3.4.12

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν


Η παράδοση οδηγεί στην ανάπτυξη


Κύριε Διευθυντά,

H αναφορά σας στο κύριο σχόλιο του φύλλου με αριθμό 622 (σελ. 3) «…και των εκπληκτικής ομορφιάς και παγκόσμιας σπανιότητας πλίνθινων ετοιμόρροπων σπιτικών των Κορεστείων…» μου ξύπνησε μνήμες, γέννησε ιδέες και συγκόλλησε σκέψεις τις οποίες επιτρέψτε μου να εξιστορήσω.
Βρέθηκα στα Κορέστεια, τον Οκτώβρη του 1996, ως ομιλητής σε ημερίδα που οργάνωσε η Διεύθυνση Γεωργίας Καστοριάς μαζί με εκλεκτούς συναδέλφους (να τους αναφέρω: τον Νικόλα τον Νίκλη, τον Χρήστο τον Νάτο και άλλους) τότε που η Διεύθυνση Γεωργίας ασκούσε λαμπρό Εφαρμοστικό έργο. Παρούσα και η σύζυγός μου, Επίκουρη τότε Καθηγήτρια Οικολογίας που είχε αποκρυσταλλωμένη αρνητική γνώμη για το έργο των Γεωπόνων (απορώ πως παντρεύτηκε Γεωπόνο! Ίσως για να τον αλλάξει. Η αιώνια μανία των γυναικών!). Ακούγοντας τον Νικόλα να μιλά με πάθος και με μια απλή γλώσσα στους γεωργούς για την ανάγκη ποιοτικής παραγωγής, συγκλονίστηκε και μου εξομολογήθηκε, λίγο αργότερα, πως η ομιλία του κλόνισε σε μεγάλο βαθμό τις αρνητικές της προκαταλήψεις. Τις υπόλοιπες, ανέλαβα να διασκεδάσω εγώ, κάνοντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, τη στροφή προς την αειφορική γεωργία την οποία και προσπαθώ από τότε να υπηρετήσω με διαλέξεις, αρθρογραφία και συγγραφικό έργο.

Το περιδιάβασμα στα χωριά-φαντάσματα των Κορεστείων γέννησε ανάμεικτα συναισθήματα θλίψης και θαυμασμού. Θλίψης για έναν οικισμό που κατέρρεε ενώ είχε μια ανεπιτήδευτη ομορφιά, απλότητα, λειτουργικότητα και εν τέλει αρχοντιά. Θαυμασμό δε γιατί είχα μπροστά μου ένα λαμπρό δείγμα αειφορικής διαχείρισης των τοπικών πόρων από τους αγράμματους παππούδες μας που μάταια αναζητούσα στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα, για να δείξω στους φοιτητές μου.
 Μου θύμισε και το μεγάλο τριώροφο πλίθινο πατρικό σπίτι στην Καστοριά που εγκαταλειμμένο από γονείς και θείους που έφυγαν σε αναζήτηση «καλύτερης τύχης», αλλά έπρεπε να ζητούν γραπτή άδεια κάθε φορά για να επισκεφτούν τη γενέτειρά τους!. Ελπίζω να με αξιώσει ο Θεός να το αναστηλώσω, τουλάχιστον σε μέρος της επιφάνειάς του, με τα παραδοσιακά υλικά και την αρχιτεκτονική μορφή των Μακεδονίτικων σπιτιών. Όταν το ανέφερα, σε συγγενείς έκαναν μεγάλη προσπάθεια να συγκαλύψουν την έκπληξή τους και μερικοί τα γέλια. Ένας από αυτούς, ο Μιχάλης, οικοδόμος που ξεκίνησε χτίζοντας παραδοσιακά πλίθινα σπίτια για να καταλήξει οικοδόμος των τούβλων και του μπετόν, με αποθάρρυνε. «Τι θέλεις να μπλέξεις;. Ποιος θα σου βγάλει την άδεια;. Η πολεοδομία δεν δίνει άδειες για πλινθόκτιστα σπίτια!».

