ἡ ἀγάπη δουλεύει γιὰ τὸν σοσιαλισμὸ
Διονύσης Σαββόπουλος
Ὁρίζεται ὡς κοινωνικὸ ζήτημα τὸ πρόβλημα τῆς κατανομῆς τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Μὲ αὐτὸ συμπλέκεται τὸ θέμα τῆς ἐργασίας, τῆς ἐκμετάλλευσης, τοῦ παραγώμενου πλούτου, τοῦ ταξικοῦ διαχωρισμοῦ, τῆς ἰδιοκτησίας. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ σχέσεις παραγωγῆς θεωρήθηκαν ὁ κινητήριος μοχλὸς τῆς ἱστορίας, μέχρι καὶ σήμερα, ποὺ βιώνουμε τὴν ἀνθρωπολογικὴ μετάλλαξη τελικὰ τοῦ homo economicus, ἡ ἐκκλησιαστικὴ θεώρηση αὐτῆς τῆς πτυχῆς τοῦ βίου μένει ἐν πολλοῖς χωρὶς ἐπεξεργασία. Ἀυτὸ δὲ τὸ σύμπτωμα δὲν εἶναι παρὰ μία ἀκόμη ἀπόδειξη τοῦ ἐφάρματου συσχηματισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν κόσμο. Οἱ χριστιανοὶ δὲν ἀποτελοῦμε πιὰ τὴ ζύμη ποὺ μεταμορφώνει ἀλλὰ μᾶλλον τὸ βαρίδι ποὺ καθηλώνει. Ἡ σοβοῦσα κρίση ἐξάπαντος συνιστᾶ μιὰ πρώτης τάξεως εὐκαιρία, ὥστε οἱ διάσπαρτες καὶ λιγοστὲς ἐκκλησιαστικὲς δονήσεις νὰ γκρεμίσουν συθέμελα τὸ θρησκευτικὸ ἄλλοθι τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας.
Τὸ «χριστιανικὸ» αὐτὸ ἄλλοθι θεμελιώνεται στὴν ἀπολύτως αἱρετικὴ θέση ὅτι τὰ πνευματικὰ ζητήματα εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὰ ὑλικά. Ὁ πιστὸς θὰ πρέπει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ψυχούλα του, ἀδιαφορώντας γιὰ ὁτιδήποτε σχετίζεται μὲ τὸν «ἀνήθικο καὶ μολυσμένο» κόσμο. Στὴ θεώρηση αὐτὴ ἡ πολιτικὴ κριτικὴ ἀναλώνεται σὲ ἀτελέσφορα ἠθικὰ σχήματα, ποὺ ἀποδεικνύονται τελικὰ ἀνήμπορα νὰ ἐνεργοποιήσουν τὴν κοινωνία σὲ πρωτοβουλίες πέραν τῆς «χρηστῆς» διαχείρισης. Πάντοτε δὲ ἐξαντλοῦνται σὲ ἀσφυκτικὸ συντηρητικὸ πλαίσιο. Τὸ ἄθλημα τῆς μετοχῆς στὴν Ἐκκλησία ἐκφυλίζεται σὲ μεταφυσικὴ ἀναμονὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἀτομικὴ ἠθικὴ πράξη, ποὺ ἁπλῶς ὑποθάλπει τὸ ἐξόχως ἀντικοινωνικὸ αὐτὸ φρόνημα.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι ἤδη παροῦσα καὶ αὐτὸ ποὺ ἀναμένεται εἶναι ἡ καθολική της φανέρωση στὰ ἔσχατα. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ἐγκαινίασε δὲν ἀρνήθηκε τὴν ὕλη. Τὴν προσέλαβε μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τὴν Γέννησή Του καὶ τὴν ἀφθάρτισε κατὰ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα γεγονὸς μὲ καθοριστικὴ γιὰ τὴν ταυτότητά της ὑλικὴ πτυχή. Γιὰ νὰ συντελεστεῖ τὸ εὐχαριστιακὸ δεῖπνο, ποὺ συγκεφαλαιώνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ εἶναι, ἀπαιτεῖται ἡ προσφορὰ τῆς ὕλης. Τὰ προσφερόμενα δῶρα (ψωμὶ καὶ κρασὶ) ἀποτελοῦν μιὰ συμπερίληψη τῶν πλέον ὑλικῶν συνθηκῶν καὶ στοιχείων τῆς ζωῆς: σπόρος, χώμα, νερό, φῶς καὶ ἡ ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου κατατίθενται στὴν Ἐκκλησία, γιατὶ ἡ βιολογικὴ πρόσληψή τους δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴν ζωή. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ περιβάλλον καὶ ἡ βιοχημικὴ διάσπαση τῶν προϊόντων του ἀπὸ τὸν ὀργανισμὸ δὲν ἀναστέλλουν τὴ βουλιμία τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ δωρίζονται στὸν Θεὸ καὶ ἀντιδωρίζονται μεταβληθέντα, ὥστε νὰ μεταμορφωθεῖ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης. Ἡ ἐργασία, ὁ φυσικὸς κόσμος καὶ οἱ καρποὶ ποὺ λαμβάνονται μεταμορφώνουν τὴν ἐπιβίωση σὲ ζωή, τὴν ἀτομικὴ ὕπαρξη σὲ συνύπαρξη, τὸ ἀδιαφοροποίητο πλῆθος σὲ κοινωνία προσώπων. Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω ἡ ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀποστρέφεται τὴν ὕλη. Ἀντιθέτως τὴν γυμνάζει ἀδιάκοπα γιὰ νὰ μὴν ἀπωλέσει τὸν κοινωνικὸ προσανατολισμό της.
Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ κάθε πτυχὴ τοῦ βίου ἐμπνέεται ἀπὸ τὴ θυσία, τὴν ἀλληλεγγύη, τὴ συμπάθεια. Οἱ φορεῖς αὐτοῦ τοῦ ἤθους δὲν μποροῦν παρὰ νὰ ζοῦν ὡς διαπρύσιοι κήρυκες τῆς δικαιοσύνης, ὡς ἄσπονδοι ἐχθροὶ τῆς ἐκμετάλλευσης, ὡς ἀσυμβίβαστοι ἀνατόμοι τῆς ἠθικῆς ὑποκρισίας. Ἀνατρέχοντας κανεὶς στὶς ρίζες τοῦ ἐπαναστατικοῦ αὐτοῦ φρονήματος εἶναι ἀδύνατο νὰ προσπεράσει τὶς συναφεῖς μὲ τὸ κοινωνικὸ ζήτημα ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ στὸν λαὸ τοῦ Ἱσραήλ, ποὺ προτυπώνει τὴν Ἐκκλησία.
Προτοῦ λοιπὸν φανερωθεῖ ὁ Θεὸς ἐν σαρκὶ ὁ ἄσαρκος Λόγος ὑποδεικνύει στὸν λαὸ νὰ ἀποδίδει ὁπωσδήποτε τὸ μεροκάματο τοῦ ἐργάτη μέχρι τὸ τέλος τῆς ἡμέρας ἀποδίδοντας μάλιστα ἐπακριβῶς τὴν ἀξία τῆς ἐργασίας του (Λευ 19, 13 καὶ Δτ 24, 14). Σὲ ἄλλο σημεῖο ἡ στέρηση τοῦ μισθοῦ λογίζεται φόνος! (Σοφ. Σειρ. 34, 22) Ἡ ἐκμετάλλευση τῆς ὑπεραξίας, κατὰ τὴν μαρξιστικὴ ὁροθεσία, δὲν ἔχει καμία θέση στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Τὸ ἐπίκαιρο δὲ ζήτημα τοῦ τόκου, στὸ ὁποῖο θεμελιώνεται τὸ σύγχρονο καπιταλιστικὸ χρηματοπιστωτικὸ σύστημα, καταγγέλεται μὲ ἰδιαίτερη