2.4.12

ΜΠΕΣΣΗ ΜΙΧΑΗΛ: Ο γυιος της Ρεγγίνας

ΟΔΟΣ 625| 19.1.2012

Διάβασα το «Καλό ταξίδι κούκλα μου» με μια ανάσα στα εξηκοστά μου γενέθλια. Η πρώτη σκέψη ήταν, πόσο άδικο να μην υπάρχει, νάχει φύγει τόσο νωρίς, νάχει χάσει τόσα πολλά καλά χρόνια… Να καμαρώσει και να χαρεί τον γυιό της… Συγχρόνως, πόσο ανυπόφορο να ξεπροβοδά κανείς πριν την ώρα του κάποιον πολυαγαπημένο, αλλά και πόσο θαυμαστό ο πόνος να γίνεται τέχνη… Μετά, άρχισα να βρίσκω στα ονόματα των τίτλων, στις ιδιόρρυθμες λέξεις και τις ιδιωματικές εκφράσεις, στα κρυμμένα ή φανερά μαγικά νοήματα ένα τόσο οικείο, αν και κάπως απωθημένο σε κάποια μύχια του νου, κομμάτι από μένα την ίδια, ακριβώς όπως θα ήθελα να μπορούσα να το εκφράσω… Και φυσικά, απαραίτητη συνοδός ήταν η συγκίνηση της νοσταλγικής νοερής επιστροφής στην αξέχαστη πατρίδα της παιδικής/εφηβικής ηλικίας, στις όμορφες αναμνήσεις που ανάβλυζαν, μέσα από τη διάθλαση του χρόνου καθώς περιδιάβαζα τις μικρές ιστορίες του βιβλίου, ενός τρόπου και τόπου φαντασιακού που είχα το προνόμιο να συμμεριστώ. Η ανάδυση του καημού της απώλειας που τόσο εμφαντικά πλημμύριζε όλο το κείμενο επικυριαρχούσε με ιδιαίτερη δύναμη. Και κάθε απώλεια προσωπική ερχόταν στην επιφάνεια ξανά ξύνοντας τη βαθειά πληγή που αιμορραγούσε πάλι διαβάζοντας τις εμπειρίες άλλων…
H τελευταία έκδοση «ο μυς της καρδιάς» μου έδωσε την ακατανίκητη ώθηση να ακολουθήσω συστηματικά την «επίσκεψη των λέξεων» του συγγραφέα, όλων των μέχρι σήμερα δημοσιευμένων λέξεων, με σημείο αναφοράς την μητέρα- μήτρα. Αυτή η συνάντηση γέννησε με τη σειρά της όσα ακολουθούν.

Εκείνη έφυγε πολύ νωρίς, ίσως πρώτη από τη γενιά μας. Το πρώτο βιβλίο μου ξανάφερε πολύ ζωντανά και με ακαταμάχητη ανάγκη να καταγραφεί η ανάμνηση, την πρωταρχική εικόνα της. Τη θυμήθηκα, στη πρώτη τάξη του γυμνασίου που την πρωτογνώρισα, μια μελαχρινή κοπελίτσα με τα κατάμαυρα μαλλιά κοτσιδάκια με τη μπλε (ή μαύρη;) ποδιά και τ’ άσπρο γιακαδάκι, με σπινθηροβόλα σκούρα ματιά, τη χαρούμενη διάθεση και το κρεχτό γέλιο, ευκίνητη και για κάποιο λόγο χωρίς τη συνηθισμένη ντροπαλή συστολή των πρωτάκηδων, να κυριαρχεί με τη ζωντάνια της. Η τρίτη της «παρέας» των διαγωνιζομένων για τις πρωτιές, ήταν η συνεσταλμένη αλλά –τότε- ψηλότερη Αλέκα, που μας έμαθε και τις δύο πώς να τα λέμε «νεράκι». Και εννοώ όλα τα μαθήματα. Αχ Αλέκα έμελε να γίνεις η τραγικότερη φιγούρα από τις τρεις μας με την αρχική άμεση τακτοποίηση, την όμορφη οικογένεια και την σαν αρχαία τραγωδία κατάληξη των φρικτών απωλειών στη ζωή σου... Αναρωτήθηκα ξαφνικά, άραγε θα μπορούσε να εμπνευσθεί ο Ηλίας, σαν σύγχρονος αφηγητής, τα δομικά στοιχεία μιας καθημερινής όσο και ανείπωτης ειμαρμένης, για τη δική μας παρα-Ιοκάστη που τα είχε όλα και τα έχασε όλα, με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο…

