12.4.12

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Για να υπάρξει η ζωή


Παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου 
του Ηλία Παπαμόσχου «Ο μυς της καρδιάς»


ΟΔΟΣ 626 | 26.1.2012


(…) η αχόρταγή μου νιότη-
τι χαμένο, ποδοπατημένο μονοπάτι!
Τι ρίγος προετοιμάζει ο θάνατός μας
στο κρυφό λημέρι του μέλλοντος.
Lea Goldberg
(μτφρ. Χρ. Πατρώνου-Παπατέρπου)

Κρατούμε στα χέρια μας το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο διηγημάτων του Ηλία Παπαμόσχου που φέρει τον τίτλο «Ο μυς της καρδιάς». Με διηγήματα 11 τον αριθμό (ίσως και 12 αν το τελευταίο Κήποι Ι και ΙΙ αποφασίσουμε πως είναι δυο διηγήματα αυθύπαρκτα με κοινή προμετωπίδα).
Από το 2004 μέχρι σήμερα -σε οκτώ σχεδόν χρόνια- έχουν δημοσιευτεί και εκδοθεί 80 διηγήματα του Ηλία Παπαμόσχου που χώρεσαν σε 630 σελίδες. Αξίζει βέβαια να λάβουμε υπόψη και το πολύ αξιόλογο υλικό με τη μορφή του αφηγήματος-μινιατούρας (με 300 ως 400 λέξεις) που εδώ και ένα χρόνο ο Η.Π. δημοσίευσε στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας . Έχουμε λοιπόν επαρκές και σημαντικό υλικό στη διάθεσή μας για ν’ αποπειραθούμε ν’ αξιολογήσουμε μια συνεπή και λίαν παραγωγική διαδρομή ως τα τώρα.

Κοινός άξονας των διηγημάτων του Παπαμόσχου παραμένουν η γενέθλια πόλη, οι επώδυνες απώλειες, ο βλοσυρός θάνατος, η ταυτοχρόνως ζωοποιός και τραυματική βιωματική μνήμη, ο ύμνος της ζωής και των αξιών της και η ενθύμηση, η λυτρωτική μνημοσύνη. Ανθρώπινα πάθη, φιλίες, έρωτες, ταπεινές και καταφρονεμένες γενεές, μοίρες αδυσώπητες που εγγράφονται πάνω στα πρόσωπα, ομιλούντα πορτραίτα που αφηγούνται το ανεόρταστο πέρασμά τους από τη ζωή, μας αποκαλύπτονται μέσα από τις προθήκες των διηγημάτων. Οι σημαίνοντες ανώνυμοι των μικρών και κλειστών κοινωνιών, το άλας της ζωής… Και η ώρα που σμίγει το ορατό με το αόρατο, που συνομιλεί το παρόν με το επέκεινα. Η γλύκα και το άδικο της ζωής. Το στράφι της ανθρώπινης προσπάθειας…

Θα ήθελα, να μου επιτρέψετε να αναφέρω σ’ αυτό το σημείο, πολύ επιγραμματικά, δυο ξεχωριστές οντότητες της Νευροψυχολογίας, χρήσιμες θαρρώ για οποιαδήποτε ερμηνευτική ή ταξινομητική ενέργεια πάνω στην συγγραφική τέχνη του Ηλία Παπαμόσχου:

Η πρώτη αφορά την έννοια των αυτοβιογραφικών αναμνήσεων. Όταν ορισμένοι αναφέρονται στη βιωματική γραφή (καθώς την συγχέουν προφανώς με τα απομνημονεύματα και τις αυτοβιογραφίες) μοιάζει σαν να ’χουν να κάνουν με κάποιο τάχα υποδεέστερο είδος λογοτεχνίας, όπου ο συγγραφέας απλώς ανασύροντας έτοιμα υλικά από τα συρτάρια του τα σερβίρει στο αναγνωστικό κοινό.