αὐστηρότητα (Ἔξ 22, 25-26 • Λευ 25, 35-37). Ὅσο ἀφορᾶ στὸ θέμα τῆς καθιερωμένης δουλείας ἢ τῆς παρουσίας ξένων μεταξὺ τῶν ὁμοεθνῶν οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφέστατες: ὁ δούλος θὰ πρέπει νὰ ἀπελευθερώνεται κάθε ἕβδομο ἔτος, ἐνῶ ὁ ξένος εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο καταπίεσης καὶ ἐκμετάλλευσης (Ἔξ 21, 2 • 22, 21). Ἡ κοινωνικὴ μέριμνα γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς ἐκφράζεται μὲ τὴν ὑπόδειξη νὰ μὴν γίνεται ὁλοκληρωτικὸς θερισμὸς τῶν ἀγρῶν ἢ παρόμοιος τρύγος, ὥστε ἀπὸ τοὺς ἐναπομείναντες καρποὺς νὰ τρέφονται οἱ πένητες (Λευ 19, 9-10). Ὁ θεσμὸς τοῦ ἰωβηλαίου ἔτους ἐξυπηρετοῦσε ἀκριβῶς τὴν πρόνοια καὶ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη. Κάθε πεντηκοστὸ ἔτος γινόταν ἀπελευθέρωση τῶν δούλων καὶ οἱ ἀγορασμένες ἰδιοκτησίες ἐπιστρέφονταν στὸν ἀρχικὸ ἰδιοκτήτη τους, θεσμοθετώντας ἔτσι προσκόμματα στὴ συσσώρευση τοῦ κεφαλαίου, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα. Ὅσο γιὰ τὴν εὐσεβιστικὴ νωθρότητα καὶ τὴν ἄρνηση τῆς διεκδίκησης, ποὺ ἐπιδεικνύει στὸ ὄνομα τῆς «ταπείνωσης» ὁ μικροαστισμὸς τῶν σύγχρονων χριστιανῶν, ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος δίδει μὲ ἀφορμὴ ἕνα παλαιοδιαθηκικὸ περιστατικὸ βροντερὴ ἑρμηνεία. Ὅταν ὁ Θεός, γράφει ὁ Ἅγιος, συμβουλεύει τοὺς Ἑβραίους κατὰ τὴν ἀποχώρησή τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο νὰ πάρουν μαζί τους χρυσὰ καὶ ἀσημένια σκεύη καὶ ρουχισμὸ ἀπὸ τοὺς ἐκμεταλλευτές τους, τὸ κάνει γιὰ νὰ ξεπληρωθεῖ ἔτσι ἕνα μέρος τῶν ἀπλήρωτων καὶ ἄδικων κόπων τους!
Τὸ σχόλιο τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου δὲν ἀποτελεῖ προσωπικὴ ἐκτίμηση. Εἶναι ριζωμένο στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴ νέα πιὰ συμφωνία τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἀποκτᾶ τὶς καθολικές του διαστάσεις. Εἰδικότερα, στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀδελφόθεου Ἰακώβου, ἐξαπολύεται λόγος πολεμικὸς ἐνάντια στὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἐργαζομένων ἀπὸ τοὺς πλουσίους, ὅπου μεταξὺ ἄλλων λέγεται ὅτι ὁ μισθὸς ποὺ παρανόμως παρακρατήθηκε ἔγινε κραυγὴ ποὺ φτάνει ἕως τὸν οὐρανό. Ἡ διαχρονικὴ πρακτικὴ τῶν ἐκμεταλλευτῶν ἰσοδυναμεῖ γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο μὲ τὸν φόνο ἀθώου (Ἰακ. 5, 4-6).
Θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ παρατεθοῦν ἑκατοντάδες χωρία ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ κοινωνικὴ τοποθέτηση τῶν ὁποίων θὰ ἔκανε μεταγενέστερους ριζοσπάστες νὰ θεωρήσουν ἑαυτοὺς συντηρητικούς. Οἱ πάμπολλες πατερικὲς ἀναφορὲς καὶ τὰ συναφῆ σχόλια θὰ μποροῦσαν, χωρὶς φυσικὰ καμία διάθεση συνθηματολογίας, νὰ συνοψισθοῦν στὶς παρακάτω καταθέσεις: «εἰ γὰρ ἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοί ἐστε, πόσῳ μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς», γι’ αὐτὸ «ὕλας δὲ πλούτου σωρεῦσαι ἀναμαρτήτως, ἀμήχανον». Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴ διδαχὴ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, ἕνα πρωτοχριστιανικὸ κείμενο τοῦ δευτέρου αἰώνα, ἐφόσον οἱ χριστιανοὶ μετέχουν ἀδιακρίτως καὶ ἰσότιμα στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, μοιράζονται δηλαδὴ καὶ κοινωνοῦν τὸν ἴδιο τὸν ἀθάνατο Θεό, πόσῳ μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ ἔχουν πάντα τὰ ὑλικὰ κοινά. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, θὰ σημειώσει ὁ Ἅγιος Ἀστέριος Ἀμασείας τοῦ τετάρτου αἰώνα, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει κανεὶς πλούτο χωρὶς νὰ ἀδικήσει. Οἱ δύο αὐτὲς παρακαταθῆκες δὲν ἀποτελοῦν περιπτωσιακοὺς συνθηματολογικοὺς ἀφορισμούς. Συνοψίζουν προγενέστερες καὶ μεταγενέστερες παρόμοιες γνῶμες διάσπαρτες στὸ ἔργο διάφορων Πατέρων. Δὲν πρόκειται γιὰ κληρονομημένη ὁμογνωμία ἀλλὰ γιὰ τὴ σαφέστατη ἑρμηνεία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ὕπαρξης. Μὲ ἄλλα λόγια: δὲν ὑπῆρξαν οἱ Πατέρες κοινωνικοὶ ἐπαναστάτες. Ἁπλῶς ἑρμήνευσαν μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τους τὴν ἐπαναστατικὴ πρόταση ζωῆς ποὺ ἀπευθύνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ πρόταση αὐτὴ περιγράφεται θεωρητικὰ στὸ τριαδικὸ καὶ τὸ χριστολογικὸ δόγμα, ποὺ ἀποκάλυψε στὸν κόσμο ὁ Χριστός. Ἁπτὴ πραγμάτωσή τους γεύεται ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ἔνταξη στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ὁ Θεὸς εἶναι τριαδικὴ προσωπικὴ κοινωνία ἀγάπης. Κανένα ἀπὸ τὰ Πρόσωπα αὐτὰ δὲν εἶναι περισσότερο ἢ λιγότερο Θεὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀλλὰ καὶ καθένα διακρίνεται γιὰ τὴν προσωπικὴ μοναδικότητά Του. Στὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας λοιπὸν αἴρεται ἡ πόλωση μεταξὺ τοῦ ἑνὸς καὶ τῶν πολλῶν, τοῦ ἀτόμου καὶ τῆς μάζας. Ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὑπῆρξε ἡ σάρκωση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Χωρὶς αὐτὴ ἡ τριαδικὴ κοινωνία τῆς ἐλευθερίας θὰ ἦταν μία ἰδεολογία. Ὁ Χριστὸς ἔλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὸ ἀνθρώπινο κορμί, τὴν ὕλη, δὲν ἀρνήθηκε τὴν ἱστορία. Καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νὰ πραγματοποιήσει στὴ ζωή του αὐτὴ τὴν κένωση, τὸ ἐρωτικὸ ἄδειασμα τοῦ ἑαυτοῦ του, κατὰ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, γεύεται κατὰ χάριν τὴν πληρότητα τῆς θείας ζωῆς. Στὸ εὐχαριστιακὸ τραπέζι ἡ ὕλη καὶ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου γίνονται σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς οἱ ἐθνικὲς διακρίσεις (οὐν ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην), ἡ ταξικὴ ἀνισότητα (οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος), ἡ ὑποτιμητικὴ διάζευξη τῶν φύλων (οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ) καὶ ὅποια ἄλλη ἐξωτερικὴ διαφοροποίηση καὶ κατηγοριοποίηση συνιστοῦν ἔκπτωση γιὰ τὸ ἦθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας.
