8.2.15

ΟΛΓΑΣ ΝΤΕΛΛΑ: Το φρέαρ της παραμυθίας





Η παραμυθία των παραμυθιών της Φωτεινής Φραγκούλη

H παραμυθία των παραμυθιών. Υπάρχει μονάχα για κείνους που την έχουν απόλυτη ανάγκη. Για τους σαλεμένους και τους αλαφροΐσκιωτους. Για εκείνους τους σαν παιδιά, που τούτοι μονάχα μπορούν να δουν «τους αγγέλους με τα χρυσά φτερά»(1) να φωλιάζουν κάτω από «νησιά Κοχύλια». Μπορεί να ταξιδεύεις «χρόνια στα πέλαγα». Και ποτέ να μην τους δεις. Μπορεί μονάχα μια φορά να τους ανταμώσεις. Να αξιωθείς να δεις «τα κοράλλια να αναδύονται». Τα νησιά Κοχύλια. Σαν πυροφάνι εις το μέσον της θαλάσσης. Και από μέσα τους να βγαίνουν οι άγγελοι, «η άγια μορφή των αγγέλων και τα μάτια τους τ’ απόξενα». Με «σιωπή» μονάχα υποδέχεσαι το θαύμα τούτο. «Λέξη δε βγαίνει από το στόμα». Ή κι αν βγει είναι μονάχα λέξη-παραμύθι. Λέξη για να παρηγορήσει με το ασύλληπτο που ανοίγει κάποτε εντός της πραγματικής ζωής. Ή που ανοίγει εντός της η πραγματική ζωή.


Η παρουσία των απλών 
και ταπεινών. Των έναστρων.

Άνθρωποι που αξιώνονται τα παραμύθια εντός της πραγματικής ζωής. Άνθρωποι απλοί και ταπεινοί. Που «ό,τι γλυκό και τρυφερό διαθέτει η ψυχή τους, το κάνουν λόγο και χάδι». Που έχουν «μια κατανόηση για το κάθε τι και μια παρήγορη λέξη και για τα πιο δύσκολα του κόσμου τούτου». Που «η καλοσύνη τους σκορπίζει έξω από αυτούς κι αγκαλιάζει την πλάση». Άνθρωποι έναστροι. Ή και πλάσματα της φύσης. Απλά και ταπεινά. Έναστρα. Που θα μπορούσαν να κατέχουν και τη θέση των ανθρώπων.

Τούτοι οι έναστροι της ψυχής. Που «αγαπούν τα δημιουργήματα, που σέβονται δέντρα και ζώα, μονάχα τούτοι αξιώνονται στην ανθρωπιά τους μέσα να δουν εκείνα που οι άδικοι στερούνται». Άνθρωποι που «θαυμάζουν το φεγγάρι, τον ήλιο, το χαλάζι σαν παιδί που τα βλέπει για πρώτη φορά». Μονάχα όσοι «στα τυφλά βαδίζουν χέρι με χέρι», μονάχα «οι αλαφροΐσκιωτοι» αξιώνονται κάποτε να δουν το «Άνθος του γυαλού», όπως το βεβαίωσε ο Παπαδιαμάντης. Κείνοι που «η πλάση αναγνωρίζει» και εμπιστεύεται «την αθωότητά τους». Κείνοι μονάχα. Που «διαγράφουν τα μονοπάτια της ερημιάς, στο σκοτάδι», που «πιστεύουν βαθιά «πως σ’ αυτό τον κόσμο όσα δεν έχουν μιλιά, την πιο αληθινή φωνή έχουν». Τούτοι μονάχα που κάποτε, μια φορά το πολύ «βλέπουν τα ουράνια ανοιχτά» και «ακούν τα μαντολίνα του ουρανού» και υπάρχουν πλέον και μεγαλώνουν «μ’ αυτό το φως, μ’ αυτή τη μουσική στο μυαλό και στην καρδιά τους». «Που αγαπούν όσα δε βλέπουν οι άλλοι», που μέσα στην επιούσια μέρα τους «δεν ξεχνούν τα μυστήρια της νύχτας». Και τα γράφουν. Τα γράφουν ως παραμύθια.

