10.5.12

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Ευτυχώς που υπάρχει η ποίηση

Με τη «στενή», αλλά και την πλατιά έννοια του όρου, αυτήν της δημιουργίας…





Με αφορμή την 21η Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης

Ο φίλος μας ο Νώντας ο Τσίγκας ήταν αυτός που όπως πάντα μας ενημέρωσε πρώτος και γι’ αυτόν το θάνατο. Και μας ενημέρωσε με το δικό του γεμάτο τρόπο και όχι τηλεγραφικά και ξερά όπως θα το ‘κανε αν δεν ήταν αυτός που είναι.
Αυτός ο θάνατος ήταν του Αγγελόπουλου. Και ο τρόπος του Νώντα ήταν η ωραιότερη σκηνή που γύρισε ποτέ του ο σκηνοθέτης, συνοδευόμενη από την παρακάτω επεξήγηση:

«Το ωραιότερο και πλέον δύσκολο πλάνο σεκάνς διάρκειας 4 λεπτών και 29 δευτερολέπτων της βραβευμένης με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες (1998) ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (διεύθυνση φωτογραφίας Αντρέας Σινάνος). Μέσα σε ένα και μόνο πλάνο, ο μεσήλικας πρωταγωνιστής της ταινίας αφηγείται στο παιδάκι συμπρωταγωνιστή του έναν λαϊκό θρύλο για τον Διονύσιο Σολωμό στη Ζάκυνθο: επειδή ο Σολωμός δεν ήξερε καλά ελληνικά, συνήθιζε να «αγοράζει» λέξεις, πληρώνοντας τους Έλληνες για κάθε νέα λέξη που του έλεγαν.
Η κάμερα με τηλεφακό ανεβασμένη σε γερανό και ράγες μηχανισμού τράβελιν ξεκινάει ένα ζουμ προς τα πίσω, καδράροντας την υποτιθέμενη θάλασσα και τους ψαράδες της Ζακύνθου από την πολεμίστρα ενός ερειπωμένου κάστρου την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης.
Όταν το ζουμ ολοκληρώνεται, η κάμερα ξεκινάει μια κίνηση προς τα πίσω, ώστε να καδράρει τον ποιητή, ο οποίος κοιτάει την θάλασσα και στοχάζεται. Στη συνέχεια, σηκώνεται από τη θέση του και περπατάει.
Η κίνηση της κάμερας προς τα πίσω συνεχίζεται (φημολογείται ότι δεκάδες βοηθοί μάζευαν τις ράγες με τρομερή ταχύτητα, ενώ η κάμερα προχωρούσε ασταμάτητα προς τα πίσω αποκαλύπτοντας το χώρο μπροστά της). Ο ποιητής προχωρά ως τη μέση του χώρου που αναπαριστά την υπόδουλη διαλυμένη Ελλάδα, όπου συναντά μια χωρική που πουλάει λέξεις για τα ποιήματά του.
Η κίνηση της κάμερας προς τα πίσω συνεχίζεται. Ο ποιητής παραμένει καθισμένος σημειώνοντας τις νέες λέξεις, ενώ ο πρωταγωνιστής της ταινίας, που αφηγείται την ιστορία, και ο μικρός του φίλος μπαίνουν μέσα στο κάδρο, ενώνοντας νοηματικά το παρελθόν με το παρόν, τη δεκαετία του 1990».
Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Γιάννη Σκοπετέα «Η βιντεοκάμερα και η οπτικοακουστική καταγραφή» και το βρήκα κορυφαίο, καταρχήν ως προς την ουσία αυτού που περιγράφει. Χώρια που, έχοντας την ηλεκτρονική δυνατότητα να δω το περί ου ο λόγος πλάνο, γοητεύτηκα και συναρπάστηκα∙ καταρχήν με το θέμα του, με αυτό που διαπραγματεύεται. Και μάλλον συγκινήθηκα περισσότερο κι από τη στιγμή που ανακάλυψα πως, όταν ο μετέπειτα εθνικός μας ποιητής, παρακινημένος από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη να αφήσει τα ιταλικά και ν’ αρχίσει να γράφει τα ποιήματά του στα ελληνικά, παραδέχτηκε πως δεν τα ήξερε τόσο καλά, έλαβε από το συνομιλητή του ως δώρο ένα αντίτυπο ποιημάτων του δικού μας Αθανάσιου Χριστόπουλου, για να τα μάθει…

