «καθημερινό» όπου ακούστηκαν να μπαίνουν δυό-τρεις άνδρες και να τους υποδέχεται ο πατέρας της.
Γυρίζοντας από το θέλημα, ίσως λίγο γρηγορότερα απ’ ότι θα υπολόγιζε η μάνα, έγινε αυτό που την έβαλε σε σκέψη, μια συνάντηση με τρείς άνδρες που έβγαιναν από το σπίτι της. Καθόταν λοιπόν και αναλογίζονταν τι να σήμαινε αυτό το βλέμμα που της έριξε ο ένας επισκέπτης, ο ψηλός κι αρχοντικός νεώτερος που δεν τον είχε ξαναδεί, τους δύο μεγαλύτερους τους ήξερε, καθώς όλοι απομακρυνόταν. Εκείνος κοντοστάθηκε μια στιγμή όταν την είδε να διαβαίνει τη πόρτα, πήρε το θάρρος να γυρίσει πίσω, να κόψει τη μαργαρίτα και καθώς η ίδια τον κοίταζε έκπληκτη, την απόθεσε στο καλάθι της. Πάνω στα μήλα, μ’ ένα μικρό χαμόγελο στα μάτια και στα χείλη. Την έκρυψε πάντως τη μαργαρίτα ταραγμένη χωρίς να ξέρει το γιατί και προχώρησε μέσα στο αρχοντικό, για να μην ακούσει και καμιά φωνή απ’ τη μάνα.
Την υποδέχθηκε σα να τη περίμενε στη κορυφή της εσωτερικής σκάλας μαζί με τον πατέρα που έστριβε ευχαριστημένος τα μουστάκια του και κοιτάζοντάς την με μάτια που έλαμπαν με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Ευχαριστημένοι και χαμογελαστοί την περίμεναν να ανεβεί στο κεφαλόσκαλο. Της έπιασε η μάνα και τα δύο χέρια και σα να της έδινε ευλογία είπε κάπως επίσημα: «Θυγατέρα, σε ζήτησε το αρχοντόπουλο από το Απόζαρι. Καλορίζικη να είσαι παιδί μου!» και συγκινημένη τη φίλησε.
Η κοπέλλα τη κοιτούσε μαρμαρωμένη και έσκυψε να φιλήσει το χέρι που τη κρατούσε. Ακολούθησε ό πατέρας που τη φίλησε με κάποια αδιόρατη λύπη στο μέτωπο και εκείνη ανταπόδωσε με χειροφίλημα. Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα κατάλαβε ότι τη λογοδώσανε και η μαργαρίτα ήταν το ασυνήθιστο πρώτο «επισκεπτήριο», του ασυνήθιστου γαμπρού…


  • Οκτώβριος 1904

Εννιά μήνες μετά τη γέννηση της κόρης, είχανε μεγάλες χαρές στο αρχοντικό: Γύρισε ο αφέντης του σπιτιού, έχοντας συμπληρώσει πάνω από 6μηνο στο ταξίδι στα ξένα. Έκανε μεγάλο γύρο στις κρύες χώρες του Βορρά, πασχίζοντας να βρει τα κομμάτια που οι έμποροι πετούσαν για να κάνει τα κομματιαστά γουναρικά, που είχε μάθει τόσο καλά από τον πατέρα του. Βιέννη, Βουδαπέστη, Noβισαντ, Κωστάντζα, Οδησσό, Πόλη, το ταξίδι ήταν κουραστικό μα ήταν ευχαριστημένος γιατί έφερνε χορδά καλό. Έψαξε να βρει τις πηγές της «μηλωτής» όπως έλεγε τη γούνα ο φίλος του ο γιατρός στη Βιέννη, και τις βρήκε. Και σε καλή τιμή. Τόσο που περίσσεψαν αρκετά γρόσια ώστε να πάρει κάτι πολύτιμο και ασυνήθιστο για την περήφανη κυρά του. Ήταν όμορφη η γυναίκα του αλλά αυτό που εκτιμούσε και λίγο φοβόταν γιατί αισθανόταν πόσο ξεχώριζε, ήταν το κοφτερό μυαλό της. Δεν θα το παραδεχόταν φανερά ποτέ, αλλά απ’ όλους τους φίλους του τη δική της γνώμη αναζητούσε πριν πάρει τελική απόφαση, πάντα. Αυτή του έβαλε την ιδέα να δοκιμάσει ο ίδιος να αγοράσει τη πρώτη ύλη και να γίνει και έμπορος και τεχνίτης.
Η γέννηση του κοριτσιού μετά από δύο αγόρια έφερε μεγάλη ανακούφιση στη μάνα. Και χαρά στο σπίτι του νεαρού μεγαλέμπορου, που τώρα καμάρωνε τη πρώτη κόρη, σχεδόν όσο είχε χαρεί το πρώτο παιδί.
Το γλέντι στο αρχοντικό είχε προγραμματιστεί από μέρες, όπως κάθε φορά που παίρνανε μαντάτο ότι γυρνάει. Όλο το σπίτι είχε βέβαια καθαριστεί όπως κάθε χρόνο περιμένοντας τη γιορτή του Αη-Δημήτρη που γιόρταζε ο μεγάλος αφέντης του σπιτιού, μα φέτος ήταν τριπλά τα συχαρίκια καθώς γιορτάζανε το καλωσόρισες και των δύο: της μονάκριβης κόρης και του ταξιδιώτη, του μικρού αφέντη. Έτσι, όλα ήταν έτοιμα για τη βεγγέρα. Ο καλός οντάς ήταν έτοιμος στο πρώτο πάτωμα με τον ξυλόγλυπτο τοίχο, όπου τριζοβολούσε το μεγάλο λευκό φρεσκοασβεστωμένο τζάκι με τα δαντελωτά πλαίσια και προσκαλούσαν τα καλοστρωμένα μεντέρια με τις ζεστές χρωματιστές γιάμπολες και τις κάτασπρες δαντέλες στις πλάτες, κάτω από τα ψηλά παράθυρα που έβλεπαν ολόγυρα στο δωμάτιο, στην ήρεμη χειμωνιάτικη λίμνη.
Είχαν αρχίσει να μαζεύονται γείτονες και φίλοι για τη γιορτή του μεγάλου αφέντη. Είχαν κι άλλο λόγο για προσμονή χαράς :ο κύρης του σπιτιού θα πρότεινε στον επίσημο καλεσμένο της βραδιάς τον «αθηναίο» να γίνει ο νουνός της ακριβής θυγατέρας. Και είχαν συμφωνήσει να του ζητούσαν, κρυφά, να μην ακολουθήσει το έθιμο να βγάλει δηλαδή το όνομα της μαμάνας του παιδιού, αλλά να τη βγάλει Ελευθερία.....