Είναι τότε που τους κατακλύζει το «ανέκφραστο». Που «αναζητούν ένα τρόπο να πουν αυτά που δεν λέγονται». Όπως η Πορφυρένια. Που «λαχταρούσε να παρηγορηθεί και να παρηγορήσει. Να βρει έναν τρόπο να μπει στον κόσμο και στη ζωή με το δικό της το σκοπό». «Έτσι, νύχτα με τη νύχτα, πόντο με τον πόντο, αφή με την αφή, έμπαινε η Πορφυρένια σε μια γλώσσα δικιά της. Τη γλώσσα της μέσα-μέσα πατρίδας της». Όπως η Φωτεινή Φραγκούλη. Με την «αβάσταχτη λαχτάρα να πει τ’ ανείπωτα». Να γράψει «τα σιρόπια της ψυχής της». Παραμύθια να γράψει «για τα παιδιά μα και για όσους νιώθουνε παιδιά». Παραμύθια που’ ναι ποιήματα και ποιήματα που είναι ντυμένα παραμύθια. Με πλήρη συναίσθηση πως οι λέξεις είναι η μόνη γέφυρα με την ψυχή της αλλά και με την ψυχή των άλλων. «Τόση ευγένεια σε τόσο μικρό σκαρί»; Τόση η δύναμή τους.


Το άνευ όρων και ορίων των ηρώων

Εντός τούτων άνθρωποι-ήρωες ή και ζωντανά που υπερβαίνουν την πραγματικότητα και καθημερινότητά τους, που ξεκολλούν από το βάλτο τους, που δίχως φτερά πετάνε.
 Άνθρωποι που δε φοβούνται το άλμα προς τον Άλλον να κάνουν, γιατί το νιώθουν πια καλά πως «ο φόβος είναι η φυλακή της ψυχής» και η εντολή εντός των παραμυθιών είναι διαυγέστερη του ύδατος: «Πέτα πάνω απ’ όλα για να φτάσεις σ’ ό, τι αγαπάς». Και τούτοι πετούν. Γιατί αγαπούν. Και το φόβο τον ξορκίζουν. Και τότε «τα μυστικά του δάσους κοινωνούν», όπως η Ελαφοκυράνη που «μπήκε ελάφι και βγήκε γυναίκα αληθινή», που τη δάμασε η δοκιμασία της αγάπης.

 Και «ενώ στις πιο πολλές ιστορίες τα παλικάρια ψάχνουν να βρούνε την καλή τους, εδώ η κοπέλα είναι εκείνη που ψάχνει να βρει τον καλό της». Η Ελαφοκυράνη, όπως αλλού η Πορφυρένια, όπως η Αταίριαστη, όπως άλλωστε και η μικρή χήνα. «Ο δρόμος που πήραν» όλες τους «δεν είχε γυρισμό. Ήταν μονάχα δρόμος. «Πέρα από το μαγεμένο δάσος», που «για να μπεις σ’ αυτό, πρέπει πρώτα ν’ ανεβείς το βουνό κι ολομόναχος να μπεις στο κάστρο». Γιατί στην αγάπη μονάχος βαδίζεις κι έπειτα συναντάς τον Άλλον. Γιατί «η αγάπη ανθίζει στη σιωπή. Σε φυλακίζει για να σ’ ελευθερώσει». Και «όριο δεν έχει».

