16.9.20

ΙΩΑΝΝΗ ΣΚΟΡΔΑ: Αγαπητή ΟΔΟΣ

 
 «Έτσι γλεντάει η Καστοριά!» αναφέρει σεμνά το δελτίο τύπου του δήμου Καστοριάς που δόθηκε στην δημοσιότητα, κοινοποιώντας φωτογραφίες με τον αρμόδιο αντιδήμαρχο να περιφέρεται σε μία απρόθυμη Καστοριά [σχετικό σχόλιο στο οπισθόφυλλο: "εδώ"].


Αγαπητή ΟΔΟΣ,

Με το πέρασμα της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς αλλά και των Καρναβαλιών η Καστοριά άφησε πίσω της την προσπάθεια αλλαγής διάθεσης αλλά και περιορισμού του διαχρονικού cocooning των κατοίκων της. Που με το πέρασμα των πολιτιστικά άγονων χρόνων, κινδύνευε –και συνεχίζει να κινδυνεύει– να παρομοιαστούν με τους πλέον «σπιτόγατους» κατοίκους της ευρύτερης περιφέρειας.

Η προσπάθεια αυτή απ’ την πλευρά της αντιδημαρχίας Πολιτισμού, θα δύναται να αποτιμηθεί με θετικό πρόσημο. Όχι τόσο για το οπτικοακουστικό της αποτέλεσμα, αλλά για την έννοια της «προσπάθειας» πολιτιστικής αφύπνισης, αυτής καθ’ αυτής. Τόσο για την λιτή κι απέριττη φωταγώγηση του χριστουγεννιάτικου δένδρου στην πλατεία Ομονοίας, όσο και για την προσπάθεια απόδοσης φαντασμαγορικού και άκρως εμπορικού τόνου κατά τα εγκαίνια της «Λιμνοπολιτείας» στο πάρκο Ολυμπιακής φλόγας, συνοδευόμενα από την συναυλία του γνωστού τραγουδιστή.

Οι εκδηλώσεις όμως δεν σταμάτησαν στα μέσα Δεκεμβρίου. Το εγχείρημα αντιστροφής του κλίματος μέσω του συνθήματος «η Καστοριά αλλάζει», περιλάμβανε και μικρότερης έκτασης και σημασίας δράσεις, όπως για παράδειγμα την ανάδειξη της τοπικής καστοριανής κουζίνας, το αντάμωμα πολιτιστικών συλλόγων κοκ. Στο πολιτιστικό πρόγραμμα που είχε συνταχθεί και επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβάνονταν και δύο εκδηλώσεις που κέντριζαν περισσότερο το ενδιαφέρον των κατοίκων της Καστοριάς. 

Και δεν ήταν άλλες, πέρα από την απόπειρα αναπαράστασης της καστοριανής βεγγέρας στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του ανοικτού τύπου «ρεβεγιόν» στην πλατεία των αδερφών Εμμανουήλ στο Ντολτσό. Κάποιοι έμειναν αρκετά ικανοποιημένοι από την πραγματοποίηση τέτοιων εκδηλώσεων, μιας και τα τελευταία πολλά χρόνια είχαν λείψει από το κοινό της Καστοριάς. Ως εκεί όμως. 

Ο πολιτιστικός προγραμματισμός κρίθηκε θετικός ως προς την εκτέλεση δράσεων που έλειψαν από την Καστοριά και τους κατοίκους της όλα τα προηγούμενα χρόνια, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα το όποιο καλό ή κακό αποτέλεσμα. Προσπαθώντας να δοθεί μια παρομοίωση, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως το κοινό της Καστοριάς μοιάζει σαν έναν άνθρωπο που έχει φτάσει στα όρια ζωής και θανάτου από λειψυδρία και του δίνεται η ευκαιρία να πιει λασπόνερο. 

Αγαπητή ΟΔΟΣ, η αλήθεια είναι πως θα το πιει αδιαφορώντας για την όποια ποιότητα, αρκεί να ικανοποιήσει την δίψα του και την αφυδάτωσή του. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να εκδηλώνουν την χαρά τους οι εμπλεκόμενοι φορείς μέσω έπαρσης, επιδοκιμασιών και διθυραμβικών δηλώσεων, αλλά να προβληματιστούν για το παραγόμενο αποτέλεσμα, καθώς αυτό θα έπρεπε να είναι και το μοναδικό τους μέλημα. 

