13.8.12

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Καταθέτες και απελπισμένοι

Καθ’ όλο το διάστημα από την 6η Μαΐου μέχρι και την Παρασκευή πριν τις εκλογές της 17ης Ιουνίου συνεχίστηκε ένα φαινόμενο που επί δυο χρόνια «δυναμιτίζει» και «πριονίζει» την ελληνική οικονομία. Απλοί άνθρωποι, μεσοαστοί, με το προφίλ αυτού που ονομάζουμε λαϊκά «νοικοκυραίοι», μετέβαιναν στις τράπεζες και προέβαιναν σε αναλήψεις σημαντικών χρηματικών ποσών προς φύλαξη στο σπίτι ή σε τραπεζικές θυρίδες. Τις τελευταίες ημέρες, όταν το φαινόμενο αυτό ήταν αναφανδόν ορατό, το έβλεπαν ιδίοις όμμασι πολλοί συμπατριώτες μας, αναμένοντας για συνήθεις συναλλαγές σε τραπεζικά καταστήματα.

Δε με ξάφνιασε επομένως το αποτέλεσμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου – προσωπικά το θεωρούσα αναμενόμενο. Χωρίς να αδικώ τους απλούς ανθρώπους, που θολωμένοι από το φόβο που προκάλεσε η προπαγάνδα, ωθούνταν σε αψυχολόγητα διαβήματα, το φαινόμενο αυτό ήταν για μένα διαφωτιστικό για τον οικονομικό «διχασμό» της ελληνικής κοινωνίας.

Οι απελπισμένοι αυτής της χώρας, όλοι εκείνοι που έχουν βρεθεί χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, μέσα σ’ ένα σπίτι που σύντομα θα πάψει να είναι δικό τους, άλλα το κυριότερο ζουν χωρίς ελπίδα για το αύριο, είναι βεβαίως εκατομμύρια άνθρωποι, που βρίσκονται από τη μια όχθη του ποταμού.
Απέναντι τους όμως υπάρχουν όλοι εκείνοι, που τα τελευταία τρία και πλέον χρόνια τρώνε το συσσωρευμένο «λίπος», χωρίς φυσικά να παράγουν τίποτε – διότι κάθε έννοια παραγωγικής διαδικασίας σε αυτή τη χώρα έχει καταρρεύσει. Όλοι αυτοί λοιπόν, που από την αρχή της κρίσης τρώνε τα «έτοιμα» - τα οποία βεβαίως μπορεί να είναι απολύτως νόμιμα και διόλου επιληψίμως αποκτηθέντα, είναι προφανώς περισσότεροι από τους απελπισμένους. Όλοι αυτοί λοιπόν οι συμπατριώτες μας συντέλεσαν στη διαμόρφωση του αποτελέσματος των εκλογών της 17ης Ιουνίου.

 Θα ήταν ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο, εάν τα πράγματα έμεναν ως έχουν μέχρι σήμερα, εάν δηλαδή η ύφεση και η οικονομική υποβάθμιση της χώρας είχε φτάσει στα όρια της, είχε πιάσει «πάτο», όπως συνηθίζεται και επισήμως να λέγεται. Θα μπορούσαμε τότε, αναμένοντας την ανάκαμψη, να ελπίζουμε πως στο προσεχές χρονικό διάστημα οι αναλογίες θα αντιστρέφονταν και τα εκατομμύρια των απελπισμένων θα ξαναέβρισκαν την ελπίδα και θα αποκτούσαν αργά και σταδιακά έστω, ξανά μια θέση στον ήλιο. Το τραγικό είναι όμως ότι αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική που εφαρμόστηκε τα τελευταία δυόμιση χρόνια, το συσσωρευμένο αυτό «λίπος» θα εξανεμιστεί κι οι περισσότεροι από τους «νοικοκυραίους» αυτούς θα χάσουν το νοικοκυριό τους και θα αναγκαστούν να διαβούν το Ρουβίκωνα και τον ποταμό και να κάτσουν πλάι στους απελπισμένους.

Ευκαιρίας δοθείσης, αξίζει να σημειωθεί πως τα προβλήματα της χώρας θα ήταν σαφώς λιγότερα, εάν υπήρχε μηχανισμός ευρωπαϊκής εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων – κάτι που όμως δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας και όχι μόνο. Εξίσου προφανές είναι το ότι καίτοι βεβαίως η κίνηση κεφαλαίων ανάμεσα στις χώρες της συναλλαγματικής Ένωσης είναι ελεύθερη, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι τα κράτη δεν πρέπει να ελέγχουν την προέλευση και τη νομιμότητα των κεφαλαίων αυτών. Αν από την αρχή της κρίσης, το κράτος είχε προβεί σε ταχύρρυθμο έλεγχο των εξερχομένων από τη χώρα κεφαλαίων – πριν την εξαγωγή τους, πολλά δεινά θα είχαν αποφευχθεί και το τραπεζικό σύστημα της χώρας θα ήταν σαφώς ισχυρότερο. Παρά το ότι η ιστορία δε γράφεται με αναδρομικές διαπιστώσεις, ποτέ δεν είναι αργά να γίνει μια καλή αρχή…

Σ’ αυτές τις εκλογές λοιπόν, όλοι αυτοί οι μικροκαταθέτες και κατά φαντασίαν κεφαλαιούχοι συντέλεσαν στο να αποκτήσει τη σχετική πλειοψηφία το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Συντέλεσε επίσης στην επιλογή τους και η προπαγάνδα, που τους ώθησε στη λογική του «το μη χείρον βέλτιστον», διότι πολλοί απ’ αυτούς επέλεξαν το παραπάνω κόμμα με κρύα καρδιά, χωρίς να το εμπιστεύονται και χωρίς να επικροτούν την παρελθούσα πολιτεία του, με ελατήριο μονάχα το φόβο. Το αποτέλεσμα εντούτοις είναι γεγονός και ασφαλώς σεβαστό.