 Αν καταφέρεις λοιπόν και το βουνό αντέξεις. Γιατί «όσο το ανεβαίνεις, όλα γίνονται πιο δυνατά. Και τότε ο άνθρωπος ή δυναμώνει και συνεχίζει ή δειλιάζει και γυρίζει πίσω. Μα η Κυράνη ήταν κόρη της ροδιάς και πίσω δεν γύρισε». Και το άλμα το έκανε, γιατί πολύ το ήθελε. Γιατί κατά βάθος «ήταν ελάφι και το ένιωθε». Ήταν η μικρή Λενιώ από «Το μισό πιθάρι», να κρύβει μέσα της την Ελαφοκυράνη και κείνη με τη σειρά της την Πορφυρένια και όλες μαζί την Αταίριαστη. Κορίτσια, ελαφοκόριτσα, που ενηλικιώνονται μονάχα σαν αγαπήσουν και τη στιγμή ακριβώς που θα πονέσουν για την αγάπη τους, που θα κάνουν και «τις μαύρες πέτρες να ανθίσουν» με την υπομονή μονάχα, που θα τις δουν, αυτές «τις παράταιρες», αυτές «τις απόκοσμες», αυτές τις άραχνες όμορφες. Κορίτσι-ελαφοκόριτσο που μες στην αντάρα της αγάπης «θα κλαίγει τη χαρά της και θα χαίρεται τη λύπη της» και θα αιμορραγεί την ίδια ώρα και που στο τέλος-τέλος «θα πει ναι στο ναι και ναι στο όχι». Γιατί η αγάπη σαν «είναι αληθινή, όλα τα δέχεται», όπως «τα δέντρα τον καιρό». Και «τα δέντρα της προσφοράς έχουν μια και μόνο αδυναμία: βρέχει, το δέχονται, χαλάζι ρίχνει, το ίδιο. Παγωνιά, ζέστη αφόρητη, πού να πάνε; Στον κεραυνό, στη φωτιά ακίνητα. Είναι βαθιές οι ρίζες». Τούτο το δάμασμα της πιο αληθινής αγάπης.

 Είναι οι στιγμές, λίγο προτού την κορφή που η ψυχή λυγίζει, είναι τότε που φωτιά ανάβει και σε γύρω κάθεται και οι ψυχές ανοίγουν και τον πόνο τον μοιράζονται, «τα πρόσωπα γυαλίζουν» και «ιστορίες λένε», τους πιο κρυφούς «καημούς» τους. Γιατί «στα μέρη της Ανατολής έτσι παρηγορούν τ’ απαρηγόρητα». Γιατί στα μέρη της Ανατολής «τη λύπη με τραγούδια την ξορκίζανε». «Λόγια του καημού» και τραγούδια του καημού, «ένα παχύρευστο σιρόπι ο καημός που να κολλά παντού απάνω» και προπάντων στα απάνω-απάνω και στα μέσα-μέσα της ψυχής, «δίπλα στη φωτιά να γίνονται τούτα μικρές, πύρινες βελόνες». Που κεντούσαν το σώμα και την καρδιά. Κεντούσαν τις παλάμες». Και τότε αυτές «σμίγουν κι αρχίζουν με τα παλαμάκια να συνοδεύουν ένα αργό τραγούδι»: «Η αγάπη δεν είναι δεντρί /δεν είν’ ανθός να πέσει /μον’ είναι βάτοι και κλαδιά /κι αλλί σ’ τον που θα μπλέξει». Είναι τότε που «η μουσική βρίσκει τις ψυχές κατάστηθα». Και τότε εκείνος, όχι η Κυράνη, ούτε η Πορφυρένια, εκείνος μονάχα, λαβωμένος από μακριά και στον ίδιο βαθμό, «σηκώνεται κι αρχίζει να χορεύει ένα αργό ανατολίτικο σκοπό», από την ψυχή στα πόδια να κατεβαίνει, τα βήματα η ψυχή να τα ορίζει. βήματα του καημού.

