7.8.11

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η κερασιά

Γέμιζε όλη την αυλή με τα άνθη της τον Απρίλη. Και όπως ήταν το μοναδικό δέντρο σ’  όλη τη γειτονιά, έβγαιναν οι γείτονες στα παράθυρα και τα μπαλκόνια τους και την καμάρωναν... Έτρεμαν δε μη τυχόν και πιάσει καμία μπόρα και ρίξει τα άνθη πριν "δέσουν". Όσο για την κυρά Αλτίνα, έκανε τι έκανε, έβγαινε στην αυλή, άνοιγε τα χέρια σε μια πελώρια αγκαλιά, έπαιρνε βαθιά ανάσα και ξαναγύριζε στο χαμόσπιτό της για να συνεχίσει τις καθημερινές της ασχολίες...
Το ίδιο συνεχιζόταν όλη μέρα, μέχρι που κατάπινε το βελούδο της νύχτας κάθε χρώμα και μορφή. Η περιοχή ήταν στην άκρη τής πόλης, ούτε φανοστάτες έστεκαν εκεί, ούτε άλλα σπίτια προχωρούσαν πέρα απ’ την αυλή για να φωτίσουν, έστω και αμυδρά, τον κάτασπρο χείμαρρο...

Η κυρά Αλτίνα, προσφυγοπούλα ήταν, Μικρασιάτισσα. Όταν πρωτοέφτασαν σ’ αυτόν τον τόπο, έδωσαν στην οικογένειά της ένα παλιό τούρκικο σπίτι, από τα ανταλλάξιμα, όπου στεγάστηκαν όλοι οι συγγενείς. Το συμμόρφωσαν όσο μπόρεσαν, κι εκεί έζησε τα πρώτα χρόνια τής προσφυγιάς, με αδέλφια, ξαδέλφια, παππούδες και θειάδες...
Όταν γνώρισε τον καλό της, ντόπιος αυτός αλλά από κάποιο μακρινό χωριό, άρχισε να ψάχνει μέρος για να στήσουν το σπιτικό τους. Γύριζε και γύριζε, πουθενά δεν έβρισκε αυτό που ονειρευόταν... Ώσπου μια Κυριακή, κι ενώ είχαν πάει μια βόλτα στην άκρη της πόλης- Απρίλης μήνας ήταν- πρόβαλε μπροστά τους η ολάνθιστη κερασιά. Έμεινε η Αλτίνα να τη χαζεύει, να τη θαυμάζει, να μην χορταίνει την ομορφιά της...
-Εδώ, θέλω να στήσουμε το καλύβι μας-, είπε στον αρραβωνιαστικό. Εκείνος, αντίρρηση δεν έφερε καμία, μαθημένος απ’ το χωριό του ήταν να ζει παράμερα, μόνο που δεν ήξερε αν θα τους το επέτρεπαν οι Αρχές. -Δικό μου θέμα-, ήταν η απάντηση τής Αλτίνας. Τα κατάφερε και την άδεια να πάρει, και τη χέρσα γη με την άγρια κερασιά να αγοράσει.

Το "καλύβι" στην αρχή ήταν όνομα και πράμα. Σιγά-σιγά, και με προσωπική σκληρή δουλειά, άρχισε να παίρνει μορφή σπιτιού, μικρού βέβαια, αλλά λειτουργικού και περιποιημένου. Στην αυλή η κερασιά. Και γύρω-γύρω άρχισαν να παίζουν τα παιδιά τους, τέσσερα τον αριθμό! Η Αλτίνα έφραξε με ψάθες την αυλή και κανείς δεν ήξερε: το έκανε για να φυλάξει τα παιδιά της ή την κερασιά; Πάντως, από τα νόστιμα πετροκέρασα έτρωγαν συγγενείς και φίλοι, με τον καιρό, και όσο τα όρια τής πόλης διευρύνονταν, και οι καινούργιοι γείτονες. Τελευταίο παρ’ όλα αυτά το σπίτι τής Κυρά-Αλτίνας, τέρμα Θεού η κερασιά τής αυλής.
Μόνο δύο χρονιές, που η Άνοιξη άργησε πολύ να φτάσει, δεν έβγαλε καρπό. Ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό τής οικογένειας όλης, να αγοράσουν κεράσια από αλλού! Πολύ υποτιμητικό το θεωρούσαν για το καημένο το δέντρο τής αυλής!

Πέρασαν χρόνια πολλά, τα παιδιά μεγάλωσαν, ο σύντροφός της, ο καλοκάγαθος χωρικός, εγκατέλειψε κάπως νωρίς τον κόσμο ετούτο, αλλά κεράσια τού πήγαινε κάθε χρόνο η κυρά-Αλτίνα με το πανέρι. όχι τα άνθη έλεγε, πρέπει να γίνουν καρποί αυτά! Γύρω-τριγύρω όλο και πολυόροφες οικοδομές υψώνονταν, η αντιπαροχή έπαιρνε κι έδινε...
Ζήτησαν τότε τα παιδιά της από την κυρά- Αλτίνα να το σκεφτεί κι αυτή, μήπως θάταν καλύτερα για όλους να έδιναν το σπιτάκι και την αυλή μαζί, όπως όλοι. Θα εξασφάλιζαν όλοι τους σύγχρονα διαμερίσματα, θα είχε και η ίδια το δικό της με όλες τις ανέσεις, και τα παιδιά κοντά...
…Έχασε τον ύπνο και την ηρεμία αυτή. Ποιος λογάριαζε το χαμόσπιτο. Την κερασιά όμως; Πώς να επιτρέψει να κοπεί; Τι θα ομόρφαινε τον τόπο όλο την Άνοιξη, τι θα μοίραζε στη γειτονιά στο τέλος της, με τι θα στόλιζε τον τάφο του σχωρεμένου;
Λύση προσπαθούσε να βρει, δεν ήθελε να κακοκαρδίσει και τα παιδιά της, δεν είχε λόγο να παραπονεθεί πώς όμως; Άρχισε να γυρίζει από τον ένα μηχανικό στον άλλο, όσους καλόβλεπαν το σπίτι και την αυλή. Η κερασιά έπρεπε να κοπεί!
Την έπιαναν τότε τα κλάματα -δεν το αντέχω- έλεγε, και όλο τα ανέβαλε για αύριο..

Τυχαία έπεσε στα χέρια της ένα περιοδικό: Γύρω-γύρω κτισμένα τα πάντα, και στη μέση η αυλή, με ένα πανύψηλο δέντρο να δεσπόζει στο κέντρο! Τής κόπηκε η ανάσα. Έτσι να γινόταν και σ’ αυτούς, πρότεινε. Τα κατάφερε να βρει και τον πρόθυμο εργολάβο.
Η οικοδομή έγινε, έμεινε η κερασιά στη μέση, χαρά ανείπωτη για την κυρά-Αλτίνα. Εκείνο που δεν είχε υπολογίσει, ήταν η διάθεση τής κερασιάς να ζει και να ανθίζει μέσα στη φυλακή. Δεν ξανάνθισε την επόμενη Άνοιξη, καρπούς δεν ξαναείδαν.
Και η κυρά-Αλτίνα μαράζωσε μαζί με το δέντρο, δεν ξανάνοιξε την πελώρια αγκαλιά της, ούτε ξαναπήγε στον τάφο τού κύρη της!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