15.3.10

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Στοιχειά, θεριά & δράκοι της λίμνης

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ

Το νέο δεν ήταν συνηθισμένο. Καθόλου μάλιστα. Γι’ αυτό και κυκλοφόρησε αμέσως: Άνοιξε η σπηλιά του δράκου. Το ξέραν οι Καστοριανοί χρόνια. Κάποια φιλοπερίεργα παιδιά, νέοι, είπαν πως την ανακάλυψαν πρώτα. Μα η σπηλιά δεν πήρε το δικό τους όνομα, όπως έγινε με τη σπηλιά της μικρής Ισπανιδούλας Αλταμίρας, όταν εκείνη έκανε το ίδιο κι η σπηλιά από τότε έχει το δικό της όνομα. Οι Καστοριανοί εξερευνητές ήταν πολλοί, άλλωστε, μια ολόκληρη παρέα ενωμένη κι αγαπημένη. Και τα ονόματά τους πολλά. Ποιανού απ’ όλα τα ονόματα να έπαιρνε η σπηλιά; Κι έτσι ονομάστηκε «του δράκου», χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Αλλά…μήπως;
«Σπηλιά του δράκου» μήπως…γιατί εκεί είχε καταφύγει για να μείνει ή να κρυφτεί εκεί το θεριό -ο «δράκος»- της απέναντι Κρεπενής κάποια στιγμή που αποφάσισε να μετακομίσει στην όχθη της Μαυριώτισσας; Για το στοιχειό αυτό γράφει ο Δ. Γιαννούσης1.

«Σε παλιά κι ανεξερεύνητα χρόνια, στο νότιο μέρος της λίμνης μας, απ’ όπου εκβάλλουν τα νερά της προς τον Αλιάκμονα απλωνόταν ένας καταπράσινος κι αδιαπέραστος καλαμώνας. Μάτι ανθρώπου δεν μπόρεσε να διαπεράσει το πυκνό αυτό καταπράσινο παραπέτασμα και να ερευνήσει την περιοχή.
Λογής-λογής διηγήσεις που διατηρήθηκαν σαν απόμακροι και μυστηριώδεις θρύλοι παρουσιάζουν τα βαλτονέρια αυτά σαν ενδιαίτημα της αρχαίας υδρόβιας θεάς Καλής. Άλλοι θρύλοι διέσωσαν την παράδοση ότι μέσα στα καλάμια και κάτω απ’ τα γραφικά φτερουγίσματα εκατοντάδων πουλιών ζούσεν ένα πελώριο αμφίβιο τέρας βυθισμένο στη λάσπη.
Την παρουσία αυτού του μυστηριώδους όντος την ένοιωθαν με δέος οι Καστοριανοί, όταν άκουγαν από καιρού εις καιρόν να ‘ρχεται απ’ την Κρεπενή κάτι που μοιάζει με απόμακρη βροντή, σαν βουητό, σαν μούγκρισμα.
-Το στοιχειό της Κρεπενής φωνάζει!
Και πανικόβλητοι όλοι, ότι κάτι κακό θα γίνει, θεωρούσαν το μουγκρητό αυτό σαν δυσοίωνο προμάντευμα.
Ζούνε πολλοί ακόμα γέροι ψαράδες που άκουσαν με τα ίδια τους τ’ αυτιά πριν 30-35 χρόνια καθαρά τη βοερή επίκληση του στοιχειού της Κρεπενής.Με τα χέρια στα δίκουπα, στην ησυχία της νύχτας, τρέμοντας από κρύο φόβο, στύλωναν μ’ απορία τα μάτια τους κατά την Κρεπενή. Τι να ‘ταν άραγε;»

