Μια επιστολή του Φιλίππου Στεφ. Δραγούμη
Η επιστολή που παρατίθεται εδώ ανήκει στο επιστολογραφικό υλικό από το Αρχείο (1) του Φιλίππου Στεφ. Δραγούμη (1890-1980). Ο Φίλιππος Δραγούμης ήταν το δέκατο από τα ένδεκα παιδιά του Στεφάνου Δραγούμη και της Ελισσάβετ (το γένος Ι. Κοντογιαννάκη). Μαζί με τον αδελφό του Ίωνα θα ενταχθούν σε πολύ νεαρή ηλικία στο διπλωματικό σώμα και θ’ ακολουθήσουν στη συνέχεια πολιτική σταδιοδρομία. O Ίωνας θα εισέλθει στους εθνικούς αγώνες πολύ νωρίς και στον πολιτικό στίβο από το 1913 μέχρι τη στιγμή της δολοφονίας του. O Φίλιππος θα δραστηριοποιηθεί αμέσως μετά το θάνατο του Ίωνα και θα παραμείνει στην ενεργό πολιτική δράση μέχρι το 1963 οπότε και θα αποχωρήσει οριστικά. Οι πολιτικές διαμάχες στα 1916-17 και η επικράτηση των βενιζελικών του στοίχησαν την εξορία σε Κρήτη, Σαντορίνη και Αμοργό. Υπήρξε μετριοπαθής πολιτικός και πάσχισε -καθώς η οικογένειά του (2) τραυματίστηκε βαρύτατα από τον Εθνικό διχασμό και τέλος πλήρωσε, με τη ζωή του Ιωνα, βαρύ φόρο στο πεδίο αυτής της διαμάχης- να γεφυρώσει το χάσμα και ν’ απαλύνει τις οξύτητες ανάμεσα στη «Βασιλική» και τη «Βενιζελική» παράταξη συμβάλλοντας στην εθνική συμφιλίωση.
Ο συντάκτης του παρόντος σχολιασμού έχει υπόψη του την καταλειπόμενη γραπτή παρακαταθήκη του Φιλίππου όπως αυτή καταμαρτυρείται στα ημερολόγια του των πολέμων και των περιόδων μέχρι το 1944 που έχουν εκδοθεί (3). Η αξία τους για τον ιστορικό ερευνητή είναι δεδομένη. Σε αυτά γίνεται ολοφάνερη η βαθειά παιδεία και μόρφωση του Φιλίππου. Δεν ήταν φανατικός, διαπνέονταν από δημοκρατικό ήθος και είχε περισσότερο τη στόφα ανθρώπου των γραμμάτων παρά πολιτικού. Μάλιστα η σθεναρή του άρνηση στην παραίνεση και διατυπωμένη ρητά επιθυμία του Ίωνα, να ενταχθεί κι ο ίδιος στην πολιτική και να ακολουθήσει το ρεύμα να τον παρασύρει, είναι σαφώς διατυπωμένη και έχει καταγραφεί στα ημερολόγια του Φ.Δ. της περιόδου 1919-1920. Ο Φ.Δ. διανοείται ήρεμα και μοιάζει συγκρατημένος στην εκδήλωση των συναισθημάτων του. Είναι γνωστό πως λάτρευε τις εικαστικές τέχνες και σύχναζε σε κύκλους καλλιτεχνών της Αθήνας.
Οι συναναστροφές του στα νεανικά χρόνια στο Άστυ περιελάμβαναν τον γλύπτη και καθηγητή Γ. Κεφαλληνό (ο οποίος τον ενθάρρυνε να ακολουθήσει σπουδές στη ζωγραφική), τη σημαντική Μέλπω Μερλιέ, τον διάσημο αργότερα μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο και άλλους. Στην Αλεξάνδρεια όταν υπηρετεί στο διπλωματικό σώμα στα 1916 συναναστρέφεται τον Κ.Π. Καβάφη με τον οποίο αναπτύσσει θερμή φιλική σχέση (4).
