25.8.11

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Η σπηλιά



Γι' αυτόν δεν ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη, ήταν μια επιστροφή. Οι αναμνήσεις αναδύθηκαν κρυστάλλινες, σαν τις αντανακλάσεις του θόλου στις επιφάνειες των λιμνών της σπηλιάς. Οι σταλακτιτικές προεκτάσεις της οροφής κρέμονταν από πάνω και θυμήθηκε πως όταν την επισκέφτηκαν παλιά έλεγε, για να ψυχωθεί, πως ήταν μαστοί γεμάτοι φως, μα δεν τους έφτανε κι έβλεπε έντρομος πως ήταν η μπόλια που βαστά τα σπλάχνα τεράστιου ζώου που τους είχε καταπιεί.
Εκεί μέσα δεν είχε ούτε κρύο ούτε ζέστη, η θερμοκρασία κυμαινόταν καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου μεταξύ δεκαέξι και δεκαοχτώ βαθμών Κελσίου. Δεν κατοικήθηκε ποτέ, ζούσαν εκεί μόνο σκορπιοί, αράχνες και νυχτερίδες, βρέθηκε βέβαια ο σκελετός μιας προϊστορικής άρκτου, η οποία έπεσε όταν υποχώρησε η οροφή. Μετρητές κατέγραφαν συνεχώς την ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα και αεραγωγοί διοχέτευαν φρέσκο αέρα, όταν τα επίπεδά του ανέβαιναν απειλητικά. Το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η έλλειψη οποιασδήποτε οσμής. Ενιωσε πάλι εκείνον τον πανικό, πως δεν θα μπορέσει να ξαναβγεί στο φως, και τα μάτια του μια πήγαιναν στην πύλη της εισόδου και μια ακολουθούσαν ένα μέρος της διαδρομής που επρόκειτο να κάνουν, ώσπου σταματούσαν σε μια στενωπό.
Ο φόβος υποχώρησε όταν άκουσε από τα χείλη της ξεναγού πως ένα κυβικό εκατοστό σταλακτίτη χρειάζεται εκατό χιλιάδες χρόνια για να πλαστεί. Το δάπεδο ήταν βρεγμένο κατά τόπους, η υπερχείλιση της λίμνης πλημμύρισε κι εκείνες της σπηλιάς. Ηταν και γούρνες με λιγοστό νερό, σκαμμένες στον ασβεστόλιθο, που ανοίγονταν, απατηλά, σε απύθμενα βάθη, σε αβύσσους απίστευτης ομορφιάς• τις στιγμές που η παραίσθηση κόπαζε τού θύμιζαν βουρκωμένα μάτια παιδιού. Σε μια απ' τις λίμνες, την πιο μεγάλη που συνάντησαν, ένιωσε την επιθυμία να βουτήξει, μπορεί και να 'ταν η ίδια μ' αυτήν που κολύμπησε παλιά, στην επιφάνεια του νερού η συνένωση της εικόνας του βυθού της μ' εκείνη της οροφής γεννούσαν την ψευδαίσθηση πως έσκυβες πάνω από βυθισμένο λουτρό αρχαίων χρόνων. Είχε γράψει τότε τ' όνομά του πάνω στον λευκό βράχο. Πήγε όπως υπνωτισμένος κι εντόπισε τη γραφή, κι ανάμεσα στη ζεστή επιφάνεια και στη ρόγα του δαχτύλου του συναντήθηκαν οι δυο στιγμές, το τότε και το τώρα, κι ο χρόνος ο γεωλογικός με τον ανθρώπινο, και όπως μια άλλη ροή απέθεσε την αλατώδη υφή της στης όψης του τη σάρκα, κόσμοι εσωτερικοί, κόσμοι κρυφοί συναντήθηκαν που το αρχέγονο υγρό τούς ενώνει, καθώς τον έναν, τον υλικό, τον δημιουργεί αδιάλειπτα, κάθε στιγμή, και τον άλλον, τον άυλο, της ψυχής, τον φανερώνει. Κι είδε τότε του νερού το μακρινάρι να τραβάει στο βάθος της σπηλιάς όπως ο μίτος που στο φως θα τον οδηγούσε, αλλά και σαν μιας άλλης μήτρας, γιγάντιας σαν ναός καθεδρικός, υγρό, που άπειρες γεννήσεις μέσα της κλώθει, μα και δρόμος, που σε κόσμους νέους, ανεξερεύνητους, τον καλούσε.


Φωτό:  Μιχαήλ Αγγέλου, Κενταυρομαχία (1492) Casa Buanarroti, Φλωρεντία Ιταλίας. 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