 Είναι τότε που και εκείνος πρέπει να δοκιμαστεί και να δαμαστεί από τη δοκιμασία. Είναι τότε που του ορίζεται πως σα θέλει «να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα πρέπει να βρει το παγωμένο βουνό και να το κάνει να λιώσει. Μόνο έτσι ένα παλικάρι γίνεται αληθινός άντρας. Ούτε οι θάλασσες, ούτες τα ταξίδια είναι αρκετά». Μονάχα σα «δει τη μέσα αλήθειά του και σαν την παραδεχτεί». Και τρέξει να την αναζητήσει. Να «πάρει την όχθη και να την ανέβει». Να σπάσει τη μεταξύ τους ομίχλη. Γιατί «ο δρόμος ελεύθερος είναι και στο χέρι του καθενός να το κερδίσει αυτό που θέλει». Φτάνει να το παραδεχτεί. Όπως άλλωστε και η Ελαφοκυράνη. Από κορίτσι ελάφι και έπειτα από τον πόνο μέσα γυναίκα. Τρόπος άλλος «για να σπάσει ο πάγος δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ποτέ». Δεν είναι το μαχαίρι, η φωτιά μονάχα της καρδιάς είναι που λιώνει το παγωμένο βουνό. «Πρέπει όμως να λιώσει το βουνό για να πιστέψει κανείς πως η αγάπη του είναι πιο δυνατή απ’ όλα, κι από τα κοφτερά μαχαίρια κι από τον καυτό ήλιο κι από τις σαράντα τις φωτιές. Έτσι γίνεται. Σπάνια οι άνθρωποι πιστεύουμε αυτό που μας συμβαίνει. Θέλουμε τρανταχτά σημάδια για ν’ αποδείξουμε στον εαυτό μας την αλήθεια». Πως αλήθεια είναι ο Άλλος, αυτός που κάνει «τις ώρες και μοσχοβολούν», αυτός που «μυρίζει αγιόκλημα και λουΐζα», αυτός που βγαίνει και φωτίζει το σκοτάδι «σα φαναράκι μέσα στη νύχτα». Και πως δίχως Αυτόν « η ψυχή μαραζώνει» και «όλα γίνονται μέσα ένα αβάσταχτο “αχ”».

Μα «η αγάπη έρχεται σιγά-σιγά». Μες απ’ την ομίχλη αχνοφέγγει. «Σε πολιορκεί με λόγια και πράξεις και μετά είσαι στα απαλά της χέρια ένα ζυμάρι. Η αγάπη σε κάνει λάστιχο». Και ούτε που το καταλαβαίνεις πως «γίνεται και χωρά ο άλλος και όλος ο κόσμος του μέσα σου. Πώς μεγαλώνει ο χώρος στο μυαλό και στην καρδιά σου». Και ούτε πια ρωτάς. Μονάχα αφήνεσαι. Όπως η βάρκα στη θάλασσα και στα κύματά της. Με υπομονή, «μαθαίνεις να παρατηρείς, να υποχωρείς». Και κείνο που στην αρχή «σε δυσκολεύει, το ίδιο και σε ανταμείβει». Γιατί «η αγάπη κάνει τα δύσκολα εύκολα».
 Όλες μαζί λοιπόν και μία-μία ξεχωριστά. Κορίτσια μα και δέντρα. Υποταγμένες στην ενεργή αγάπη. Αυτήν που χωρά και άλματα κάνει. Κι ας είναι δέντρο. Πουλί γίνεται και πετά και τον αγαπημένο φτάνει και ως δέντρο τα κλαδιά απλώνει και σπίτι τού φτιάχνει και στην κουφάλα μέσα απάγκιο για να ζήσει.

