18.8.11

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος

Παράξενο και προκλητικό ίσως το να τολμά κανείς να θέτει τέτοιο θέμα στην εποχή της οικονομικής κρίσης. Μα εγώ θα το αντιστρέψω και θ’ αναρωτηθώ φωναχτά: «Θα είχαμε φτάσει άραγε στη κρίση αυτήν, αν εφαρμόζαμε τα παραπάνω Θεία λόγια; Αν νοιαζόμασταν για τα παραπάνω από το ψωμί μας πράγματα, αν υψώναμε τα μάτια μας πάνω από τη γη κι αναλογιζόμασταν και για τα ανώτερα;
Και μπορεί βέβαια να παρακαλάμε τον Πατέρα μας τον εν τοις ουρανοίς για τον επιούσιο άρτο μας, αλλ’ αυτό ακριβώς ήταν που δεν εφαρμόζαμε ώσπου να ξεσπάσει η κρίση: νοιαζόμασταν για τα πολύ περισσότερα, πιστεύοντας πως χωρίς αυτά δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Και παλεύαμε τόσο πολύ γι’ αυτά που δεν προφταίναμε να σηκώσουμε τα καρφωμένα στη γη μάτια μας και ν’ ατενίσουμε τις κορφές.
Κι έπειτα ήρθε η γνωστή σε μεγάλους αλλά και μικρούς κρίση. Και ήταν όχι η τιμωρία Κάποιου, γιατί είχαμε ξεφύγει, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της απληστίας μας που δεν είχε όρια. Που δεν μπορούσαμε να χαλιναγωγήσουμε.

