Μάλλον δε θα περιμένατε να ξέρω αυτά που θα σας πω παρακάτω. Ούτε και πως καταλαβαίνω όσα διαδραματίζονται γύρω και μέσα μου ελπίζατε. Όμως εγώ σας εγγυώμαι πως και ξέρω και καταλαβαίνω και θα σας το αποδείξω αμέσως.
Κατ’ αρχήν δε θα το φανταζόταν κανείς, αλλά είμαι σχετικά καινούριος στη γειτονιά. Γιατί, ενώ οι άνθρωποι παράγουν εδώ και αρκετές δεκαετίες πάμπολλα σκουπίδια, εγώ τοποθετήθηκα στη θέση μου ούτε τρεις δεκαετίες πριν. Αυτή η καθυστέρηση στην τοποθέτησή μου πρόσφερε σχεδόν σε όλους τους διαβάτες του δρόμου όπου κατοικώ ατράνταχτο και διαρκές άλλοθι για να ξεφορτώνονται τα σκουπίδια τους οπουδήποτε: σε όποια μεριά του δρόμου περπατούσαν, αλλά ακόμη και στη μέση του.
Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκα εδώ περίμενα ο ανόητος και ρομαντικός πως όλοι αυτοί που ως τώρα δεν «μπορούσαν» να κάνουν αλλιώς (λες και ήταν φοβερά δύσκολο να κουβαλήσουν τα σκουπίδια τους μέχρι το σπίτι τους και να τα βάλουν στο σκουπιδοτενεκέ τους) θα χαίρονταν με την παρουσία μου ή έστω θα ανακουφίζονταν. Αμ δε! Και πάλι το ίδιο σκηνικό στήνεται γύρω μου. Χωρίς άλλοθι όμως τώρα πια. Όχι απ’ όλους βέβαια. Υπάρχουν και κάποιοι που με ανοίγουν πού και πού και προτιμούν εμένα από το να πετάνε κάτω από τα μικρά μικρά σκουπιδάκια τους (όπως το γνωστό κομματάκι νάυλον που κρατάει κολλημένο το καλαμάκι στο πλάι των ατομικών χυμών) μέχρι εκείνα τα τεράστια γυαλιστερά περιτυλίγματα που χαρακτηρίζουν περίφημα τις ανθυγιεινές, μα πεντανόστιμες τροφές, που τελευταία λέγεται πως φτιάχνονται έτσι που να προκαλούν εθισμό και να μας κάνουν εξαρτημένους από τη γεύση τους), αλλά υπάρχουν και πολλοί που εξακολουθούν να παίζουν το βιολί τους. Αυτοί σε κάνουν ν’ απορείς πώς γίνεται και δεν έχουν πάρει χαμπάρι το πρόβλημα που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει στο περιβάλλον, ένα πρόβλημα που εσείς οι Έλληνες μόνο στις σφυγμομετρήσεις δείχνετε πως σας απασχολεί, στην πράξη σχεδόν καθόλου.
Ένα άλλο θέμα που με απασχολεί είναι το πώς γίνεται και οι συγχωριανοί μου (και όχι μόνο αυτοί, απ’ όσο ξέρω) εξακολουθούν να ρίχνουν μέσα μου τα σκουπίδια τους αδιακρίτως: χαρτί, αλουμίνιο, γυαλί, φυτά ξεριζωμένα, φύλλα, κλαδιά, ενώ… Ενώ, εκτός από τις μπαταρίες, και το χαρτί και το αλουμίνιο συγκεντρώνονται στο Σχολείο του χωριού κι από κει παίρνουν το δικό τους ξεχωριστό δρόμο, που τα οδηγεί πάλι κοντά μας για να ξαναχρησιμοποιηθούν. Και για το γυαλί έγινε μια απόπειρα στο χωριό με έναν κάδο ειδικό που τοποθετήθηκε σε κεντρικό σημείο, αλλά θες η άρνηση των ανθρώπων να δουν την ετικέτα του θες η έλλειψη της απαραίτητης ενημέρωσής τους εκ μέρους του Δήμου τον μετέτρεψαν σχεδόν αμέσως σε κάδο σκουπιδιών κοινό σαν εμένα. Εκείνα όμως τα φυτά τα ολόκληρα και τα μέρη τους!… Αν ήμασταν σε πόλη και δεν υπήρχαν κάδοι κομποστοποίησης αυτών των απορριμμάτων που από τη γη προέρχονται και στη γη πρέπει να καταλήγουν, θα έλεγα πως δεν υπάρχει άλλη λύση. Στο χωριό όμως;
