15.12.11

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Εξήλθεν ο σπείρων…

(Λουκ. η’, 5-15)

Vincent van Gogh (1853-1890), Sämann bei untergehender Sonne (Σπορέας το ηλιοβασίλεμα), Rijksmuseum Vincent van Gogh, Άμστερνταμ Ολλανδίας.

Και βγήκε ο σποριάς για να σπείρει και φέτος. Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Κι είχε γεμάτο το δισάκι του με σπόρο καλό, τον καλύτερο. Είχε ξεκούραστα τα χέρια του και ξεκίνησε το πρωί μ’ ένα πλατύ χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του, που ίχνος επιφύλαξης δεν έκρυβε, ούτε μια σκιά σκοτούρας δεν το σκοτείνιαζε. Έχωσε το χέρι του βαθιά στο γεμάτο του δισάκι και χάιδεψε το σπόρο του: έμπειρος αυτός σποριάς, τόσα χρόνια έσπερνε, ικανοποιήθηκε από την ποσότητα, ευχαριστήθηκε προπαντός από την ποιότητα. Κι ευθύς αφέθηκε να ονειρεύεται.
    Ονειρεύτηκε κιόλας τα δέντρα τα φορτωμένα με ζουμερούς μυρωδάτους καρπούς. Τα έβλεπε φορτωμένα κι ορκιζόταν πως θα έκανε το παν, θα δούλευε με όλες του τις δυνάμεις για να δει τ’ όνειρό του να μετατρέπεται σ’ αλήθεια.
    Όταν έφτασε στο χωράφι του, είδε τη γη του. Δε χρειαζόταν να παρατηρήσει με προσοχή ιδιαίτερη για να την αξιολογήσει -συγχωρέστε μου την απρέπεια να χρησιμοποιήσω μια λέξη επικηρυγμένη για τουλάχιστον τριάντα χρόνια-, δε χρειάστηκε. Η γη του μιλούσε. Του μιλούσε με τα μάτια της: ένα σωρό ζευγάρια μάτια ανήσυχα και σπινθηροβόλα που κοίταζαν γύρω-γύρω, πείθοντας και τον πιο δύσπιστο πως αυτά τα μάτια τα διέθεταν έξυπνα παιδιά.
     Με αμείωτο το θάρρος του, λοιπόν, ο σποριάς άρχισε να σπέρνει. Μα ξαφνικά άρχισαν να ορθώνονται μπροστά του ένα-ένα εμπόδια πολλά. Δεν ήταν πως έπαψαν τα μάτια να πετούν τις λαμπερές τους σπίθες, δεν ήταν αυτό. Είδε με τρόμο πως τα παιδιά είχαν ωραία μάτια όλα τους, μα δεν ήξεραν πού να κοιτάξουν. Έτσι ακριβώς όπως το είχε γράψει ο ποιητής. Δεν ήξεραν πού να κοιτάξουν, γιατί κανένας δεν τους είχε δείξει τους τόπους και τα σημεία που άξιζαν να τα κοιτούν τόσο ωραία μάτια. Οι άνθρωποι που είχαν την ευθύνη τους συχνά δεν πρόφταιναν ν’ ασχοληθούν∙ έτρεχαν γι’ άλλα, πιστεύοντας πως είχαν τον καιρό αργότερα ν’ ασχοληθούν, πως τα παιδιά τους μπορούσαν να περιμένουν. Δεν ήξεραν οι καημένοι πως τα θεμέλια της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου μπαίνουν πριν ακόμα αυτός περάσει το κατώφλι του πρώτου του σχολείου. Πως είχαν καιρό πίστευαν, γιατί αυτό τους βόλευε να πιστεύουν. Άλλωστε τα ανόητα μεσημεριανάδικα και πρωινάδικα δεν τα απασχολούν τέτοια δευτερεύοντα θέματα. Εδώ δεν προφταίνουν καλά καλά ν’ ασχοληθούν με τους χωρισμούς και τα ζευγαρώματα των επωνύμων, με τα θεμέλια της προσωπικότητας του ανθρώπου θα ασχολούνταν; Που, επιπλέον, δεν ανεβάζουν την τηλεθέαση;
