20.4.12

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΟΡ. ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Εκ βαθέων...

Μία εξομολόγηση από καρδιάς για τα γραπτά μου


Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει,
μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
 Γιάννης Ρίτσος, Τούτες τις μέρες

 Στη μνήμη του θείου μου Στρατή Παπαστρατή,
Πρώην Βουλευτή Ευβοίας, που ποτέ δεν συμβιβάστηκε

 
Τούτες τις μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησα να γράφω πολιτικά κείμενα στην ΟΔΟ. Αισθάνομαι λοιπόν σήμερα την ανάγκη να δώσω κάποιες εξηγήσεις στους αναγνώστες μου γι’ αυτό.

Προέρχομαι από μια πολιτική οικογένεια με μεγάλη ιστορία που ξεκινάει από τις αρχές του 20ου αιώνα, γεγονός που ποτέ δεν έκρυψα. Παρ’ όλα αυτά, προσωπικά η πολιτική δεν με συγκίνησε ποτέ, δεν θέλησα να συμμετάσχω και να διεκδικήσω πολιτικά αξιώματα και παρακολουθούσα τα τεκταινόμενα εκ του μακρόθεν, παραμένοντας όμως ενεργός πολίτης, με θέση και με άποψη.

Εξομολογούμαι ότι ποτέ μου δεν πίστεψα στον τέως πρωθυπουργό, ως πολιτική προσωπικότητα άξια να αναλάβει τις τύχες τις χώρας μας, ποτέ δεν τον ψήφισα και είχα την αίσθηση ότι ποτέ δεν θα κατάφερνε να ανέλθει στο ύπατο αιρετό αξίωμα. Φαίνεται ότι υποτίμησα τόσο εκείνον, όσο υπερτίμησα και τον ελληνικό λαό, καθώς πίστευα πως θα είχε τη φρόνηση να μη του δώσει ποτέ την εντολή. Έσφαλα. Παρ’ όλα αυτά, επειδή δε διακατέχεται η σκέψη μου από εμμονές, έκανα για πολύ καιρό υπομονή, περιμένοντας να δω την εξέλιξη των πραγμάτων.

Αναφέρομαι σε αυτόν προσωπικά, πάντοτε με πολιτικούς όρους, όχι επειδή μου γεννούν ελπίδες οι υπόλοιποι του πολιτικού του σχηματισμού: ούτε μία ελπίδα, ουδείς εξ αυτών. Όμως εκείνος ήταν ο πρώτος του χορού, ο κορυφαίος του δράματος και φέρει προσωπικά τις πλείστες των ευθυνών. Ο μοιραίος άνθρωπος στην πιο δύσκολη χώρα της πατρίδας.

Από την πρώτη στιγμή που ο εν λόγω τέως πρωθυπουργός προσέφυγε στη διαδικασία υπαγωγής της χώρας στο μηχανισμό στήριξης – αλλά και στο μικρό χρονικό διάστημα που εμφανώς προετοίμαζε την παρουσίαση στο λαό της επιλογής του αυτής, αντελήφθην το λάθος του εγχειρήματος. Το πρώτο Μνημόνιο ήταν ολοφάνερο για τον κάθε σκεπτόμενο και νοήμονα πολίτη ότι θα επιφέρει δεινά στον μέσο πληθυσμό, χωρίς να καταφέρει να λύσει το πρόβλημα της χώρας, ή αυτό που κάποιοι θέλησαν να παρουσιάσουν ως πρόβλημα, για να περάσουν τα σχέδια τους. Όπως ομοίως ολοφάνερο είναι ότι το δεύτερο εν εκκολάψει Μνημόνιο θα πτωχεύσει τους Έλληνες πολίτες. Έκανα λίγη ακόμη υπομονή, όμως ο κύβος στη σκέψη μου είχε ριφθεί.

Δεν ήμουν επαγγελματίας δημοσιογράφος. Έγραφα τακτικά μέχρι τότε σε διάφορα έντυπα κι εξέδωσα πλήθος βιβλίων, τα κείμενα μου όμως είχαν χαρακτήρα ιστορικής έρευνας. Μέσα από την ιστορία διδάσκεσαι. Κρίμα είναι όμως που οι πολιτικοί ετούτης της χώρας δε διδάσκονται από την ιστορία και επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος.