Κοιτάξτε, δε θέλω να αδικήσω αυτούς τους ελάχιστους που βασανίζονται κυριολεκτικά και μεταφορικά για το θέμα που συζητάμε. Αυτοί κάνουν τον αγώνα τους, ακόμα και αβοήθητοι από το περίφημο κράτος, που ναι μεν δε φταίει για όλα τα δεινά αυτού του τόπου, εξακολουθεί όμως να φταίει για πολλά. Και τους βλέπω να μην περιμένουν τον οδοκαθαριστή να περάσει από τη γειτονιά, αλλά βγαίνουν και καθαρίζουν το κομμάτι του δρόμου μπροστά στο σπίτι τους, με το σκεπτικό πως, αν όλοι κάνουν το ίδιο, το χωριό ολόκληρο θα ‘ναι πεντακάθαρο. Και ξεχωρίζουν τα σκουπίδια τους και προσπαθούν να κάνουν μια τελείως υποτυπώδη κομποστοποίηση των οργανικών τους απορριμμάτων, γιατί έχουν στο νου και στην καρδιά τους τη γη και το παλεύουν ακόμα και σε βάρος της φοβερής πράγματι ευκολίας να ανοίξουν το καπάκι του τενεκέ τους και να ρίξουν μέσα όλα τα σκουπίδια τους χωρίς καμία διάκριση. Αυτοί δίνουν έναν αγώνα που, μπορεί στα μάτια όλων των άλλων να φαίνεται μάταιος, αλλά οι ίδιοι ξέρουν ότι κανένας τέτοιος αγώνας δεν είναι μάταιος. Κι έχουν τη συνείδησή τους ήσυχη πως αυτοί τουλάχιστον προσπάθησαν. Ανεξάρτητα από το τι έκαναν όλοι οι άλλοι.
Θέλω ακόμη να σας πω ότι αρκετές φορές έχω ακούσει εδώ, ακριβώς μπροστά μου, κάποιον υποψιασμένο γείτονά μου να εξηγεί πως είναι απαραίτητο να διαχωρίζονται τα σκουπίδια και να πηγαίνει το καθένα εκεί όπου βλάπτει λιγότερο. Και ξέρετε κάτι; Αυτόν το γείτονά μου τον λυπήθηκα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε σε τι έμπλεξε: όχι μόνο δεν εισακούστηκε, αλλά έπεσε και πάνω σ’ ένα φοβερό αντίλογο, από αυτούς που, όσο πολύ κι αν αγαπάς τη συζήτηση και σου αρέσει ο διάλογος, μια τέτοια περίπτωση διαλόγου δε θα την ήθελες καθόλου. Κι ούτε θα την άντεχες, αφού ο άνθρωπος έχει φτάσει στη σελήνη κι εσύ είσαι υποχρεωμένος να εξηγείς γιατί ένα κι ένα κάνουν δυο κι όχι δέκα και μάλιστα σε κάποιον που είναι δεδομένο πως στη ζωή του εφαρμόζει το «ου με πείσεις καν με πείσης». Τέτοια κατάσταση. Οπότε…
Αυτός, λοιπόν, ο γείτονάς μου ο αποφασισμένος να υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων τη γη μας υπήρξε και μία φορά που τα… βρήκε μπαστούνια. Ήταν τότε που ο Μάκης, ο γιος μιας φίλης του, του ορκίστηκε πως μια φορά, έτσι από καθαρή περιέργεια, ακολούθησε το φορτηγό με τα χαρτιά της ανακύκλωσης και το είδε να τα πηγαίνει ακριβώς εκεί όπου και όλα τ’ άλλα σκουπίδια. Τότε ήταν που τα ‘παιξε πραγματικά, αλλά πιάστηκε πάλι από τη συνείδηση και απάντησε πως «είναι ζήτημα ευθύνης του καθενός, δηλαδή θέμα ατομικής ευθύνης» και ευτυχώς που μπόρεσε και είπε κάτι που πίστευε. Λίγο κόντεψε να μη βρει καμιάν απάντηση σε κάτι τόσο εξόφθαλμα ηλίθιο που μάλλον συνέβαινε (αν δε συμβαίνει ακόμα)…
Λοιπόν, και πάλι στα δικά μου πάθη, που φαίνεται να μην έχουν τέλος. Και δεν αναφέρομαι σ’ εκείνους που με απίστευτη ευκολία με… ξεχειλίζουν, με αποτέλεσμα να μην κλείνει το καπάκι μου προς εξαιρετικήν τέρψιν των αδέσποτων της γειτονιάς ή και του χωριού, που τρων και πίνουν καλεσμένα εκτάκτως σε μεταμεσονύκτιο μέχρι σκασμού δείπνο, κάνοντας τον τόπο γης μαδιάμ… Μιλώ για αυτούς που το μόνο που τους νοιάζει είναι να ξεφορτωθούν τα σκουπίδια τους όσο γίνεται πιο αβασάνιστα και απρόσεχτα συσκευασμένα. Οπότε δημιουργείται το άλλο γνωστό πρόβλημα, που έχει να κάνει με τις οσμές. Με δεδομένη μάλιστα την παντελή