26.8.12

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Ανοιχτά χαρτιά

 Σκέψεις για το Μεταναστευτικό

Όταν κάποιος πολίτης αποφασίζει να κάνει ένα τραπέζι, καταρτίζει μια λίστα προσκεκλημένων τους οποίους και καλεί για να φιλοξενήσει στο σπίτι του. Προφανώς δεν αφήνει τις πόρτες του σπιτιού του ανοιχτές, για να μπουν και να συμμετάσχουν στο τραπέζι όλοι οι γείτονες και οι περαστικοί. Κάπως έτσι θα έπρεπε να έχει λειτουργήσει και η Ελλάδα με τους μετανάστες και τότε βεβαίως η παρουσία τους στη χώρα δεν θα αποτελούσε πρόβλημα. Όμως τα πράγματα δυστυχώς δεν έγιναν έτσι όπως θα έπρεπε.

Καίτοι είναι προφανές, οφείλω εντούτοις να δηλώσω ξεκάθαρα και εξ αρχής πως η βαρύτητα και η σοβαρότητα του θέματος δεν επιτρέπει εκτενή ανάλυση στα στενά χωρικά πλαίσια του παρόντος κειμένου, που άλλωστε εκφράζει καθαρά προσωπικές σκέψεις του γράφοντος.
Αναμφίβολα ο κόσμος αλλάζει, και καθώς δε βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1960, επόμενο ήταν να αποτελέσει η χώρα μας κέντρο έλευσης και εγκατάστασης μεταναστών. Άλλωστε μια από τις βασικές σταθερές που συνεπάγεται η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι και η ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων ανάμεσα στις χώρες της Ένωσης. Θα έπρεπε επομένως να θεωρείται ως αυτονόητη η εγκατάσταση στη χώρα πολιτών της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας ή της Πολωνίας, στο βαθμό που το βιοτικό επίπεδο στις χώρες αυτές ήταν χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας, οπότε η εύρεση εργασίας στη χώρα μας θα βελτίωνε τα οικονομικά τους. Η αντίστροφη άλλωστε πορεία των πολιτών των χωρών αυτών σήμερα, σηματοδοτεί τρόπον τινά την υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας: η εκτεταμένη ανεργία αλλά και οι πολύ χαμηλοί μισθοί αποτελούν πλέον αντικίνητρο για την παραμονή Βουλγάρων και Ρουμάνων στην Ελλάδα.

Το Μεταναστευτικό εξελίχθηκε σε πρόβλημα, ακριβώς επειδή το ελληνικό κράτος δεν είχε και εξακολουθεί να μην έχει πολιτική για τους μετανάστες. Δεν ήταν η κακή πολιτική που δημιούργησε το πρόβλημα, αλλά η απουσία οποιασδήποτε πολιτικής και η διαχρονική αδιαφορία κυβερνώντων και διοίκησης.

Αν το 1991 η είσοδος των πρώτων Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα κατέλαβε τη χώρα απροετοίμαστη κι αν ακόμη συνδέθηκε με την κακώς εννοούμενη αντίληψη για το ποιος είναι ομογενής Βορειοηπειρώτης κι αν για ένα σύντομο πρώτο διάστημα θα μπορούσαν οι τότε κυβερνώντες να προβάλουν κάποιες δικαιολογίες, βέβαιο είναι πως στη συνέχεια η αντιμετώπιση του ζητήματος ήταν τέτοια που με μαθηματική ακρίβεια θα το καθιστούσε πρόβλημα, όπως και πράγματι συνέβη. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να βγάλω από τη σκέψη μου την εικόνα Έλληνα πολιτικού να μιλά σε βορειοηπειρωτικό χωριό, τη Δερβιτσάνη θαρρώ, καλώντας τους κατοίκους να έρθουν στην Ελλάδα. Την ώρα εκείνη κατάλαβα πως ανοίγουν οι «ασκοί του Αιόλου» και πως ο πραγματικός Ελληνισμός της Αλβανίας θα αποτελέσει σύντομα παρελθόν…
Γεγονός είναι πάντως, ότι αναφορικά με τους Αλβανούς μετανάστες, οι χειρισμοί του κράτους και των υπηρεσιών του ήταν διαχρονικά ολέθριοι. Ένα πληθυσμιακό κεφάλαιο, που λόγω της εθνοτικής του συγγένειας με τους Έλληνες, θα μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα αναζωογόνησης του φθίνοντος Ελληνισμού, αλλά και «γέφυρα» προς μια γειτονική χώρα, που θα μπορούσε να αποτελέσει εν δυνάμει σύμμαχο, αφέθηκε στην τύχη του. Οι «Δωριείς» του σύγχρονου Ελληνισμού αφέθηκαν στην τύχη τους, από μια χώρα που βεβαίως δεν φημίζεται για την εμπνευσμένη πολιτική της στα μειονοτικά ζητήματα.