 Μα κάποτε η ομίχλη δε σηκώνεται και «η συνταγή χαλά», έτσι «ανεξήγητα», «κι ύστερα αρχίζει ο πόνος, που χαράζει στην καρδιά ένα αυλάκι για να τρέξει της λύπης το ποτάμι, που γράφει την ιστορία του καθενός». Κι ύστερα «η καταχνιά σκεπάζει τα μάτια της ψυχής». Όπως της κυδωνιάς. «Μια κυδωνιά ολομόναχη στην όχθη του ποταμού». Μια κυδωνιά «περίληψη της άνοιξης», «δώδεκα μήνες ανθισμένη». Και ένα παλικαράκι. «Στον κορμό της ν’ ακουμπά, να ονειρεύεται ταξίδια και περιπέτειες» και κείνη να τον κοιτά, να «της φτάνει αυτό για ν’ ανθίζει, να φουντώνει, να ομορφαίνει». «Πολλά να θέλει να του πει», μα «να σωπαίνει», «να μην τον τρομάξει». Κι «ο χρόνος για κείνη να γίνεται δύο κομμάτια: όταν εκείνος ήταν κοντά της, όταν εκείνος στεκόταν μακριά». Μα κάποτε εκείνος χάνεται, «οι μέρες περνούν», εκείνος δε φαίνεται, και κείνη «νιώθει μια υγρή φωτιά να κατακλύζει τις ρίζες, τον κορμό, τα κλαδιά της». Να «θέλει να χυθεί από τα άνθη της, να πλημμυρίσει το ποτάμι και τον κάμπο ολόκληρο». Μα τίποτα δεν μπορεί, γιατί ρίζες έχει, και μονάχα σείεται «πέρα-δώθε σπαραχτικά». Και τότε «τα δάκρυά της καταπίνει» και τούτη «η υγρή φωτιά θρέφει το κορμάκι της. Κι αυτό ωρίμασε και ήρθε η ώρα του η καλή. Και κάρπισε». Γιατί κι ο πόνος καρπός είναι. «Της πίκρας ο καρπός, ο πολύτιμος».

 Λένε πως «ο μεγάλος πόνος στερεύει τα δάκρυα». Και πως «σπρώχνει τον άνθρωπο σε μια πέτρινη σιωπή» και πως «δαμάζει την ψυχή». Λένε πως ο μεγάλος πόνος «κεντά στην ψυχή με ψιλή κλωστή ένα παράπονο βαθύ». «Πούσι ανέκφραστο τη σκεπάζει» και «μια λύπη βουβή» να χαρακώνει ακόμα και τις καρδιές των γύρω και «μια πηχτή σιωπή που ανθρώπου λόγος δεν τη διαπερνούσε». Κι «όταν τα μάτια πάψουνε να κλαίνε, είναι πια από μόνα τους δύο στέρεα δάκρυα, και το κορμί σαν γέρικη ελιά. ..Μια γέρικη ελιά με δύο μάτια δάκρυα».

 «Τι όμως η ζωή δε σημάδεψε αλύπητα κι ύστερα πάλι η ίδια δε βρήκε χαραμάδα να το γιατροπορέψει;». Είναι τότε που τα δέντρα έρχονται και καταφτάνουν, «όλα τα δέντρα που αγάπησε κανείς, τα πλατάνια, οι καρυδιές, οι αμυγδαλιές κι οι φυστικιές, οι κερασιές, οι κυδωνιές, οι ροδιές και οι ελιές του κάμπου», δέντρα της συμπόνιας που πιότερο κι απ’ τους ανθρώπους συμπονούν και που «σείονται σύρριζα» με την πίκρα του ανθρώπου. Και «μπαίνουν στο γιαλό με πείσμα και με σιγουριά κι απλώνουν τις ρίζες τους και κάνουν μια παλίρροια, που γυρίζει η θάλασσα άνω κάτω». «Όταν τα δέντρα μπαίνουν στο γιαλό για να σώσουν τους ανθρώπους», εμείς σκύβουμε το κεφάλι.