Δεν έχουν όμως καθόλου έτσι τα πράγματα. Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει Τέχνη -στο βαθμό που αυτή υπηρετείται από τον σκεπτόμενο και συναισθανόμενο άνθρωπο- που δεν εμπεριέχει βιωματικά στοιχεία (οι βιωματικές αναμνήσεις εξάλλου είναι αυτές που αποκαλύπτουν την ταυτότητα ή αλλιώς τη “συνείδηση του εαυτού”) .
Ένα ασφυκτικά μεγάλο πλήθος μνημονικών εγγραφών κάθε λογής περιμένει το προσωπικό μοντάζ ώστε να καθορίσουν τελικά το είναι του συγγραφέα και το χαρακτήρα του έργου του. Ποιόν να πρωτοθυμηθώ εδώ; Τον Τζόϋς, τον Προύστ, τον Έζρα Πάουντ… Ο μνημονικός ανακλητικός μηχανισμός τόσο στο απολύτως συνειδητό επίπεδο όσο και κάτω από τον έλεγχο ψυχολογικών αμυντικών μηχανισμών (όπως της απώθησης, της άρνησης, της απόσυρσης, της εξιδανίκευσης, της προβολής κλπ) σε συνδυασμό με την μεγάλη αφηγηματική τέχνη έδωσε αριστουργήματα στην παγκόσμια γραμματεία.
Δανείζομαι μια φράση από κάποιο άρθρο των Conway & Piolino:

« (…) οι βιωματικές μας αναμνήσεις (…) είναι ιδιαίτερα πολύτιμες. Μας επιτρέπουν να αισθανόμαστε αυτό που υπήρξαμε, ποιοί είμαστε, ποιοί θα είμαστε και ποιοί θα μπορούσαμε να είμαστε».

Το δεύτερο που θα αναφέρω, είναι η κατάσταση Πένθους. Πρόκειται για ψυχική κατάσταση που κινητοποιείται σε κάθε απώλεια (είτε αυτή έχει πραγματικό είτε συμβολικό χαρακτήρα). Το Πένθος ως φυσιολογική διαδικασία διέρχεται με μια ιδιοσυχνότητα και ιδιορρυθμία στον κάθε άνθρωπο από τα εξής -και όχι απαραιτήτως διαδοχικά- στάδια:
1. Άρνηση 2. Θυμός 3. Διαπραγμάτευση 4. Κατάθλιψη 5. Αποδοχή. Δυσλειτουργίες πάνω στη διαδικασία του Πένθους μπορεί να προκαλέσουν παθολογική παραμονή σε κάποιο από αυτά τα στάδια.
Σε παλιότερο κείμενό μου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΟΔΟΣ με την ευκαιρία της παρουσίασης της «Λειψής Αριθμητικής», έγραφα (1):
”Όταν πια ο αριθμός των μελών της οικογένειάς του (με αυτόν τον επίμονο, επιθετικό και άδικο τρόπο) είχε μειωθεί δραματικά, ο συγγραφέας γεννήθηκε από τις στάχτες του. Εξεγερμένος, θρηνητικός, ποιητικός. Δεν ξέρω αν αυτός είναι ένας δόκιμος τρόπος να πλησιάζεις το έργο του Ηλία Παπαμόσχου, θεωρώ όμως πως ορίζει ένα πεδίο για τη θεματολογία του, για το υλικό πάνω στο οποίο έχτισε τη γραφή του”.

Λέει ο ποιητής Τ. Λειβαδίτης:
«Κάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια».

Βεβαιότατα! Κάποτε οι λέξεις συνωστίζονται, θραύουν το κέλυφος του υποσυνείδητου, εκρήγνυνται και μας καθαίρουν από την δυσβάστακτη αλαλία. Ο Η.Π., μας λέει, περίμενε καιρό μέχρι να τον επισκεφθούν οι λέξεις. Οι βιωματικές αναμνήσεις καθώς και το στάδιο της αποδοχής στη διαδικασία του πένθους είναι αυτά που στην τωρινή περίοδο καθορίζουν τον συγγραφέα και κατά συνέπεια το έργο του.

Το κύριο θέμα, αυτό του θανάτου -της θνητότητας- του πένθους επανέρχεται ως θέμα αμετάθετο και σε παραλλαγή σε όλα τα βιβλία του Η.Π. με επίμονο τρόπο. Τα πρόσωπα άλλοτε πολύ συγκεκριμένα, με ονόματα και διευθύνσεις, στο πρώτο και δεύτερο βιβλίο. Και μια λύπη κυρίαρχη. Μνήμη μητέρας, αδελφής και πατέρα: Ρεγγίνα, Ρία, Λεωνίδας… Σπαρακτική και θρηνητική γραφή, ο κόσμος των απωλειών στενεμένος στα οικεία πρόσωπα. Δεν λείπουν όμως από πουθενά από το εικονοστάσι και οι μικροί άγιοι της καθημερινής τριβής, οι λοιποί πρωταγωνιστές.