απουσία των ειδικών αυτοκινήτων-πλυντηρίων κάδων, η κατάσταση ειδικά το καλοκαίρι γίνεται αφόρητη. Και το πρόβλημα αντιμετωπίζεται κάπως, όταν στη γειτονιά υπάρχουν κάποιοι που μπαίνουν στη διαδικασία να μας πλένουν. Όταν δεν υπάρχει ούτε ένα τέτοιο κορόιδο (για τέτοιο πρόκειται, αφού είναι ολοφάνερο πως αυτός που προκαλεί το πρόβλημα με τις… ζουμερές του σακούλες δε θα ‘μπαινε φυσικά ούτε στη διαδικασία του πλυσίματός μας), τότε αρχίζει μια άλλη παράξενη κατάσταση: εμείς οι κάδοι βγάζουμε πόδια και μετακινούμαστε (όχι από μόνοι μας, βέβαια). Μας μετακινούν, δηλαδή, γιατί είμαστε ανεπιθύμητοι, λόγω της μυρωδιάς που, άθελά μας, εκπέμπουμε, με την κατάσταση να χειροτερεύει όταν λόγω ζέστης οι μυρωδιές πολλαπλασιάζονται και εισβάλλουν στα σπίτια από τα παράθυρα που οι ένοικοι αφήνουν ανοιχτά σε αναζήτηση της πολυπόθητης δροσιάς. Κι αυτόματα γινόμαστε δυσεύρετοι, καθώς δύσκολα μας εντοπίζει κανείς, λόγω της διαρκώς νέας μας θέσης.
Σας το είχα πει στην αρχή, αγαπητοί μου αναγνώστες. Πως και καταλαβαίνω και ξέρω πολλά. Νιώθω δε την ανάγκη να σας πω ότι πολλά απ’ αυτά που ξέρω τα έχω μάθει από τις εφημερίδες που πετάνε οι άνθρωποι εντός μου. Από αυτές έμαθα και για τα πρόστιμα που, πολύ καιρό πριν μας επισκεφτεί το περίφημο ΔΝΤ, η Ελλάδα, που είναι και δική μου πατρίδα, όχι μόνο δική σας, έτρωγε μεγάλα πρόστιμα εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται τα σκουπίδια που εμείς οι κάδοι τής παραδίνουμε, καθώς το άδειασμά τους σε χωματερές δεν ήταν και πολύ φιλικό προς το περιβάλλον. Λοιπόν, που λέτε, αγαπητοί μου, υπήρξε κάποια στιγμή που πήρα μια τεράστια χαρά: ήταν τότε που διάβασα πως, από το φόβο των τσουχτερών ευρωπαϊκών προστίμων, τα πράγματα συμμαζεύτηκαν αστραπιαία. Δυστυχώς, αυτή η σπάνια -είν’ αλήθεια- χαρά, δεν κράτησε πολύ, γιατί, βλέπεις οι Ευρωπαίοι δεν το ‘χαψαν το παραμύθι που προσπαθήσατε να τους σερβίρετε, ανέβηκαν σε ελικόπτερα και είδαν την απάτη: είχατε μετατρέψει τα υπέροχα βουνά μας σε χωματερές (λες και δεν ήταν ήδη αρκετή η ζημιά που τους κάνουν τα λατομεία μας, που τα ξεκοιλιάζουν κι έπειτα κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να αποκαταστήσει το τοπίο και ας είναι υποχρεωμένος από το νόμο να το κάνει)!... Είχατε βρει και πάλι την πιο εύκολη λύση, που ήταν και πάλι απατεωνιά. Μόνο που δε σας φάνηκε χρήσιμη για πολύ, όπως θα θέλατε…
Αυτές είναι οι ιστορίες καθημερινής τρέλας που ζω εγώ ένας ταπεινός κάδος σ’ ένα κατά τ’ άλλα όμορφο χωριό της Ελλάδας, αλλ’ αυτές οι ιστορίες θα τολμούσα να πω πως γράφουν και την «καθημερινή» ιστορία αυτής της ταλαίπωρης και ταλαιπωρημένης από τους πολίτες της χώρας, τους άρχοντες και τους αρχομένους. Και σας τις αφηγήθηκα γιατί αυτή η καθημερινότητά μας είναι και ο δείκτης του πολιτισμού μας. Γι’ αυτό και πολύ πετυχημένα έχει ειπωθεί πως αν θέλουμε να διαπιστώσουμε το πόσο πολιτισμένη είναι μια χώρα δεν έχουμε παρά να δούμε την εικόνα στις κοινόχρηστες τουαλέτες της ή να μετρήσουμε τα φτυσίματα των κατοίκων της στους δρόμους όπου περπατάνε. Ή, θα τολμούσα να προσθέσω, την εικόνα των κάδων απορριμμάτων της, μ’ άλλα λόγια τη δική μας εικόνα.