Ο Φ. Δραγούμης διετέλεσε διαδοχικά: Βουλευτής της περιφέρειας Φλώρινας (συνεχώς από το 1920 μέχρι το 1936) (5) & (6), Yπουργός Διοικητής Μακεδονίας (1933-34), Υφυπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Καϊρου (7) (μέχρι το 1945), Υπουργός Στρατιωτικών (Νοέμβριος ’46-Ιανουάριος ’47), Υπουργός Εξωτερικών (1952) και Υπουργός Εθνικης Αμύνης (1963). Μέχρι το τέλος της ζωής του υπήρξε πρόεδρος του «Συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων»
Η επιστολή αυτή παραδίδεται στον αναγνώστη χωρίς εκτεταμένο και ενδελεχή σχολιασμό. Αρκετά όμως συμπεράσματα μπορεί να εύκολα να συναγάγει κανείς αναφορικά προς το ύφος, το ήθος, την παιδεία και την πολιτική οξυδέρκεια του πολιτικού ανδρός Φιλίππου Δραγούμη. Είναι σαφής η αποτίμηση μιας πολιτικής διαδρομής με έντονο το αυτοαναφορικό-αυτοβιογραφικό στοιχείο από τον συντάκτη της επιστολής αυτής. Ο Φ.Δ. βάζει διαχωριστικές γραμμές και οριοθετεί τον τρόπο άσκησης της «πολιτικής τέχνης» σε περιοχές με γνωστά προβλήματα όπως η Μακεδονική επικράτεια και όπως αυτά συνέχισαν να την ταλανίζουν μετά την απελευθέρωσή της το 1912 από τον τουρκικό ζυγό αλλά και ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή, την δικτατορία Μεταξά και τον εμφύλιο (1945-1949). Οι απόψεις του Φ.Δ. για την άρνηση συμμόρφωσής του σε κομματικές γραμμές και για το ξεπέρασμα συχνά διχαστικών ψευτο-διλημμάτων ανάμεσα στους έλληνες παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Γίνεται μια επιγραμματική αναδίφηση θεμάτων όπως η «εθνική συνείδηση», το ζήτημα των -«μητρικών»- γλωσσών, οι στρεβλώσεις του κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσώπευσης καθώς και οι παθογένειες της κομματοκρατίας. Οι παραινέσεις του αριστοκράτη αυτού πολιτικού στο τέλος της επιστολής ίσως έχουν τη σημασία τους στις μέρες μας. Η επιστολή αυτή έχει γραφεί σε μια περίοδο όπου μόλις είχε κοπάσει ο ήχος των αρμάτων στην Ελλάδα. Είχαν περάσει από πάνω της δυο πόλεμοι (ο ένας εμφύλιος) και η φρικτή σκιά τριών χρόνων γερμανικής κατοχής.
Αίγινα, 30 Αυγούστου 1956
Αξιότιμε κ. Αρχιμανδρίτη,
Αφού δεν κατορθώσαμε να συναντηθούμε κατά τες ολίγες ημέρες, που έμεινα στην Αθήνα, επιστρέφοντας από την Υπάτη πριν έλθω εδώ, για να λύσω τες απορίες, που μου σημειώνετε στο γράμμα σας της 18 Ιουλίου, σας γράφω μόλις ευρίσκω κάποιαν ανάπαυλα από τις άλλες μου αλληλογραφικές υποχρεώσεις. Βέβαια θα ήτον ευκολότερο να απαντήσω προφορικά, αλλά κι έτσι φαντάζομαι να μπορέσω να ξεδιαλύνω τα πράγματα.