Για το ίδιο θεριό- τον ίδιο «δράκο»- μιλάει και η παράδοση που αναφέρουν όλοι οι Μαυροβινοί και έχει καταγραφεί από έναν παλιό Μαυροβινό, τον Α. Παπαχρήστο2:
«Εκεί κοντά στην πελώρια βατσινιά (σε κάποιο σημείο του παλιού δρόμου Μαυροχωρίου-Κρεπενής) ήταν κρυμμένος ένας μεγάλης αξίας θησαυρός που τον φύλαγε ένας τεράστιος φρουρός που δεν άφηνε κανένα να πλησιάσει εκεί. Και να κάποιος τολμούσε να πλησιάσει, ο φρουρός αυτός τον εξόντωνε. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ως τώρα, αλλά οι άνθρωποι φαίνεται ότι το πίστευαν αυτό και γι’ αυτό δεν τολμούσαν να πλησιάσουν.
Κάποτε διαπιστώθηκε ότι ο φρουρός αυτός δεν ήταν τίποτε το φανταστικό παρά ένα μεγάλο φίδι, από τα ασυνήθιστα στον τόπο μας. Το φίδι αυτό όπως το θυμάμαι-σαν να το βλέπω μπροστά μου-είχε μήκος τουλάχιστο 3 έως 3,5 μέτρα και πάχος όσο ένα μπράτσο μικρού παιδιού, το δε κεφάλι του σαν τη γροθιά ενός μεγάλου παιδιού. Έτσι το είδα κι εγώ την πρώτη φορά μικρό παιδί και μαρμάρωσα από το φόβο μου, γιατί τέτοιο φίδι δεν είχα δει ως τότε. Την δεύτερη φορά που το είδα, ήταν κουλουριασμένο στη μέση του δρόμου. Ήταν μια μέρα του καλοκαιριού προς το μεσημέρι. Καβάλα στο άλογο, πήγαινα φαγητό στους εργάτες που θέριζαν τα σιτάρια. Όταν έφθασα κοντά στο δρόμο και μόλις μας είδε, εμένα και το άλογο, σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω μαζί με το σώμα του κάπου ως ένα μέτρο με τα μάτια του γυαλιστερά που νόμιζες ότι πετούσαν σπίθες και άρχισε να τρέχει σαν σίφουνας. Για πότε φτάσαμε στο σπίτι ούτε το κατάλαβα. Κατέβηκα και τότε είδα το άλογο να βγάζει αφρούς από το στόμα και να ‘ναι καταϊδρωμένο. Αμέσως πήρα πανί και το σκούπισα και το ενθάρρυνα με γλυκόλογα και χαϊδέματα.[…]
Εδώ πρέπει να διευκρινίσω, για να μη γίνει καμιά σύγχυση, ότι η παράδοση αυτή δεν έχει καμιά σχέση με άλλο θρύλο που έχει τον τίτλο «Το θηρίο της Κρεπενής»:
Στην λίμνη μας, προς την Κρεπενή, κοντά στο Γκιόλι, από καιρό σε καιρό ακούγονταν (ίσως και τώρα να ακούγεται) μια καταχθόνια κι απόκοσμη βοή, σαν να ωρύεται κάποιο προϊστορικό τέρας, που προκαλεί τρόμο στους ανθρώπους. Επικρατούσε η γνώμη των ανθρώπων ότι σε κείνο το μέρος της λίμνης, που είναι πυκνότατες καλαμιές, ζούσε ένα μεγάλο, ένα τεράστιο θηρίο (το θηρίο της Κρεπενής), το οποίο όταν ωρύεται προμηνάει ότι κάτι κακό θα συμβεί.
Την βοή αυτή την ακούγαμε όλοι μας στην παραλία της λίμνης, όταν κολλούσαμε τ’ αυτιά μας στην άμμο της παραλίας.»