Η μικρομάνα στο πόδι για να υποδέχεται τους επισκέπτες φορώντας το ολομέταξο πορφυρό χρυσοκεντημένο φόρεμα με το βαρυκεντημένο χρυσό κοντέσι. Στο λαιμό της αντί για τα συνηθισμένα φλουριά, έλαμπαν δυο σειρές μεγάλα μαργαριτάρια, που όλοι θαύμασαν. Εκείνη καμάρωνε διπλά και χαμογελούσε από μέσα της καθώς αναθυμόταν πώς της τάδωσε…
Το βράδυ του ερχομού, μετά το ζεστό μπάνιο του, γλύστρησε ο κύρης της καρδιάς της ανυπόμονα αλλά όχι βιαστικά στα καθαρά σεντόνια όπου τον περίμενε έτοιμη η γυναίκα του. Αγαπιόταν πολύ, από τη πρώτη στιγμή που απίθωσε στο καλάθι της τη μαργαρίτα ήξερε ότι αυτός ήταν ο άντρας της ζωής της όπως κι εκείνος. Την είχε δει πρώτος και του άρεσε τόσο που αντίθετα από το έθιμο, ήθελε να είναι κι αυτός παρών μαζί με τον πατέρα του και τον προξενητή να τη ζητήσει. Κι ενώ η ίδια ήταν από εχούμενο σόι, δεν έγινε καμμιά κουβέντα για προίκα. Η νεαρή γυναίκα αισθανόταν πολύ περήφανη που την είχε διαλέξει χωρίς όρους. Και ο πατέρας της ήταν ακόμη πιο γενναιόδωρος από συνήθως στις χρυσές λίρες που μέτρησε στον προξενητή. Ο νέος άνδρας της ονομάτισε αμέσως: όλες θα πήγαιναν στη μόρφωση των παιδιών. Μετά από τέτοια συμπεριφορά και καθώς ήδη την είχε κερδίσει, η αγάπη ήρθε μόνη της και ήθελαν ο ένας τον άλλο, πέρα από καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ήταν γερή γυναίκα και είχαν μάθει να αγαπιούνται πολύ. Ταιριάζαν πολύ στο κρεβάτι. Αυτή όμως η βραδυά, ύστερα από τόσους μήνες ήταν κάτι άλλο και για τους δυό... Όταν ευτυχισμένοι και χορτάτοι ετοιμάστηκαν να κοιμηθούν, εκείνος πετάχτηκε και γυμνός πήγε στο συρτάρι του. Έβγαλε το δέμα και τόφερε στο κρεβάτι. Ήταν ένα πανέμορφο βαθύ μπλε βελούδινο κουτί με χρυσό σειρήτι. Το άνοιξε με μάτια που χαμογελούσαν έβγαλε τα μαργαριτάρια που έλαμψαν πάλευκα στο φως της λάμπας και τα πέρασε στο γυμνό λευκό λαιμό. «Από τη Βιέννη είναι. Για τη κόρη που μου χάρισες» της είπε και τη φίλησε γλυκά. Εμβρόντητη για την απροσδόκητη χειρονομία, γεμάτη από απέραντη χαρά τον αγκάλιασε σφιχτά και καθώς τα άγγιζε γύρισε τον κοίταξε με εκείνο το καθαρό όλο γλύκα βλέμμα που ήταν μόνο για κείνον, μόνον όταν ήταν μόνοι και είπε: «Αυτά τα μαργαριτάρια θα μείνουν στη πρώτη θυγατέρα της γενιάς μας, για πάντα …»
Το γλέντι κόντευε να τελειώσει κι «αθηναίος» δεν φάνηκε. Δύσκολοι καιροί κι επικίνδυνοι, όλοι καταλάβαιναν ότι με τους αγώνες για λευτεριά, τίποτα κανονικό δεν μπορούσε να προγραμματιστεί.
Ξαφνικά, ακούστηκαν βαρειά χτυπήματα στη πόρτα. Πήγε ο κύρης του σπιτιού ν’ ανοίξει ελπίζοντας να είναι ο επίσημος προσκεκλημένος. Ο άνθρωπος που σωριάστηκε στη πόρτα του ήταν γνωστό, παλληκάρι της γειτονιάς, σύντροφος του «αθηναίου» αλλά αγνώριστος μέσα στη κακουχία, τις λάσπες ανακατεμένες με αίμα. Με μια ανάσα και μάτια δακρυσμένα τους ανακοίνωσε: «Το φάγανε το παλληκάρι…»
Τα υπόλοιπα φρικτά νέα τα μάθανε σιγά-σιγά: Για το πώς προδόθηκαν, για το πώς του κόψαν το κεφάλι για να μην αναγνωρίσουν οι Τούρκοι τον ακριβό μαχητή, για τη φρίκη του αγώνα και της ανάγκης…



  • Αύγουστος 1920

Η δεκαεξάχρονη κοπελίτσα, πανέμορφη μέσα στο απλό αλλά αρχοντικό καλοκαιρινό ντύσιμο, στάθηκε στο περβάζι του εσωτερικού μπαλκονιού που έβλεπε στο κήπο ρεμβάζοντας κατά τη συνήθειά της, στο ήσυχο καλοκαιρινό δειλινό. Μόλις είχε τελειώσει ένα σκίτσο της μητέρας της, που ξεσήκωσε κατά τη συνήθειά της από μια παλιά φωτογραφία, που της άρεσε πολύ γιατί είχε αντί για τα συνηθισμένα φλουριά τα μαργαριτάρια της κι ένα φόρεμα «πρωτευουσιάνικο»,ανοιχτό στο λαιμό. Αγαπούσε και θαύμαζε τη μάνα της για την ομορφιά και τη τρυφερότητα που της έδειχνε, αυτήν τη μονάκριβη θυγατέρα σε επτά παιδιά. Τόσο που εκτός από το σχολαρχείο που τελείωσε, η μικρή είχε μάθει και γαλλικά και της επιτρεπόταν εκτός από κέντημα να ζωγραφίζει κι όλας, καθώς όλοι λέγανε ότι είχε ταλέντο.
Παράξενες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της και είχε ένα περίεργο αίσθημα αναμονής ενώ όλα γύρω ήταν ήσυχα καθώς οι υπόλοιποι είχαν μαζευτεί στον δροσερό κήπο κάτω από τη μεγάλη κληματαριά. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από την τυρρανία μιας άγνωστης ανησυχίας. Το μυαλό της γυρνούσε στο τελευταίο γράμμα που είχε έλθει από την Αθήνα από τον νονό της. Ο πατέρας της πάντοτε της διάβαζε τα γράμματά του γιατί εύρισκε μεγάλη ευχαρίστηση στη χαρά που της έδιναν και γιατί ήταν γραμμένα συνήθως και για την ίδια. Αυτό όμως το γράμμα ήταν ένα σοβαρό γράμμα που είχε μια νότα λύπης για τα πράγματα που γινόταν στην Αθήνα. Η νεαρή έφηβη διάβαζε με πολύ περιέργεια ό,τι εφημερίδα έπεφτε στα χέρια της κι ήταν πολύ λυπημένη όταν διάβαζε κακό για το νονό της. Το νεανικό μυαλό είχε ήδη τη δικιά του τρυφερή γνώμη για τον αγαπημένο νονό που δεν ήταν δυνατόν να κάνει λάθος σε οτιδήποτε έκανε γιατί τον θαύμαζε απεριόριστα αυτόν τον κομψό πολίτη του κόσμου και φανατικό Έλληνα όπως αυτοχαρακτηριζόταν. Είχε διαβάσει το «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα» στο πολύτιμο χειρόγραφο που της είχε χαρίσει, και συμφωνούσε με τα γραφόμενα ενστικτωδώς, με όλη τη νεανική ορμή, ολόψυχα θαυμάζοντας τον συγγραφέα, περήφανη που τον γνώριζε τόσο καλά. Όμως τα τελευταία νέα δεν ήταν καλά.
Όλη αυτή η αναταραχή με τον Βενιζέλο που είχε καταφέρει τόσα, αλλά και τόσο είχε κυνηγήσει το νονό της, της έδινε ένα κακό προαίσθημα. Ξαφνικά άκουσε ομιλίες, σαν κάποιος νεοφερμένος να προστέθηκε στην ομήγυρη, και σε λίγο σιωπή. Παραξενεμένη μάζεψε τα πράγματά της και κατέβηκε στην αυλή. Είδε το πατέρα της σοβαρό να κατευθύνεται προς το μέρος της μόλις την είδε. Την έπιασε από τους ώμους και περίλυπος της είπε: «Θυγατέρα, μόλις ήρθε κακό μαντάτο. Σκότωσαν στην Αθήνα τον νονό σου....» Τον κοίταξε πετρωμένη και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν σπαρακτικά σιωπηλά, πάνω στο σκίτσο που είχε στην αγκαλιά της. Ακριβώς πάνω στα μαργαριτάρια…