Κάποια στιγμή ξεπέρασα τους δισταγμούς. Όταν η πατρίδα σου καίγεται, δεν έχεις δικαίωμα να σιωπάς. Κάποιοι άλλοι σε άλλους καιρούς πήραν τα όπλα να υπερασπιστούν τα δίκαια του έθνους. Το δικό μου όπλο ήταν η γραφίδα. Αυτό μπορούσα να κάνω και το έκανα, έχοντας τη συνείδηση μου ήσυχη απέναντι στα παιδιά μου και απέναντι στα εκατομμύρια συμπολιτών μου που στενάζουν και σιωπούν, είτε επειδή φοβούνται, είτε επειδή δε μπορούν να φωνάξουν. Κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω πολιτικά κείμενα. Δε με έθελξαν τα φώτα της δημοσιότητας – κάθε άλλο. Και εξακολουθεί να μη με συγκινεί η πολιτική.

Όπως είναι σήμερα τα πολιτικά δρώμενα στη χώρα μας, πιστεύω πως η ενασχόληση με την πολιτική, όταν δεν κρύβει ταπεινά και κολάσιμα ελατήρια, γίνεται είτε από τη συγχωρητέα επιθυμία της προβολής, είτε από τη φρούδα διάθεση της προσφοράς. Δεν είμαι ματαιόδοξος: βλέποντας χρόνια τώρα όλους αυτούς, που με τα σκούρα κουστούμια τους, «σβέρκοι και κοιλιές αράδα», καμάρωναν πρώτοι στις παρελάσεις και τις γιορτές, εξανιστάμην. Διότι όταν έπρεπε να αρθρώσουν λόγο και να πάρουν θέση, όλοι αυτοί σιωπούσαν, επιλέγοντας την ασφάλεια και τα προνόμια της εφήμερης και κενής δημοσιότητας και εξουσίας τους. Ομοίως δεν έχω αυταπάτες: όσο καλές ιδέες και διάθεση να έχει κάποιος σήμερα, με το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο είναι αδύνατον να προσφέρει στη χώρα ή στον τόπο του. Μέχρι τον «Καλλικράτη», κάποιοι μπορούσαν και ίσως προσέφεραν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Σήμερα πια και η τοπική αυτοδιοίκηση ακόμη είναι ένα πλοκάμι της κεντρικής εξουσίας. Οι άνθρωποι με ελεύθερη σκέψη και ιδέες σιωπούν, ιδιωτεύουν, διότι δε μπορούν και δε θέλουν να συμμετέχουν σε αυτό το σάπιο κατεστημένο. Έτσι έπραξα και εξακολουθώ να πράττω και γω. Θαρρώ κιόλας ότι δεν υπάρχει εκείνο το πολιτικό κόμμα που θα μπορούσε να χωρέσει τη ανυπότακτη σκέψη μου και τις ιδέες μου: όπου κι αν ήμουν, θα είχα φύγει ή θα είχα διαγραφεί, διότι δεν θα μπορούσα να υποτάσσομαι ούτε στον «καίσαρα», ούτε στα άδικα και τα παράλογα, τα οποία συνειδητά κάποιοι επιβάλλουν σε μια ολόκληρη κοινωνία.

Με αυτή την αφετηρία ξεκίνησα να γράφω. Επέλεξα την ΟΔΟ της Καστοριάς, για την νηφαλιότητα των θέσεων της και από προσωπική εκτίμηση στον εκδότη της Παναγιώτη Μπαϊρακτάρη. Δεν είμαι Καστοριανός. Συνδέθηκα με την πόλη, επειδή με δένουν δεσμοί με ένα κομμάτι της ιστορίας της και των ανθρώπων της, που δεν υπάρχουν πια. Η ακριτική πόλη με τη μακρά ιστορία προσέφερε ιδανικό αναγνωστικό κοινό για τις σκέψεις μου. Συντηρητική από παράδοση, αλλά και εξ αιτίας των ιστορικών τεκταινομένων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, εντούτοις η Καστοριά δεν κατοικείται από πληθυσμό ούτε εμπαθή, ούτε μισαλλόδοξο. Επέλεξα πάντως να αποφύγω αναφορές στα μικροπολιτικά και στα πολιτικά πρόσωπα της πόλης, όχι βεβαίως γιατί δεν υπήρχαν λόγοι ή δεν δόθηκαν αφορμές, αλλά από λεπτότητα και από σεβασμό στους αναγνώστες. Δεν είμαι με κανέναν. Οραματίζομαι μόνο μια καλύτερη Ελλάδα, για την οποία και μόνο αγωνίζομαι με τα γραπτά μου, ελπίζοντας ότι θα αφυπνίσω κάποιες συνειδήσεις και θα δώσω κουράγιο σε κάποιους που βρίσκονται σε απόγνωση.