Αγαπητοί συμπατριώτες,

Όσοι εξακολουθείτε και μένετε σε τέτοια σπίτια μη νοιώθετε προσβεβλημένοι. Σε λίγο θα γίνουν περιζήτητα και η αξία τους θα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πιο πιστά είναι στην αρχική τους μορφή και δεν φιλοξενούν μη αυθεντικά στολίδια (τσιμεντόλιθους, κουφώματα αλουμινίου, σκάλες με μπετόν, λαμαρίνες ή Ευρωπαϊκά κεραμίδια) που μου θυμίζουν υπερήλικες γυναίκες που προσπαθούν με υπερβολή σε κοσμήματα, κραγιόν και μακιγιάζ να ελκύσουν βλέμματα θαυμασμού και λατρείας!.
Όσοι ζουν σε τέτοια (έζησα στα παιδικά μου χρόνια στα χωριά του κάμπου των Γιαννιτσών) γνωρίζουν πολύ καλά τη θερμική άνεση χειμώνα-καλοκαίρι. Το παραδοσιακό Μακεδονικό σπίτι ζεσταίνεται το χειμώνα με λίγα ξύλα και δεν χρειάζεται κλιματισμό για ψύξη το καλοκαίρι. Οι επισκευές του είναι απλές και η αντισεισμικότητα του απαράμιλλη. Όταν κάποτε θελήσεις να το κατεδαφίσεις, τα προϊόντα της κατεδάφισης μπορούν να ενσωματωθούν στον κήπο του σπιτιού ή ακόμα καλύτερα να επαναχρησιμοποιηθούν! (με εξαίρεση τα ξύλινα στοιχεία και κάποια κεραμίδια).
Μη ξεχνάμε όμως και μερικά άλλα πλεονεκτήματα, όπως:
• Τα οικοδομικά υλικά είναι τοπικά και δεν χρειάζονται ενεργοβόρες μεταφορές για να έρθουν από μακρινές περιοχές,
• Οι ενεργειακές δαπάνες για την παραγωγή τους είναι ελάχιστες, και τέλος
• Οι δαπάνες που γίνονται για την ανέγερσή τους ανακυκλώνονται στην τοπική οικονομία

 Το 2007, για τις ανάγκες μιας ομιλίας μου, φιλοξενήθηκα σε ξενώνα επαρχιακής πόλης στη Δυτική Μακεδονία. Η ομιλία μου έγινε στην πρωτεύουσα του Νομού, αλλά η φιλοξενία σε κωμόπολη της. Παραξενεύτηκα και ρώτησα τους διοργανωτές μήπως έκαναν λάθος και κατέληγα σε κάποιο χάνι ή ξενοδοχείο του μεσοπολέμου!. «Όχι, μην ανησυχείτε», με διαβεβαίωσαν. «Είναι ένας καινούριος ξενώνας. Θα σας αρέσει».
Μετά από οδηγίες τριών κατοίκων που συνάντησα, μερικοί αγνοούσαν και την ύπαρξή του, έφθασα στον ξενώνα χτισμένο στην έξοδο της κωμόπολης. Η πρώτη ματιά αλλά και οι επόμενες επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς των διοργανωτών. Η ενσωματωμένη πινακίδα (χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Leader) έδινε ένα ακόμα απτό παράδειγμα ενός από τα «πετυχημένα προγράμματα» που εφαρμόστηκαν και χάρις στο οποίο διαμένει κανείς με εξαιρετικές συνθήκες σε πολλές γωνιές της Ελληνικής υπαίθρου.
Έπιασα συζήτηση με τον επενδυτή. Σκεφτόταν να φτιάξει σπίτι στη γενέτειρά του και αξιοποίησε την ευκαιρία του προγράμματος γιατί όπως είπε, με τα χρήματα που θα του στοίχιζε η μονοκατοικία, τώρα με τη χρηματοδότηση, έκανε 10 ξενώνες.
Του έδωσα συγχαρητήρια για την ποιότητα της κατασκευής και την επίπλωση. Η απάντησή του με άφησε άφωνο. «Τα έφερα με κοντέινερ από την Ινδονησία», μου είπε. «Μου στοίχισαν ελάχιστα». Ρώτησα για τα πλακάκια. Ήταν από την Ιταλία. Τα είδη υγιεινής από την Ισπανία. Οι κρουνοί και οι νεροχύτες από την Αγγλία. Τα κουφώματα από τη Γερμανία. Ο οπλισμός του σκυροδέματος από τη Βουλγαρία. Η ξυλεία από Ρουμανία. Οι πέτρες της διακόσμησης από την Κίνα.
Τα μόνα Ελληνικής προέλευσης υλικά ήταν η άμμος, η ασβέστη, τα τούβλα, τα κεραμίδια και το τσιμέντο!.