Για παράδειγμα, ενώ ακούστηκε ωραία και ρομαντική η «αναπαράσταση της καστοριανής βεγγέρας» στο πανεπιστημιακό κτήριο, το αποτέλεσμα ήταν κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό από το τι πραγματικά ήταν οι βεγγέρες. Εν προκειμένω, πραγματοποιήθηκε μία μίνι συναυλία με τοπικές φορεσιές και φιλολογικές συζητήσεις γύρω από τον τρόπο τέλεσης της αυθεντικής βεγγέρας, και αδιάφορα από την φιλότιμη προσπάθεια των εμπλεκόμενων συλλόγων, το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό.

Καθώς όπως είναι γνωστό σε κάθε Καστοριανό, η βεγγέρα δεν ήταν τίποτ’ άλλο πέρα από την συνάντηση φίλων και συγγενών σε σπίτια, στους οντάδες των οποίων υπήρχε πλήθος κερασμάτων στους σοφράδες όπως κρασί, μπιλίτσκες, σάλιαροι, κάστανα, καρύδια κ.ά., κάνοντας άλλοτε σοβαρές κι άλλοτε αστείες συζητήσεις, ακούγοντας διηγήματα από τους μεγαλύτερους, ή έψελναν τα καστοριανά κάλαντα και χόρευαν ως πρωίας. Εξ ου και η ετυμολογική έννοια της λέξης «weg» (αγρυπνία) κι όχι από το «vengi» (ελάτε) που έσπευσε να αναφέρει η αντιδημαρχία Πολιτισμού. 

Το συγκεκριμένο έθιμο με το πέρασμα το χρόνου είχε αρχίσει να χάνεται, κυρίως λόγω της νεότερης δομής των σπιτιών. Έτσι, με πρωτοβουλίες ορισμένων συλλόγων πραγματοποιούνταν σε αίθουσες μεταξύ στενών φίλων και ευρύτερα γνωστών, διατηρώντας το τελετουργικό του καστοριανού εθίμου. 

Αλλά ίσως αγαπητή ΟΔΟΣ, ενδεχομένως και πάλι ειδικά εσύ να μην τα ξέρεις καλά τα της Καστοριάς και να πρέπει να τα διδαχτείς εκ νέου από τους πολυπολιτισμικούς τους τόπου σου. Τους ειδικούς και τους παντογνώστες των άλλων. 


* * *


 «Έτσι γλεντάει η Καστοριά!» αναφέρει σεμνά το δελτίο τύπου του δήμου Καστοριάς που δόθηκε στην δημοσιότητα, κοινοποιώντας φωτογραφίες με τον αρμόδιο αντιδήμαρχο να περιφέρεται σε μία απρόθυμη Καστοριά [σχετικό σχόλιο στο οπισθόφυλλο: "εδώ"].


* * *

Όσον αφορά, την δεύτερη πολιτιστική δράση που επιχείρησε να φέρει εις πέρας ο Δήμος, ήταν η πραγματοποίηση της αλλαγής από τον παλιό, στον νέο χρόνο στην πλατεία αδερφών Εμμανουήλ, στην ιστορική συνοικία του Ντουλτσό. Τα μουσικά συγκροτήματα που επιλέχτηκαν ήταν αρκετά ικανοποιητικά με εξαίρεση την κακόηχη σερβική μπάντα, η οποία ανέλαβε τα μουσικά σκήπτρα μετά την αλλαγή του χρόνου. 

Όχι μόνο γιατί αμφισβητείται η μουσική τους κουλτούρα ως προς το ύφος της ημέρας, αλλά γιατί είναι ανακόλουθη της τοπικής παράδοσης. Στην θέση των υπερεκτιμημένων και πανάκριβων σέρβων οργανοπαικτών, θα μπορούσε η δημοτική αρχή να προσκαλέσει κάποια τοπική ή έστω ελληνική παραδοσιακή ορχήστρα, με ακούσματα που θα ήταν σίγουρα πιο ευχάριστα, αλλά και δίνοντας την δυνατότητα διασκέδασης στον κόσμο που παρευρέθηκε και τίμησε με την παρουσία του την συγκεκριμένη εκδήλωση· εκτός κι αν πίστευαν οι ιθύνοντες πως απευθύνονταν σε ανωβαλκάνιους του Σαράγεβο και σε τουρίστες που δεν τους ενδιαφέρει η ελληνική μουσική αλλά η σλαβική.

Άσε δε, που η επιλογή των κακόγουστων βαρελιών τύπου αγροτικών κινητοποιήσεων με αποκλεισμό της Εγνατίας ή γειτονιάς Bronx της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ‘80, έδιναν τόνους δυσοσμίας στην ατμόσφαιρα από την καύση ξύλων προσπαθώντας να ζεστάνουν τους παρευρισκόμενους. Θαρρείς πως οι σύγχρονου τύπου θερμάστρες «μανιτάρια», έχουν εξαφανιστεί από την αγορά ή έστω κι από την ενοικίαση. 