Είναι αλήθεια πως κάθε φορά που συνεργάσθηκα με το Λαϊκό κόμμα (στα 1932-35 και στα 1944-47) μου έγινε από το ίδιο εσωτερικός πόλεμος ύπουλος, συκοφαντικός και αμείλικτος. Πραγματικά δεν είμαι καμωμένος για να προσαρμόζομαι σε κομματικό περιβάλλον. όπως μου το είπαν επανειλημμένως επιτιμητικά, κατά την αντίληψή των, οι Λαϊκοί, στερούμαι κομματικής συνειδήσεως. Τ’ ομολογώ. μ’ ενδιαφέρει πολύ περισσότερο το γενικό λαϊκό συμφέρον, το Έθνος κι η ηθική και πνευματική του εξύψωση. μ’ ενδιαφέρει απόλυτα ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός. Επί τρίτο του αιώνα, όπου πολιτεύθηκα μετά το φόνο του αδελφού μου Ιωνος στα 1920, εργαζόμουν πάντα για να παύσει η εθνική καταστρεπτική εσωτερική διχόνοια ανάμεσα στο βενιζελισμό και τον αντιβενιζελισμό, ανάμεσα στους ντόπιους και στους πρόσφυγες, ανάμεσα στους παλαιοελλαδίτες και τους νεοελλαδίτες, ανάμεσα στους πολιτικούς και στους στρατιωτικούς κλπ. Γι’ αυτό και τες δυό φορές αναγκάσθηκα να τραβηχθώ πάλι από το κόμμα και να γυρίσω στην πολιτική μου ανεξαρτησία, που τώρα όμως καταντά αδύνατη χάρη στα κομματικά, αντικοινοβουλευτικά και αντισυνταγματικά εκλογικά συστήματα, που τα προτιμούν όλα τα κόμματα, όχι μόνο το Λαϊκό, και τέλος να βγω έξω από την πολιτικήν ολότελα. (Κατά τη γνώμη μου, μόνο το μονόεδρο, πλειοψηφικό, εκλογικό σύστημα με μείωση του αριθμού των βουλευτικών εδρών και μ’ εγκαθίδρυση δεύτερου νομοθετικού σώματος, εκλεγομένου με πολύ ευρύτερη εκλογική περιφέρεια και μ’ αναλογικό εκλογικό σύστημα κατά τριετία, κατά το ένα τρίτο, θα ήτον αληθινά κοινοβουλευτικό, σε συνδυασμό βέβαια με την εισαγωγή αληθινά αποκεντρωτικού διοικητικού συστήματος και της τοπικής αυτοδιοικήσεως που τα θεσπίζει το Σύνταγμά μας).
Όσο για τα θέματα, τα σχετικά με την τόσο συστηματικά παρεξηγημένη και συκοφαντημένη ακριτικήν εκλογική μου περιφέρεια της Φλώρινας και της Καστοριάς (όχι Κοζάνης όπως γράφετε) σας πληροφορώ πως πολιτεύθηκα εκεί πάντα σύμφωνα προς την εθνικήν παράδοση του πατέρα μου (1842-1923), του γαμβρού μου Παύλου Μελά (1870-1904) και του αδελφού μου Ίωνος (1878-1920) και γι’ αυτό πάντα έπαιρνα στους εκλογικούς συνδυασμούς, που σχημάτιζα, ως συνυποψήφιους, πρόσωπα από εθνικήν άποψη κατά τεκμήριον αδιάβλητα, σαν τους Γ. Τσόντο Βάρδα (που ήταν κρητικός μακεδονομάχος), τους υιούς του μακεδονομάχου και εθνικού ήρωα και μάρτυρα Κώτα από τη βουλγαρόφωνη Ρούλια, τον ιατρό Ν. Χάσο από οικογένεια του βλαχόφωνου Πισοδεριού μ’ εθνική δράση, κατόπι δήμαρχο