  • Ιούλιος 1923

Η νέα καλοστεκούμενη γιαγιά με το αρχοντικό παράστημα και τα φωτεινά χρυσά μάτια, έκανε νόημα στη λεχώνα κόρη να ανασηκωθεί από τα μαξιλάρια. Η νεαρή γυναίκα, μόλις είχε γεννήσει το δεύτερο παιδί της και ήταν κρυφά σχεδόν χαρούμενη που ήταν θυγατέρα, αλλά και αρκετά κουρασμένη. Αφάνταστα λυπημένη γιατί αυτό το κοριτσάκι δεν θα γνώριζε πατέρα. Της φάνηκε παράξενο που η μάνα της τη ζητούσε να ανασηκωθεί τόσο γρήγορα. Υπάκουσε όμως πρόθυμα λίγο περίεργη γιατί ήξερε ότι ποτέ η μάνα της δεν έκανε κάτι χωρίς καλό λόγο. Η γιαγιά ξετύλιξε το πακέτο τυλιγμένο με ρόδινο μεταξωτό και το βαθύ μπλε βελούδο με το χρυσό σειρήτι έλαμψε στο δωμάτιο.
Για μια στιγμή γύρισε πίσω το μυαλό στον όμορφο τρόπο που τα μαργαριτάρια μπήκαν στην οικογένεια και ένα δάκρυ έλαμψε μαργαριτάρι στα πάντα όμορφα λυπημένα μάτια. Θύμησες του αδικοχαμένου στα βάθη της Μικρασίας πρωτότοκου γυιού της, και του αχώριστου φίλου του κι αγαπημένου γαμπρού που συντροφιά χάθηκαν, έλαμψαν στο μυαλό. Όμως, τώρα είχε άλλα καθήκοντα, μια υπόσχεση που δόθηκε μέσα σε μεγάλη χαρά, γινόταν οικογενειακή παρακαταθήκη, σ’ αυτήν τη πιο αγαπημένη μονάκριβη θυγατέρα που γέννησε, τη πρώτη κόρη: Τύλιξε τα μαργαριτάρια στο λευκό λαιμό και της ευχήθηκε συγκινημένη «Καλορίζικο το μωρό, να το χαρείς με υγεία όσο χάρηκα εγώ εσένα, κι ακόμη πιο πολύ. Και στην ώρα τους, να της τα χαρίσεις κι εσύ όταν θα κάνει τη πρώτη κόρη»…

  • Ιούλιος 1931

Το μωρό μεγάλωσε κι ομόρφαινε και ήταν η αδυναμία της νόνας γιατί ήταν θυγατέρα, γιατί κληρονόμησε τα πανέμορφα χρυσά μάτια της, γιατί σε συνδυασμό με τις σταρένιες μπούκλες ήταν μια ζωντανή κούκλα. Ήταν ήδη ένα πανέξυπνο 8χρονο διαβολάκι, η αχώριστη συντροφιά της γιαγιάς στα «απρεμεντιά» και μοιραζόταν τη κοινή αγάπη τους για τη ζωγραφική. Της είχε χαρίσει το περίφημο σκίτσο της μεγάλης νόνας που το είχε σε όμορφη κορνίζα στο δωμάτιο της προσπαθώντας κάθε φορά να το επαναλάβει στη δική της εκδοχή, τονίζοντας το δάκρυ που έπεσε πάνω στο μαργαριτάρι... .Ξεχωριστό παιδί.
Η μικρή συνόδευε τη γιαγιά πάντοτε στην απαραίτητη εκκλησία τις Κυριακές. Εκείνη τη μέρα του Ιουλίου, παραμονή του Προφητηλία, παρόλη τη κούραση της ανηφοριάς, τη πήρε μαζί να ανάψουν τις καντήλες στο εκκλησσάκι ψηλά στον ομώνυμο λόφο που δέσποζε στη βορεινή πλευρά της πόλης. Το παιδί έμεινε στην αυλή και μάζευε μαργαρίτες που φύτρωναν σε ψηλές θημωνιές ολόγυρα στην εκκλησίτσα, ενώ η γιαγιά φρόντιζε τα τρία καντήλια.
Ξαφνικά, ακούει μια τσιριχτή κραυγή «Γιαγιάααα!» και τρέχει θορυβημένη έξω. Της κόπηκε η ανάσα βλέποντας έναν νέο άνδρα να σέρνει από το χέρι τη μικρή που τσίριζε και κλωτσούσε ενώ με το άλλο έπιανε το γυμνό όργανό του.
Όρμησε καταπάνω του, άρπαξε το παιδί στην αγκαλιά και χωρίς να σκεφθεί, τρομερή μέσα στο θυμό της, τον κλώτσησε μ΄ολη τη δύναμή της στ’ άχαμνά.
Εκείνος βόγγηξε και διπλώθηκε στα δύο. Όταν όμως την είδε νάρχεται δεύτερη φορά καταπάνω του, γύρισε κι κι έφυγε τρέχοντας και κλαίγοντας από το πόνο.
Η μικρή μεγάλωσε. Δεν ξέχασε ποτέ τη σκηνή που διαδραματίστηκε, αν και η ανάμνηση είχε ένα παράξενο αποτέλεσμα: Ποτέ πια δεν φοβήθηκε κανέναν. Οι μαργαρίτες έγιναν το αγαπημένο θέμα στα σχέδιά της…