Γι’ αὐτὸ ἡ κοινοκτημοσύνη στὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια δὲν ἀποτελοῦσε ἕναν παροδικὸ ρομαντισμὸ ἢ τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἠθικῆς ἐγρήγορσης. Φανέρωνε στὸν βίο τὸν ἐμπεδωμένο τρόπο τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῆς ἱστορίας καὶ τῆς ὕλης. Ἡ πολιτεία τῆς κοινοχρησίας συνοψίζει κοινωνικὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ τρόπο ὕπαρξης. Ἀπὸ τὴν καινότροπη αὐτὴ ζωὴ πηγάζει ἡ ὀργάνωση τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ ποὺ πραγματοποίησε ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ τὸ προνοιακὸ κατόρθωμα τῆς Βασιλειάδας του• οἱ μύδροι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου κατὰ τῆς ἄδικης πλουτοκρατίας καὶ ἡ ἀδιάλειπτη παρότρυνσή του γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κομμουνισμοῦ (κατὰ τὸν μακαριστὸ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη)• ἡ καταγγελία τοῦ τόκου από τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας ἀπὸ τὸν ἕτερο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τόσα ἄλλα, τὰ ὁποῖα ὁ ἀστικὸς ἐκφυλισμὸς τοῦ σύγχρονου χριστιανισμοῦ παραγνωρίζει.
Διανύουμε περίοδο νηστείας. Εἶναι ἡ κατεξοχὴν περίοδος κατὰ τὴν ὁποία οἱ χριστιανοὶ θυμόμαστε νὰ ἀσκήσουμε τὸ «καθῆκον» τῆς ἐλεημοσύνης. Οὐσιαστικὰ νὰ «ἀγοράσουμε» λίγη θρησκευτικὴ ἐπανάπαυση. Γιατὶ πραγματικὸ καθῆκον τοῦ χριστιανοῦ, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, «ἀκίνδυνα» χωρία ἐκ τῶν ὁποίων συνηθίζουμε οἱ θεολογοῦντες νὰ ἀποστηθίζουμε γιὰ νὰ προσδίδουμε κύρος στὴν ἰδεοληψία μας, δὲν εἶναι ἡ πρόσκαιρη ἀπάλυνση τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἐνδεοῦς ἀδελφοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ὑποστηρίζει ὅτι ἡ πρακτικὴ αὐτὴ δὲν θεραπεύει τὸ πρόβλημα ἀλλὰ ἀποτελεῖ περισσότερο ὑπόμνηση τῆς δυστυχίας του. Ὑποθῆκες σὰν αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι «ὁ ἐκ τοῦ περισσεύματος προσφέρων ἀπρόσδεκτος» (P.G. 31, 304) καταφέρουν σφοδρὸ χτύπημα στὶς ἐφησυχασμένες συνειδήσεις. Σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ φανερώνει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Ἀπόρροια αὐτῆς τῆς ὑπαρκτικῆς ἀνακαίνισης πρέπει νὰ εἶναι ἡ βοήθεια στὸν ἐνδεῆ. Διαφορετικὰ ἡ ἐπαγγελόμενη καινὴ κτίση καταντᾶ κενή, ἔμπλαστρο στὸν ἑτοιμοθάνατο.