στη Φλώρινα κατά τη γερμανική κατοχή, τον Αν. Νταλίπη, τον Στ. Μπινόπουλο και άλλους που ανήκαν σ’ οικογένειες που είχαν προσφέρει εθνικές υπηρεσίες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-12). Ο μακαρίτης Α. Νταλίπης, υιός Έλληνα αντάρτη, που καταγόταν από το βουλγαρόφωνο χωριό Γάβρο και είχε σκοτωθεί τότε, είχε βγει αξιωματικός απ’ τη Σχολή των Ευελπίδων. Ο κ. Στ. Μπινόπουλος, καταγόμενος από το αλβανόφωνο χωριό Λέχοβο ([και] όχι Λίμπχοβο, όπως γράφετε), από νέο παιδί είχε μετάσχει στον Αγώνα και είχε αναγκασθεί να καταφύγει στην Ελλάδα, όπου κατατάχθηκε ως υπαξιωματικός στο πυροβολικό. Αφού κατά τις εκλογές του 1933 είχα βγάλει τους δυο αυτούς τελευταίους ως βουλευτές, μου έκαμαν ως Υπουργού Γενικού Διοικητή Μακεδονίας (1932-34) φοβερό πόλεμο υποκινούμενοι από παλαιοελλαδίτες «Λαϊκούς» κομματικούς παράγοντες του κυβερνητικού κέντρου και της Θεσσαλονίκης, γιατί είχα σταθεί κέρβερος των γενικών συμφερόντων του λαού, του Κράτους και του Έθνους και δεν άφηνα στη Μακεδονία κανένα να κομματίζεται και να ρουσφετολογεί. Ο Νταλίπης πιο μορφωμένος και κατά βάθος όχι κακός, αλλά επιπόλαιος, όταν τον Δεκέμβρη του 1940 πήγα στην μόλις ελευθερωμένη Κορυτσά για εθνικούς σκοπούς και τυχαία συναντηθήκαμε κει, με χαιρέτησε πρώτος ύστερα από εφτά χρόνια που δεν το έκανε και έκτοτε συμφιλιωθήκαμε. Ο κ. Μπινόπουλος όμως την ίδια μέρα, στο ίδιο εστιατόριο με αγνόησε επιδεικτικά κι εξακολουθεί ως τα σήμερα. Εννοείται πως και οι δυο ήταν οπαδοί της δικτατορίας Μεταξά, ενώ εγώ βέβαια όχι. Στις εκλογές λοιπόν του 1935 δεν ήταν οι δυο τους στο συνδυασμό «ανεξαρτήτων» που είχα σχηματίσει και που εκλέχθηκε ολόκληρος, αλλά ανήκαν στον του Λαϊκού κόμματος, που με πολεμούσε μ’ όλα τα μέσα και που απότυχε ολόκληρος.
Το ότι όμως οι συνυποψήφιοί μου θα μιλούσαν ιδιαίτερα στους χωρικούς εκλογείς στη γλώσσα που καταλάβαιναν τούτοι καλύτερα, αλλού ελληνικά αλλού βουλγαρικά, αλλού βλάχικα, αλλού αλβανικά, αλλού τούρκικα στα τουρκόφωνα μικρασιατικά, τούτο δεν είναι παράξενο, γιατί οι γεροντότεροι χωρικοί, δεν εγνώριζαν καλά τα ελληνικά. ούτε μπορούσα να το εμποδίσω, γιατί ούτε ήμασταν παντού μαζί ούτε κι όταν περιοδεύαμε μαζί μπορούσα να παρακολουθώ τις ιδιαίτερές των συνομιλίες. Βέβαια όμως τους απαγόρευα σε δημόσιες συγκεντρώσεις να εκφωνούν προεκλογικούς λόγους σ’ άλλη γλώσσα, εκτός από την ελληνική, και το τηρούσαν, όσο τουλάχιστον ήμουν παρών. Το διαλυτικό όμως σύστημα των σταυρών προτιμήσεως διασπούσε την πειθαρχία.