Στις επόμενες τάξεις θυμάμαι τη Ρεγγίνα, δραστήρια να μας μαζεύει όλους για κάποια ανακοίνωση, κάποια εκδρομή, ή μόνο τα κορίτσια για κάποιο κουτσομπολιό, στις αρχοντικές τάξεις του παλιού, αναντικατάστατου Γυμνασίου μας. Με την ακατάβλητη χαρακτηριστική ζωντάνια, ενεργητική στη τάξη, γεμάτη εφηβική αυτοπεποίθηση στις βόλτες στο Τσαρσί και αθώο ακόμη πάθος για τη ζωή που ανοιγόταν μπροστά μας στα δεκαοχτώ μας χρόνια… Την έχασα μετά, για πολλά χρόνια, ώσπου μετά την Αγγλία, μαζευτήκαμε όλες οι παλιές συμμαθήτριες, όσες τουλάχιστον βρισκόμασταν στη Καστοριά, κάποια καλοκαιρινή μέρα της δεκαετίας του ΄70 στο Ναυτικό όμιλο και κάναμε έναν σύντομο απολογισμό πού μας έφερε η ζωή. Ήταν πιο σοβαρή και συγκρατημένη, μητέρα δυο παιδιών και σύζυγος ευχαριστημένη, μια άψογη κυρία με κοινό όμως στην γνωστή μου έφηβη, το ίδιο σπίθισμα στα μάτια .Χαθήκαμε ξανά. Η μαμά μου πηγαινοερχόταν στη Καστοριά και μου έφερνε τα νέα της πόλης. Εκείνη μου έφερε το τραγικό νέο για τον πρόωρο θάνατο… Έτσι, το βιβλίο τη ζωντάνεψε έστω για λίγο, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα το πόσο ο πόνος μπορεί να μετουσιωθεί. Και το δικό μου μνημόσυνο ως κατευόδιο «καλό ταξίδι κούκλα (της νιότης) μου» το ξαναείπα από τα βάθη της καρδιάς.

Μετά, ήρθαν σ’ ένα χρόνο «...του χρόνου κυνήγια», ένας τίτλος, που στην αρχή το διάβασα ως να υποσημαίνει το άσκοπο κυνήγι του χρόνου από όλους εμάς του θνητούς. Όταν τελείωσα το διάβασμα και ξαναείδα τον τίτλο χωρίς το «του» με ξάφνιασε η ευκολία του συνδυασμού του νοήματος κι έτσι κι αλλιώς σαν συνεχή ευχή για ένα υπαρκτό προσδοκώμενο μέλλον και σαν μάταιο κυνήγι του ανύπαρκτου χρόνου… Βρήκα ένα πιο χαριτωμένο, εκφραστικό κείμενο από παλιές συνήθως ιστορίες, συνολικά γραμμένο με την ίδια πιστότητα στη νοσταλγία. Ξεχώριζε όμως μέσα στη στωικότητα της αποδοχής της ζωής, του θανάτου, μια κάπως ειρωνική, κάπως παιγνιώδης διάθεση που συχνά έφερνε ένα χαμόγελο κατανόησης και αναγνώρισης. Δεν μπορώ ακόμη να απαντήσω με ειλικρίνεια αν το ιδιαίτερο χιούμορ κάποτε άσπρο, κάποτε μαύρο, ήταν της Ρεγγίνας ή του Λεωνίδα. Σίγουρα πάντως, ήταν αληθινά καστοριανό…

Η «λειψή αριθμητική» τέσσερα χρόνια μετά, μου φάνηκε κάπως πιο οργισμένη, πιο ωμή, πιο κοφτή αλλά και πιο καίρια. Συχνά ξαναδιάβαζα τις σύντομες ιστορίες και σκεφτόμουν όντως ο χρόνος δεν απαλύνει πάντα κι… αν γίνεται «η συγγραφή ζωοποιό πένθος» το θέμα παραμένει πάντα, αέναα αμετάθετο παρ΄όλες τις παραλλαγές... Και μετά μια απορία. Πώς αυτό το παιδί μιας επόμενης γενιάς της δικιάς μας, πιάνει όλη αυτή την ατμόσφαιρα μιας εποχής για την οποία δεν μπορεί να έχει μνήμες; Ή όχι;

Τελικά, πριν λίγους μήνες, ήρθε «ο μυς της καρδιάς», η αφορμή αυτής της επίσκεψης στην «επίσκεψη των λέξεων» που περιγράφουν πάντα την ίδια ιστορία της ανθρώπινης μοίρας με τόσους διαφορετικούς τρόπους. Ακόμη πιο σύντομες, φωτογραφικές σχεδόν περιγραφές, παράδοξα πιο αντικειμενικές αν και βιογραφικές. Σαν ο συγγραφέας να άρχισε να παίρνει κάποια απόσταση από τους τρεις της καρδιάς, ξαναγυρνώντας όμως στο πρώτο τραύμα και στ’ άλλα τα επόμενα, φιλικά ή συγγενικά με αγάπη και οικονομία.
Αυτό το πρόσωπο, το γεμάτο με τη χάρη ενός λόγου γνήσια ιδιόρρυθμου και νοσταλγικά συγκινητικού, ενός νέου ανθρώπου που αγάπησε τη πόλη του και μετάλλαξε το πένθος σε ζωοποιό συγκίνηση, που έσυρε το παρελθόν στο παρόν με φροντίδα και σεβασμό, αυτό είναι για μένα το καλύτερο του έτους. Γιατί είναι αληθινό κι άξιο, ένα υπόδειγμα Καστοριανού της τέχνης, που μας κάνει όλους περήφανους.

Βλέπω τη φωτογραφία στη «λειψή αριθμητική» και στο «μυ της καρδιάς» και διακρίνω μερικά χαρακτηριστικά σου, Ρεγγίνα. Πόσο χαρά θα σου έδινε να τον καμαρώνεις. Όμως, δεν έχει το χαμόγελό σου…

Φωτό: Βασίλης Στρέμπας

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Ιανουαρίου 2012, αρ. φύλλου 625

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