Σε ένα πρόγραμμα που επιχειρούσε να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη της Ελληνικής υπαίθρου, η επιτόπια προστιθέμενη αξία ήταν ελάχιστη. Να λοιπόν γιατί οι χρηματοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αναζωογόνησαν την Ελληνική ύπαιθρο, αλλά τις ήδη ανεπτυγμένες χώρες της. Να λοιπόν γιατί διογκώθηκε το δημόσιο χρέος και παρά τις μεγάλες επενδύσεις που έγιναν στην Ελληνική ύπαιθρο, τα οφέλη ήταν μηδαμινά και σήμερα χώνουμε ολοένα και βαθύτερα τα χέρια στις τσέπες μας (για την ακρίβεια τα χώνουν άλλοι) για να πληρώσουμε τα υπέρογκα χρέη.
Να λοιπόν γιατί χρειάζεται μια ριζική αναθεώρηση των όσων πράττουμε και μια άλλη προσέγγιση στα θέματα της ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης ολοκληρωμένης και αειφορικής την οποία διαλαλούμε ως παπαγάλοι, αλλά αδυνατούμε να της δώσουμε περιεχόμενο και πολύ περισσότερο να την συνδέσουμε με τη ζώσα πραγματικότητα της Ελληνικής υπαίθρου.

Αν εμφορούμασταν από τέτοιες αντιλήψεις, η παράδοση μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο για τη σύσταση ενός Τεχνολογικού Ιδρύματος ή ακόμη και μιας Αρχιτεκτονικής Σχολής Παραδοσιακών Κατασκευών (αν οι συνάδελφοι Αρχιτέκτονες δεν βλέπουν περιφρονητικά την αναβίωση αυτών των υλικών και κατασκευαστικών μεθόδων) που θα αποτελούσε μια παγκόσμια πρωτοτυπία. Ένα τέτοιο ίδρυμα που δεν θα ήταν κακέκτυπο αντίγραφο των ομοειδών Σχολών των μεγάλων αστικών κέντρων, θα αποτελούσε εφαλτήριο ανάπτυξης για την περιοχή (δημιουργία νέων παραδοσιακών οικισμών για πώληση σε αστούς που θα ήθελαν να έχουν μια παραδοσιακή κατοικία σε ένα εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον, δημιουργία παραδοσιακών ξενώνων και τουριστικών παραδοσιακών οικισμών, ίδρυση νέων βιοτεχνιών παραγωγής των «νέων» παραδοσιακών υλικών, εκπαίδευση μαστόρων και τεχνιτών στις παραδοσιακές πλινθόκτιστες κατασκευές, έρευνα για βελτίωση υλικών και μεθόδων, κ.ά.).
Αν κοντά σε αυτά προσθέσουμε και μονάδες εστίασης που θα αναβίωναν πιάτα της παραδοσιακής Μακεδονικής κουζίνας, συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής, καλαίσθητα χειροτεχνήματα από ξύλο και άλλα υλικά, τότε θα είχαμε ένα ανεπανάληπτο τουριστικό συγκριτικό πλεονέκτημα που δεν θα χρειάζονταν οι τοπικοί ηγέτες να ξεποδαριάζονται, εποχούμενοι σε οχήματα, της ξηράς και του αέρος, πόλεις και εκδηλώσεις της ημεδαπής και της Εσπερίας που δίκαια γέννησε την κριτική της ΟΔΟΥ, μια και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, είναι αντιστρόφως ανάλογα των προσπαθειών και δαπανών που απαιτούνται.

Εν κατακλείδι, αν το σημερινό Ελληνικό Κράτος και οι τοπικοί του εκπρόσωποι αδυνατούν να συλλάβουν την σπουδαιότητα της πολιτικής που εξέθεσα (είναι πλέον αποδεδειγμένη η ξηρασία του πολιτικού συστήματος να αρδεύσει με καινοτόμες ιδέες την ανάπτυξη του τόπου), μήπως υπάρχουν μερικοί πατριώτες που έχουν τη θέληση και τα μέσα να υλοποιήσουμε αυτές τις ιδέες από την πλευρά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και να αφήσουμε βαθιά τα χνάρια μας στην ιστορία αυτού του τόπου;



Γεώργιος Α. Δαουτόπουλος
σ. καθηγητής γεωπονίας ΑΠΘ
daoutop@agro.auth.gr
 
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Φεβρουαρίου 2012, αρ. φύλλου 627

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