  • Μάιος 1941

Η νεαρή κοπέλλα κοντοστάθηκε για μια στιγμή ακούγοντας το θόρυβο από τα βήματα και κατάλαβε ότι πάλι περνούσε εκείνος. Τρομαγμένη, κρύφτηκε πίσω από τη κουρτίνα, σχεδόν μη τολμώντας να κοιτάξει έξω. Παρόλο που η εικόνα του διαβάτη της ήταν απόλυτα γνωστή γιατί σχεδόν καθημερινά κατέβαινε μπροστά από τη πόρτα της πηγαίνοντας για τη δουλειά του τους δυό τελευταίους μήνες, δεν τολμούσε ούτε να προσπαθήσει. Ήταν πολύ πρόσφατη η τρομακτική εμπειρία, και το δυνατό χαστούκι πονούσε ακόμη βαθειά μέσα στην νεανική ψυχούλα. Κι ήταν ακόμη πιο οδυνηρή η ανακάλυψή της με μια εφημερίδα που μέρες μετά έφτασε στα χέρια της κι ανάφερε πολύ λιτά το θάνατο την ίδια μέρα του χαστουκιού, της Πηνελόπης Δέλτα αγαπημένης συγγραφέως. Την ίδια μέρα που οι Γερμανοί έφτασαν στην Αθήνα και ύψωσαν στον Παρθενώνα τη σβάστικα…
Και νάφταιγε η δύστυχη, θα το παραδεχόταν αμέσως. Της ήρθε σαν νάπεσε ο ουρανός επάνω της και την τύλιξε το βαθύ σκοτάδι της αδικίας…Βέβαια τώρα, που το σκεφτόταν, δικαιολογούσε κάπως τον πατέρα της. Πού να ξέρει κι εκείνος ότι η ίδια δεν είχε ιδέα. Το μόνο που έκανε, ήταν να σκύψει να σηκώσει αυτό το κάτι που προσγειώθηκε στα πόδια της καθώς σκούπιζε την πλακόστρωτη είσοδο του σπιτιού. Καθώς το σήκωνε αντίκρυσε δυό χαμογελαστά πράσινα μάτια, σ’ ένα πρόσωπο ρωμαίου πατρικίου, κάτω από το καπέλο του ιταλού αξιωματικού.
 “Ciao bella...” φώναξε εκείνος από μακρυά. Κι εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο πατέρας της στο κατώφλι του σπιτιού, έχοντας παρακολουθήσει όλη τη σκηνή.
«Έλα μέσα αμέσως» πολύ θυμωμένα μουρμούρισε και μόλις ανύποπτη μπήκε μέσα της άστραψε το χαστούκι μουρμουρίζοντας με μάτια που έβγαζαν σπίθες…
«να, για να μάθεις να χαμογελάς στους βρωμοιταλούς». Κατακόκκινη και με ακόμη πιο κόκκινο το μάγουλο που έφαγε όλη τη ξαφνική μπόρα έμεινε να κοιτά το χέρι που κρατούσε ακόμη σφιχτά, τη δύστυχη μαργαρίτα που ο ανέμελος, απρόσκλητος θαυμαστής πέταξε στα πόδια της…


  • Ιούλιος 1959

Το λεωφορείο πέρασε αδιάφορο για τη μικρή τραγωδία χωρισμού που παιζόταν. Εκείνος, στη τελευταία θέση, ανασηκώθηκε κι έβγαλε το κεφάλι έξω. Εκείνη, στο μπαλκόνι, είχε συγκεντρώσει όλη την αγάπη στα μάτια, που λαμπύριζαν μέσα στον πρώτο πρωινό ήλιο από τα μόλις συγκρατούμενα δάκρυα. Έκανε μια μικρή κίνηση αποχαιρετισμού στέλνοντας με τα δάχτυλα το φιλί που δεν είχαν καταφέρει να ανταλλάξουν. Εκείνος σήκωσε το χέρι, σοβαρός και σκοτεινός. Παρακολούθησε το λεωφορείο ώσπου χάθηκε στη στροφή… Κατέβασε το κεφάλι καθώς τα δάκρυα αφέθηκαν ελεύθερα πια να κυλήσουν. Και τότε, εκεί στην άκρη του πεζοδρομίου, είδε τη μαργαρίτα από ψηλά…Τρέχοντας κατέβηκε στο πεζοδρόμιο και την σήκωσε απαλά με άπειρη τρυφερότητα. Είχε μιαν άσπρη κορδελίτσα τυλιγμένη και φαινόταν ένας μικρός λευκός φάκελλος. Με προσοχή ξετύλιξε τη κορδελίτσα, άνοιξε το φάκελλο και διάβασε το περιεχόμενο: «...αυτή η μαργαρίτα δεν θα μαραθεί ποτέ…».
Είχε δίκιο στην ουσία της δήλωσης. Όντως δεν μαράθηκε ποτέ η μαργαρίτα της ανάμνησης, μιας όμορφης νεανικής πλατωνικής σχέσης που έζησε έναν ολόκληρο εφηβικό χρόνο. Κρατά όλα τα γράμματα που ανταλλάξανε και η υπάρχει ακόμη εκείνη η ίδια η μαργαρίτα εκείνου του αποχωρισμού κίτρινη και αφυδατωμένη αλλά σταθερή μέσα στην εύθρυπτη ευαισθησία της: αναπόσπαστα δεμένη με τις παθιασμένες κλεφτές ματιές, τα ντροπαλά κρυφά χαμόγελα και την πικρόγλυκη γεύση του ακατανίκητου ανείπωτου πόθου και το πάθος της εφηβείας! Αρκούσε η επαφή των χεριών καθώς γινόταν οι ανταλλαγές των μηνυμάτων για να ανατριχιάσουν από ευτυχία, αρκούσε ένα λίγο πιο αδιάφορο βλέμμα για να μεταπέσουν στη πιο μαύρη απελπισία…
Τα περίπλοκα σχέδια συναντήσεων καταγραφόταν με κάθε λεπτομέρεια και η ώρα ήταν πάντα ελάχιστη, στα παγκάκια των πάρκων, ή στα βράχια της λίμνης. Τα χέρια ήταν τα μοναδικά μέσα σωματικής επαφής, όταν γινόταν αφόρητη η ανάγκη. Φευγαλέα χάδια, εκείνος να αγκαλιάζει τους ώμους ή τη μέση, εκείνη να χαϊδεύει το πρόσωπο. Και η γλύκα του απαγορευμένου να ενισχύει στο έπακρο την αίσθηση της αφής. Και η ασταμάτητη πάλη για τη χειραγώγηση των αισθήσεων που ενώ ακόμη δεν γινόταν κατανοητές ή παραδεκτές, κατακυρίευανε ωστόσο τη καρδιά και το μυαλό… Το πρόγραμμα επαφών που γινόταν μόνο από μακρυά στο σχολείο για το φόβο της αποκάλυψης, διευρύνθηκε μόλις μπήκε η άνοιξη, καλυτέρευσε ο καιρός και μεγάλωσε η μέρα. Όλες οι ευκαιρίες καλοδεχούμενες: όπως το έργο που θ’ ανέβαζε το σχολείο για την 25η Μαρτίου όπου παίζανε τους ρόλους της ζωής τους μεγαλόπρεπα αρχαιοπρεπείς εκείνος, ως βασιλιάς Φίλιππος της Μακεδονίας κι εκείνη πειστική ως περήφανη αμφιλεγόμενη Ολυμπιάδα. Μια προσπάθεια που έμεινε προς απέραντη λύπη στη μέση και τους στέρησε εξαιρετικές δικαιολογίες για συναντήσεις, γιατί το έργο δεν ανέβηκε ποτέ και δεν μάθανε ποτέ γιατί… Η τα ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών τις απογευματινές ώρες… Ή οι δοκιμές για τη παρέλαση… Ή η γλυκύτερη απ’ όλες τις ακριβές στιγμές, οι πρόβες της χορωδίας για τους χαιρετισμούς και το αποκορύφωμά τους, οι ίδιοι οι χαιρετισμοί… Η χορωδία και ο επιτάφιος, αυτή η μοναδική μυρωδιά του ανθισμένου έρωτα σαν ευωδιαστή ολάνθιστη πασχαλιά ! Όλες οι βόλτες τέλος στο Τσιαρσί, που ξεκινούσαν με αποκλειστικό σκοπό την ελάχιστη συνάντηση των ματιών.
Στις μοναδικές ολιγοήμερες διακοπές η κουβέντα ως το ξημέρωμα, εκείνη επάνω, εκείνος κάτω από το παράθυρο. Και το σήμα που σιγοσφύριζε όταν έφθανε «ήλιε μου, γυιέ της χαραυγής…»Μικρές στιγμές, διαμάντια!
Όμως, έφυγε για να αποδειχθεί πως η γλύκα του πρώτου έρωτα υπάρχει στο ανεκπλήρωτο της φαντασίωσης. Ήμασταν, όλοι οι τυχεροί, κάποτε τρελά ερωτευμένοι με τον έρωτα…


