5.3.10

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Νεράιδα Φαντασία…

Ζούσε κάποτε, όχι και πολύ παλιά, μια πανέμορφη νεράιδα. Εδώ, στο δικό μας τόπο, είχε το βασίλειό της. Μα δε ζούσε αποτραβηγμένη από τους ανθρώπους, όπως άλλες νεράιδες. Ίσα ίσα που ανακατευόταν συνέχεια στις ζωές όλων, ακόμα και των πιο απλών ανθρώπων. Ακόμα κι όταν αυτοί ήταν σκλαβωμένοι σε λογής λογής εχθρούς, που θέλαν αυτόν τον όμορφο τόπο για δικό τους. Τρύπωνε, λοιπόν, στα σπίτια τους και στις πιο καθημερινές στιγμές τους κι έκανε τις ζωές τους πιο όμορφες και πιο ζωντανές. Ξέρετε πώς;
Να: η ώρα που σκοτείνιαζε, ειδικά τις μέρες του χειμώνα που μίκραιναν νωρίς κι οι ώρες της νύχτας ήταν δύσκολο να γεμίσουν μονάχα με ύπνο γιατί ήταν πολλές, αυτή, λοιπόν, ήταν η καλύτερή της ώρα∙ μαζεύονταν τότε μικροί και μεγάλοι γύρω από τη φωτιά, που τότε δεν ήταν απλωμένη σε όλο το σπίτι, ώστε να κρατάει τους ανθρώπους του σκορπισμένους, και, καθισμένοι ο ένας τους δίπλα στον άλλον -κάποιων τα χέρια δούλευαν, αθόρυβα όμως, για να μην εμποδίζουν- κι η Νεράιδα γινόταν η επίσημη καλεσμένη του σπιτιού. Ακόμα και του φτωχικότερου.

Ζότε ήταν που άρχιζε ο τρελός χορός της. Ακούμπαγε το δυνατό της ραβδάκι στα κεφάλια των ανθρώπων που την αγαπούσαν, τους κούρδιζε θαρρείς, κι εκείνοι άρχιζαν ένα αλλιώτικο γαϊτανάκι: πες ο ένας το τραγούδι που με τη βοήθεια της Νεράιδας είχε φτιάξει, γιατί δεν είχε πάει σχολείο και γράμματα δεν είχε μάθει, πες ο άλλος το άγραφο παραμύθι του -πώς να το έγραφε, αφού ούτε αυτός ήξερε να γράφει;- ζωντάνευε η γωνιά τους κι όλοι ευχαριστιούνταν και χαίρονταν. Μα αυτοί που χαίρονταν περισσότερο απ’ όλους ήταν τα παιδιά. Ζωντάνευαν τις εικόνες που άκουγαν, τις έντυναν με τα δικά τους χρώματα, με τα δικά τους σχήματα, φορούσαν στους ήρωες των αυτοσχέδιων παραμυθιών που άκουγαν τα χαρακτηριστικά που αυτά ήθελαν κι η ζωή τους γινόταν απίθανη κι ωραία. Όσο άσκημη κι αν ήταν πριν νυχτώσει.
Έτσι περνούσαν οι άνθρωποι που ζούσαν στον ευλογημένο αυτόν τόπο όλα τα χρόνια τους τα δύσκολα και σκοτεινά. Έτσι κατάφερναν να φωτίζουν τη μακρότατη νύχτα της σκλαβιάς τους, έτσι τα κατάφεραν και να λευτερωθούν. Έτσι σώθηκε το Γένος των Ελλήνων ∙ χάρη στη Νεράιδα Φαντασία, που κράτησε τ’ όνειρό τους ζωντανό για αφύσικα πολλούς αιώνες, που τους έθρεφε αδιάκοπα με τ’ όνειρο αυτό. Έτσι τα κατάφεραν κι έκαναν τ’ όνειρό τους πραγματικότητα, αυτό που καμιά λογική δε θα τους επέτρεπε όχι να πραγματοποιήσουν, μα ούτε καν να ονειρευτούν.
Τότε ήταν που άρχισε η ζωή των ανθρώπων σιγά σιγά να αλλάζει. Μεγάλωσαν τα σπίτια τους, η χειμωνιάτικη ζεστασιά των σπιτιών απλώθηκε παντού, όχι μόνο σ’ ένα σημείο του, σκόρπισαν οι σπιτικοί. Όταν ξαναμαζεύτηκαν, ήταν γύρω από ένα κρύο γυαλί. Μα το χειρότερο ήταν πως το γυαλί αυτό ήρθε και θρονιάστηκε στα σπίτια των ανθρώπων όχι με το ζόρι -ίσα ίσα-, αλλά ήρθε απαιτώντας. Η βασικότερή του απαίτηση ήταν -και εξακολουθεί να είναι- τα στόματα αυτών που το παρακολουθούσαν -και το παρακολουθούν- να είναι κλειστά.