Τέτοιου είδους άστοχες επιλογές θα πρέπει να διορθωθούν και να μην επαναληφθούν, εκτός κι αν οι υπεύθυνοι τέτοιων δράσεων θεωρούν πως τα έπραξαν όλα καλά καμωμένα. Τότε πάμε πάσο αγαπητή ΟΔΟΣ, ξεκινώντας τον εκμοντερνισμό αλλά και τον ενστερνισμό μας σε νέα ήθη κι έθιμα της τρέχουσας εποχής (φυσικά και not).

Και μαζί μ’ όλες αυτές τις δράσεις που διοργάνωσε ο Δήμος, τελείωσε και το καρναβάλι της Καστοριάς. Κι όχι ραγκουτσάρια βεβαίως όπως επιμένουν οι ίδιοι και οι ίδιοι να τα αποκαλούν. Όχι γιατί τόσα χρόνια με τόλμη (against all) και λογική αυτό υποστηρίζεις εσύ και οι κειμενογράφοι σου, αλλά γιατί από κανέναν –μα κανέναν όμως– απόγονο παλιάς καστοριανής οικογένειας δεν πρόκειται να ακούσεις ή να διαβάσεις το αντίθετο.

Ακόμα κι αν ο Παναγιώτης Λιθιώτης, ο Δημήτρης Μανιάκος, ο Κώστας Μαυροβινός, ο Νίκος Διαλεκτός, ακόμη και ο Σπύρος ο Αργίτης κι άλλοι πολλοί προσπαθούν να σε πείσουν για το αντίθετο, προβάλλοντας ως επιχειρήματα λαογραφικές και ποιητικές προσεγγίσεις. Γιατί απλά, τα βιώματα των Καστοριανών (τα οποία σε πολλές περιπτώσεις ειρωνεύονται, χλευάζουν και υποτιμούν διάφοροι, που απλά είναι κάτοικοι της πόλης ενώ δηλώνουν ... λάτρεις της) ξεπερνούν κάθε φιλολογική, ποιητική και λαογραφική προσέγγιση που δεν υπήρξε ποτέ αληθινή κι πραγματοποιήσιμη. Όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να υποβαθμίσουν όσα είχαμε την τιμή κι ευλογία να μας μεταδώσουν οι πρόγονοι μας.

Μάλιστα, κάποιοι πρόσφατα υπερήφανα επικαλέστηκαν μια δημοσίευση στην εφημερίδα του Βαλαλά το 1938 (!) που γίνεται αναφορά στην κακόηχη αυτήν λέξη αποφεύγοντας να αναφέρουν πως ο αρθρογράφος ξεκάθαρα και μειωτικά γράφει για όσους συμμετείχαν στο καρναβάλι της εποχής ως "αργκουτσαραίοι": 

«Ο Πρόδρομος και η Πατερίτσα φαίνεται ότι θα γιορτασθούν κι εφέτος. Με εξαιρετική ζωηρότητα και κέφι. Πολλοί από τώρα άρχισαν να δημιουργούν παρέες και να ετοιμάζουν φορεσιές. Διότι ευτυχώς άρχισαν τα Καρναβάλια στην Καστοριά μας. Να γίνονται όμορφα και καθαρά τα περισσότερα. Άρχισαν να εξαλείφονται σιγά-σιγά οι απαίσιοι εκείνοι "αραγκουτσαραίοι". Με τα καρβουνιασμένα μούτρα, με τα διάφορα κουρέλια στο σώμα και τα κρεμμύδια ή σκόρδα κρεμασμένα στους ώμους. Και τα κουδούνια στα χέρια που έκαμαν θόρυβον δαιμονιώδη. Και προκαλούσαν τον φόβο των μικρών. Και την αηδίαν των μεγάλων». 

Αν αγαπητή ΟΔΟΣ, αν αντιλαμβάνεσαι από τον αρθρογράφο της εποχής πως λησμονά τα «αργκουτσάρια» να μου το επισημάνεις και να με διορθώσεις. Γιατί απεναντίας εγώ από την πλευρά μου αντιλαμβάνομαι πως με ύφος ανακούφισης εξαγγέλλει πως απαλλάσσεται το καρναβάλι της Καστοριάς από την παρουσία τους. Όπως επίσης, δεν αναφέρουν επουδενί και σίγουρα εσκεμμένα πως το 1924 γίνεται αναφορά στον όρο «καρναβάλια» και «καρναβάλι του Προδρόμου». 