Η παραμυθία
του ομφάλιου τόπου

Το φρέαρ των παραμυθιών της Φωτεινής Φραγκούλη τροφοδοτείται υπογείως από μια θάλασσα, νερό υφάλμυρο της νοσταλγίας και της στέρησης του ομφάλιου τόπου, μα και από έναν ποταμό, «ένα ποτάμι από υγρή φωτιά», να υποδεικνύει τον άπαυτο δρόμο προς την αγάπη. Κατά την ανάγνωση έχει κανείς τη βεβαιότητα ότι αρδεύει νερό από αυτή τη θάλασσα μα και από αυτόν τον ποταμό συγχρόνως. Τη θάλασσα του ομφάλιου τόπου, τον ποταμό της αγάπης που δε βαλτώνει ποτέ. Το ένα υπάρχει εντός του άλλου και κανένα μοναχό του.

 Μια φορά λοιπόν κι έναν παλιό καιρό όλα συμβαίνουν «σ’ ένα πλουμιστό και μοσχομυρισμένο νησί του Αρχιπελάγου», εκεί όπου «οι άνθρωποι ζούσαν ολόψυχα τις εποχές, σ’ όλο τους το μεγαλείο». Από τη μια λοιπόν η Μυτιλήνη, η πατρίδα, από την άλλη ο Μόλυβος, η πατρίδα μέσα στην πατρίδα, που «αρχοντικά κατά τους τρόπους του σε υποδέχεται. Σίγουρος για τον εαυτό του, ανοίγει την αγκαλιά του και γιατρεύει την τσουκνίδα με μολόχα». «Απέναντι απ’ τα βράχια της Λέσβου, η Μικρά Ασία», ο άλλος τόπος, ο τόπος μέσα στον τόπο, σα να μη νοείται η ξενιτιά δίχως την πατρίδα και το αντίθετο.

 Και γύρω τους όλοι οι τόποι που τον αποτελούν, κρίκοι μιας αλυσίδας της μνήμης που ξεκινά από την ψυχή της, για να καταλήξει εκεί, στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού, όπου μαζί της δενόμαστε κι εμείς και την ακολουθούμε σ’ αυτό το ταξίδι πέρα και πάνω απ’ τη θάλασσα: «Να, κοίτα στο τέλος του ατέλειωτου ωκεανού…ο Άι-Λιας και ο Λεπέτυμνος, το ψηλό βουνό. Βλέπεις το φωτάκι; Το καντήλι του είναι. […] Έλα, έλα, κοντεύουμε». Και πράγματι κοντεύουμε, εκεί «στ’ απόμερο μονοπάτι με τ’ αγκάθια και τα σπασμένα αρχαία αγγεία. Στ’ απόκοσμα τοπία του Πλατύ Γιαλού, στην παραλία της αρχαίας Μήθυμνας, στη σπηλιά με τις φώκιες, στον Ταξιάρχη του Μανταμάδου, στους ελαιώνες της Σκαμνιάς, στην Εφταλού και στον Άη-Γιώργη, στο ρωμαϊκό υδραγωγείο, στα καφενεία του χωριού, στης Παναγιάς το πανηγύρι» κι έπειτα απάνω «στο Κάστρο» με το βλέμμα να ξεδιπλώνεται «απ’ τον Άγι-Νικόλα» και την «Κερασιά του λιμανιού» ίσαμε «πέρα στον ορίζοντα που συναντάς τη Λήμνο και το Άγιο Όρος», ίσαμε «τα μπουγάζια και τα μέρη της Ανατολής και τα μαβιά βουνά που γειτονεύουν με το νησί».

 Κι έπειτα το σπίτι, «που’ χε παράθυρα ανοιχτά στο φως και την ομορφιά του Κόσμου. Αργά κατεβαίνουμε στο «υπόγειό» του, να μας νοτίζει «η υγρή μυρωδιά» του από «τον καιρό που πάλιωσε και βαριανασαίνει», «από τη μυρωδιά της κάθε ώρας». Προχωράμε απάνω «στο πάτωμα με το νοτισμένο χώμα». Το βλέμμα σταματά απάνω «στα ράφια», εκεί «στο βάθος», όπου έχουν εδώ και χρόνια απαγκιάσει «τα καλαθάκια του καλοκαιριού. Ένας τοίχος γεμάτος καλαθάκια», οι μυρωδιές των πραγμάτων και η αφή τους», «οι σιωπές των αισθήσεων», «οι αμίλητες γλώσσες».


