15.8.11

ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΑΤΣΙΟΥ: Ο μοναχός Αρεταίος

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από ανέκδοτο βιβλίο του κ. Χρήστου Χάτσιου με τίτλο: Ανέσπερη Βασιλεύουσα πεθαίνω για σένα. (Το βιβλίο αναφέρεται στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού• στην απελευθέρωση της Καστοριάς από τους Νορμανδούς, ως λίγο αργότερα). Ο κ. Χ Χάτσιος, συγγραφέας, ζει στο Κωσταράζι.

Σαν χειμωνιάτικη ηλιακτίδα που ξεφεύγει μέσα από τις ρωγμές των σύννεφων, από τις σχισμές των βράχων, από τα γυμνωμένα δένδρα… σαν νοτισμένη βάρκα που ξεπροβάλλει για λίγο μέσα από την καταχνιά από την ομίχλη της λίμνης, ήταν αυτός ένας κάποιος ταπεινός, αδύναμος, υπόχλομος μοναχός που πορευόταν εκεί στα ύψη του γήλοφου, στο βάθος του αυχένα, ανάμεσα στη νότια και στην ανατολική πλευρά του.
Εκεί στα πλέον ακρινά σπίτια της φιλτάτης πόλης, είχε κτίσει ένα παλιοκάλυβο. Για χρόνια τώρα έβγαινε, καθημερινώς, στις πλαγιές του βουνού, έβγαινε στα ύψη του. Αγνάντευε τις απεραντοσύνες της λιμναίας Καστορίας, βαθύτερα τις απεραντοσύνες της αρχαίας Ορεστίδος. Εκεί μάζευε τυχόν ξερά ξύλα για τις ανάγκες του, για τις παγωνιές του χειμώνα… μάζευε βότανα και τόσες πέτρες• κάποια εκκλησία είχε  κατά νου να κτίσει. Φρόντιζε δε, τον τόπο γύρω του, ως πέρα μακριά τους, να είναι ολοκάθαρος, ως να ήταν κήπος από βότανα, από μύρια αγριολούλουδα, ως να ήταν η μικρή αυλή του καλυβιού του.
Και θυμάται πολύ καλά η μνήμη της τρίσβαθης πόλης, από τις πρώτες-πρώτες μέρες του ακόμα, αυτός ο ταπεινός άνθρωπος της έγινε ο αγαπημένο, της ήταν ανεκτίμητος.
Με τον καιρό θα το ‘βλεπες: ίσως ποτέ άλλοτε να μην έδειξαν οι Καστοριείς, τόσο βαθιά εμπιστοσύνη σε άγνωστο άνθρωπο, όσο σ’ αυτόν εδώ τον υπόχλομο, τώρα,, άνθρωπο, τον αδύναμο.
Και δεν ήταν ο πρώτος απόμακρος που τους ήρθε στη γη τους, στην πανωραία πόλη, είτε μοναχός, είτε κοινός πολίτης.
Ας μην πεις και για τους τόσους ευσεβείς ή και για τους προγραμμένους ιδιώτες που εξορίζονταν εδώ από τα σπλάχνα της Βασιλεύουσας,
ακόμα και πριγκίπισσες και πρίγκιπες θα βρεις, τιτουλάριους του Βυζαντίου περιωπής, από μάγιστρους ως Κουροπαλάτες, ως πρωτοσεκρετάριους κτλ, από τις αρχές της ακόμα. Πόσο μάλλον από τα χρόνια του «αυτοκράτορα Ιουστινιανού που δέθηκε ως αφάνταστα η αμφιλίμνια πόλη της Καστορίας με την επτάλοφο Βασιλεύουσα, που καθιερώθηκε σαν ένα "μικρό Βυζάντιο", ως ένα από τα τόσα της Πριγκιπόνησα, το θελγηκότερο όλων - πέρα από Ιουστινιανούπολις, από… Όμως και τόσο πολύ, ίσως να μην αγαπήθηκε κανείς απαρχής, από όσο αυτός ο ταπεινός μοναχός. Ήταν αδιανόητο, να τον πλησίαζε κόρη τους, γυναίκα τους και να δείχνονταν εκτεθειμένη από τι…
Και λέγεται στη μοίρα του, ότι κάποτε εδώ, στα άκρα πάνω της Καστορίας, στην άκρη του γήλοφου, εκεί στον αυχένα του, ανάμεσα στις πλαγιές των Ρόδων και της Γκραντίντσας, στις κάποιες εκκλησίες, στα μικρά παλιάμπελα, έξω κατά έξω από το κάστρο της, έμενε μια φτωχειά οικογένεια, μια πανέμορφη κόρη της, μόλις αρραβωνιασμένη μ' ένα αυταπάρνητο παλληκάρι της Καστορίας πόλις - της σκλαβωμένης και πάλι Καστορίας.