Φταιν βέβαια τα κόμματα, όλα, όχι μόνο το Λαϊκό, κι οι μικροπολιτικοί, αλλά φταιν εξίσου, αν όχι περισσότερο και πάμπολλοι δημόσιοι λειτουργοί, αξιωματικοί, υπάλληλοι, δημοσιογράφοι κλπ γιατί, εκτός από εξαιρέσεις, αδιαφόρησαν και δεν έκαμαν ό,τι έπρεπε για να εγκαθιδρύσουν από την εποχή της απελευθερώσεως στα 1912 ελληνικό καθεστώς ισοπολιτείας, ευνομούμενο, δίκαιο και πατρικό, ώστε να τ΄ αγαπήσουν και να το θεωρήσουν ιδικό των οι χωρικοί, που έζησαν από τον δέκατο τέταρτον αιώνα υπό τον Οθωμανικό ζυγό. Επί πλέον έκτοτε μεσολάβησαν πόλεμοι (1914-1922), εισβολές, στρατιωτικά κινήματα κι επαναστάσεις, ανατροπές καθεστώτων, ανταλλαγές πληθυσμών, δικτατορίες, διωγμοί κάθε είδους κλπ.
Ίσαμε το τέλος του αντικομμουνιστικού συμμοριτοπολέμου, που παρέλυαν την διοίκηση και δεν άφηναν να αναπτυχθεί καμία μεθοδική μακροχρόνια κα συνεχής κυβερνητική, διοικητική, εκκλησιαστική και μορφωτική προσπάθεια και που διέφθειραν, αντί να φρονηματίζουν τον πολύ λαό σ’ όλη την έκταση της Ελλάδας, πόσο περισσότερο τους δυστυχισμένους αυτούς και πολύπαθους παραμεθόριους ακριτικούς πληθυσμούς, που και τώρα τελούν υπό στρατοκρατικό καθεστώς και που ωστόσο, εκτός από εξαιρέσεις, έμειναν παρ’ όλ’ αυτά εργατικοί και άριστοι γεωργοί, νομιμόφρονες πολίτες και πιστοί πατριώτες. Π.χ. στα χρόνια της κατοχής (1941-1944) και του συμμοριτοπολέμου (1946-49) τι φταιν τα παιδιά των ξενόφωνων οικογενειών αν δεν λειτούργησαν τα σχολεία για να μάθουν την ελληνική γλώσσα, που δεν την γνώριζαν ή δεν τολμούσαν οι μανάδες των να τους την διδάξουν κάτω από την ξένη ή την κομμουνιστική προπαγάνδα και τρομοκρατία ή αν δεν συμπληρώνονται οι πολλές κενές θέσεις ιερέων στις ενορίες της υπαίθρου; Τώρα όμως ερημώνονται οι παραμεθόριες επαρχίες από τη συστηματική μετανάστευση, που ακολούθησε όλες αυτές τις αναστατώσεις και απειλείται οικονομική κατάρρευση. Ο Θεός να μας φωτίσει και να βάλει το χέρι του να μη συμβούν χειρότερα δεινά.
Και βέβαια η κομματική και εκλογική εκμετάλλευση απ΄ όλα τα κόμματα, όχι μόνο απ΄ το Λαϊκό, υπήρξε ολέθρια, όπως κι ο βαθύς ψυχολογικός και κομματικός χωρισμός ανάμεσα στους πρόσφυγες και στους ντόπιους αδιακρίτως γλώσσας και προελεύσεως. Τα χειρότερα όμως καθεστώτα στάθηκαν τα στρατοκρατικά, και τα δικτατορικά, που οφείλονται εξίσου τόσο στην ανάμιξη των πολιτικών στα στρατιωτικά όσο και των στρατιωτικών στην πολιτική. Αποδείχθηκε ακόμη πως οι κακουργότεροι και ενσυνειδητότεροι κομμουνιστές στρατολογήθηκαν ανάμεσα στους ελληνόφωνους πρόσφυγες, ιδίως τους καταγόμενους από τον ρωσικό Καύκασο και την Κριμαία (όπως ο Μάρκος Βαφειάδης, που κατάγεται από τη Θεοδοσία της Κριμαίας) και από ελληνόφωνους πρόσφυγες ή μη νεοελλαδίτες των πόλεων.