Αυτό έκανε τη Νεράιδα μας, αυτήν που τόσα χρόνια κρατούσε συντροφιά στους ανθρώπους που τόσο αγαπούσε, να πάρει το δρόμο της εξορίας από τη ζωή τους. Έφυγε λυπημένη, γιατί η ίδια ήξερε πόσο χρήσιμη τους ήταν. Αλλά τι να έκανε; Δεν μπορούσε να μείνει στη ζωή τους με το ζόρι… Έφυγε, αφού έχασε και την τελευταία της ελπίδα, πως, τάχα, αφού οι άνθρωποι δεν την ήθελαν πια στα σπίτια τους γιατί νόμιζαν πως δεν τη χρειάζονται πια, θα μπορούσε να μείνει στα σχολειά των παιδιών τους, που τώρα μάθαιναν γράμματα και δεν έμεναν ξύλα απελέκητα όπως πριν. Όμως κι εδώ είχε ξεγελαστεί: όλοι, και οι γονείς τους, αλλά και οι δάσκαλοί τους, στην ίδια πλάνη είχαν πέσει. Στη δύναμη της γνώσης πίστευαν πια, αυτή τους φαινόταν χρήσιμη, τη Φαντασία τι να την έκαναν; Της έδειξαν το δρόμο της φυγής.
Και τότε ήταν που έγινε το θαύμα. Τότε, την τελευταία στιγμή, εκεί που δεν το περίμενε πια κανείς -ούτε η ίδια η Νεράιδα- την κράτησαν πίσω τα παιδιά, αυτά τα πλάσματα τα πιο ευλογημένα πάνω στη γη. Τη φύλαξαν -με πολύ αγώνα είναι αλήθεια, τόσο που είχαν αλλάξει οι συνθήκες και της δικής τους ζωής- μέσα στην καρδιά τους και στη ζωή τους. Το μόνο για το οποίο παρακαλούσαν ήταν-και είναι- να βρεθεί ένας δάσκαλος να τα αφήνει να ανοίγουν την πορτούλα της τη μυστική και να της εμπιστεύονται το χεράκι τους. Να το πιάνει τρυφερά εκείνη, η πολυαγαπημένη τους, και να το οδηγεί. Αυτό το χεράκι το παιδικό, κρατώντας άλλοτε ένα μολύβι, άλλοτε ένα πινέλο, ένα απλό συνηθισμένο πινέλο, ήξερε να κάνει ασυνήθιστα θαύματα∙ θαύματα που ελάχιστοι από τους μεγάλους ήξεραν να κάνουν, σε αντίθεση με τα παιδιά που όλα τους τα κατάφερναν.

