5.12.11

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Τραγουδώντας στον Μακεδονικό Αγώνα

Ένα χαριτωμένο και χαμογελαστό προσωπάκι κοριτσιού που συννέφιασε και βούρκωσε αναπάντεχα είναι η αφορμή αυτού του κειμένου: το προσωπάκι της μαθήτριάς μου Μέγκης (κλίνω τ’ όνομά της, αν και ξένο, για να μην την ξεχωρίσω από τα άλλα κορίτσια της τάξης), που, απαντώντας στο ερώτημα που σε όλους τέθηκε «ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι;», έκανε να τραγουδήσει το «Ένα παλικάρι είκοσι χρονών», αλλά η συγκίνηση έσπασε τη γλυκιά φωνή της και δεν την άφησε να προχωρήσει.
Η αναπάντεχη επιλογή της μικρούλας από την Αλβανία συνδυασμένη με την επικαιρότητα των ημερών με έκανε να περιδιαβώ και πάλι στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Και να θυμηθώ μία-μία τρυφερότατες στιγμές του δεμένες με το τραγούδι. Σαν την παρακάτω, όπου:
Ο καπετάν Βάρδας με τα παλληκάρια του χρειάζεται να περάσουν τη λίμνη μας για να φύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Καραβαγγέλης, από τον φόβο μήπως οι καϊκτσήδες δεν περιμένουν τους πολεμιστές και φύγουν, πηγαίνει ο ίδιος να τους παραλάβει.

«Όταν φθάσαμε στο συμφωνημένο μέρος, διασχίσαμε ένα μεγάλο και ψηλό καλαμώνα κι εκεί περιμέναμε αόρατοι…Επιτέλους κατά τις 3 το πρωί, μέσα στην φριχτή αγωνία για την τύχη του σώματος, ακούσαμε γαβγίσματα σκύλων από το χωριό Απόσκεπο και σε λίγο βήματα που πλησίαζαν. Όταν πλησίασαν αρκετά, έδωσαν το σύνθημα «Κρήτη» κι εγώ απάντησα «Μακεδονία». Διασχίζοντας το δάσος των καλαμιών, φθάσαμε στην όχθη και παραλάβαμε το σώμα στα πλοία. Το σώμα αποτελούσαν καμιά εικοσιπενταριά άνδρες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Νταλίπης (από τον Γάβρο). Εγώ είχα φέρει μαζί μου κρέας, φρούτα και κρασί για τα παιδιά και τα έφαγαν με μεγάλη όρεξη. Κι όταν είχαμε ανοιχτεί αρκετά, όλη η λίμνη αντήχησε από το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά…», από τον εθνικό μας ύμνο και άλλα πατριωτικά τραγούδια (…). Έτσι τελείωσε η ωραία αυτή εκδρομή…».

Στο διήγημα του Μοναστηριώτη συγγραφέα του Μακεδονικού Αγώνα και Μακεδονομάχου Γεωργίου Μόδη «Εικόνες από την περιοδεία Παύλου Μελά» διαβάζουμε:

«Ήρθε στο Ανταρτικό (Ζέλοβο) να καλωσορίσει την Επιτροπή ο Παπασταύρος, ο περίφημος εφημέριος Πισοδερίου. Είχεν αλληλογραφία με τον Μελά. Τον γνώριζε και προσωπικά. Δεν χωρούσε με αυτόν απόκρυψη. Κρατούσε στον ώμο ένα κοντό ντουφέκι. Αντί να τους πλησιάσει, στάθηκε ολόρθος αντίκρυ τους και άρχισε να τραγουδάει μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων του το «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά» και το «Ω λυγηρόν και κοφτερόν σπαθί μου». Διασκεύασε το τελευταίο και αντικατέστησε το «εσείς τον Τούρκο σφάξατε, τον τύραννο σπαράξατε» με το «Τον Τούρκο σφάξατε, τον Βούλγαρο σπαράξατε». Ενθουσιάζονται όλοι και τον βοηθούν «εν χορώ», γράφει ο Μελάς. Και ο Παπούλας, παρά την αρρώστια του, είπε με την «βαθιά και γλυκιά φωνή του» ένα ωραίο κλέφτικο τραγούδι. Ο Παπασταύρος χάρισε του Μελά ένα κομβολόι και έναν «ευρωπαϊκό σουγιά». Ήταν μεθυσμένος από ενθουσιασμό», γράφει ο Μελάς.» Και τον Οκτώβριο του 1904, όταν το παλληκάρι έγειρε κι έσβησε στην ιερή γη της Μακεδονίας για την οποία θυσιάστηκε, οι γυναίκες της Στάτιστας που τον ετοίμασαν για το τελευταίο του ταξίδι τον ξεπροβόδισαν τραγουδώντας του τα μοιρολόγια του χωριού τους στη δική τους γλώσσα. Αλλά και το νέο του θανάτου του με μουσική αναγγέλθηκε και πάλι στην οικογένειά του:

“Ο Δυτικομακεδόνας τραγουδιστής του Αγώνα Μπύτιας κατέβηκε στην Αθήνα, έφτασε στο σπίτι της Ναταλίας, ακούμπησε σε μια γωνιά, έβγαλε σιγά το κλαρίνο από τον κόρφο του και άρχισε τους γλυκούς παραπονιάρικους σκοπούς των Μακεδόνων, το θρήνο. Από τα μάτια του έτρεχαν ποτάμια τα δάκρυα. Βγήκε η ωραία αρχοντοπούλα της Αθήνας στο πένθος πνιγμένη και πήρε τον τραγουδιστή στη ζεστασιά του σπιτιού της. Εκεί ο λαϊκός Μακεδόνας διηγήθηκε στις άδολες και τρυφερές ψυχές των μικρών παιδιών, σα παραμύθι, τη λεβεντιά και το θάνατο του μεγάλου πατέρα τους:

«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα πανέμορφο παλληκάρι με τις φλόγες στα μάτια. Ζούσε στ’ ασήμια και στα φλωριά. Κάποτε όμως για την αδερφή του άκουσε που ‘ταν μακριά. Ένας δράκοντας την κυνηγούσε και την φοβέριζε. Ήθελε να την κάνει δική του. Στα μάτια του παλληκαριού άστραψε η απόφαση. Αρματώθηκε! Άφησε πίσω τ’ ασήμια και τα φλωριά του και πήρε τα βουνά και τις απότομες χαράδρες. Τον έδερναν τα στοιχειά του κόσμου. Αστραπές, χαλάζια, βροντές, κεραυνοί. Μα αυτός πάντα αναζητούσε το δράκοντα. Ένα δειλό και κακομοιριασμένο δράκοντα που τη μέρα κρύβονταν στα σπήλαια και τις νύχτες μόνο έβγαινε για ν’ αρπάζει και να χορτάσει από τις σάρκες της πανέμορφης κόρης. Κονταροχτυπήθηκε, παιδιά μου, με το δράκοντα, τον μάτωσε και ματώθηκε. Τον νίκησε. Ύστερα ανέβηκε στον ουρανό κι έγινε αστέρι να φέγγει την αδερφή του να περπατάει και να χτενίζεται. Στο μέρος που χύθηκε το αίμα του παλληκαριού φύτρωσαν αγριοτριανταφυλλιές. Από τα λουλούδια αυτά μοσχομύρισε ο τόπος κι έφυγε η βρόμικη ανάσα του δράκοντα που πλανιόταν τριγύρω. Τα κορίτσια πήραν πάλι τα λαγήνια και βγήκαν στις ρεματιές για νερό. Τ’ αγόρια βγήκαν στα ψηλώματα κι είπαν τα τραγούδια της αγάπης. Και πέρα από τις αγριοτριανταφυλλιές κι άλλα λουλούδια έβγαλαν δειλά τα κεφαλάκια τους στον ήλιο και χάρισαν στην ανθρώπινη ύπαρξη το χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο της ζωής που άφησε το παλληκάρι να πλανιέται στη Μακεδονία».
Άκουγαν ο Μίκης και η Ζέζα το παραμύθι και γοητεύονταν. Ύστερα άκουσαν τα τραγούδια και κρεμάστηκαν από το στόμα του Μπύτια. Νόμιζε κανείς πως στο σπίτι αυτό δεν έκλαιγαν νεκρό παρά τραγουδούσαν χαρές και πανηγύρια.”, γράφει στο βιβλίο του «Μακεδονία-Μακεδονικός Αγώνας» ο συντοπίτης μας συγγραφέας Κων/νος Δούφλιας.

Αλλά είναι αδύνατον να αναφερθεί κανείς στα τραγούδια του Αγώνα και να μην κάνει λόγο για τα πάμπολλα τραγούδια που έφτιαξε ο λαός μας προς τιμήν του Παλληκαριού. Και πάλι ο Κων/νος Δούφλιας παραθέτει αρκετά από αυτά στο βιβλίο του «Τα δημοτικά τραγούδια της Άνω Μακεδονίας» και εξηγεί με το χαρακτηριστικό του τρόπο:

«Γιατί οι Μακεδόνες τραγούδησαν κι έκαμαν θρύλο τον Παύλο Μελά; Δεν ξέρω αν η απάντηση είναι εύκολη ή πόσο εύκολη είναι. Ο Κώττας ήταν ο πρώτος που άρχισε το ξεκαθάρισμα στα Κορέστια και στο Μοναστήρι. Μ’ αρέσει να τον θαυμάζω απεριόριστα. Ήταν ο πρώτος του αγώνα κι όμως οι Μακεδόνες δεν τον τραγούδησαν πολύ. Ίσως υπάρχει μια δικαιολογία πολύ εσωτερική. Ο Κώττας ήταν δικός τους, βγαλμένος από την ίδια την ψυχή τους. Από μικρός πήρε τα βουνά και αντρειώθηκε με τη μυρουδιά της φτέρης και της οξιάς. Ο πόλεμος γι’ αυτόν ήταν καθημερινό παιχνίδι. Γι’ αυτό γνώριζε καλά τα τερτίπια του. Όταν άρχισε το ξεκαθάρισμα δεν έφερε τη μεγάλη έκπληξη ή τον άπειρο ενθουσιασμό. Ήταν απλά η φυσική συνέχεια της ζωής του. Ο Μελάς όμως ξετινάχτηκε από την καλοπέραση και τη ζεστασιά κι ήρθε στη Μακεδονία για να βρει τη μοίρα του. Ο Μελάς δεν ήξερε τον πόλεμο. Απ’ όπου περνούσε περνούσε φανερά και χαμογελούσε. Τον ακολουθούσαν η προδοσία των κομιτατζήδων και τα τουρκικά αποσπάσματα. Ακόμα, χωρίς φόβο το λέω, τον ακολουθούσε η καταστροφή. Τούρκοι και Βούλγαροι με τσεκούρι και φωτιά έπεφταν στα χωριά που περνούσε και στους ανθρώπους που ερχόταν σ’ επαφή. Τούτο έφερε και τον πρόωρο χαμό του. Όμως ίσως αυτό το φανερό του πέρασμα μαζί με το γλυκό χαμόγελο και τη συγχώρεση έφερε την ανάσταση στις καρδιές των Μακεδόνων. Έτσι ο Παύλος Μελάς έγινε ο μακεδονικός θρύλος Μίκης Ζέζας.»

Και κλείνουμε μ’ έναν άλλο ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα που τραγουδιέται στα μέρη μας ακόμα και σήμερα: τον καπετάν Λούκα Κόκκινο, που πήρε μέρος στη μάχη του Λεχόβου και σαν από θαύμα σώθηκε.

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, «στα 1913 ο Λούκας έμενε στα Γρεβενά. Μια μέρα γινόταν κάποια διασκέδαση σε γειτονικό σπίτι και, όπως ήταν ξαπλωμένος κι έκαιγε στον πυρετό από τη φθίση και τους πόνους του τραύματος που είχεν επιδεινωθεί, άκουσε το τραγούδι του:
Πουλάκι πήγε κι έκατσε στο Λέχοβο στη ράχη…
Τινάχτηκε όρθιος. Πλησίασε στο παράθυρο και με δακρυσμένα μάτια ακούμπησε στο περβάζι ν’ ακούσει τη συνέχεια:

Καλά ήσουν, Λούκα μ’, στα βουνά και στα Καστανοχώρια…
Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασαν από το μυαλό του οι αγώνες του, οι σύντροφοί του και δεν άντεξε. Έπεσε νεκρός, νιώθοντας δικαιωμένο και καταξιωμένο τον αγώνα του στην καρδιά του λαού. Το τραγούδι αυτό ήταν το πιο ωραίο, το πιο βαρύτιμο παράσημο που μπορούσε να δοθεί στο λιονταρόψυχο ήρωα της Μακεδονίας.
Πέθανε ευχαριστημένος κι ευτυχισμένος, αφού αξιώθηκε να ιδεί τη Μακεδονία ελεύθερη. Όταν πήγαν να τον πάρουν –νεκρό πια- είχε ένα άπλετο χαμόγελο απλωμένο στο γαλήνιο πρόσωπό του…Πέθανε στα τριανταπέντε του χρόνια.» («Ο Μακεδονικός Αγώνας-Ιστορικό Ανθολόγιο», των Α. και Β. Κωστοπούλου)

Πέθανε νωρίς, θα συμπληρώναμε εμείς σήμερα, αλλά έζησε εφαρμόζοντας πιστά το περίφημο και διαχρονικό «Δεν έχει σημασία πόσο ζεις, αλλά πώς και γιατί ζεις» από τη μια. Κι από την άλλη ίσως και να μην έχει πεθάνει κάποιος που τραγουδιέται ακόμα.
Σαν όλους αυτούς που έχουν τραγουδηθεί από ένα λαό που ξέρει να τραγουδάει υπέροχα τους ήρωές του. Ακριβώς όπως έκανε ο Όμηρος, ο ξακουστός πρόγονός του…

 Γράφτηκε τον Οκτώβριο του 2010,
 αλλά δημοσιεύεται ένα χρόνο μετά, σήμερα, 13 Οκτωβρίου 2011,
 ημέρα θανάτου του Παλληκαριού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