Έγραψα και για τη Γερμανία-επικριτικά. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, απέναντι σε μια χώρα που δυο φορές στον 20ο αιώνα αιματοκύλησε την Οικουμένη, δημιούργησε το μεγαλύτερο ανοσιούργημα και τη μεγαλύτερη ύβρι στην ανθρώπινη ιστορία και επιμένει σήμερα με τον τευτονικό της αυταρχισμό να θέλει να επιβληθεί στην Ευρώπη και να κομματιάσει την πατρίδα μου, να λιώσει το λαό μου; Μην εθελοτυφλούμε: το ναζισμό τον γέννησαν οι γερμανοί, όχι οι Έλληνες, ούτε οι Πορτογάλοι. Και αισθάνομαι ότι το αυγό του ναζιστικού φιδιού – έστω και με άλλες συντεταγμένες - εκκολάπτεται στη σημερινή γερμανική ψυχή. Δεν τελειώσαμε με τη Γερμανία – το τραγικό όμως είναι ότι οι Έλληνες ηγέτες περιμένουν στον προθάλαμο τους Γερμανούς ομόλογους τους και τους μιλούν με σκυφτό το κεφάλι, αποδεχόμενοι τις εντολές τους…

Σήμερα, ένα χρόνο αφότου ξεκίνησα τα δημοσιεύματα αυτά, βλέπω τα πράγματα πολύ χειρότερα από το ξεκίνημα μου. Δεν έχω πλέον ελπίδες. Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι θα βελτιωθούν τα πράγματα με το νέο Μνημόνιο που έχουν ήδη ετοιμάσει και σύντομα θα μας επιβάλουν, με τα επαχθή μέτρα που το συνοδεύουν. Αντιθέτως για την πλειοψηφία των πολιτών η ζωή στην Ελλάδα θα μετατραπεί σε κόλαση. Τους υπαίτιους αυτής της εθνικής ήττας θα τους αναδείξουν ξεκάθαρα τα επόμενα χρόνια και θα τους δικάσει η ιστορία, αν δεν προλάβουν να το κάνουν οι άνθρωποι. Λίγο πολύ στα γραπτά μου ήμουν ξεκάθαρος και για πρόσωπα και για πράγματα, κάνοντας πάντοτε πολιτική κριτική και ποτέ προσωπικές επιθέσεις. Θαρρώ μάλιστα ότι σε πολλά με δικαίωσε ο χρόνος και τα επερχόμενα.
Δεν είμαι διόλου προκατειλημμένος. Δεν μπορώ όμως να κάθομαι σε μια γωνιά και να αποδέχομαι αδιαμαρτύρητα όσα επιβάλλονται σε μένα και στη χώρα μου. Δεν θα καθίσω ποτέ στην άκρη του δρόμου…

Ίσως κάποιες φορές ήμουν σκληρός σ’ αυτά που έγραψα – η πραγματικότητα είναι δυστυχώς αμείλικτη και δεν επιτρέπει ωραιοποιήσεις. Δε μπορώ να χαϊδεύω αυτιά. Λέω και γράφω αυτά που πιστεύω, χωρίς υπεκφυγές και προσωπεία. Κάποιες φορές ήμουν οξύς με πολιτικές προσωπικότητες της χώρας, το δέχομαι. Όμως τα όσα αυτοί επέβαλαν σε έντεκα εκατομμύρια Έλληνες, δικαιολογούν νομίζω οποιαδήποτε φραστική οξύτητα.

Κλείνοντας τις γραμμές αυτές, μαζί με την ευγνωμοσύνη μου στον εκδότη της ΟΔΟΥ, οφείλω πολλές ευχαριστίες στους αναγνώστες της εφημερίδας, που όλο αυτό το διάστημα παρακολούθησαν με υπομονή τη σκέψη μου μέσα από τα κείμενα μου – ακόμη κι εκείνους που διαφώνησαν μαζί μου ανοιχτά. Διότι θέλει θάρρος και να διαφωνείς ακόμη – και το θάρρος το εκτιμώ και το τιμώ… Ελπίζοντας ότι δεν τους απογοήτευσα, κι όταν ακόμη τους στεναχώρησα, θα συνεχίσω να γράφω, διότι η σιωπή οδηγεί στο σκοτάδι κι εγώ αναζητώ το φως και το καλύτερο αύριο αυτού του τόπου.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9 Φεβρουαρίου 2012, αρ. φύλλου 628

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