Γενικώτατα μεγάλο κακό εθνικώς έκαμαν, στα παραμεθόρια ιδίως οι εξ επαγγέλματος «υπερπατριώτες», που αγνοώντας πρόσωπα και πράγματα του τόπου γενίκευαν τις κατηγόριες, συκοφαντούσαν και αδικούσαν τους εντόπιους αποκαλώντας τους συλλήβδην και κατά πρόσωπο «βούλγαρους». Ακόμη κι αν ήταν ελληνόφωνοι και εθνικοί εργάτες, μόνο και μόνο γιατί γεννήθηκαν στα ιερά εκείνα χώματα της Μακεδονίας, που τα θεωρούσαν απλώς εκμεταλλεύσιμα, κατακτημένα εδάφη κι όχι ισότιμα προς τα της Νότιας Ελλάδας.
Επί πάνω από τριάντα χρόνια που πολιτεύθηκα (1920-1951) δεν έπαυσα να τονίζω, και τώρα εξακολουθώ πάντα να το κάνω, πως η γλώσσα δεν είναι το εθνικό κριτήριο, αλλά η συνείδηση, που αυτή δεν φαίνεται αμέσως. Κατά την τουρκοκρατία και τον μακεδονικόν αγώνα εθνικό κριτήριο είχαμε όχι τη γλώσσα, αλλά τη θρησκευτική πίστη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή στη βουλγαρική σχισματικήν Εξαρχία. Κι έτσι επιτύχαμε την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Και τώρα θα επιτύχομε να κρατήσομε αυτά τα απαραίτητα για την ανεξαρτησία και γι’ αυτήν την ύπαρξη της Ελλάδας εδάφη, αν τηρήσομε ως κριτήρια την ψυχή και την συνείδηση, την Ορθόδοξη χριστιανική θρησκευτική πίστη και την αφοσίωση στην ισοπολιτεία, στη δικαιοσύνη, στη νομιμότητα, στη φιλελεύθερη, ελληνική, δημοκρατική (με την ευρύτερη έννοια) παράδοση κατ’ αντίθεση προς την κομμουνιστικήν υλιστικήν ιδεολογία, προς τα ολοκληρωτικά συστήματα κάθε είδους και προς τη βία.
Μόλις επιστρέψω στην Αθήνα θα σας στείλω τεύχος μεταπολεμικών δημοσιευμάτων μου σχετικών με την Βόρειαν Ελλάδα (τυπωμένο στη Θεσσαλονίκη στα 1949), όπου θα μπορέσετε να ’βρετε στοιχεία, σχετικά προς τα θέματα της επιστολής σας.
Με πολλήν εκτίμηση
Φ. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
ΥΓ. Παρακαλώ να κρατήσετε τα όσα σας γράφω αυστηρά προς ιδική σας μόνο γνώση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Η επιστολή απευθύνεται στον Δ.Σ. Αρχιμανδρίτη «απόστρατον Αξιωματικόν -Εις Αθήνας», όπως σημειώνει ο ίδιος Φ. Δ. στο υποσέλιδο της 1ης σελίδας της επιστολής. Η επιστολή ανήκει στο Αρχείο Φ.Σ. Δραγούμη που φυλάσσεται στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη (Φάκελος 104, αριθ. ταξιθέτησης 268).
(2). Ο Φ.Δ. απολύθηκε το 1917, ως αντιβενιζελικός, από το διπλωματικό σώμα και εξορίστηκε στα νησιά Κρήτη, Θήρα και Αμοργό.
(3). Έχουν εκδοθεί τα : «Αλεξάνδρεια 1916 «, επιμέλεια: Γ. Ιωάννου- εκδ. Δωδώνη 1984, «Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913» επιμέλεια: Ι.Κ. Μαζαράκης- Αινιάν, εκδ. Δωδώνη 1988, «Διχασμός 1916-1919», επιμέλεια: Μ. Δραγούμης-Χριστίνα Βάρδα- εκδ. Δωδώνη 1995, «Ημερολόγιο 1919-1920 (…Φαίνεται πως εχτύπησαν τον Ίωνα)», επιμέλεια: Μ. Δραγούμης –Δωδώνη 2010, «Ημερολόγιο 1944 (Λίβανος-Κάϊρο- Ιταλία- Απελευθέρωση)» επιμέλεια: Ι.Κ. Μαζαράκης –Αινιάν, εκδ. Δωδώνη 2010.