Και κάπου εκεί, στα απέναντι βουνά της, βορειοανατολικά, στα αμφιθεατρικά βουνά του πλατύστερνου Βέρνου, πέρα από τις υγρές όχθες της λίμνης, το ήξεραν ότι ήταν η πολίχνη του Λογγάς, το δυσπόρθητο κάστρο της• ένα από τα πλέον νευραλγικά περάσματα για τα βόρεια μέρη της Πελαγονίας, για τα μέρη των Πρεσπών, της Αχρίδας βορεινότερα.
Oι κομητόπωλοι Βούλγαροι, το είχαν κατοχή εδώ και κάποια χρόνια τώρα. Από κει ξεχύνονταν για τα βόρεια, ξεχύνονταν για  τα νότια…λεηλατούσαν τα πάντα, τα ρήμαζαν… ρητό τους ήταν, το έδεναν με τα σημεία των καιρών:
…άνω κομήτης έφλεγε τον αιθέρα
κάτω κομήτης πυρπολεί την Εσπέραν…
η αμφιλίμνια Καστορία ήταν κι αυτή σαν κτήμα τους.
Ώσπου στα μέρη τους, έφτασε ο αυτοκράτορας Βασίλειος, ο πρωτογιός του Ρωμανού και της Θεοφανώς.
Το πέρασμα του Λογγάς κυκλώθηκε, πολιορκήθηκε… Άνδρες της Καστορίας είχαν αδιάρρηκτο σύνδεσμο μεταξύ τους.
Πολύ γρήγορα το φρούριο του Λογγάς υποτάχθηκε• οι κατακτητές του το εγκατέλειψαν, σκορπίστηκαν…  πολλοί κρυφοπέρασαν στην πόλη της Καστορίας.
Ο αυτοκράτορας Βασίλειος ήρθε στις όχθες του αυλώνα, αλλά μαζί του ήρθαν και άραχλα μηνύματα: Πάλι κάτι εξεγέρσεις τού έγιναν στα απόμακρα μέρη του Δορύστολου, στις εκβολές σχεδόν του Ίστρου ποταμού, της Μαύρης Θάλασσας.
Μαζί του το έμαθαν και οι Βούλγαροι. Αναθάρρησαν κι αυτοί μια στάλα, πρoαισθάνoντας ότι θα τους απάλλαζε από την πολιορκία του, ότι ευθύς θα πορεύονταν για κει…
Και κάπως έτσι έγινε λέει… Ο Βασίλειος έλυσε την πολιορκία ευθημερών, πριν καλά καλά ούτε καν την αρχίσει.
Τότε σκοτώθηκε κι αυτός ο αυταπάρνητος γιος της Καστορίας, ο αγαπημένος της πανέμορφης κόρης.
Και δεν θα χρόνιζε από τον άγριο σφαγμό του, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος τους ξαναήρθε πάλι πίσω. Ήταν αδύνατον να αντισταθούν οι Βούλγαροι του, νεκρού πια, Σαμουήλ, για μέρες πολλές μπροστά στην ορμή του• ήδη τα μικρά παιδιά τα άσφαχτα, ζητωκραύγαζαν την ελευθερία τους, εκεί στα πλέον παραλίμνια περάσματα, εκεί στο κυματοδαρμένο μονοπάτι οδός Νίκης, από τη μιαν άκρη της πόλης ως την άλλη της Γκραντίντσας. Ω, στ' αλήθεια, πόσο δεν τον αγάπησαν κι αυτόν τον βασιλιά τους…
Μα και η δική του η αγάπη για την αταπείνωτη πόλη τους, γι' αυτούς, δεν ήταν μικρότερη, λιγότερη όχι.
Αφάνταστο ήταν το ενδιαφέρον του, η έγνοια του, να διορθωθούν τα πάντα της κήλητρον πόλις, οι όποιες καταστροφές των Βουλγάρων, τα τείχη της λίμνης κάτω• η Ακρόπολη στα ύψη της πάνω, να ανακαινηθεί εκ θεμελίων… έτσι για την ομορφιά του τόπου ας είναι και μόνον, για τον ναό της Παναγίας Πορφύρας, της αγαπημένης του, για τις τόσες άλλες γλυκύτατες εκκλησίες γύρω της, στο παραπλάι της.