Συνηθιζόταν άλλοτε να λέγεται μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, πως η κάθε νέα κυβέρνηση είχε μπροστά της τις εκατό πρώτες μέρες, ως χρόνο πολιτικής ανακωχής και αναμονής από το πλήθος και την αντιπολίτευση, για να δείξει απυρόβλητη τις προθέσεις της και τα πρώτα της δρώμενα. Η κυβέρνηση που βγήκε από ετούτες τις εκλογές δεν έχει ούτε τριάντα τέτοιες μέρες. Ο επικεφαλής της πρέπει να τρέξει για να πετύχει πολλά πράγματα και να «σφίξει τα ζωνάρια» – αυτών κυρίως που θα αναλάβουν κυβερνητικές θέσεις και όχι μονάχα των πολιτών. Διότι οι περιστάσεις είναι τέτοιες που δεν τους δικαιολογούν ούτε ώρα ανοχής.

Αν και δεν ήταν ορατό το Σεπτέμβριο του 2009 – γι’ αυτό άλλωστε εκατομμύρια Έλληνες εξαπατήθηκαν, πιστεύω πως δεν υπήρξε και εύχομαι πως δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά σε αυτή τη χώρα χειρότερη κυβέρνηση από εκείνη του Γ.Α. Παπανδρέου. Το προεκλογικό ορυμαγδό ψευδών υποσχέσεων, διαδέχτηκε η άνευ όρων παράδοση της χώρας και η θέση της σε καθεστώς υποτέλειας και έσχατης έκπτωσης. Υπό αυτή την έννοια, η όποια κυβέρνηση θα σχηματιστεί τώρα, θα απεγκλωβίσει τη χώρα προσωρινά από το αδιέξοδο. Αλλά σε μια στενωπό χωρίς τέρμα, τα αδιέξοδα θα ξανάρθουν…

Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, κυβέρνηση εθνικής ενότητας δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν μπορεί, γιατί το έθνος είναι διχασμένο. Το δίχασαν οι πολιτικοί και οι πολιτικές επιλογές τους. Φοβούμαι πως δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Δεν μπορεί, διότι η «ασθένεια» της χώρας επιδεινώθηκε από τη μέχρι τώρα «θεραπεία» και είναι πλέον ανίατη και δεν επιδέχεται σωτηρία…
Δεν ψήφισα καμιά από τις συνιστώσες της υπό διαμόρφωση κυβέρνησης. Όμως, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, δεν υπάρχει άλλη επιλογή πέραν του σχηματισμού της. Το γιατί αυτός ο σχηματισμός δεν έγινε αμέσως μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, έχει ίσως να κάνει με την ασίγαστη επιθυμία να πρωθυπουργεύσει εις ανήρ, ή ίσως απλά επειδή δεν έβγαινε κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τα δυο πολιτικώς ταυτιζόμενα κόμματα του Μνημονίου, ενώ αυτό της Δημοκρατικής Αριστεράς κρυβόταν ακόμη πίσω από τα προσχήματα, αναζητώντας άλλοθι. Η όποια πάντως απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει πλέον απλώς και μόνο ιστορική σημασία.

Δεν κρίνω τα γεγονότα με βάση τις προσδοκίες ή τις επιθυμίες. Δεν μπορώ εντούτοις να μην αξιολογήσω τα δεδομένα ως έχουν, χωρίς να τα στρογγυλεύω και χωρίς να τα ωραιοποιώ. Ψάχνω να βρω τι είναι εκείνο που θα συγκρατήσει τα καταρρέοντα κρατικά έσοδα σε μια οικονομία υπό διάλυση. Από μια οικονομία που δεν παράγει και είναι στην ουσία μη λειτουργική, δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να αυξηθούν τα έσοδα. Η ανάπτυξη είναι εκείνη που θα γεμίσει τα δημόσια ταμεία – αλλά η ανάπτυξη είναι όνειρο επερχόμενου θέρους. Όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, η απόπειρα αύξησης εσόδων μέσω νέων φόρων απλώς θα βαθαίνει την ύφεση, όπως ήδη συμβαίνει. Και ο χειμώνας θα είναι δριμύς από κάθε άποψη.

Θα ήθελα να μην είναι έτσι τα πράγματα. Πολύ φοβούμαι εντούτοις ότι σύντομα θα διαπιστωθεί ξεκάθαρα η επιδείνωση της κατάστασης. Με τα νέα φορολογικά μέτρα προ των πυλών, τα οποία έχουν ήδη αποδεχτεί τα δυο κόμματα της παλιάς και νέας συγκυβέρνησης κατά την υπογραφή του δεύτερου Μνημονίου, τα οποία όμως είναι εκ γενετής και εξ ορισμού αποτυχημένα και ατελέσφορα, η νέα κυβέρνηση δεν πιστεύω ότι θα είναι από εκείνες που θα λέγαμε «μακράς πνοής». Εύχομαι ολόψυχα να πετύχει κάποια πράγματα. Το εύχομαι ειλικρινά, αλλά δεν το πιστεύω και οφείλω να το δηλώσω εξ αρχής…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Ιουνίου 2012, αρ. φύλλου 647


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