    Ήδη οι υπεύθυνοι για τα μάτια που δεν ξέρουν πού να κοιτάζουν έγιναν δύο: προστέθηκε κι η τηλεόραση, που, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε πρόσφατα, «μας μαθαίνει την αμάθεια». Καημένε σποριά! Και συ που ήθελες να μάθεις στα παιδιά-γη σου πώς να μαθαίνουν!...Που ένιωθες τόση ευχαρίστηση και τόση προσδοκία, ανακατεύοντας τους σπόρους μες στο δισάκι σου και νιώθοντάς τους να περνούν άφθονοι ανάμεσα στ’ ανοιχτά σου δάχτυλα… Που ονειρευόσουν…
    Που έπλαθες όνειρα πως τάχα, κάποια στιγμή, θα ξανάκουγες μια κουβέντα το ίδιο σημαντική μ’ εκείνην της μικρής, που, κοιτώντας σε σοβαρά σου είπε: «Εγώ, όταν ήρθα στο σχολείο, δεν είχα αποφασίσει να μάθω γράμματα, αλλά όταν άκουσα τα πρώτα σας λόγια το αποφάσισα αμέσως ν’ αγαπήσω τα γράμματα»… Εσύ που είχες φυτέψει βαθιά μέσα σου τα λόγια του Pablo Casals πως κάθε παιδί μπορεί να γίνει ένας Σαίξπηρ, ένας Μιχαήλ Άγγελος, ένας Μπετόβεν, ένας Παπαδιαμάντης… Και που γι’ αυτό πάλευες και παλεύεις ακόμα να τους ανοίξεις δρόμους, πετώντας τα λιθαράκια σου στην ήρεμη επιφάνεια της λίμνης του μυαλού τους, παλεύοντας να πετύχεις στόχο… Επιμένοντας να μην απογοητεύεσαι απ’ όσα συμβαίνουν γύρω σου, δίπλα σου, σε απόσταση αναπνοής, ακόμη και μέσα στο δικό σου σπίτι, γιατί είναι ελάχιστα τα σπίτια που δεν κλονίζονται από τη ζοφερή κατάσταση που έχει σκεπάσει την πατρίδα μας και συ δεν ανήκεις σ’ αυτούς τους ελάχιστους…
    Επίτηδες έβαλα τον δικό μας Παπαδιαμάντη στη ρήση του Casals. Για απάντηση στον Έλληνα που υποφέρει και αυτός όπως εγώ, μονάχα που αυτός μου αντιτείνει πως τώρα με την κρίση που μας δέρνει οι γονείς εκ των πραγμάτων θ’ αδιαφορούν πολύ περισσότερο για το αν τα παιδιά τους θα μάθουν γράμματα. Κι ας αντέτεινε αμέσως μόλις της το είπα η καλή μου Σάσα πως «ίσα ίσα, τώρα είναι που πρέπει να στραφούμε όλοι πολύ περισσότερο στα γράμματα». Γιατί πράγματι, στους καιρούς της κρίσης, που ο θρίαμβος της ύλης παίρνει τέλος, αλλά ο άνθρωπος, που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς καταφύγιο, στα γράμματα βρίσκει καταφυγή και παρηγοριά, τώρα ανακαλύπτει τη μεγάλη αλήθεια που πανεύκολα ξεχνιέται στους καιρούς του θριάμβου της ύλης, πως δεν υπάρχει χαρά μεγαλύτερη στον κόσμο από τη χαρά την πνευματική, τη χαρά της δημιουργίας…
    Κι ο σποριάς ο καλός, που φάνηκε σαν να τον ξεχάσαμε, αλλά δεν είν’ αλήθεια, τα ήξερε όλα αυτά, μα δεν πτοήθηκε. Συνέχισε να σπέρνει, παλεύοντας για όσο γίνεται περισσότερους καρπούς. Κι ας έβλεπε πως είχαν πληθύνει πολύ τ’ αγκάθια που έπνιγαν την προσπάθειά του και λιγόστευαν τους καρπούς. Πάλευε σαν να μην το ‘βλεπε καθόλου. Γιατί ήταν καλός σποριάς, σποριάς παντός καιρού, όχι μόνο του καιρού εκείνου που ευνοεί τη σπορά. Πάλευε και προσπαθούσε να βρει τρόπους. Αγωνιζόταν να βρει τι είναι αυτό που γεννάει την περίφημη «ώσμωση» στα γράμματα (το να υπάρχει παντού γύρω σου, διάχυτη, η αγάπη για τα γράμματα, και, στη συνέχεια, περνά μέσ’ από άγνωστους πόρους του δέρματός σου εντός σου, εγκαθίσταται εκεί για πάντα και πληροί τα πάντα) : «Παντού μες στο σπίτι, ακόμα και στην κουζίνα, ακόμα και στην τουαλέτα, να υπάρχει ένα έντυπο», είχε ακούσει κάποτε και το πίστευε ακράδαντα κι ο ίδιος (να κι ένα πλεονέκτημα του βιβλίου έναντι του Η/Υ, που δε γίνεται να πηγαίνει και στην τουαλέτα, νομίζω…).