Στοὺς δύσκολους καιρούς μας εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐνταθεῖ ἡ μέριμνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπως ὅμως ἡ φροντίδα ἑνὸς δένδρου γιὰ νὰ καρποφορήσει δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντλεῖται στὴν περιποίηση μόνο τῶν κλάδων του, ἔτσι καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα στοχεύει στὴ ρίζα τοῦ κακοῦ. Ἡ θωπεία τοῦ ἐλεήμονος ἀνήκει σὲ συστήματα ἠθικοῦ καλλωπισμοῦ, ὄχι στὸ ἐπαναστατικὸ πρόταγμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀληθεύει ὁ βίος. Εἶναι ἀμείλικτη ἡ πατερικὴ κριτικὴ στὴν ἐλεημοσύνη, ποὺ ἀσκεῖται ἀπὸ τὴν ἐγωμανία τῆς πλουτοκρατίας. Ἀπαντῶνται συνεχεῖς παραινέσεις τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ ὡς πρὸς τὸ ἀνώφελον τῆς ἐλεημοσύνης, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἐργαζομένων καὶ τὸν ἰὸ τῆς πλεονεξίας. Ἐπίσης συχνὰ ἐφιστᾶται ἡ προσοχή, ὥστε ἡ ἐλεημοσύνη νὰ μὴν ἀποτελεῖ τὸ ἄλλοθι γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀδικία. «Ποιὸ τὸ ὄφελος ἂν δημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς μὲ τὴν ἐκμετάλλευση καὶ κατόπιν ἀνακουφίζεις ἕναν μὲ τὴν ἐλεημοσύνη;», ἀναρωτιέται ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιὰ νὰ καταλήξει: «ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν ἐκμεταλλευτῶν, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε τὸ πλῆθος τῶν ἐξαθλιωμένων» (P.G 46, 445 Α-Β). Ὁ ἴδιος Πατέρας ζητᾶ τὴν κατάργηση τῆς ὀργανωμένης τοκογλυφίας «καὶ πάντες ἕξομεν τὴν αὐτάρκειαν» (P.G 46, 445). Θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ εἰπωθεῖ ὅτι αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ σήμερα μὲ τὴν κατάρρευση τοῦ ἀδηφάγου ἐξτρεμιστικοῦ καπιταλισμοῦ; Στὸ ἴδιο κλίμα ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης ἀπαγορεύει στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας νὰ δέχονται δωρεὲς ἐκμεταλλευτῶν (P.G 89, 452 Β). Γιὰ νὰ φτάσουμε καὶ πάλι στὸν Χρυσόστομο Ἰωάννη ὁ ὁποῖος δικαιολογεῖ τὴν ἐπαναστατικὴ ἔκρηξη τοῦ φτωχοῦ. Μάλιστα χαρακτηρίζει ἐπιτιθέμενο ὄχι αὐτὸν ποὺ διεκδικεῖ βίαια τὸ ψωμί του ἀλλὰ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐνῶ προσέρχεται τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία τελικὰ προτιμᾶ τὸ χρυσάφι! (P.G 60, 535-538)
Ἐν ὀλίγοις: ἡ ἐκκλησιαστικὴ πρόταση ζωῆς δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ ἠθικὸ ρετουσάρισμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας. Προτείνει τὴν βαθειὰ χειρουργικὴ τομὴ γιὰ νὰ ἀποβληθεῖ ἡ ἐπίκτητη κακοήθεια τοῦ ἐγωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἰσχωρεῖ καὶ μολύνει καὶ τὶς πλέον ἀλτρουιστικὲς ἐκδηλώσεις τῆς κοινωνικότητας. Ἐκκλησιασμὸς τοῦ κοινωνικοῦ ζήτηματος λοιπὸν σημαίνει ὅτι ἡ κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δὲν εἶναι ἕνα ἐπιμέρους πρόβλημα τῶν ἐπαγγελματιῶν τῆς διαχείρισης ἢ τῶν «φιλάνθρωπων». Τὸ κοινωνικὸ ζήτημα συνιστᾶ «τόπο» γιὰ τὴ φανέρωση τοῦ καινοῦ εὐχαριστιακοῦ τρόπου. «Τοὐμὸν καὶ τὸ σὸν ἀπελήλαται τῶν ὧδε» (Ε.Π.Ε. 9, 369), τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου ἔχει ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν τρόπο, γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Συνεπῶς τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος θέμα ἀποτελεῖ τὸ κριτήριο τῆς θεσμικῆς ὑπαναχώρησης τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῆς ζωντανῆς καὶ γνήσιας παρουσίας της. Ἡ πνευματικὴ ἐγρήγορση, ὅταν ἐκπίπτει σὲ ἀτομικὸ συμφέρον καὶ ἠθικὴ αὐτασφάλιση, ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ προσλάβει καὶ νὰ μεταμορφώσει ὕλη καὶ κόσμο, μπορεῖ νὰ εἶναι μία ἀκόμη ἰδεολογία• Ἐκκλησία ὅμως ὄχι.
