11.3.10

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Παραμύθι με αληθινούς δράκους

Tο παραμύθι αυτό δε θα είχε γραφτεί ποτέ, αν ένα παραλίμνιο σχολείο δε βρισκόταν στον απόηχο της επίσκεψής του στη Σπηλιά του Δράκου και αν τα παιδιά αυτού του Σχολείου δεν έβλεπαν σήμερα το πρωί-πρωί, την ώρα που πήγαιναν εκεί για το καθημερινό τους μάθημα, ένα πανέμορφο, αλλά πρωτοφανές και τελείως παράδοξο θέαμα: αν δεν έβλεπαν κοπάδια ολόκληρα από ξεγελασμένους γλάρους να χαμηλοπετούν πάνω από τις λιμνούλες που μόλις είχαν σχηματιστεί μες στα χωράφια των συγχωριανών τους. Βλέπετε, οι γλάροι δε βλέπουν ούτε ακούν ούτε διαβάζουν ειδήσεις κι έτσι ήταν πολύ φυσικό να μην έχουν ενημερωθεί για το τι τρέχει στο παραλίμνιο χωριό, όπου και οι μοναδικές πρωινές εικόνες…
Όσο για το τι έτρεξε και για το τι τρέχει ακόμα στο χωριό μας και στην πανέμορφη καστροπολιτεία μας, ε, όλοι πια εμείς οι άνθρωποι που κατοικούμε εδώ το ξέρουμε καλά: νερό έτρεξε και τρέχει. Νεράκι από τον ουρανό στην αρχή, νεράκι του Θεού ευλογημένο, που δεν αργήσαμε να το δούμε να τρέχει και από το ύψος που πατούν οι πατούσες μας κι από τη φαρδιά πλατιά κάνουλα της λίμνης μας που άνοιξε για τα καλά και δε λέει ακόμα να κλείσει.

«Εκδίκηση της φύσης» το είπαν μερικοί και φαινόταν πως δεν είχαν άδικο. Όμως, η φύση δεν είναι μνησίκακη και δεν εκδικείται. Η φύση το δίκιο της απλώς γύρεψε αυτές τις μέρες∙ το δίκιο της που χρόνια το καταπατούσε ο άνθρωπος που την καταληστεύει και την καταδυναστεύει, το δίκιο που έχανε σιωπώντας, καθώς τον περίμενε να συνέλθει και να καταλάβει από μόνος του, αυτός που είναι το μόνο λογικό πλάσμα πάνω στη γη∙ το δίκιο που είδε κι απόειδε πως δε βρίσκει αλλιώς και ξεσηκώθηκε να το βρει επιτέλους. Γιατί το άδικο δεν το θέλει ούτε ο Θεός, όση υπομονή κι αν έχει…
Έτσι έγινε και βγήκαν καράβια στη στεριά. Και, όσο κι αν είπαν κάποιοι που προσβλήθηκαν πως ο στεριανός βαρκάρης ήταν βαλτός από τις δυνάμεις του κακού (αυτό ειπώθηκε από τους γνωστούς οπαδούς των θεωριών συνομωσίας, που είναι αμέτρητοι-αυτοί οι άνθρωποι είναι οι διάδοχοι εκείνων των παλιών που ό,τι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν με τη λογική και τις γνώσεις τους το εξηγούσαν φτιάχνοντας ωραίους μύθους, ενώ οι σημερινοί διάδοχοί τους το εξηγούν με διάφορες θεωρίες συνομωσίας), όσο, λοιπόν, κι αν είπαν θεότρελα πράγματα και όχι μόνο για τον ευρηματικότατο βαρκάρη, η αλήθεια είναι μία: αυτή που είδε με τα ίδια του τα μάτια όποιος περπάτησε αυτές τις μέρες σε δρόμους πλημμυρισμένους και ήταν-και δυστυχώς είναι ακόμα- η αλήθεια αυτή φτιαγμένη από νερό, κατά τ’ άλλα ευλογημένο…