Αυτοί είναι οι δυο «δράκοι» που γνωρίζουμε στην Καστοριά, γιατί είναι οι «δράκοι» της Παράδοσης (το θεριό όπου αναφέρονται οι δύο ντόπιοι συγγραφείς και ο άλλος «δράκος», το φίδι- φύλακας των θησαυρών της Κρεπενής). Υπάρχει κι άλλος ένας δράκος άγνωστος στους περισσότερους Καστοριανούς, αυτός ενός παραμυθιού. Είναι ο δράκος του παραμυθιού «Το τελευταίο χρυσό παξιμάδι», όπου η συγγραφέας του Ζωή Βαλάση μιλάει για τα ταξίδια της βροχούλας στη Μακεδονία, που, αφού πέρασε από άλλα μέρη της πρώτα, έφτασε κι εδώ, στα δικά μας μέρη:
«Καθόταν, λοιπόν, κι όπως καθόταν, κοίταζε, κι όπως κοίταζε, είδε. Πέρα μακριά, στο βάθος-βάθος, μια όμορφη πανέμορφη πολιτεία! Και γύρω-γύρω της και μπρος και πλάι της ένας μεγάλος δράκος έσκαβε βαθύ πλατύ χαντάκι.
-Τι κάνεις, δράκε; ρώτησε η βροχή.
-Μ’ αρέσει η πολιτεία και σκάβω να την ξεθεμελιώσω να την πάρω μαζί μου.
-Τι λες, βρε δράκε; Έχασες το νου σου;
-Όχι, έχω και τους κάστορες που με βοηθάνε.
Κοίταξε η κυρα-βροχούλα, όμορφη αλήθεια η πολιτεία, αλλά, άμα είναι ό,τι μας αρέσει να το βάζουμε στην τσέπη μας, αλίμονο κι αλίμονο πικρό μου δεντρολίβανο, που λένε…
Οι άνθρωποι όμως, στ’ αναμεταξύ, τι κάνανε; θα με ρωτήσετε. Οι άνθρωποι, να τι κάνανε: Βρήκανε την πιο όμορφη γυναίκα, την ντύσανε με πράσινα φύλλα και κλαδιά, πήρανε κουδούνια και γυρνάγανε γύρω-γύρω στους δρόμους, τραγουδώντας για να ζαλίσουν το δράκο και τους κάστορες.
Περπερούνα περπατεί
τη βροχή παρακαλεί
έλα μου, κυρα-βροχή,
λίμνη κάνε τα νερά
στα χαντάκια τα βαθιά!
-Έρχομαι! Περπερούνα πράσινη, έρχομαι! Δράκε, κάστορες, τι θα πάθετε!
Κι έστειλε η βροχούλα το συννεφομαντιλάκι της και γέμισε το χαντάκι νερό κι έγινε μια λίμνη όμορφη, η λίμνη της Καστοριάς, αν έχετε ακουστά κι αν δεν έχετε ακουστά μάθετέ το, αλλά μην πιστεύετε λέξη απ’ όσα σας λέω, γιατί, εγώ δεν ήμουνα εκεί, άλλος μου τα ‘πε…»

Και, αφού γνωρίσατε και τον τρίτο δράκο-δεν έχει σημασία που αυτός είναι παραμυθένιος-, πάμε στον τέταρτο και τελευταίο από τους δράκους που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω (αν κάποιος ξέρει και άλλον, ας μας μιλήσει γι’ αυτόν, έτσι, για να μη μείνει κανένας δράκος της λίμνης μας παραπονεμένος που δεν τον αναφέραμε και θυμώσει και τότε αλίμονό μας, κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κάνει και ως πού μπορεί να φτάσει ένας δράκος παραπονεμένος και πολύ θυμωμένος…), ας σταθούμε και σ’ έναν ιδιαίτερο δράκο της λίμνης μας, που είναι ο…λιγότερο δράκος απ’ όλους. Ο συντοπίτης μας σπουδαίος συγγραφέας κ. Κ. Δούφλιας στο τελευταίο του βιβλίο «Ο Καστοριεύς Αλέξανδρος» κάνει πολλές αναφορές σε θρύλους που έχουν ως επίκεντρο τη σπηλιά του Δράκου (αλήθεια, ανέτρεξε κανείς από τους διοργανωτές των πολλαπλών τελετών εγκαινίων της σπηλιάς στο συγκεκριμένο βιβλίο, όπου διασώζονται τόσοι πολλοί μύθοι της περιοχής μας για τη σπηλιά; Ή δε χρειαζόταν; Ή δεν έχουμε υπόψη μας οτιδήποτε αφορά τους καταγραμμένους πια -ευτυχώς- θησαυρούς της αγαπημένης μας Καστοριάς -αν και αναρωτιέμαι συχνά- κι όχι μόνον εγώ - ποιο ακριβώς, άραγε, είναι το περιεχόμενο αυτής της αδιαμφισβήτητης αγάπης…). Σε μία από αυτές τις αναφορές του συγγραφέα θα σταθώ∙ σε αυτήν που παραπέμπει όχι σε δράκο, αλλά σε μια γοητευτική δράκαινα:

Λέει η καστοριανή μυθολογία πως κάποια στιγμή, όταν η Γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου, ξόδεψε κατά λάθος το αθάνατο νερό που προοριζόταν για να μείνει αθάνατος ο αδερφός της, ο Μεγαλέξανδρος θύμωσε πάρα πολύ μαζί της∙ έγινε ο χαλασμός του κόσμου και…
«Ο Αλέξανδρος καταράστηκε την αδερφή του.
Να γίνει Λάμια άσχημη.
Τρεις και τέσσερις φορές άσχημη.
-Να γίνεις Στοιχειό, της είπε.
Να μη βρεθεί άνθρωπος στη γης να σ’ αγαπήσει.
Να ουρλιάζεις και να φωνάζεις.
Να μην παίρνεις απόκριση από κανέναν.
Να μη βρεις μέρος να λημεριάσεις και να κοιμηθείς.
Ούτε ίσκιο δροσιάς να δροσιστείς.
Να μη βρεις μεσημέρι να κάτσεις,
να γιοματίσεις. […]
Κι η Νηρίδα έφυγε
ακολουθώντας τον Άλιο ποταμό, τον Αλιάκμονα.
Έχασε τη λυγεράδα της και την ωραιότητά της,
τη γλυκύτητά της και το όμορφο πρόσωπό της.
Κι έγινε Λάμια φοβερή και φόβια,
σαν εκείνους τους δεινόσαυρους της προϊστορίας,
σαν μια Λερναία Ύδρα,
σαν το τέρας που σκότωσε ο Ηρακλής στους Άθλους του.
Έφτασε ως τη λίμνη των Μακεδνών Ορεστών,
ως τη λίμνη της Καστορίας.
Κι επειδής ήπιε το αθάνατο νερό
πλανιέται ακόμα στα ορεστικά ποτάμια και στη λίμνη,
προκαλώντας τον φόβο
στους ψαράδες
και στους κατοίκους των παραλίμνιων και παραποτάμιων περιοχών.
-Σκούζει το Θηρίο! λένε.»

Οι δράκοι κι η δράκαινα της λίμνης που πλαγιάζει πάνω στα βουνά, της Ορεστιάδας μας λίμνης. Δράκοι από τη δώθε όχθη της λίμνης, αλλά κι από την αντίπερα επίσης, που τίποτα δεν τους εμποδίζει να διασχίσουν τη λίμνη με το τεράστιο σώμα τους το φοβερό και τις φοβερές δυνάμεις και δυνατότητές τους και να ‘ρθουν να φωλιάσουν μες στην επισκέψιμη πια Σπηλιά του Δράκου. Δράκοι των μύθων και των παραμυθιών μας, που κάποιους φόβους των παλιών ανθρώπων συμβολίζουν σίγουρα. Και δεν είναι σαν τους άλλους δράκους που φωλιάζουν μέσα στην πόλη μας και με τη δύναμή τους την εμποδίζουν να φτάσει εκεί όπου αξίζει να φτάσει.
Οι δράκοι της πόλης που δυσκολεύεται εξαιτίας τους…


Σημείωση: Το άρθρο αυτό γράφτηκε στη φάση της προετοιμασίας του σχολείου μας για την επίσκεψή του στη σπηλιά του Δράκου. Γράφτηκε, δηλαδή, πριν από το «Παραμύθι με αληθινούς δράκους», που, για λόγους επικαιρότητας, δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας.

1. εφ. Φωνή της Καστοριάς, 1952 -αναδημοσίευση στο βιβλίο του Χρ. Παπασταύρου «Το Μαύροβο και η ιστορία του».
2. «Ο φύλακας των θησαυρών της Κρεπενής Καστοριάς», 1988.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