Θεωρώ δεδομένο και πέραν πάσης αμφισβητήσεως πως όσοι μετανάστες εργάζονται στη χώρα θα πρέπει να είναι νόμιμοι και να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει πως η Ελλάδα μπορεί να δεχτεί, αποδεχτεί και ενσωματώσει ανεξέλεγκτο αριθμό μεταναστών.

Εξίσου αυτονόητο θεωρώ το γεγονός πως θα πρέπει να υπάρχουν προϋποθέσεις για εκείνους τους μετανάστες που το επιθυμούν, ύστερα από μακρόχρονη παραμονή στη χώρα και μέθεξη του πολιτισμού και της γλώσσας μας, να αποκτούν την ελληνική υπηκοότητα. Η παραπάνω θέση αφορά ακόμη περισσότερο σε εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σπούδασαν στην Ελλάδα. πλην βεβαίως, ομοίως αυτονόητο είναι ότι η διαδικασία αυτή δεν θα πρέπει να αποτελεί «βιομηχανία ελληνοποίησης» για μικροκομματικές σκοπιμότητες. Η ελληνική ιθαγένεια δεν είναι και δεν πρέπει να είναι «σημαία ευκαιρίας» - και βεβαίως τη Σημαία του έθνους κανένας δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί για πολιτική εκμετάλλευση, υποστέλλοντας την…

Συνυπεύθυνοι για το Μεταναστευτικό πρόβλημα είναι λίγο πολύ οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες. Όταν νοικιάζεις σπίτι σε παράνομο μετανάστη – επειδή πιθανόν αυτό το σπίτι κανένας Έλληνας δεν προτίθεται να το κατοικήσει, όταν χρησιμοποιείς για οικιακές ή αγροτικές εργασίες ανασφάλιστους μετανάστες, είσαι προφανώς συνυπεύθυνος σε κάποιο βαθμό. Πολύ περισσότερο, όταν απασχολείς στην επιχείρηση σου ανασφάλιστους μετανάστες – παράνομους ή νόμιμους, διότι κι αυτό συμβαίνει, και αντλείς κέρδη από την εργασία τους, χωρίς να καταβάλεις τις υποχρεώσεις σου, καθίστασαι μια από τις αιτίες που το πρόβλημα μεγεθύνεται. Αλλά βεβαίως, η τελευταία αυτή περίπτωση καταγράφεται απλώς για τη συνέχεια του κειμένου. Διότι πλήθος επιχειρήσεων – συχνά μάλιστα μεγάλου μεγέθους - απασχολεί ανασφάλιστους Έλληνες εργαζόμενους – και το κράτος πολύ απλά δεν ενδιαφέρεται να λύσει το πρόβλημα, γιατί προφανώς δεν θέλει.

Πραγματικότητα που πρέπει να αποδεχτούν όλοι, είναι πως η έλευση των μεταναστών κάλυψε και καλύπτει κάποια πραγματικά κενά της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας. Ήδη στη δεκαετία του 1980 πολύ δύσκολα βρίσκονταν Έλληνες διατεθειμένοι να εργαστούν στα χωράφια, ενώ ασφαλώς καμιά Ελληνίδα δεν ήταν και δεν είναι διατεθειμένη να παραμείνει εσώκλειστη σ’ ένα σπίτι προς περιποίηση ηλικιωμένων.
Μεταναστευτική πολιτική θα σήμαινε επομένως την καταγραφή των πραγματικών αναγκών και κενών της οικονομίας της χώρας, τις οποίες βεβαίως θα μπορούσαν να καλύψουν οι μετανάστες. Κάτι τέτοιο ούτε έγινε ποτέ, ούτε βρίσκεται στα σκαριά για να γίνει στο μέλλον.