Ο Ηλίας Παπαμόσχος είναι ο συγγραφέας της Καστοριάς, της λιμναίας Πόλης που κινεί τον μίτο της αφήγησής του -όπως αγαπά να λέει κι ο ίδιος- «εντός της χερσονήσου». Σπάνια βγαίνει επί τα εκτός αυτής. Αυτό ίσως μοναχά συμβαίνει όταν πρόκειται να επισκεφτεί το νεκροταφείο στις παρυφές της πόλης σ’ αυτές τις τελετουργικές και αξιοπαρατήρητες επισκέψεις. Οι αναφορές λοιπόν, σχεδόν στο σύνολό τους, αφορούν τον γενέθλιο τόπο. Η κίνηση γίνεται πάντοτε σε τοπίο βροχερό, με ομίχλη ή απόκοσμη παγωνιά όπως το απαιτεί αυτή η πόλη.
Στην τωρινή περίοδο του συγγραφέα, καθώς ξεκάθαρα διαφαίνεται μια ακόμα μεγαλύτερη λογοτεχνική ωρίμανση, προκύπτει και αφομοίωση μιας πιο αφηρημένης -ας μου επιτραπεί να πω- εξπρεσιονιστικής φόρμας στο έργο του.
Tα διηγήματά του δεν παύουν ν’ απαιτούν την υπομονή εκείνη και την αφοσίωση που δείχνουμε κάθε φορά που καταπιανόμαστε με ποιήματα, καθώς η ιδιότυπη, μακροτενής, ασθμαίνουσα και ποιητική εκφορά του λόγου αποτελούν τον πλέον χαρακτηριστικό και προσφιλή τρόπο έκφρασης του συγγραφέα. Η ονειρική μετάπτωση, η μεταφυσική αναδίφηση, η ύπανδρος με την ποίηση γραφή είναι πανταχού παρούσες. Ανακαλώ την κριτική ματιά της Μάρης Θεοδοσοπούλου: «Ο Η.Π. αρμενίζει πλησίστιος στη λιμναία περιοχή του διηγήματος, φουσκώνοντας τα πανιά με την ηδύτητα της γλώσσας».

Στην καινούρια συλλογή, βρήκα και πάλι τα ίχνη των ανθρώπων στη θέση τους, να δείχνουν το δρόμο που θα τους συναντήσουμε, τη σκιά τους, την θύμηση της ανάσας τους. Και την πόλη ανώνυμη, τη μνήμη όμως στο ίδιο αξιακό πλαίσιο με την ζωντανή παρουσία, τα ονόματα σβησμένα ή παραφθαρμένα σε αρχικά με καφκικό τρόπο. Τέσσερα μόλις ονόματα γράφτηκαν -κι επομένως διαβάστηκαν- ολόκληρα. Τα τρία τα συναντούμε να σμίγουν στο διήγημα «Παραμύθι». Ο Παύλος (δηλαδή ο θυσιασθείς ήρωας Παύλος Μελάς), η Ναταλία ( Δραγούμη) και ο δεσπότης (Γερμανός) Καραβαγγέλης. Αναφορά στις τρείς ταφές του Παύλου Μελά. Ο ήρωας επανέρχεται για τρίτη φορά σε διηγήματα του Ηλία Παπαμόσχου όχι φυσικά για να ταφεί. Το τέταρτο όνομα είναι αυτό του «Σεϊχη Abdul Hadi Misyd που φωτογραφήθηκε από τον Πωλ Στραντ στο Δέλτα του Νείλου εν έτει 1959». Λιλιπούτεια, όμως μεστή διαδρομή, πάνω σ’ ένα πρόσωπο όπως σε πίνακα ζωγραφικής. Οι ζωγραφικές χαρακιές του Βαν Γκογκ πάνω σε πρόσωπα και σε χωράφια ίδια με τα σκαψίματα της αιωνιότητας πάνω στο πρόσωπο της φωτογραφίας.