(4). Γράφει ο Γιώργος Ιωάννου: «Ο Φίλιππος είχε την επιθυμία αλλά και το τάλαντο να γίνει ζωγράφος. Συχνά μέσα στο ημερολόγιο εκφράζει τη λαχτάρα του αυτή». Έχουμε λοιπόν δυο εξέχοντα μέλη της οικογένειας Στεφάνου Δραγούμη που ασχολούνται με την πολιτική ύστερα από εκείνον. Ο Ιων που θα ήθελε να γίνει βιολιστής έπαιζε κι έκανε απόπειρες συνθέσεων στο βιολί, και ο Φίλιππος που ήθελε να γίνει εκτός από ιστορικός-ερευνητής και συγγραφέας ζωγράφος. Έχουμε ζωγραφικές του απόπειρες που εγκαταλείφθηκαν νωρίς. Ζωγράφος βέβαια, μάλλον σημαντικός παρά το μικρό έργο που κατέλειπε, ήταν ο αδελφός τους Νικόλαος που πέθανε πρόωρα. Η μουσικοφιλία της οικογένειας εκδηλώθηκε με τον Μάρκο Φ. Δραγούμη μια γενεά κατόπιν.
(5). Ο Φ.Δ τον Νοέμβριο του 1920 εκλέγεται αντί του Ίωνα που δολοφονήθηκε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, βουλευτής Φλώρινας και Καστοριάς, ως ανεξάρτητος, συνεργαζόμενος με το Λαϊκό Κόμμα. Δεν εκλέχτηκε το 1923 και το 1928, λόγω του «πλειοψηφικού συστήματος» και το 1936 όταν ως ανεξάρτητος δεν εξασφάλισε το «εκλογικό μέτρο».
(6). Ο Κ.Α. Τσιούμης στη μελέτη του «Πολιτικές δυνάμεις και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στην εκλογική περιφέρεια της Φλώρινας (1923-1936)», που δημοσιεύθηκε το1995 στο τεύχος 19 του περιοδικού ΕΤΑΙΡΙΑ (έκδοση της «Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Φλώρινας») σημειώνει: «Οπωσδήποτε η εκλογική περιφέρεια της Φλώρινας δεν υπήρξε μια από τις εκλογικές περιφέρειες-δείκτες ούτε μια περιφέρεια με απόλυτα σταθερή συμπεριφορά σε ό,τι αφορά την κατανομή των ψήφων στις πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Το γεγονός αυτό μπορεί να συσχετισθεί με το μειωμένο αριθμό προσφύγων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ακριτικής αυτής περιοχής και την παρουσία του Φιλίππου Δραγούμη, ο οποίος υπήρξε ρυθμιστικός παράγοντας στην περιφέρεια αυτή.».
(7). Το 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δωδώνη ο 5ος τόμος της σειράς Ημερολόγια Φ.Σ. Δραγούμη με τον τίτλο «Ημερολόγια 1944 (Λίβανος-Κάϊρο-Ιταλία-Απελευθέρωση)» που αναφέρεται στην περίοδο αυτή. Η έκδοση αυτή -δυστυχώς με επιεικώς πλημμελή επιμέλεια, ωστόσο έχει την αξία της, όχι μόνον από ιστορικής πλευράς αλλά και γιατί σχεδόν ολοκληρώνει τον κύκλο των ημερολογίων του Φιλίππου Δραγούμη (πράγμα που ωστόσο δεν κατέστη δυνατόν για το σημαντικότατο Αρχείο Ιωνα Δραγούμη -«Φύλλα Ημερολογίου»- το οποίο παραμένει εδώ και δεκαετίες ανέκδοτο, και προφανώς θα συνεχίσει έτσι, ανολοκλήρωτο από εκδοτικής πλευράς... ).
ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Οκτωβρίου 2011, αρ. φύλλου 612
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.