Τόπος είναι οι άνθρωποι

Τόπος όμως δεν είναι μονάχα η πατρίδα, το σπίτι, παρά και προπάντων οι άνθρωποι. Η πιο αγαπημένη πατρίδα της ψυχής. Γι’ αυτό και νοσταλγία είναι κυρίως το άλγος του χρόνου που περνά, όταν μακριά από τους αγαπημένους είσαι. Η νοσταλγία τούτη είναι η έσχατη διάβρωση της ψυχής. Το ύστατο χτύπημα. Έρχεται τότε η μνήμη μονάχα να γιατροπορέψει, εντείνοντας την απόσταση και υπογραμμίζοντας την απουσία, υπάρχοντας εντούτοις ως έκτη αίσθηση.

 Η καρδιά της «έγινε αποθήκη για μέλι και ανθόνερο». Η καρδιά της ξεχειλίζει από τα αποκόμματα της μνήμης. Γράφει παραμύθια να ξορκίσει ακόμα και το θάνατο, το διαβρωτικό ερώτημα αυτών που μένουν πίσω: «Και τι θα κάνω εγώ; Πώς;». Πώς μένει κανείς πίσω και πού αυτός που πέρασε πια στην άλλη όχθη; Η απάντηση έρχεται από εκεί. Η μάνα είναι που τη βοηθά να σταθεί μετέωρη απάνω από τις δυο όχθες, να παρηγορηθεί: «Κοίταξε», καλή μου, «στα κλαδιά των δέντρων τα πουλιά. Χρόνια, όλη μας τη ζωή τη ζήσαμε μαζί τους. Τα αγαπάμε, τα συντροφεύουμε με τη σκέψη μας. Τα αγκαλιάσαμε ποτέ; Τα φιλήσαμε ποτέ; Όχι! Μόνο στη φαντασία μας, μόνο νοερά! Νοερά, λοιπόν. Έτσι θα μ’ αγαπάς πια. Σαν τα πουλιά». «Γιατί ό,τι αγαπήσαμε πολύ και αληθινά ποτέ του δεν πεθαίνει».

 Καλαθάκια του καλοκαιρού απ’ όπου «ξεχύνονται ένα ένα λόγια, πράματα, τραγούδια, εικόνες, των αισθήσεων κατακάθια. Όλα εκείνα που υφαίνουν μέσα σε κάθε άνθρωπο, μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο, αυτό που για κείνον είναι ο τόπος, η πατρίδα του».

 Καλαθάκια που σχηματίζουν όχι ένα, αλλά μισό πιθάρι. Το πιθάρι είναι μισό. Δεν είναι μονάχα που το μισό είναι εδώ και το άλλο απέναντι, εκεί, στη Μικρά Ασία. Είναι μισό και γιατί δίπλα σ’ αυτό που έχει συμβεί, υπάρχει ως κενό η μνήμη του. Το άλλο μισό δηλαδή. Το μονάχα στη μνήμη πια.

Δεν είναι που το άλλο είναι πάντα απέναντι, στο εκεί μιας άλλης πατρίδας, είναι και που η πατρίδα τούτη είναι και η επέκεινα πατρίδα. Είναι και που το άλλο μισό είναι το πιθάρι των τόπων που δεν υπάρχουν πια, παρά στη μνήμη, των όσων δεν υπάρχουν πια, παρά στη μνήμη, οι οικείοι εκείνοι, οι μέσα στη μνήμη αγαπημένοι. «Το ένα είναι μέσα στ’ άλλο. Το φως περιέχει το σκοτάδι, η ομιλία τη σιωπή. Το σήμερα, το χτες». Και το πιθάρι, ζώντες και κεκοιμημένους μαζί. Τώρα μονάχα υπάρχει ως ολόκληρο.