Αλλά και το γεγονός ότι εκτός από τις ελάχιστες αυτές αναφορές, όλες οι υπόλοιπες αναφορές, όλων των εφημερίδων, όλα αυτά τα πολλά πολλά χρόνια, όλες τις δεκαετίες, όλα τα άρθρα και ρεπορτάζ, όλες οι φωτογραφίες των παλιών Καστοριανών σε καρναβάλια αναφέρονται, για το έθιμο της πόλης τους. 

Και όχι για τα διάφορα δρώμενα του δωδεκαημέρου της περιφέρειας. Αν και σ’ αυτά συγκαταλέγεται –εκτός των άλλων– και το Άργος Ορεστικό, που συνεχίζει να ονομάζεται αργείτικο καρναβάλι και όχι αργείτικα ραγκουτσάρια! Κι όμως, το θέμα τους (η εμμονή τους καλύτερα), δεν είναι το Άργος Ορεστικό, αλλά η πόλη της Καστοριάς.

* * *


ΟΔΟΣ: Η ναρκισσιστική επιδημία της Καστοριάς ["εδώ"]

* * *


Και μην σου κάνει εντύπωση αγαπητή ΟΔΟΣ, πως οι ίδιοι φανατικοί του συγκεκριμένου όρου είναι που προκαλούν την κοινή γνώμη με την απερίσκεπτη ιδέα για ημερολογιακή μεταφορά των καρναβαλιών στο πρώτο Σαββατοκύριακο του Ιανουαρίου. Για να εξυπηρετούνται οι ιδιοκτήτες των καφέ μπαρ, των εστιατορίων και των ξενοδοχειακών καταλυμάτων. Θαρρείς πως το Σαββατοκύριακο που προηγήθηκε των καρναβαλιών δεν είχε έτσι κι αλλιώς τουρίστες στην πόλη.

Ίσα-ίσα, με την πραγματοποίηση των καρναβαλιών στις καθιερωμένες μέρες του, οι εν λόγω επιχειρήσεις δούλεψαν παραπάνω μέρες. Στο σύνολο δούλεψαν έξι ημέρες αντί για τρεις. Άσε δε, που το Τσαρσί –κι όχι μόνο– είχε ικανοποιητικό αριθμό μπουλουκιών με πάρα πολλούς συμμετέχοντες καρναβαλιστές, κι επιτέλους με τις λιγότερες από κάθε άλλη φορά σκοπιανές ορχήστρες (τουλάχιστον την β’ ημέρα) που προκαλούν ακουστική ενόχληση και δεν έχουν καμία σχέση με την τοπική παράδοση. Δεν θα πρέπει να ξαναϋπάρξει δεύτερη συζήτηση για το τοπικό έθιμο και την όποια τροποποίησή του.

Και να συνειδητοποιήσουν επιτέλους πως όταν μιλάνε για το καστοριανό καρναβάλι, δεν μιλάνε για το συναυλιακό block του Νεστορίου (που οι κάτοικοι του μπορούν να το διαχειρίζονται όπως θέλουν το River party, εμένα δεν μου πέφτει λόγος),αλλά για ένα έθιμο που θα συνεχίσει να κυλά στον ίδιο ιστορικό σιδηρόδρομο. 

Και πως το καστοριανό καρναβάλι δεν θα θυσιαστεί στις οικονομικές ορέξεις των τοπικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων για κάποιο κατά φαντασίαν επιπλέον κέρδος. Ας επιμεληθούν να βρουν καινούριους τρόπους να προσελκύσουν τους αγαπημένους τους τουρίστες και ν’ αφήσουν το καρναβάλι τα τραβήξει στην δική του ανεξάρτητη πορεία.

Και του χρόνου!

Ιωάννης Σκόρδας


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16 Ιανουαρίου 2020, αρ. φύλλου 1017.

Σχετικά:


3 σχόλια:

  1. Ανώνυμος16/9/20

    Εσείς κύριε Σκόρδα γλεντουσατε παραδοσιακά με τα Βραζιλιάνικα καπέλα υπερπαραγωγή..;;; Μάρτυρας ο Πρόεδρος Συμβουλίου που γλεντουσε μαζί σας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος17/9/20

      Αλήθεια τώρα; Έκανε το λάθος να μην ντυθεί με σκόρδα, κρεμμύδια, φαλλούς και φύλλα κισσού και να μην χορεύει ανωμακεδονίτικους σκοπούς;

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος21/9/20

    Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, ο Αντιδήμαρχος χορεύει....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