Όμως, η αλήθεια αυτή, η συγκεκριμένη, δεν περιέχει μονάχα νερό. Περιέχει και κάτι δράκους φοβερούς και τρομερούς, που -ας μη φοβόμαστε τις λέξεις, ας φοβόμαστε τα έργα που αυτές οι λέξεις περιγράφουν- φταίνε για τα κακώς καμωμένα ανθρώπινα έργα…
Λοιπόν, που λέτε, ήταν μια φορά μια πανέμορφη κόρη-πολιτεία, γεμάτη κάστρα και κάστορες. Μαλώνανε αυτά τα δυο χαρακτηριστικά της ποιο από τα δύο έδωσε το όνομα στην κόρη, οι ειδικοί είπαν πως το πιο πιθανό είναι να το πήρε από τα ιστορικά της κάστρα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία τώρα και εδώ. Το σημαντικό τώρα και εδώ είναι πως όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως, ήξεραν πως η κόρη ήταν πανώρια θυγατέρα των ανθρώπων -γιατί αυτοί την είχαν χτίσει- και το ήξεραν καλά, καθώς άλλοι την είχαν δει, ενώ άλλοι το είχαν ακούσει. Οι πιο τυχεροί, βέβαια, το ήξεραν γιατί ζούσαν στη γοητευτική αγκαλιά της.
Κανένας, λοιπόν, δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ομορφιά της κοπέλας, που όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο προσέλκυε επάνω της λογιών-λογιών στολίδια: πανέμορφες εκκλησιές αφιερωμένες σε αγίους αγαπημένους και τιμημένους, πανέμορφα αρχοντόσπιτα με μια αρχοντιά διακριτή και διακριτική ταυτόχρονα, γερά και καλοκαμωμένα κάστρα,… Και, σαν για να συμπληρωθεί η πανέμορφη αυτή ομορφιά της πόλης, ήρθε και μια λίμνη και ξάπλωσε στα πόδια της, τυλίγοντάς τα με πολλή αγάπη. Κι έτσι ξαπλωμένη στα πόδια της όλο και της τα φιλούσε κι η πόλη τής ανταπέδιδε τα φιλιά με την ίδια αγάπη, ώσπου…
Ώσπου η πόλη εκμεταλλεύτηκε την αγάπη που της είχε η ήσυχη λίμνη. Άθελά της (μιλώ για τη λίμνη) έγινε χαλί∙ την έκανε η πόλη χαλί και την πάτησε. Κι από χαλί τη μετέτρεψε σιγά-σιγά σε ένα μεγάλο χάλι…

Για το χάλι της λίμνης μας φταίμε όλοι. Φταίνε κι οι απλοί άνθρωποι, που στην αρχή δεν ήξεραν, φταίνε κι οι άλλοι, οι όχι και τόσο απλοί, που δεν είχαν κανένα δικαίωμα και κανένα περιθώριο να μην ξέρουν. Αυτοί έπρεπε να δίνουν τις σωστές κατευθύνσεις και σ’ όσους δεν ήξεραν και άθελά τους της έκαναν κακό, αυτοί έπρεπε να αποφασίζουν και να ενεργούν έχοντας στο νου πάντα και μόνο το συμφέρον όλων το μόνιμο και όχι το συμφέρον των λίγων και το πρόσκαιρο όφελος, το οποιοδήποτε στιγμιαίο συμφέρον.
Έτσι βρέθηκαν οι δράκοι μες στο παραμύθι μας, που μάλλον δεν είναι κανονικό παραμύθι. Αυτοί οι δράκοι, που είχαν διαλεχτεί για να την προσέχουν, έτσι επιπόλαια και τελείως αταίριαστα με τη θέση τους καθώς δρούσαν, έφτασαν να μοιάζουν με δεσμοφύλακες σκληροί και φοβεροί της κόρης-πολιτείας, που την κρατούσαν φυλακισμένη, για να μη ζητάει το καλύτερο γι’ αυτήν και τους ενοχλεί, σε… μια σπηλιά∙ στη σπηλιά της όμορφης, αλλά άτυχης εξαιτίας τους κόρης. Κάθονταν απέξω με τα σπαθιά τους ξεγυμνωμένα και καλά ακονισμένα και με τα μαστίγιά τους πανέτοιμα να χαράξουν στην τρυφερή της σάρκα το αρχικό τους∙ για να μην ξεχάσει η κόρη ποιος της στέρησε το ένα, ποιος της ρήμαξε το άλλο, ποιος της απέκλεισε ένα καλό ενδεχόμενο, ποιος της κατάργησε ένα άλλο. Και μη βιαστείτε να με κατηγορήσετε για υπερβολική: ο αρμόδιος δε χρειάζεται να βλάπτει από πρόθεση. Και η αμέλεια βλάπτει. Κι έπειτα -είναι πολύ βασικό αυτό- στην πολιτική δε μετράνε οι προθέσεις∙ τα αποτελέσματα μετράνε και από αυτά θα κριθούν και κρίνονται όσοι μπαίνουν στο στίβο της πολιτικής για να δοξαστούν. Μόνο που κάτι λέει ο λαός μας για τα μεταξωτά βρακιά και δε φτάνει καθόλου η θέληση αυτού που τα επιθυμεί, για να τα φορέσει∙ χρειάζεται να διαθέτει και την επιδεξιότητα (όχι στον πισινό, φυσικά) για να μπορεί να τα φοράει επάξια.