Περιδιαβάζοντας τους τίτλους των διηγημάτων νομίζω πως σχεδόν το καθένα από αυτά θα μπορούσε να έχει χαρίσει τον τίτλο στη συλλογή. Και το μεταφυσικό «Η παγωμένη Πόλη» και το αθυρόστομο «Το μέταλλο κελαηδάει» και το ονειρικό «Κήποι».
«Ο μυς της καρδιάς» πλειοδότησε όμως. Φόρος τιμής σ’ έναν φίλο -τον Γ.- που χάθηκε με τρόπο δραματικό. Οι προσβεβλημένοι και βαρύτατα πάσχοντες από τη σπάνια νευρολογική νόσο μύες, αυτονομημένοι από τον βουλητικό έλεγχο, είναι αυτοί που πρόδωσαν τον Γ. : «Καθώς οι μύες του προοδευτικά ατροφούσαν, το κορμί του εμφάνιζε το θέαμα μιας Πιετά».
Οι λείοι μύες της καρδιάς από την άλλη είναι αυτοί που πρόδωσαν την μητέρα του συγγραφέα αρχίζοντας το σφυροκόπημα στη σειρά των απωλειών. Στην μια περίπτωση μια γερή καρδιά κι ένα άρρωστο μυϊκό σύστημα. Στην άλλη το πράγμα συμβαίνει ανάποδα: ένα σφριγηλό κορμί μιας εύρωστης, ωραίας και νέας γυναίκας που «η καρδιά της έσκασε κυριολεκτικά»…

Μια φράση συγκράτησα από το διήγημα αυτό. «Παραδόξως, τούτος ο οίκτος, τούτη η λύπηση χάθηκε αργότερα, όταν με ρώτησε αν πιστεύω πως υπάρχει κάτι μετά, και του είπα κάπως αυστηρά όχι. Ησυχάζω λίγο, όταν σκέφτομαι πως το ’κανα από αφέλεια, αφέλεια που γεννιέται μέσα σε μια σχέση που βασίζεται στην ειλικρίνεια και την ελευθερία. Τώρα είμαι βέβαιος πως θ’ απαντούσα διαφορετικά».
Ο Ηλίας όμως ξέρει πολύ καλά -όπως φυσικά κι εγώ- πως ο Γ. ήταν εκείνος που πάσχισε να διασώσει μνήμες, μαρτυρίες, εικόνες από περάσματα, αποτυπώματα ανθρώπων, πολιτισμών και εποχών. Γιατί το ’κανε; Tο πάθος του «συλλέκτη» στη περίπτωσή του αποκτούσε μια έννοια αυτοθυσίας, απέπνεε έναν αλτρουϊσμό, μιαν υπόσχεση -και κάποτε απόδοση- «αθανασίας» (να θυμηθούμε την συλλογή Λεωνίδα Παπάζογλου;).
Ανυποχώρητο παραμένει πως «η μνήμη διασώζει και κρατά ζωντανό τον άνθρωπο που φεύγει όσο ζουν κάποιοι να τον θυμούνται». Είναι ακριβώς αυτό που ο Ηλίας επεδίωξε και το ’χει πετύχει με το εκλεκτό έργο του. Και το κείμενο αυτό ολότελα αφιερωμένο στον Γ. κραυγάζει την μαρτυρία, βοά μεστό από την παρουσία του. Κι αυτός όπου κι αν βρίσκεται απολαμβάνει φαντάζομαι τη μόνιμη γραπτή μακαριά…