Δεν άργησα όμως στη συνέχεια να ανακαλύψω κι έναν ακόμη λόγο συγκίνησης με τη σκηνή για την οποία συζητάμε: ήταν και εξακολουθεί να είναι η πολλή δουλειά που κρύβεται πίσω από την ποίηση. Κι εδώ δεν αναφέρομαι μονάχα στο πόσο δύσκολα ο Σολωμός έμαθε τα ελληνικά, αγοράζοντας λέξεις (!!), αλλά μιλώ κυρίως για τη φοβερή διαδικασία που χρειάστηκε να προηγηθεί της λήψης αυτού του στιγμιότυπου. Γιατί, όσο κι αν δεν καταλαβαίνω τους κινηματογραφικούς όρους που περιέχει το απόσπασμα που περιγράφει τη συγκεκριμένη λήψη, καταλαβαίνω την πολλή και σκληρή δουλειά που προηγήθηκε. Και που δικαιώθηκε από το επί της οθόνης αποτέλεσμα.

Κι είναι αυτός ο τρόπος δουλειάς και το αποτέλεσμά της φυσικά που έδωσαν στον Θόδωρο Αγγελόπουλο το χαρακτηρισμό του ποιητή της εικόνας. Υπήρξε δηλαδή ένας ποιητής σκηνοθέτης πέρα από απλός δημιουργός. Και, απ’ ό,τι γράφτηκε και ειπώθηκε μετά το θάνατό του, καταλάβαμε πως αυτή η τελειομανία του θα έγινε η αιτία να μετατραπεί από δημιουργός σε ποιητή. «120 φορές έγραψε και ξανάγραψε το σενάριο της τελευταίας του ανολοκλήρωτης ταινίας» διαβάσαμε ή ακούσαμε και ζαλιστήκαμε με τον όγκο της δουλειάς που κρύβεται πίσω από κάθε δημιούργημά του. Και με αυτήν την αφορμή ξανασυνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι να είσαι ποιητής, να παλεύεις με τις λέξεις, με το νόημά τους, να προσπαθείς να τις βάζεις σε τάξη και να μην τα καταφέρνεις εύκολα, γιατί οι λέξεις συχνά είναι ατίθασες κι αντιστέκονται, πόσο δύσκολο είναι να δημιουργείς ποιήματα, ακόμα κι όταν δε γράφεις ποίηση…
Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε κάθε πνευματικό δημιούργημα∙ εξαιτίας του κόπου και του μόχθου που απαίτησε για να φτιαχτεί και, όταν τα καταφέρνει να έχει ένα αποτέλεσμα αξιόλογο, τότε ο σεβασμός μεγαλώνει, πολλαπλασιάζεται. Όπως πολλαπλασιάστηκε κι ο δικός μου όταν διάβασα στο αφιέρωμα που του έκανε η εφ. Καθημερινή (29/1/2012) και το παρακάτω απόσπασμα από το ημερολόγιο του συγγραφέα-σεναριογράφου Π. Μάρκαρη που αναφέρεται στο ίδιο ακριβώς θέμα:

«Τρίτη 19 Νοεμβρίου 1996
Γύρω στις έντεκα με παίρνει τηλέφωνο. Ούτε αυτός ούτε εγώ έχουμε καταλήξει. Του λέω να αφήσουμε τη σκηνή όπως ήταν ως τώρα: περιγραφικά στην αρχή, οπτικά στη μοναχική σκηνή του δωματίου. Αλλά οι δύο φορές μόνο δεν του πάνε.
«Ποτέ δύο φορές χωρίς την τρίτη, λένε οι Γάλλοι» μου λέει.
Από την άλλη, δεν έχει λύση που να τον ικανοποιεί. Τον ρωτάω αν μίλησε με τον Γκουέρα και μου λέει όχι. Επιμένω να του μιλήσει και να τα ξαναπούμε.
Σε μισή ώρα με ξαναπαίρνει.
«Ο Γκουέρα λέει ότι πρέπει να μπει μόνο περιγραφικά. Είναι τόσο δυνατή, που, αν τη βάλουμε οπτικά, θα χλωμιάσει η σκηνή του Σολωμού κι αυτό δεν πρέπει να γίνει. Λυπάμαι που σου χαλάω τη διάθεση, γιατί ξέρω ότι η σκηνή σου αρέσει πολύ» πρόσθεσε απολογητικά.
«Ξέρεις τι έλεγε ο Τσέχωφ; Ότι η δυσκολία είναι να πετάς τα ωραία από ένα κείμενο, όταν είναι περιττά», του απαντώ. «Ό,τι δεν είναι ωραίο το βγάζεις έτσι κι αλλιώς».
Βάζει τα γέλια. Συμφωνούμε να γυρίσουμε στην προηγούμενη γραφή, όπου είχαμε το όνειρο του μικρού Α μόνο περιγραφικά και κλείνουμε.»

Θα αντισταθώ στον πειρασμό να προσθέσω κι άλλα για το πόσο βασάνιζε το καθετί και πόσο βασανιζόταν ο ίδιος, θέλοντας να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα στη δουλειά του, στην ποίησή του. Δε χρειάζεται. Πήραμε μια γεύση όλοι όσοι δε γνωρίζαμε, όσοι ίσως μονάχα υποψιαζόμασταν. Και συνέβη για άλλη μια φορά αυτό που συμβαίνει σχεδόν πάντα στη χώρα μας: να γνωρίζουμε τα πνευματικά μας κεφάλαια μόλις αυτοί αποχωρούν από το μάταιο τούτο κόσμο που οι ίδιοι με τη δουλειά τους πάλεψαν να κάνουν λιγότερο μάταιο και εφήμερο.
Κι επειδή ίσως κάποιοι αναρωτιούνται ποια ανάγκη μ’ έκανε να ξαναδημοσιεύσω πράγματα που γράφτηκαν λίγο καιρό πριν, απαντώ πως:
-είναι η ανάγκη να ξαναθυμηθούμε τον Αγγελόπουλο και τώρα που γιορτάζει σε όλον τον κόσμο η ποίηση που εδώ στο δικό μας τόπο γεννήθηκε κι εδώ εξακολουθεί να ευδοκιμεί και ν’ ανθοφορεί, ευτυχώς για όλους μας,
-είναι η ανάγκη να φωτίσω, έστω και ελάχιστα, έστω και αναδημοσιεύοντας, την πάρα πολλή δουλειά που κρύβεται πίσω από το έργο ενός ποιητή,
-είναι η ανάγκη με τον τρόπο αυτό τον ελάσσονα να αποχαιρετίσω έναν άνθρωπο της τέχνης που εμπνεύστηκε και αγάπησε πολύ την πόλη καταγωγής μου, τη Φλώρινα, «τη Μούσα του» όπως χαρακτηριστικά έλεγε, η οποία, ευγνωμονώντας τον για τις έξι ταινίες που γύρισε εκεί, έδωσε πριν από χρόνια τ’ όνομά του στην αίθουσα του Πολιτιστικού της Κέντρου και, τέλος,
-είναι η ανάγκη να βλέπουμε τον κόπο και το μόχθο που κρύβεται πίσω από την ποιητική γραφή και να τον σεβόμαστε.

Γιατί η ποίηση με τη στενή –που καθόλου στενή δεν είναι-, μα και με την ευρεία έννοια του όρου είναι και θα συνεχίσει να είναι το καταφύγιο του ανθρώπου για πάντα. Μιλώ φυσικά για την αληθινή ποίηση κι όχι για εκείνη που περνάει τον εαυτό της για ποίηση…


Στο Νώντα Τσίγκα, την «υπηρεσία αφύπνισής μας» μέσω του Διαδικτύου και στην Κατερίνα της Δημοτικής μας Βιβλιοθήκης, που έχει το σπάνιο και φοβερό προνόμιο να γνωρίζει τους λάτρεις της ποίησης που κατοικούν σ’ αυτόν τον τόπο…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Μαρτίου 2012, αρ. φύλλου 633
Φωτό: Σκηνή από ταινία του Αγγελόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