Για να μην ξεχνιόμαστε, λοιπόν, έτσι έγινε και με την ερωτευμένη με την πόλη λίμνη μας: από τον Άννα στον Καϊάφα ήμασταν όλα αυτά τα χρόνια. Και ξέρετε όλοι σας: εδώ στον τόπο μας, όπου οι υπεύθυνοι είναι πολλοί, η ευθύνη δεν είναι κανενός. Απολύτως κανενός. Και στα ερωτήματα που προέκυπταν συνεχώς κανείς από όλους τους υπεύθυνους δεν απαντούσε ακριβώς και με σαφήνεια. Έτσι, βρε αδερφέ, για να ξέρουμε κι εμείς οι καθημερινοί άνθρωποι που κατοικούμε γύρω της κι είμαστε οι περισσότεροι τι να κάνουμε: να φάμε ή να μη φάμε τα πεντανόστιμα γριβάδια της; κολυμπάνε ή δεν κολυμπάνε στα νερά της; (Μη σας φαίνεται παράξενο το ερώτημα αυτό, αφού, σε ερώτημα που τέθηκε πρόσφατα και μάλιστα σε πολύ σχετικούς με το θέμα, τα 2/3 των ερωτηθέντων απάντησαν κατηγορηματικά ΝΑΙ, με αποτέλεσμα αυτοί που είπαν ΟΧΙ να ρεζιλευτούν που δεν είχαν υπόψη τους πόσοι πολλοί συμπολίτες τους κολυμπάνε στη λίμνη, βουτώντας μάλιστα από την… πασίγνωστη και ενεργή και σήμερα πλαζ της Καστοριάς). Δεν προχωράω παρακάτω, στο τι πρέπει να γίνει για να καθαριστεί το νερό ή για να μην εξαφανιστεί η λίμνη (αυτό όταν κατεβαίνει η στάθμη της) ή για να μη μας πνίξει το νερό (αυτό τώρα που τα…αφύσικα καιρικά φαινόμενα τη γέμισαν με νερό) ή… Γιατί, για το τι πρέπει να γίνει, ακόμα οι… αρμόδιοι συνεδριάζουν. Το αξιοσημείωτο, μάλιστα, είναι πως σχετικά πρόσφατα έγιναν και συνεδριάσεις, στην καθεμιά από τις οποίες διατυπώνονταν συμπεράσματα εκ διαμέτρου αντίθετα από την προηγούμενη. Και η ιστορία της πόλης μας έχει ήδη καταγράψει τις σχολές που δημιουργήθηκαν: η μία που έλεγε ως χτες (κυριολεξία το «χτες») πως ούτε με τη λίμνη ούτε με το νερό της υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα, η άλλη πως πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις (όμως και στο ποιες ακριβώς οι γνώμες ήταν πάλι πολλές), η τρίτη πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα, αλλά η φύση θα κάνει και πάλι τη θεραπευτική της παρέμβαση και ίσως να υπάρχει και τέταρτη σχολή, αλλά προσωπικά να μην τη γνωρίζω…