  • Μάιος 1963

Η νεαρή φοιτήτρια ανάσανε με ανακούφιση βρίσκοντας θέση στο λεωφορείο που πήγαινε στη Νέα Κρήνη. Όλος ο κόσμος μαζευόταν στα συλλαλητήρια για τις εκλογές και ήταν δύσκολη η κυκλοφορία. Όμως, σήμερα ειδικά η κατάσταση ήταν τραγική, παντού χωροφύλακες με τη προσμονή της απαγορευμένης συγκέντρωσης του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη. Κι εκείνη δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αργήσει. Αισθανόταν όλη την ένταση της ανοιξιάτικης μέθης, ανάκατη με αγωνία και προσμονή για το τι θα γινόταν σήμερα, όπως κάθε φορά που περίμενε να τον συναντήσει το τελευταίο δίμηνο. Αυτόν τον όμορφο «ηνίοχό» της… Χαμένη μέσα στη σκέψη του τελευταίου σημειώματος που καθόριζε τη συνάντηση, αναρωτιόταν γιατί είχε τέτοια ένταση και κάτι σαν πίεση, ο κατά τα άλλα γλυκός και ανάλαφρα παιχνιδιάρης «ηνίοχός της». Μέσα στη περισυλλογή και στο δυνάμωμα των χτύπων της καρδιάς κάθε φορά που τον έφερνε στο νου της ολόκληρο, κοίταζε αφηρημένα τα όμορφα σπίτια στη Βασιλίσσης Όλγας και απολάμβανε χωρίς να το συνειδητοποιεί την αναμονή πασπαλισμένη με τη μυρωδιά των αμέτρητων τριανταφυλλιών που στόλιζαν τους περιποιημένους ολάνθιστους κήπους… Έφτασε στο τέρμα και τον είδε να τη περιμένει στη στάση. Του χαμογέλασε και την υποδέχθηκε πιάνοντας τα δυό της χέρια στα δικά του. Προχώρησαν χειροπιασμένοι, με όλη τη διστακτική ένταση της εποχής, ένα όμορφο νεανικό ζευγάρι που θαρρείς κι ανάδινε ολόγυρα το ακατανίκητο άρωμα του έρωτα. Περπάτησαν κουβεντιάζοντας με μικρές φράσεις, αποσιωπώντας ό,τι πιο σημαντικό είχαν στο μυαλό τους κι αφήνοντας στα πλεγμένα δάχτυλα τη πρωτοβουλία να δείχνουν με το σφίξιμο και το χάδι όλη τη λαχτάρα…
Στην άκρη της θάλασσας, πέρασαν πίσω από τα τελευταία σπίτια στο μικρό λόφο που έβγαζε στην έρημη παραλία. «τους». Καθήσανε κάτω από το αρμυρίκι στα όρια του αγρού πάνω στο τελευταίο στρώμα από ευωδιαστά, χαρούμενα χαμομήλια, που φάνταζαν σαν μικρά σκόρπια, άσπρα και κίτρινα μαργαριτάρια… Την αγκάλιασε και της χάιδεψε απαλά τη μέση. Αισθάνθηκε πάλι να τη συνεπαίρνει αυτό το κύμα από γλύκα και το ελαφρό τρέμουλο της προσμονής για το φιλί του, τα χείλη του. Τάνοιωσε στα δικά της απαλά, υγρά και ξαφνικά, απαιτητικά, διεισδυτικά, τολμηρά… Το ρίγος ξεκίνησε από τα σπλάχνα της κι ανέβαινε στη καρδιά, στο στόμα, στο κεφάλι καθώς το χέρι του αναζήτησε πολύ απαλά το στήθος. Κι εκεί, ενώ ήταν έτοιμη για όλα και περίμενε να ακούσει το μουρμούρισμα της ηδονής τον άκουσε, σαν από μακρυά, σαν ξένος κι άγνωστος, σταματώντας την ιεροτελεστία του φιλιού, αψυχολόγητα να ρωτά: «…Είσαι;…»
Κούνησε το κεφάλι σα για να ξεμεθύσει και συνέχισε, χωρίς να καταλάβει από πού ήρθε, σε αρνητικό κούνημα, κοιτάζοντάς τον σα να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Όχι, έκλαιγε μέσα της δεν «είμαι» έτσι.. Όμως, ήμουν έτοιμη… Εδώ, μέσα στο λιβάδι με τις μαργαρίτες, δίπλα στη θάλασσα, μέσα στην σκοτωμένη μαγεία…
Δεν κατάλαβε πώς χωρίσανε και πώς γύρισε πίσω. Αισθανόταν σα κάτι να πέθανε μέσα της, κάτι ακριβό κι ακέραιο.Ο αυθορμητισμός,η φαντασίωση, η χαρά της προσμονής, η λαχτάρα της επιθυμίας. Δεν ήξερε γιατί το είχε πάρει τόσο στα σοβαρά. Κι όμως η λύπη της ήταν βαθειά κι αληθινή. Και επιστρέφοντας σπίτι η θλίψη της πολλαπλασιάστηκε : Χτύπησαν τον Λαμπράκη. Έκλαψε έντονα και για πολλή ώρα. Αισθάνθηκε σα να θρηνούσε το τέλος ενός πολύτιμου ιδανικού…