    Και το νιώθω πως είχε πια καταλήξει. Πως αυτό ήταν που έλειπε στην εποχή μας και έλειπε δραματικά. Αυτή η «ώσμωση». Γιατί προηγήθηκε η λαίλαπα της χρησιμοθηρίας, τα γράμματα φαινόταν πως είχαν ξεπέσει, πως είχαν χάσει την αξία τους, αφού δεν εξασφάλιζαν πια χρήματα, οπότε «αναγκαστικά» ακυρώθηκαν. Τι να τα κάνεις, όταν δεν μπορούν να σου εξασφαλίσουν την πολυπόθητη πισίνα στην αυλή της έπαυλης που οφείλεις να έχεις, αν θες να είσαι κάποιος ξεχωριστός στην κοινωνία, κάποιος υπολογίσιμος και με «αξία»; (Δεν τη θυμήθηκα τυχαία την πισίνα, μου τη θύμισε ένα 9χρονο παιδάκι που αυτή η επιθυμία-απομεινάρι του χτες ζήτησε να πραγματοποιηθεί, καμία άλλη.) Όμως…
    Όμως εγώ είχα να θυμηθώ όχι μονάχα τον υπέρλαμπρο Παπαδιαμάντη, που νίκησε την προσωρινή του φτώχια, λάμποντας για πάντα… Όχι μονάχα εκείνον το Βάιο, που, όταν κοβόταν η γέφυρα μετά από δυνατή βροχή, έχανε τα μαθήματά του, γιατί η γέφυρα τον ένωνε με το σχολειό του, αλλ’ αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει λαμπρός επιστήμονας, μα και δύο επιστολές:
Εκείνο το υστερόγραφο στο γράμμα που έγραψε ο πρόγονός μου στις φυλακές της Αμάσειας κι ήταν η παρακαταθήκη που άφηνε λίγο πριν τον εκτελέσουν οι Τούρκοι:
«Εις τα φίλτατα την ευχήν μου, καλήν πρόοδον και καλήν διαγωγήν όπως η ψυχή μου και μακρόθεν αγάλλεται.
 Σας γλυκοφιλώ όλους
 Ο Ματθαίος σου»,
αλλά και οι παρόμοιες υποδείξεις στο άλλο τελευταίο γράμμα που στάλθηκε από τις ίδιες φυλακές:
«(…) Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης (…)
 Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου
ο υμέτερος
Αλ. Γ. Ακριτίδης»
Νάτη, λοιπόν, η περίφημη «ώσμωση» στα γράμματα που ψάχνει τελευταία ο καλός σποριάς να βρει και δε γεννιέται κατ’ ανάγκην από τα βιβλία τα σκορπισμένα σε όλους τους χώρους του σπιτιού όπου μεγαλώνει ένα παιδί. Μπορεί να γεννηθεί και μες σ’ ένα σπίτι φτωχικό, άδειο από βιβλία, όπου υπάρχει ένας θετικός προσανατολισμός προς τα γράμματα κι ένας απέραντος σεβασμός σ’ αυτά∙ ο σεβασμός που απορρέει από τη γνώση πως ο δρόμος για την πραγματική πρόοδο περνάει υποχρεωτικά μέσ’ από τα γράμματα, παρακάμπτοντας ένα σωρό άλλα πράγματα, που ως χτες πιστεύαμε απαραίτητα, μα που τελικά καθόλου τέτοια δεν είναι.
    Γιατί «Εμείς τη λέμε τη ζωή, την πιάνουμε απ’ τα χέρια,
 κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν!
 Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά,
 και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε.»
Γιατί «Είμαστε από καλή γενιά.»
(Ο. Ελύτης)
Κι ας φαίνεται πως το ‘χουμε ξεχάσει….



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Οκτωβρίου 2011, αρ, φύλλου 612

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