Όπως ήταν φυσικό για τον τόπο όπου ζούμε, οι...αρμόδιοι επέλεξαν την πιο ανώδυνη και ανέξοδη γι’ αυτούς γνώμη και τα αποτελέσματα της επιλογής τους τα είδαμε αυτές τις μέρες όλοι. Και έσχισαν τον αέρα με τα σπαθιά τους, κίνησαν απειλητικά τα μαστίγιά τους σε όποιον τόλμησε να υπερασπιστεί το δίκιο του τόπου (όχι πως εκείνοι δε νοιάζονταν γι’ αυτό το δίκιο, αλλά δεν είχαν την οξύνοια και την προνοητικότητα που είναι τελείως απαραίτητες για έναν πραγματικό άρχοντα και πετυχημένο) και τον κατηγόρησαν για εχθρό της πόλης (και δικό τους, το ίδιο είναι, αφού όποιος τολμά να στραφεί εναντίον τους ενάντια στην ίδια την πόλη στρέφεται, κατά τη δική τους άποψη).

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, όμως, η πόλη εξακολουθεί να υποφέρει και να ταλαιπωρείται, κάποιες φωνές που ακούγονταν και προηγουμένως- αυτών που πιστεύουν στην αξία του να μαγειρεύεις πριν πεινάσεις- τώρα απλώς δικαιώθηκαν, αλλά δεν κατάφεραν να σώσουν ό,τι μπορούσε να σωθεί, και να δούμε και πάλι αν κάποιοι-αυτοί που έχουν την κουτάλα-μαγειρέψουν έστω και εκ των υστέρων ή ξαναπεριμένουν την παρέμβαση της φύσης, καθώς το κακό θα έχει περάσει και αυτοί θα έχουν κάνει καινούριο συμβόλαιο πως δε θα ξανασυμβεί το ίδιο (έτοιμο το έχουν∙ θα πάρουν το παλιό, θα αλλάξουν την ημερομηνία και θα το ξαναϋπογράψουν) αφύσικο καιρικό φαινόμενο…
Και δεν ξέρουμε αν τα παιδιά μας, αυτά που είδαν σήμερα τους γλάρους να χαμηλοπετούν πάνω από τις λιμνούλες στα χωράφια μας, που τις είχαν περάσει για κανονικές μικρούλες λίμνες, δεν ξέρουμε αν αυτά θα μπορέσουν να μάθουν από τα δικά μας παθήματα, απ’ όπου εμείς δε μαθαίνουμε, καθώς όλα δείχνουν. Δεν το ξέρουμε, αλλά αυτά είναι η ελπίδα μας: αυτά που στα σχολεία τους μελετούν πια το περιβάλλον, που φαίνεται να το αγαπάνε. Ελπίζουμε, λοιπόν, πως αυτά θα φωτίσουν το συννεφιασμένο μας ουρανό, κάνοντας αλήθεια αυτό που το τραγούδι τους λέει:

Η αγάπη μάγισσα κινάει βουνά
γι’ αυτό κι εγώ παίρνω όρκο
το δράκο που ‘βαλαν, πριγκίπισσα,
να σε φυλά
να τον αφήσω στον τόπο.

Και δεν ξέρουμε αν θα δείξουν ανυπακοή ή θα υπακούσουν στον πρώτο στίχο ενός από τα τραγούδια που ομόρφυναν τα παιδικά χρόνια κάποιων άλλων, ενός τραγουδιού που επαναλάμβανε:
Υπομονή
ήλιος θα φανεί
με χρυσά φτερά
πάνω απ’ τα νερά
για να μας πει
μες στην ντροπή:
πολεμήστε
και γκρεμίστε
τη δρακογενιά.


Υ.Γ.: Όχι, δεν ξεσηκώνουμε κανέναν σε αληθινό πόλεμο, γιατί είμαστε οπαδοί της ειρήνης και αυτήν προτιμούμε. Όμως, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να πολεμάμε όσα στοιχειώνουν τον τόπο μας: ο τρόπος του υπεύθυνου πολίτη, ο τρόπος του σκεπτόμενου πολίτη, ο τρόπος του ευγενώς διαμαρτυρόμενου πολίτη, αυτός του πολίτη που απαιτεί το καλύτερο για τον τόπο και τους ανθρώπους του και όποιος άλλος τρόπος έχει τη δύναμη να προβληματίσει ή να βοηθήσει ή να παλέψει ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο.
Έστω και ελάχιστα.


Στο νοσταλγό της πατρίδας Νίκο Μπίζιο,
που επέστρεψε…
Μαυροχώρι, 19/2/2010
Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