  • Πρωτομαγιά 1976

Κατέβηκε πρωί-πρωί στο κήπο του ξενοδοχείου για να κόψει τις μαργαρίτες. Τις μαργαρίτες που θα στόλιζαν το κεφάλι το απόγευμα στη τελετή. Ο κήπος ήταν πανέμορφος με το γρασίδι να φτάνει ως τη θάλασσα. Έμεινε στην άκρη για λίγο, να την κοιτά με νοσταλγία για όλα όσα αντιπροσώπευε το νερό για κείνη. Τη ρευστότητα της δυνατότητας, την ελευθερία της επιλογής, την πολύτιμη μοναχικότητα που δεν θα ξανάβρισκε πια…
Γύρισε πίσω το βλέμμα σαν για να αποστηθίσει το σύνολο της στιγμής. Μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή, αρχή μιας αλλιώτικης ζωής, καθώς αυτή η μέρα σήμαινε την έναρξη μιας νέας φάσης που τη τρόμαζε. Τον ήθελε αρκετά; Άξιζε να δοκιμάσει μαζί του; Είχε πολλές αμφιβολίες για το ταίριασμα αλλά η προτεραιότητα ήταν αυτή τη στιγμή η διαγραφόμενη κοινή πορεία. Οικογένεια, επαγγελματική κατοχύρωση, κοινή ζωή, κοινά ενδιαφέροντα. Η ματιά σταμάτησε στο γυαλιστερό κόκκινο χρώμα του σπορ αυτοκινήτου που με τόσο μεράκι αγόρασε πριν από ένα μόλις χρόνο με τον πρώτο της μισθό… Ξαφνικά, άρχισε να τρέχει, άνοιξε τη πόρτα, κάθισε κι έβαλε μπρος τη μηχανή με μια ακατανίκητη ανάγκη να φύγει, να τα παρατήσει όλα και να ξεκινήσει πάλι από την αρχή. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Να φύγω, να φύγω… Από όλα. Από μισά όνειρα και μισές πραγματικότητες, από συμβιβασμούς και προαισθήματα, από φαντασιώσεις και μικρούς εφιάλτες… Έβαλε το ραδιόφωνο κι έφθασε ως τη πύλη σε υπερδιέγερση. Ξαφνικά άκουσε στο ράδιο «Διακόπτουμε τη μουσική για να ανακοινώσουμε την είδηση του θανάτου του Αλέκου Παναγούλη σε αυτοκινητιστικό...» Δεν άντεξε ν’ ακούσει όλη την είδηση. Σταμάτησε. Τι πάω να κάνω; Αναρωτήθηκε με πίκρα. Γύρισε πίσω, πάρκαρε το αυτοκίνητο μαζί και όλη τη τρέλλα και άρχισε να κόβει τις μαργαρίτες.
Τις έβαλε στο νερό με ασπιρίνη για να κρατήσουν καλά ως το απόγευμα.. Χτένισε μόνη τα μακριά μαλλιά σε όμορφο περίτεχνο κότσο και στερέωσε τις μαργαρίτες μια-μια.
Ήταν όμορφη νύφη κι ήταν όμορφος ο γάμος στο μαγευτικό παραθαλάσσιο μοναστήρι, αλλά δεν έλαμπε όπως άλλες φορές που ήταν χαρούμενη. Ένας βαθύς μύχιος πόνος, κρυμμένος καλά πίσω από το συνηθισμένο χαμόγελο, μιλούσε μέσα της για κάποιο λάθος……
Το βράδυ, μόλις μπήκανε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου αμήχανοι κάπως γιατί θα ήταν η πρώτη βραδυά ολοκληρωμένου έρωτα και με κάποια σχετική αγωνία, είδε πάνω στα μαξιλάρια δυό κουφέτα…Συγκινήθηκε και αισθάνθηκε ένοχη για τις σκέψεις που έκανε το πρωί. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε κι εκείνος χωρίς άλλη κουβέντα, χωρίς τα συνηθισμένα προκαταρκτικά, βιαστικός κι ανυπόμονος την έριξε στο κρεβάτι και τη διαπέρασε. Αισθάνθηκε τον πόνο και το ζεστό πηχτό αίμα μα πιο πολύ πληγώθηκε γιατί αυτή η βιαστική «ένωση» ήταν πολύ κατώτερη των προσδοκιών, ακόμη και για την αναμενόμενη δυσκολία της πρώτης φοράς. Μα πιο πολύ πόνεσε η δική του βιασύνη και βουβαμάρα. Και η χαριστική βολή ήταν ο ύπνος του αμέσως μετά.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Βγήκε στο μπαλκόνι κι ατενίζοντας την ήρεμη φεγγαροφωτισμένη θάλασσα, τη μυρωδιά από γιασεμί και τη σιγαλιά της νύχτας, πέταξε με μια κίνηση απροσδιόριστης απελπισίας το κουφέτο που διαπίστωσε ότι κρατούσε στο χέρι σφιχτά, στη θάλασσα…
Εννέα μήνες μετά, αντικρύζοντας για πρώτη φορά το νεογέννητο μωρό της σιγουρεύτηκε ότι ίσως δεν είχε δίκιο να βιαστεί.. Αυτό το μικρό πανέμορφο πλασματάκι με τα τεράστια μάτια και το αχόρταγο στόμα στο στήθος, το παντοδύναμο επίκεντρο κάθε χαράς και ονείρου, άξιζε τα πάντα!
Η μητέρα της ήρθε την άλλη μέρα. Μόλις μείνανε μόνες, τελετουργικά άνοιξε το βελούδινο μπλε κουτί με το χρυσό σειρήτι, σημαδεμένο με τη πατίνα του χρόνου και βγάζοντας τα μαργαριτάρια –κειμήλια τα πέρασε στο λαιμό της
Είναι πια δικά σου και στην ώρα της, της κόρης σου, όπως ξέρεις τόσο καλά από τη γιαγιά-μητέρα, της είπε.
Και τη φίλησε. Καμμιά τους δε μίλησε άλλο, δακρυσμένες κι οι δυό χόρτασαν το μέγεθος της στιγμής.