Το μόνο, λοιπόν, που τους έμενε ήταν οι ευκαιρίες. Τα παιδιά το ήξεραν αυτό καλά∙ τα παιδιά σαν τη μικρή Ανδριάνα, που μια μέρα τρέλανε την κυρία της, μιλώντας της, ακούστε πώς: «Μερικές φορές δε βλέπεις χρώματα μες στα κλειστά σου μάτια; Μες στα χρώματα βλέπεις εικόνες. Να, εγώ, προχτές που έκλεισα τα μάτια μου, είδα πολλά χρώματα και μες στα χρώματα είδα σκυλάκια, γατάκια, διάφορα ζωάκια και καρδούλες. Όλα χρωματιστά». Τα παιδιά σαν την Ανδριάνα το ήξεραν. Αυτοί που τα φρόντιζαν δεν εννοούσαν να το καταλάβουν. Κι ας είχαν ακούσει το σοφό Αϊνστάιν να λέει πως η Φαντασία είναι πολύ πιο σημαντική από τη γνώση. Γονείς και δάσκαλοι επέμεναν για το… καλό των παιδιών τους να την αφήνουν στην άκρη. Στο περιθώριο της ζωούλας τους. Όλοι;
Ευτυχώς όχι όλοι. Ευτυχώς υπάρχουν γονείς που μέσα σ’ αυτήν την εποχή την πεζή ενθαρρύνουν τα παιδιά τους με διάφορους τρόπους. Κάποιοι -ακόμα και αρκετά ή πολύ μακριά από την πόλη της Καστοριάς- γράφοντάς τα σε σχολές σαν αυτήν της κ. Μερόπης, που όχι μόνο τη Φαντασία των παιδιών υπηρετεί, αλλά και την καλλιέργεια της καρδιάς τους, διοργανώνοντας εκδηλώσεις σαν τη σημερινή, όπου οι μαθητές της και άλλα παιδιά γνωρίζουν και τον τρόπο να τα βοηθούν και να τα στηρίζουν μαθαίνουν.

Και να ‘μαι σήμερα κι εγώ εδώ, στο Ειδικό Σχολείο, καλεσμένη της κ. Μερόπης και των ζωγράφων-μαθητών της, για να βεβαιωθώ κι εγώ μαζί με όλους εσάς για άλλη μια φορά πως τα παιδιά, που ζωγραφίζουν αυθόρμητα, είναι οι πιο μεγάλοι ζωγράφοι και πως με τα πινέλα τους, αλλά και την καρδιά τους κάνουν αληθινά θαύματα (ας μην ξεχνάμε πως τα θαύματα της καρδιάς είναι πολύ πιο σπουδαία κι από της Φαντασίας ακόμα). Και θα ζούμε εμείς καλά και τα παιδιά μας καλύτερα, όσο δε θα πνίγουμε τις ευκαιρίες τους να εκφράζονται. Ακόμα περισσότερο, όσο θα τους δίνουμε και άλλες ευκαιρίες να εκφράζονται. Όσο θα επιτρέπουμε στη Νεράιδα Φαντασία να μπαινοβγαίνει στη ζωή και την καθημερινότητά τους. Γιατί εμείς το ξέρουμε πως η ονειροπόληση είναι το πρώτο στάδιο όλων των μεγάλων επιτευγμάτων, αφού «προτού συλλογιστούμε ονειρευόμαστε» (Bachelard), αλλά και –προπαντός αυτό- πως όσο πιο πολύ καλλιεργούμε τη φαντασία τους τόσο περισσότερο τα οπλίζουμε με την ικανότητα να βρίσκουν λύσεις∙ τόσο καλύτερα τα προετοιμάζουμε να αντιμετωπίσουν τη ζωή που ανοίγεται μπροστά τους.
Γιατί τώρα πια το ξέρουν όλοι ή οφείλουν να το ξέρουν πως οι άνθρωποι με φαντασία είναι αυτοί που μπορούν να αντιμετωπίζουν τα διάφορα προβλήματα που τους τυχαίνουν ευκολότερα. Και μια τέτοια δυνατότητα κι ένα τέτοιο χάρισμα ποιος άραγε θα μπορούσε να τα αρνηθεί;
Αφιερώνεται στα παιδιά της Σχολής Ζωγραφικής «Γραμμές», που έμαθαν και μας έμαθαν με τον καλύτερο τρόπο πως «Το δώρο πρέπει να είναι θυσία για να είναι δώρο». Αφιερώνεται, επίσης, σε όλα τα παιδιά, που δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες, μα που έτσι κι αλλιώς είναι σπουδαίοι ζωγράφοι.
  • Σημείωση: Το κείμενο αυτό ακούστηκε στο Ειδικό Σχολείο Καστοριάς, όπου η Σχολή Ζωγραφικής της κ. Μερόπης Σωτηροπούλου-Μάγγελ, στη διάρκεια εκδήλωσης, παρουσίασε στους καλεσμένους τα παραμύθια που έγραψαν και εικονογράφησαν οι μαθητές της Σχολής. Εκεί πουλήθηκαν και πίνακες των παιδιών και τα έσοδα προσφέρθηκαν στο Ειδικό Σχολείο για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης του

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