Γεγονός είναι επίσης πως ο νησιωτικός χαρακτήρας και η γεωγραφική θέση και διαμόρφωση της χώρας καθιστά τα σύνορα της δύσκολα φυλασσόμενα. Συνεπώς είναι άδικο να χαρακτηρίζεται η Ελλάδα «ξέφραγο αμπέλι» μόνο και μόνο επειδή αποτελεί τον πρώτο προορισμό μεταναστών, έστω κι αν καταλήγει ο προορισμός να γίνεται τελικός σταθμός. Όλα τα νησιά κι όλες οι ακτές είναι πρακτικώς αδύνατο να επιτηρούνται και να φυλάσσονται με συμβατικό τρόπο. Θα έπρεπε όλοι οι Έλληνες να βρισκόμεθα με τα όπλα στα χέρια, φυλάσσοντας ακτές. Η ευθύνη όλων των κυβερνήσεων της τελευταίας 20ετίας έγκειται στο ότι δεν έθεσαν δυναμικά και πειστικά την παραπάνω πραγματικότητα στους ευρωπαίους εταίρους, διεκδικώντας από αυτούς να μοιραστούν το πρόβλημα. Αντιθέτως υπέγραφαν απερίσκεπτα συμφωνίες και συνθήκες, που μετα βεβαιότητος θα όξυναν το μεταναστευτικό, όπως και εν τέλει συνέβη.

Εξίσου μεγάλη ευθύνη βαραίνει τις κυβερνήσεις αυτές, αλλά και τοπικούς παράγοντες, διότι αντιμετώπισαν τους μετανάστες απλά και μόνο ως φθηνό εργατικό δυναμικό, προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να μειώσουν το κόστος εργασίας και βάλλοντας στην ουσία κατά των Ελλήνων εργαζομένων. Οι μετανάστες, όσοι πρέπει να παραμείνουν στη χώρα, θα μείνουν για να καλύψουν πραγματικές ανάγκες στην αγορά εργασίας και όχι για να ανταγωνίζονται αθεμίτως τον Έλληνα εργαζόμενο.

Η «πολυπολιτισμικότητα», όρος που προβάλλεται από διάφορους πολιτικούς χώρους, είναι μάλλον ένας ακόμη μύθος, μια γλωσσική ωραιοποίηση μιας αλγεινής πραγματικότητας. Στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει μεγάλο μέρος των παράνομων μεταναστών, κανένας πολιτισμός δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Αδυσώπητη αλήθεια είναι επίσης ότι μια χώρα με γηγενή πληθυσμό έντεκα εκατομμυρίων, έχει περιορισμένες δυνατότητες ενσωμάτωσης και απορρόφησης ξένων πληθυσμιακών στοιχείων. Ένα κράτος όμως που δεν γνωρίζει πόσοι είναι οι μετανάστες που ζουν στα εδάφη του, δεν μπορεί βεβαίως να οργανώσει καμιά πολιτική ενσωμάτωσης.