Μα να προσθέσω και κάτι τελευταίο πριν κλείσω, κάτι που μας ταξιδεύει στα παλιότερα χρόνια όπου εμείς δεν υπήρχαμε ακόμη: δεν ξέρω αν εσείς το ‘χετε υποψιαστεί, εμείς όμως το σκεφτόμαστε τελευταία ολοένα και περισσότερο πως θα μπορούσαμε να υποκαταστήσουμε εκείνα τα πεζούλια, όπου οι γυναίκες, με το εργόχειρό τους στα χέρια, συζητούσαν και ψυχαναλύονταν, χωρίς καν να ‘χουν πάρει χαμπάρι τι πάει να πει ψυχανάλυση, και να υποκαταστήσουμε κι εκείνες τις βρύσες που με το τρεχούμενο νερό τους γέμιζαν και πάλι οι γυναίκες τις στάμνες τους και τα γκιούμια και γίνονταν και πάλι τόπος συνάντησης όπου ανταλλάσσονταν κουβέντες.
Και το σκεφτόμαστε γιατί στην εποχή μας, όπου οι άνθρωποι κλείνονται ολοένα και περισσότερο στα σπίτια τους κι οι γείτονες δεν προλαβαίνουν ή δεν έχουν πια την επιθυμία να συναντιούνται, μονάχα εδώ όπου εμείς στεκόμαστε και περιμένουμε τα σκουπίδια τους, μονάχα εδώ βλέπονται πια οι άνθρωποι και μπορούν, πέρα από την καλημέρα που ανταλλάσσουν, να πουν και μια δυο κουβέντες παραπάνω. Όσο για το αν είναι ψυχαναλυτικές ή σκέτο κουτσομπολιό, αυτό είναι καθαρά δικό τους θέμα. Δηλαδή δικό σας…
Υ.Γ.: Πριν από μερικά χρόνια ρώτησαν κάποιον που επισκέφτηκε τη χώρα μας ποιο πράγμα του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση:Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου
-Στην Ελλάδα ο σκουπιδοτενεκές είναι ένα άδειο δοχείο που γύρω γύρω έχει σκουπίδια. Και μπορεί για μια στιγμή να χάρηκα που πρωταγωνιστούσα σ’ αυτόν τον «ορισμό», αλλά, πιστέψτε με, δεν το έχω ξεπεράσει ακόμα…
Καλοκαίρι 2010
*Απαραίτητη διευκρίνιση:
Το άρθρο αυτό γράφτηκε λίγο πριν το χωριό μας υπαχθεί στο Δήμο Καστοριάς, οπότε πολλά από τα γραφόμενά του δεν αναφέρονται στον τωρινό μας Δήμο. Δημοσιεύεται όμως σήμερα, γιατί, όσο κι αν τα πράγματα δείχνουν πως έχουν προχωρήσει από την πλευρά του Δήμου (Καστοριάς τώρα) στον τομέα αυτόν, η στάση που τηρούμε εμείς οι πολίτες δυστυχώς φαίνεται πως εξακολουθεί να παραμένει όπως ακριβώς ή περίπου ήταν πριν από τρία χρόνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.