  • Ιούλιος 1989

Το κοριτσάκι της μεγάλωσε. Το πολύτιμο πανέμορφο πλασματάκι, με τα μεγάλα φωτεινά χρυσαφένια μάτια έγινε μια νέα χειραφετημένη γυναίκα. Ήρθε με το master’s της από την Αγγλία, έτοιμη να κατακτήσει τη ζωή. Τη κοίταζε με καμάρι και ανεπαίσθητη νοσταλγία, καθώς ετοιμαζόταν να βγει με τη παρέα της, να γιορτάσουν την επιτυχία της. Ξαφνικά, βγήκε από το δωμάτιο της κόρης της και παίρνοντας από τη κοσμηματοθήκη της το παλιό όμορφο μπλε βελούδινο κουτί, το άνοιξε και πήρε τα μαργαριτάρια. Έκπληκτη η νέα τη κοιτούσε ερωτηματικά καθώς τα περνούσε στο λαιμό της. «Και η παράδοση, μαμά;». Της απάντησε αμέσως, με μια βεβαιότητα που κι ίδια δεν καταλάβαινε από πού πήγαζε: «Τώρα είναι η ώρα!».
Η νέα γυναίκα γύρισε αργά. Όπως πάντα όταν αργούσε, από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας η μάνα λαγοκοιμόταν βλέποντας τηλεόραση μια που ήταν και κρίσιμη μετεκλογική βραδυά που θα καθόριζε τη νέα κυβέρνηση μετά τις ανακατατάξεις από το σκάνδαλο Κοσκωτά. Άκουσε το κλειδί στη πόρτα του γκαράζ. Και εκεί που περίμενε τα βήματα στη σκάλα και το κλειδί στη πόρτα, μια έντρομη κραυγή «Μαμάα!» την τίναξε από το κρεβάτι και βρέθηκε στην είσοδο. Η κόρη της έπεσε στην αγκαλιά της κλαίγοντας γοερά, αναμαλλιασμένη κατατρομαγμένη και με λίγο αίμα στη λευκή μπλούζα που φαινόταν σκισμένη. Εκείνη, την έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά της, ρωτώντας ξετρελαμένη, «μάτια μου, τι έγινε;». Τη κάθισε στο καναπέ κι αφού περιποιήθηκε το σχετικά βαθύ αλλά όχι επικίνδυνο γρατσούνισμα στο στέρνο, ανάμεσα σε αναφιλητά και διακοπές της εξιστόρησε τα απροσδόκητα συμβάντα. 
Γύρισε αργά και πάρκαρε. Ένας νεαρός παρουσιάστηκε να σταματά πίσω της με το αυτοκίνητο και της ζήτησε από το ανοιχτό παράθυρο ευγενικά, να του πει αν γνωρίζει πού είναι η οδός Ανοιξης. Του απάντησε ότι μάλλον δεν έχει ακούσει αυτό το όνομα στη περιοχή. Την ευχαρίστησε και έβαλε μπρος.
Η μικρή ασφάλισε το αυτοκίνητο και πήγε στην είσοδο του γκαράζ. Άνοιξε τη πόρτα και τη ώρα που την έκλεινε είδε ένα πόδι να εμποδίζει και τον νεαρό που μόλις υποτίθεται ότι έφυγε να ξεπροβάλλει και να την αρπάζει από το λαιμό και τη μπλούζα σε μια προσπάθεια να τη ρίξει κάτω, τόσο άγρια που της έγδαρε το μπούστο. Τότε, έγειρε απότομα πίσω το σώμα της κι έβαλε τη φωνή «μαμά».Την ίδια στιγμή το δάχτυλό του έμπλεξε στο μαργαριταρένιο κολλιέ που έσπασε, τα μαργαριτάρια κύλησαν κάτω, ένα από αυτά βρέθηκε κάτω από το παπούτσι του και καθώς προσπαθούσε να τη ρίξει κάτω, γλίστρησε παραπάτησε, αναγκάστηκε να την αφήσει για να κρατηθεί κι ενώ η μικρή έβγαζε τη κραυγή βοήθειας, αποφάσισε ότι δεν τον παίρνει να συνεχίσει. Έτσι την άφησε απότομα ρίχνοντάς την κάτω, κι έφυγε.
Η μικρή ανασηκώθηκε τρελαμένη κι έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της που, αλλόφρων, κατρακύλησε σχεδόν τα σκαλιά και την άρπαξε. Εξαιρετικά ταραγμένη εσωτερικά αλλά με μια επιφανειακή ψυχραιμία, τη ρώτησε «παιδί μου, είσαι καλά;». Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, κλαίγοντας ήσυχα πια.
Μετά από ώρα, αφού ηρέμησαν κάπως, παρά τη σύγχυση και το φόβο σήκωσε δακρυσμένη τα μάτια κι ανταμώνοντας τη ματιά τη μάνας της «Μαμά, τα μαργαριτάρια…». Την άφησε για λίγο και κοίταξε στην είσοδο «Είναι σκορπισμένα. Θα τα μαζέψω σε λίγο» τη καθησύχασε «Καλά που μου τάδωσες σήμερα τα μαργαριτάρια μαμά», ψέλλισε…
Το μαργαριταρένιο κολλιέ ξανάγινε ακριβώς όπως ήταν. Εκτός από ένα μαργαριτάρι λιγότερο. Όσο και να ψάξανε δεν κατάφεραν να το βρουν…