Η εγκληματικότητα, με την οποία τα ΜΜΕ και οι απλοί πολίτες έχουν συνδέσει τους μετανάστες είναι ασφαλώς ένας ακόμη παράγοντας του προβλήματος. Αν και οι όποιες στατιστικές δεν μπορούν να αντικατοπτρίσουν το πραγματικό μέγεθος της, γεγονός είναι ότι εκ των πραγμάτων όταν κάποιος ζει σε συνθήκες παρανομίας, με μεγαλύτερη ευκολία από το νόμιμα εγκατεστημένο και εργαζόμενο, προχωρά στα μονοπάτια του εγκλήματος. Χωρίς κατάλληλες συνθήκες διαμονής και συχνά χωρίς εργασία, περιθωριοποιημένες και αποκλεισμένες, κάποιες ομάδες μεταναστών πράγματι κατρακύλησαν στην τέλεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Όμως είναι η διάλυση της ελληνικής Αστυνομίας η πραγματική αιτία για τη διόγκωση του προβλήματος. Ελλιπής αστυνόμευση, απασχόληση του προσωπικού σε μη αστυνομικά αντικείμενα, κακή οργάνωση και αποδιοργάνωση οφειλόμενη συχνά σε υπουργικούς πειραματισμούς, αλλά και αντικειμενική αδυναμία που κάποτε οφείλεται και στο νομοθετικό πλαίσιο, είχαν σαν αποτέλεσμα ολόκληρες περιοχές να μένουν χωρίς αστυνόμευση και άλλες να μετεξελιχθούν σε τόπους κοινωνικού περιθωρίου. Μια καλύτερα λειτουργούσα Αστυνομία θα είχε ασφαλώς περιορίσει την εγκληματικότητα, εισαγόμενη και εγχώρια, και θα είχε προλάβει πολλά δεινά. Αντ’ αυτού το κράτος έμεινε αδιάφορο, αφήνοντας να εκκολαφθεί το φαινόμενο νεοναζιστικών πολιτικών οργανώσεων, που αυτόκλητες αναλαμβάνουν το ρόλο προστάτη πολιτών, αλλά και ολόκληρων περιοχών, αναπαράγοντας το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία – ενώ συχνά και τα ίδια τα μέλη τους προβαίνουν σε παράνομες πράξεις.

Ασφαλώς το μεταναστευτικό πρόβλημα δεν έπρεπε να αποτελεί πεδίο κομματικής εκμετάλλευσης – θα τολμούσα να πω ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει καν αντιπαράθεση επ’ αυτού, παρά μόνο διάλογος. Διότι βεβαίως η λύση του προβλήματος δεν θα γίνει ποτέ μέσα από «θεματικές» επιχειρήσεις τύπου «σκούπα», που στοχεύουν ακριβώς και μόνο στο θέαμα για αφελείς πολίτες. Ακόμη περισσότερο, μια ευνομούμενη Πολιτεία δεν μπορεί να οραματίζεται τη λύση ενός τέτοιου προβλήματος μέσα από στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών – ή και «τάγματα εργασίας» μεταναστών, διότι και αυτό ακόμη ακούστηκε.

Ασφαλώς ο γράφων διόλου δεν είναι ρατσιστής, ξενόφοβος ή μισαλλόδοξος, αλλά το ζητούμενο δεν είναι αυτό, αν δηλαδή είναι κάποιος ρατσιστής ή όχι – διότι το Μεταναστευτικό δεν έχει να κάνει ούτε με φυλές ούτε με χρώματα ανθρώπων. Έχει να κάνει με τις οικονομικές δυνατότητες μιας χώρας, οι όποιες στην περίπτωση της Ελλάδας ολοένα περιορίζονται, δημιουργώντας κοινωνικές εκρήξεις.
Το πρώτο που θα έπρεπε να έχει τεθεί σε συζήτηση είναι το πόσους μετανάστες μπορεί να χωρέσει αυτή η χώρα, πόσους χρειάζεται και πόσοι τελικά πρέπει να παραμείνουν εδώ. Σίγουρα πάντως δεν είναι δυνατόν σε ετούτη τη μικρή χώρα της νότιας Ευρώπης να εγκατασταθεί αριθμός μεταναστών που εγγίζει ή ξεπερνά το ήμισυ του ντόπιου πληθυσμού…

Κλείνοντας τις σκέψεις αυτές, και πιστεύοντας πως πρέπει να ανοίξει ένας ειλικρινής διάλογος – με «ανοιχτά χαρτιά», οφείλω να πω πως εκείνο που με φοβίζει περισσότερο είναι η ορατή προοπτική εγκλωβισμού του μεγαλυτέρου μέρους των μεταναστών στην Ελλάδα, σε συνθήκες εντεινόμενης ύφεσης και ενός κρατικού μηχανισμού σε αποσύνθεση. Νομίζω άλλωστε πως ήδη έχουμε αρχίσει να βιώνουμε τέτοιες καταστάσεις…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