Ὁ ταξικὸς διαχωρισμὸς δὲν εἶναι ἱδρυμένος ἄνωθεν γιὰ νὰ κερδίζουν τὸν παράδεισο ὁ μὲν πλούσιος μὲ τὴ «φιλανθρωπία» του, ὁ δὲ φτωχὸς μὲ τὴν ὑπομονή του. Εἶναι ἡ ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑπάρξει ὄντως• εἶναι ὁ σκισμένος χιτώνας τοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο οἱ χρεοκοπημένες ἰδεολογίες παίζουν ζάρια. Τουλάχιστον οἱ χριστιανοὶ ἂς γνωρίζουμε ὅτι κληθήκαμε νὰ ὑπάρξουμε ὡς σύντροφοι στὸ κοινὸ εὐχαριστιακὸ τραπέζι κι ἂς μετανοοῦμε, διότι τὸ τραπέζι τῆς ἱστορίας (τὸ κοινωνικὸ ἀντίκρυσμα τῆς εὐχαριστίας) μὲ εὐθύνη μας παραμένει κομματιασμένο, ἄστρωτο καὶ θλιβερὰ ἰδιωτικό. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἐπαναπροσδιορισμὸ τῆς ζωῆς μπορεῖ ὄντως νὰ ξεπηδήσει μὲ ἀξιώσεις ἐλπίδα. Ὅσο γιὰ τὴν ἔνσταση ὅτι αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν παρὰ εὐσεβεῖς πόθους, ἡ πείρα τοῦ Μ. Βασιλείου διαβεβαιώνει ὅτι «οὐδὲν γὰρ οὕτως ἴδιον τῆς φύσεως ἡμῶν, ὡς τὸ κοινωνεῖν ἀλλήλοις» (Ὅροι κατὰ πλάτος Β´, ἐρωτ. Γ´, 1, 13-14). Ἂς ξαναβροῦμε λοιπὸν τὴ φύση μας! Αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος κι ἡ κατεξοχὴν πατρίδα. Ἡ ἀδικία εἶναι ἡ οὐτοπία.
Σχετικά κείμενα:
- ΑΝΔΡΕΑΒΙΤΟΥΛΑ: corpus Christi ἢ ἄλλως corpus narcissi
- ΑΝΔΡΕΑΒΙΤΟΥΛΑ: Ἡ ἀκρισία γεννᾶ τὴν κρίση
- ΑΝΔΡΕΑΒΙΤΟΥΛΑ: Μιὰ ἀγωνία ὅλο τέχνη
- ΑΝΔΡΕΑΒΙΤΟΥΛΑ: Μεγάλη Τεσσαρακοστή: επ-αναστατικό οδοιπορικό εξέγερσης
- ΑΝΔΡΕΑΒΙΤΟΥΛΑ: Η αγαπητική τρέλλα της Ορθοδοξίας… σε ένα νησί
- ΑΝΔΡΕΑ Γ.ΒΙΤΟΥΛΑ: Η οικουμενικότητα της Εκκλησίας και το σύνδρομο του επαρχιωτισμού
- ΑΝΔΡΕΑ Γ.ΒΙΤΟΥΛΑ: Θρησκευτική αποχαύνωση και εκκλησιαστική αφύπνιση
- ΑΝΔΡΕΑ Γ.ΒΙΤΟΥΛΑ: Οξυγόνο πνευματικό στην ασφυξία του κόσμου…
- ΑΝΔΡΕΑ Γ.ΒΙΤΟΥΛΑ: Ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας και το ήθος του Επισκόπου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.