  • Ιούλιος 1999

«Αγαπημένη γλυκειά μαργαρίτα της ζωής μου…
Το ξέρω ότι ίσως σε λυπήσω, αλλά καλύτερα τώρα παρά αργότερα. Δεν τα βγάζω πέρα καλά και δεν θέλω να παρασύρω κι εσένα στις δυσκολίες μου. Μου γράφεις ότι δεν είσαι σίγουρη για μένα, ότι πιστεύεις πως σε ξεχνώ κάθε μέρα. Σε σκέφτομαι και θα σε σκέφτομαι πάντα. Αλλά είμαστε πολύ μακριά, πολύ νέοι κι εγώ πολύ αδύναμος να αντιμετωπίσω όλα τα καινούργια που μου συμβαίνουν. Γι’ αυτό σου γράφω (για τελευταία φορά) ότι είσαι ελεύθερη να συνεχίσεις χωρίς εμένα…».
Ξαναδιάβασε τη παράγραφο στο κιτρινισμένο χαρτί που έκλεινε μέσα σαν φυλακτό την αποξηραμένη μαργαρίτα και τα σκεφτόταν όλα, πλημμυρισμένη από χαμογελαστή νοσταλγία, ξανακούγοντας τη φωνή του μετά από 30 χρόνια! Εκείνο το καλοκαιριάτικο απόγευμα το τηλέφωνο χτύπησε και η βαθειά φωνή από το εφηβικό παρελθόν γέμισε το τόπο. Λίγο πιο κουρασμένη, λίγο πιο σοβαρή, έφερε κατακλυσμό από αναμνήσεις και μια όμορφη, χαμογελαστή αγωνία αναμονής. Πώς θα είναι, πόσο θα έχει αλλάξει, πόσο αλλαγμένη θα τη, βρει…
Δεν είχε αγωνία για την εμφάνιση. Η αγωνία αφορούσε στη πιθανή κατάρρευση του νεανικού ονείρου που ως τότε είχε μείνει αλώβητο. Δυο ώριμοι, νοσταλγικά χαμογελαστοί άνθρωποι στην άκρη της θάλασσας κάτω από την αττική σελήνη ξαναπιάσανε ένα λεπτότατο νήμα από ανείπωτες τότε στιγμές που δε ξανάρχονται ποτέ. Η μάλλον επανέρχονται όχι σαν αίσθημα αλλά σαν γλυκειά φροντίδα όπως για κάτι πολύ δικό μας αλλά χαμένο στην αχλύ του χρόνου και της ζωής που μεσολάβησε…
Γλυκό αλλά ανεπαρκές να ξαναδέσει το νήμα. Όπως το δώρο που ξετύλιξε, προσφέροντας τα δυο μεγάλα μαργαριταρένια σκουλαρίκια. Της είπε πόσο σκεφτόταν προγραμματίζοντας το ταξίδι στην Ελλάδα τη πολύτιμη ανάμνηση της κατάλευκης μαργαρίτας και πόσο του φάνηκε ταιριαστό το λευκό φως των μαργαριταριών, καθώς τα αγόραζε, όταν πέρασε από το Τόκιο. Γέλασε και τα δέχθηκε, του υποσχέθηκε μάλιστα ότι θα τρυπούσε μόνη τα αυτιά, κάτι που ως τότε δεν είχε κάνει και θα τα φορούσε.
Η βραδιά τέλειωσε γλυκά μα άδοξα. Κανένας από τους δυό δεν αισθάνθηκε ότι μπορούσαν να ξεκινήσουν εκεί που αφήσανε. Κανείς δεν ξαναβρήκε την διάθεση για τίποτε περισσότερο. Κανείς δεν χρειάστηκε εξηγήσεις, όχι μόνο γιατί χαθήκανε αλλά ούτε γιατί ξαναβρεθήκανε… Όμως τρύπησε τα αυτιά της και σχεδόν ποτέ δεν αποχωρίστηκε πια τα όμορφα μαργαριταρένια σκουλαρίκια. Συμπλήρωσε μάλιστα με δυο σειρές από μαργαριτάρια το σετ που αντικατέστησε αυτό που δώρησε στη κόρη της και δεν τα αποχωριζόταν εύκολα… Έμεινε σταθερή πάντως η γλυκειά μελαγχολία που κάθε φορά τη πλημμύριζε όταν τα φορούσε.
Δεν τον ξαναείδε. Κάπου-κάπου πήραν τη συνήθεια να ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά μηνύματα… Ευγενικά και στερεότυπα. Διαρκώς πιο λιγόλογα… Και για λίγο καιρό μόνο πια…


  • Σεπτέμβριος 2001

Καθώς αναζητούσε το βιβλίο, ξανάπεσε το μάτι στο μικρό εγχειρίδιο γαλλικών, τη μοναδική ανάμνηση από τα σχολικά βιβλία του πατέρα της. Το πήρε στα χέρια, σχεδόν ευλαβικά. Στις πρώτες σελίδες, χάιδεψε απαλά την υπογραφή με ημερομηνία 1-1-1914 και χαμογέλασε στη σφραγίδα του νεαρού μαθητή, θαυμάζοντας άλλη μια φορά την ομοιότητα στους γραφικούς χαρακτήρες. Άρχισε να το ξεφυλλίζει και παρατήρησε τις συχνές υπογραφές στο περιθώριο, ακριβώς όπως συνήθιζε η ίδια. Περίπου στο μέσο του μικρού βιβλίου, βρήκε για πρώτη φορά ένα σύντομο «βιογραφικό» του στην απλή καθαρεύουσα:
«Εν Καστορία τη 11η Μαΐου 1917. Εγεννήθην ενταύθα την 22α μηνός Σεπτεμβρίου 1901 και ήρχισα φοιτών τω γυμνασίω τον Σεπτέμβριον του 1913....». Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο και την έβγαλε από τον κόσμο του πατέρα της:
«Ναι, παρακαλώ;» ρώτησε λίγο ανυπόμονα. «Μαμά, ξεκινάμε για το μαιευτήριο, έσπασαν τα νερά …» άκουσε λαχανιασμένη τη κόρη της «Καλά, έρχομαι αμέσως κι εγώ, μη φοβάσαι, αργείς ακόμη» απάντησε, και ξεκίνησε, έτοιμη από μέρες. Σύντομα συναντήθηκαν και άρχισε η αναμονή. Όμως, οι πόνοι σταμάτησαν γρήγορα και αποφασίσθηκε καισαρική.
Ντύθηκε και μπήκε στο χειρουργείο. Η επισκληρίδιος βοηθούσε να συνομιλεί με τη κόρη όσο γινόταν ο τοκετός και καθώς έβλεπε το παιδί να γεννιέται αισθάνθηκε σα να συμμετείχε σ ‘ένα μικρό-μεγάλο θαύμα. Όταν ξεπρόβαλε το κεφαλάκι κι άκουσε τη πρώτη κραυγή ζωής, νόμισε πως θα ξεχειλίσει από αγαλλίαση και ανακούφιση. Πλησίασε τη λεχώνα και με τεράστιο χαμόγελο «είναι τέλειος», ψιθύρισε. Εκείνη γέλασε και ζήτησε να τον δει. Τον αποθέσανε στην αγκαλιά της για λίγο, και τους έβλεπε αχόρταγα, τα πιο όμορφα, αγαπημένα πλάσματα. Και τότε, ήρθε σαν αστραπή η ανάμνηση και παίρνοντας στην αγκαλιά της τον ακριβό πρώτο εγγονό «Γεννήθηκες ακριβώς ανήμερα με τον προπάππο σου γλυκέ μου, εκατό χρόνια μετά!»μουρμούρισε…
Ώρες μετά, σκέφθηκε ότι ίσως θα ήταν το πρώτο αγόρι που συμπλήρωνε κι έσπαζε τη παράδοση. Ένα μονάκριβο αρσενικό γεννήθηκε σε μια σειρά από θυγατέρες μέσα στα 100 χρόνια.
Στο πρώτο ανθοπωλείο που βρήκε, αναζήτησε μαργαρίτες κι έστειλε στη κόρη της δυο ντουζίνες. Είχε την αίσθηση ότι έκλεινε ένας κύκλος εκατό χρόνων. Πόσο λίγα και πόσο πολλά μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα…




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