Και εκεί ήταν, στη στερνή του ίσως μέρα, στον αποχαιρετισμό του από την ερασμία πόλη, εκεί που τον ζητωκραύγαζε μαζί με τον στρατό του, εκεί σε κάποια άκρη, σαν παραγκωνισμένη, μια μαυροφορεμένη κόρη, έριξε τα λίγα της αγριολούλουδα, ένα δυο ρόδα…
Εκεί ένας έφιππος στρατιώτης του αυτοκράτορα Βασίλειου, ένας πυρακτωμένος σπαθάριoς, εκεί στο πρώτο του βλέμμα: Θεέ μου, ψέλλισε• βρέθηκε, μεμιάς, σαν από κάποια αόρατη δύναμη, ριγμένος στα πόδια της: πεθαίνω για σένα! της είπε.
Της έδωσε τον ολόχρυσο σταυρό του, το είναι του, το όνομα της τιμής του• σε λιγότερο από εξάμηνο της είπε, με όρκο του, θα έρθω κοντά σου, θα γίνω στρατιώτης σου, φρουρός της καρδιάς σου. Όπου το θες εσύ θα ζήσουμε• θες εδώ, στην πανέμορφη πόλη σου, θες στη φιλτάτη Βασιλεύουσα…
Ας ήταν λέει να το συνειδητοποιήσει κι αυτή λίγο, να έβγαζε τα μαύρα από πάνω της. Αλλά κι αυτός έπρεπε να πορευτεί από την Κήλητρον πόλη, μαζί με τον βασιλιά του, ως την πόλη των Αθηνών, στο πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ• ως εκεί που το ήθελε η ψυχή του αυτοκράτορα να αποτίσει τις ευχαριστίες του στην Υπεραγία Θεοτόκου.
Για χρόνια τώρα αυτός ο στρατιώτης ήταν στο πλευρό του, από έφηβος μόλις. Δεν ήταν να τον εγκαταλείψει τώρα στον τελειωμό του• τώρα που εχθρός του Βυζαντίου δεν έμεινε κανείς• ούτε κατά διάνοια δεν θα τολμούσε κάποιος να παραβγεί μπροστά του.
Η πανέμορφη κόρη έμεινε εκεί, σαν άναυη, με τον χρυσό σταυρό στα χέρια της, με τα μάτια της θoλά από τα δάκρυα, από τους λυγμούς…  Ήταν τόσο βέβαιη για την αλήθεια του, για το ήθoς του, για την ευλογία των γονιών του…
Και τότε ήταν, σε λιγότερο από ένα εξάμηνο από ότι της υποσχέθηκε• ετοιμάστηκε να επιστρέψει στην πόλη της Καστορίας. Κάπου εκεί έμενε στα μέρη της Κωνσταντινούπολης, μόλις πέρα από τις όχθες του Λύκου ποταμού, από τους κήπους της Βλάγγας, στις εκβολές του κοντά, προς ανατολάς του, πλάι στη μονή Μυρελαίου, στον λιμένα του Θεοδοσίου.
Το σπίτι του έβλεπε στη θάλασσα της Προποντίδας, στη θάλασσα του Μαρμαρά, ως αντίπερα στις βουνοκορφές της Μικράς Ασίας, της Ανατολίας.
Όχι πολύ μακριά τους, προς την αγορά του Κωνσταντίνου, πεζός πήγε  να δει κάποιους συγγενείς του, τα νεότερα να τους πει. Νύχτα γύριζε στο σπίτι του. Δύο άγνωστοι "άνδρες" του ρίχτηκαν άξαφνα… τον μαχαίρωσαν• όταν νεκρό τον είδαν, τότε τρόμαξαν αφάνταστα• δεν ήταν αυτός που ήθελαν, που περίμεναν… Αν πήραν μια ιδέα περί τίνος πρόκειται… όχι μόνο έξω από την εντοιχισμένη Πόλη έφυγαν, αλλά και έξω από τα σύνορα της απέραντης πια, Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στα βάθη της Δακίας πορεύτηκαν, μακρύτερα ακόμα, πιο βόρεια. Ήταν να μην μάθαινε ο Αυτοκράτορας τι έγινε… τι αυταπάρνητο στρατιώτη του τον μαχαίρωσαν ύπουλα, άνανδρα, άφταιγα προπαντός, άδικα, τόσο θλιβερά άδικα!
Αν πέρασε το εξάμηνο, μέρα περισσότερο δεν ήθελε η κόρη της Καστορίας για να προμαντέψει τι έγινε… να ξεγελάει τον εαυτό της με το τίποτα. Βέβαιη καταβέβαιη ακλόνητα πια ήταν, ότι ακριβώς το ανεπανόρθωτo έγινε .•.