Έτυχε, λοιπόν, σήμερα, να συζητάμε στην τάξη το γνωστό σε πολλούς πείραμα που έκανε το 2007 η εφημερίδα Ουάσινγκτον Ποστ με τον διάσημο βιολιστή που έπαιζε στο σταθμό του μετρό επί μία ώρα ωραιότατα μουσικά κομμάτια, με σκοπό να παρατηρηθεί η αντίδραση των περαστικών σ’ αυτό το σπάνιας ομορφιάς ακουστικό ερέθισμα. Κι ενώ το πείραμα σε άλλο συμπέρασμα κατέληξε, τη δική μου προσοχή άλλο σημείο αιχμαλώτισε. Γιατί η ελάχιστη ανταπόκριση των περαστικών έκανε την εφημερίδα να μιλήσει έτσι: «Αν δεν έχουμε ένα λεπτό για να σταματήσουμε και ν’ ακούσουμε έναν από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου να παίζει ένα από τα ωραιότερα κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ, με ένα από τα ομορφότερα όργανα, τότε πόσα άλλα πράγματα χάνουμε άραγε;».
Και μ’ έκανε να θυμηθώ το στίχο του Σεφέρη: «Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν  ήξερες πού να κοιτάξεις», βασικό χαρακτηριστικό  του σύγχρονου ανθρώπου, που σπαταλιέται και χαραμίζεται στα ευτελή και τ’ ασήμαντα, αφήνοντας να του ξεφεύγουν τα ουσιαστικά και τα ωραία. Και άκουσα και τη φωνή του Τάσου Λειβαδίτη να λέει πάλι: «Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί-πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους…» και να ταιριάζει τόσο πολύ και στο τώρα μας. Το πριν αλλά και το μετά της κρίσης. Πολύ δε περισσότερο στο μετά, για το οποίο έχουμε οπλιστεί και με τόσα κενά περιεχομένου άλλοθι…
Μιλούσαμε, λοιπόν, με τα παιδιά και συμφωνούσαμε απόλυτα, όταν, ούτε κατάλαβα το πώς και το γιατί, δέχτηκα μιαν απάντηση και στη συνέχεια μιαν ερώτηση. Κι ήταν η απάντηση στο δικό μου «γιατί, ενώ εσείς τα παιδιά όλα σωστά τα καταλαβαίνετε, στη συνέχεια γίνεστε σαν εμάς τους μεγάλους, που πολλές φορές μπερδεύουμε τα πράγματα:», όπου η Νάντια, με το θάρρος της γνώμης που χαρακτηρίζει όλα τα παιδιά, λέει: «Μα γιατί εμείς ακολουθούμε το δικό σας παράδειγμα». Κι έπειτα ήρθε και το γεμάτο αγανάκτηση και πάλι δικό της ερώτημα: «Και δε μου λέτε, κυρία, εντέλει εμείς ποιον από τους δύο να ακούμε; Εσάς ή τους γονείς μας;» κι εκεί βρήκα βεβαίως τι ν’ απαντήσω, επικαλέστηκα τη δική τους κρίση, αλλά δεν μπόρεσα να μην τα παραδεχτώ γι’ άλλη μια φορά αυτά τα ξεχωριστά πλάσματα του Θεού, τα παιδιά, που γέμισαν τη ζωή μου με συναισθήματα σπάνια και μεγαλειώδη.
Γιατί αυτή ακριβώς η παράμετρος, που στο πείραμα με το βιολιστή ήταν τελείως περιθωριακή, εμένα με γοήτευσε και μ’ αιχμαλώτισε και πάλι: πως απ’ όλους τους περαστικούς στο σταθμό του μετρό που πέρασαν μπροστά από το σπουδαίο βιολιστή μονάχα ένα νεαρός έγειρε στον τοίχο για να τον ακούσει, αλλά για λίγο, και μονάχα τα παιδιά μαγεύτηκαν και στάθηκαν ν’ ακούσουν. Μονάχα αυτά, αλλά όχι για πολύ, αφού οι γονείς τους τα έσπρωχναν ή τα έσερναν και γενικά τα πίεζαν να προχωρήσουν. Μάλιστα, πολλά από αυτά, ενώ υπέκυψαν στις πιέσεις και προχώρησαν προς τον προορισμό τους, γύριζαν το κεφάλι τους ολοένα προς τα πίσω…
«Προς τον προορισμό τους»… Λες και δεν το ξέρουμε πως τα παιδιά έναν προορισμό έχουν: το υψηλό και το ωραίο. Άλλο αν εμείς τα καταφέρνουμε να τα αποπροσανατολίζουμε, πολλές φορές εντελώς μάλιστα. Εμείς που έχουμε χάσει το δρόμο μας. Εμείς που έχουμε πια χαλασμένη πυξίδα, μια πυξίδα που, αντί να δείχνει το υψηλό και το ωραίο, δείχνει τα κατώτερα. Παρουσιάζοντάς μας τα μάλιστα για ανώτερα, για σπουδαία.
Κι όμως… Αυτό έλεγε και ο Άντερσεν στο πολύ σοφό παραμύθι του για τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα. Ένα παιδί με την καθαρή του ματιά έβαλε και αποκάλυψε βροντόφωνα τη γύμνια του βασιλιά όταν όλοι οι άλλοι θαύμαζαν την «υπέροχη» καινούρια φορεσιά του, την ανύπαρκτη. Ένα παιδί, γιατί ο παραμυθάς το ‘ξερε πως τα παιδιά έχουν την πιο καθαρή ματιά και ξέρουν πού να κοιτάξουν. Και την έχουν μέχρι εμείς να παρέμβουμε και να τους τη θαμπώσουμε και να τα κάνουμε ν’ αλληθωρίσουν και να στραβωθούν για πάντα.
Δε θα επεκταθώ περισσότερο. Γιατί σήμερα η μέρα μου τα είχε όλα. Μα πάνω απ’ όλα είχε στο ξεκίνημά της ένα ποίημα, που με το βασικό χαρακτηριστικό των ποιημάτων, την πυκνότητα του λόγου, τα έλεγε όλα. Τα έλεγε αναφερόμενο σε κάθε εποχή. Ακόμα και στην εποχή της κρίσης. Κυρίως σ’ αυτήν, στο σήμερά μας δηλαδή, αφού ο ποιητής του το εμπνεύστηκε από την πείνα της Κατοχής. Διαβάστε το και θα καταλάβετε πού ακριβώς κάνουμε λάθος:

Το ψωμί

Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πήγαιναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό.


Μίλτος Σαχτούρης


Αφιερωμένο εξαιρετικά στη μαθήτρια του σχολείου μας Νάντια Παπασταύρου,
που πρόσφατα μας ανακοινώθηκε πως κέρδισε το  1ο βραβείο στο φετινό
πανελλήνιο διαγωνισμό παραμυθιού, όπου συμμετείχαν 18.000 παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