Όλα σ’ αυτόν τον κύκλο των διηγημάτων με τους συμβολισμούς τους, με τα βάθια τους, με τα σκοτάδια τους, με την λύπη και τη αγιοσύνη των απλών καθημερινών και καρτερικών ανθρώπων. Συγκαιρινή, νεωτεριστική κάποτε, η υψηλή αυτή κοπτική - ραπτική της συγγραφής, κοντά στους πατριάρχες του διηγήματος έλληνες και ξένους, μακριά και έξω από τον παρόντα χρόνο. Χωρίς ποτέ να παραδίδεται το διήγημα ως είδος διασκεδαστικής ή ανακουφιστικής απασχόλησης για τους αναγνώστες αλλά καίρια αφορμή για δόνηση και καταβύθιση με δέος σε σκοτεινό κόσμο. Ύστερα και πάλι ανάδυση στο φως καθώς αιώνιες αξίες όπως αυτή της φιλίας, της αγάπης και τη μνημοσύνης είναι αυτές που διασώζουν πάντοτε. Τα κείμενα, βάρκα ξύλινη που προσφέρεται να περάσει τον αναγνώστη απέναντι, ενώ ο βαρκάρης -συγγραφέας λάμνει στο χείλος της αβύσσου, στην αγκαλιά της σιωπηλής Ορεστίδας (ή Αχερουσίας;) που βάζει σε δράση όλα της τα θανατηφόρα στοιχειά: τα ύπουλα «ροκάνια» του Γενάρη και τις «ρουφήχτρες» της. Επαναφέρει τους πεθαμένους ο Η.Π. με το παλλόμενο μυοκάρδιο της γραφής του κι ανταμώνει μαζί τους για να μυρίσει η τέχνη του αιωνιότητα και σημασία. Για να υπάρξει η ζωή και μετά τον θάνατο!

Ομίχλη απλώνεται στα τοπία και κρύος πνέει αέρας, κρυσταλλώνουν τα χνώτα των δέντρων της παραλίας έτσι όπως διασώζεται η μνήμη φωτεινή και διάφανη. Και αποκαλύπτεται πια με μεγαλύτερη διαύγεια το άλλο τοπίο, εκείνο των αισθημάτων. Μ’ ολάκερο πια το σκοτεινό τους βάθος.

«Tραύματα σαν βαριές πατημασιές πάνω στη μαλακιά λάσπη της παιδικής ψυχής πριν πήξει που τα σκέπασε τόση ομορφιά. Με τι βία ερχόταν όλη αυτή η ομορφιά το ξεχνάς. Κι η ομορφιά αυτού του κήπου, όπου θαμπώνουν γοργά όλα απ’ τη χωνεμένη κάψα, φύλλα και κλαριά, και μόνο μένει ακόμα νοτισμένο το γκριζωπό τσιμεντένιο πλατύσκαλο της αυλής, πασπαλισμένο με τα πορτοκαλιά λουλούδια τη ροδιάς, με τι βία ήρθε! Σε λίγο τίποτα δε θα μαρτυράει με τι βία ήρθε αυτή η ομορφιά, τα σημάδια της μήτε κι αυτά θα κρατήσουν, βγήκε ο ήλιος, ότι περίσσεψε απ’ το γκρίζο σύννεφο το πίνει γοργά η γη, ένας αέρας να φυσήξει τα πέταλα θα παρασύρει ή φρυγμένα απ’ τη ζέστη θρύμματα αόρατα θα σκορπίσουν, με τι βία ήρθε, με τι βία χάνεται, με τι βία θα χαθούν όλα κοιτώντας πίσω από ’να παράθυρο, που η κουρτίνα του βίαια κι απότομα θα τραβηχτεί, έναν κήπο πού ’ταν γεμάτος δέντρα της ζωής και τώρα γέμισε δέντρα της σκληρής ομορφιάς και της πικρής γνώσης».


Όλα λοιπόν επανέρχονται κι όλα είναι στη θέση τους. Και οι ομιλητικές λέξεις και τα κείμενα και (γιατί όχι;) οι ζωές. Στο σπίτι του Ηλία εκτός από τη σύντροφό του Όλγα που τον στέργει με την γλυκύτητα και την πραότητά της, έχουν επιστρέψει εδώ και καιρό ο Λεωνίδας και η Ρεγγίνα. Και στο σπίτι της Ρίας η ανάσα από την καινούργια ζωή ακούγεται ολοκάθαρα…


(1) ΟΔΟΣ, αρ. φύλλου 498 / 25.6.2009.

Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Ο μυς της καρδιάς» του Η. Παπαμόσχου, στο Nautical Hall στην Καστοριά, το Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012.

Οι φωτογραφίες του Η. Παπαμόσχου είναι του Νώντα Τσίγκα (Καστοριά, Σεπτέμβρης 2011).


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Ιανουαρίου 2012, αρ. φύλλου 626






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