Λέγεται ότι με κάποιους έμπορους Καστοριείς, πορεύτηκε ως τα σπλάχνα της Βασιλεύουσας• βρήκε τα χνάρια του, έμαθε την αλήθεια… Μα δεν ξαναγύρισε άλλοτε στη γενέθλια πόλη. Εκεί σε κάποιο γηροκομείο-νοσοκομείο της Βασιλεύουσας πρoσφέρθηκε ολόψυχα, ώσπου η μελιστάλακτη θλίψη της, την έθαφε κάπου εκεί σε μια μονή της Κεχαριτωμένης.
Ένας κάποιος, μικρότερος πολύ, αδελφός του στερνού αγαπημένου της, ήταν ο πατέρας αυτού του ταπεινού μοναχού της πόλης σήμερα. Όταν γεννήθηκε κι αυτός, όταν έμαθε τον κόσμο, τη μοίρα της οικογενείας του, εκεί στον οδυνηρό τραυματισμό του στα πεδία των μαχών (στα μετά- Βασίλειου χρόνια), πήρε πια τα μάτια του και ήρθε στα χνάρια εκείνης της αλησμόνητης κοπέλας. Βρήκε το σπίτι της, το ρημαγμένο• οι γονείς της πέθαναν από καιρό…
Ήταν ένας εξαίρετος νέος, στα πεδία των μαχών άφταστος, τραυματίστηκε βαριά, σαν από θαύμα έζησε• η σκέψη του έγειρε στα θεία.
Ήδη οι ψαλμοί ήταν στο αίμα του• αφάνταστα μελωδική ήταν και η φωνή του. Ήταν να μην τον άκουγες να ψάλλει…  πριν απ' αυτόν, εσύ θα ξαναπήγαινες πάλι στις εκεί εκκλησίες τους. Αφάνταστη ήταν και η αγάπη του γι' αυτήν την κλυτoθέατη πόλη. Από μια σταλιά παιδί είχε δεθεί μαζί της, τι κι αν της ήταν απόμακρα τόσο.
Βέβαιο είναι πως αν έμεινε στη Βασιλεύουσα, θα είχε βρεθεί στις πιο υψηλές θέσεις των ψαλμοδών, των σακελλάριων. Θα είχε βρεθεί πλάι στους πατριάρχες, στην oλoθαύμαστη Εκκλησία της Αγίας Σοφίας.
Ίσως αν τον προλάβαινε, αν τον γνώριζε, καταβέβαιο είναι, θα τον άρπαζε στα σπλάχνα της κι αυτή η συμβασίλισσα του σήμερα, η μητέρα  του αυτοκράτορα, του Αλέξιου Κομνηνού, η αγαπημένη των μοναχών, των μοναστηριών, η Άννα Δαλασσινή, η δέσποινα, η κόρη του Αλεξίου Χάρωνα. Θα τον παρακαλούσε εκεί, αμάν, να είναι πλάι στον αυτοκράτορα, να τον καθoδηγεί, να τον κατευνάζει στις οργισμένες στιγμές του, να τον αποτρέπει από τυχόν λάθη του. Να είναι μαζί με τον άλλον αγαπημένο της μοναχό, τον Ιωαννίκιο.
Με ένα πενιχρό ράσο τους ήρθε κάποτε εδώ, στην αμφιλίμνια πόλη, με τα αγαθά της ψυχής του μόνον• ένα μικρό δισάκκι αν είχε… μια ξύλινη κασετίνα μέσα του, με δύο δερμάτινες περγαμηνές της πόλις Κωνσταντίνου. Ήταν δεν ήταν ως μισό μέτρο οι αποστάσεις τους, μα τα πάντα τα είχε εκεί καταχωρημένα, ανάγλυφα θα είχες μπροστά σου την επτάλοφο Βασιλεύουσα, τα μέρη της όλα.
Ήταν να μην τις έβλεπε ένας αγαθός γερο-δάσκαλος της Καστορίας, αμάν του είπε…  τις έφερε στα σχολεία της• ήταν να μην τις έβλεπαν και οι μικροί μαθητές....
Ο ταπεινός μοναχός, ο υπόχλομος, ο αδύναμος, κατακλείστηκε για πάντα μέσα στις καρδιές τους.
Χμ… κοίτα τι παλιομοίρα δένει, φορές, αδιάρρηκτα τους ανθρώπους με τόπους, με μνήμες…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