 «Το χωριό της» είναι πια «σαν καράβι που ξεμακραίνει». Και ο κάμπος, η γραμμή του ορίζοντα, η ροδιά της που μεγάλωνε στο δάκρυ του αποχωρισμού, δεν ήταν παρά ένα τεράστιο ρόδι, που δεν ήταν ρόδι αλλά ένα κουβάρι, ένα κόκκινο κουβάρι στην καρέκλα της μαμάς της που ξετυλιγόταν και την άκρη του την έπαιρνε μαζί της». Την άκρη αυτή που την εμπιστεύεται στα χέρια μας.


Έξοδος

Τούτος είναι και ο τρόπος της με τον οποίο μας εγγίζει, «δε σκιάζεται στα σκότη, μόνο πλησιάζει τους ανθρώπους και τους συντροφεύει και στα σπίτια τους μπαίνει και στις καρδιές τους με τις μουσικές και τα τραγούδια της». Με τα παραμύθια-ποιήματά της. Που «ρίζωσαν στη ζωή σα δεντράκι με το δικό τους τρόπο, δίπλα στους άλλους». Σαν ένα «αειθαλές πλατανάκι με δυνάμεις μαγικές». «Να καταγράφει όλα τα περιστατικά της ζωής σαν ανάγλυφες χαλκομανίες στα τρυφερά του φύλλα, σαν ανάγλυφες φωτογραφίες μνήμης».

 «Βαθιά πηγάδια οι άνθρωποι» και κείνη το ξέρει καλύτερα και μαζί τους «κολυμπά σε σκοτεινά» ή φωτεινά νερά. Γιατί «καλύτερο απ’ αυτό δεν έχει, να είναι με τους ανθρώπους, να νιώθει τις χαρές τους και τις λύπες τους». Το σκοτάδι και το φως τους. «Κι είναι αλήθεια πως σε πολλά σπίτια μπήκε και πολλών ανθρώπων ιστορίες άκουσε και τις έκλεισε μες την καρδιά της. Κι όπως τα σχέδια στο κορμί των ναυτικών, άγκυρες, καρδούλες και γοργόνες στο στήθος τους και στα γερά τους μπράτσα, έτσι κι η γνωριμιά της με κάποιους από αυτούς ήταν τόσο σημαδιακή που άφησε χνάρια στην ψυχή της για πάντα». Χνάρια που τα ακολουθούμε εδώ και χρόνια και εμείς. Να τη βλέπουμε «σαν μεθυσμένη να μεταμορφώνει με μια μαγική δύναμη τα γύρω της απλά πράγματα σε τοπία του Παράδεισου». «Σαν γεφυράκι ανάμεσα στα παλιά και στα καινούργια». Γεφυράκι να στεριώνει τον κόσμο της λύπης με αυτόν της αλυπίας.


(1) Τα παραθέματα στα εισαγωγικά προέρχονται από τα παραμύθια της Φωτεινής Φραγκούλη: «Η Ελαφοκυράνη», «Η Πορφυρένια και το μαντολίνο της», «Το μισό πιθάρι», «Το τραγούδι της Περσεφόνης», «Κατ-γατ-καραγάτ», «Οι άγγελοι των κοχυλιών», «Εφτά ορφανά μολύβια…εφτά ιστορίες».


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Σεπτεμβρίου 2014, αρ. φύλλου 756



Φωτογραφία: Paula Modersohn- Becker, 
«Mädchen mit Kaninchen» (1905) Κορίτσι με κουνέλι.






1 σχόλιο:

  1. Το λουλουδάκι του μπαξέ10/2/15

    Ωραίο που είναι μέσα στην απελπισία των ημερών να διαβάζουμε τέτοια κείμενα ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