6.7.12

ΜΠΕΣΣΗ ΜΙΧΑΗΛ: 2012: Διπλό «χρυσό Ιωβηλαίο»



Ζούμε τη ζωή μας
βλέποντας υποχρεωτικά μπροστά
αλλά την κατανοούμε
κοιτάζοντας προς τα πίσω...

(Κίρκεγκορ)

Διπλό χρυσό Ιωβηλαίο αποτελούν φέτος για μένα δύο σημαντικές επέτειοι : πρώτα, η συμπλήρωση 50 χρόνων από εκείνη τη καλοκαιρινή μέρα του 1962 που κατέβηκαν για τελευταία φορά τα σκαλιά του Γυμνασίου Καστοριάς οι 43 απόφοιτοι της χρονιάς . Tαυτόχρονα, εμπεριείχε ήδη το 1962 το χρυσό ιωβηλαίο των 50 χρόνων (1912-1962) ελεύθερης Καστοριάς. Δεν έχω ακριβή ανάμνηση πώς κι αν γιορτάστηκε γιατί ήδη είχα φύγει. Καθώς τον χρόνο που ξεκίνησε δηλαδή το 2012, αντίστοιχα συμπληρώνονται τα 100 χρόνια απελευθέρωσης της Μακεδονίας –Θράκης και ιδιαίτερα της Καστοριάς, γράφονται αυτές οι γραμμές έξω από κάθε διάθεση τυπολατρίας ή βερμπαλισμού αλλά με ουσιαστική πεποίθηση ότι τέτοια επέτειος συνιστά πραγματική γιορτή νοσταλγικής θύμησης ελπίζω για πολλούς, όχι μόνο για μένα. Πρώτα, για να μη ξεχνάμε τις ζωντανές αλήθειες της ιστορίας και της αυτογνωσίας, μέσα από τις βιωμένες ζωές της καθημερινότητας και της καλύτερης δυνατής παράδοσης του τόπου μας. Κύριως όμως, για να μεταλαμπαδεύεται στο παρόν, ίσως για το μέλλον, όποια γνώση ή και γνώμη προέρχεται από αυτόπτες μάρτυρες για έργα και ημέρες του παρελθόντος σαν λιθαράκι στο κτίσιμο της ιστορικής αλήθειας. Ένα νήμα συνέχειας σαν άϋλη γέφυρα που μικραίνει το χάσμα των γενεών, ή σαν ψηφίδες κάποιας άδολης προσθήκης στη συλλογική μνήμη, προσφορά στην κριτική ικανότητα των νεώτερων και ίσως ως συμβουλή αλληλέγγυας ενημέρωσης. Προ παντός όμως φόρος τιμής σε ό,τι μας μάθανε οι προγεννήτορες και φτάσαμε να μάθουμε με εύκολο ή δύσκολο τρόπο για τους εαυτούς μας και τη ζωή...

Αυτόν τον αιώνα που διαλέγω με νοσταλγία και υπερηφάνεια να αποτελέσει αυστηρά προσωπικό αυτοβιογραφικό διπλό χρυσό ιωβηλαίο και θα προσπαθήσω να γιορτάσω με τον τρόπο μου, ξαναπλέκοντας τη μικρή μου ιστορία μέσα από αναμνήσεις, στοιχεία ή στιγμιότυπα που αφορούν στα πρόσωπα και στις ζωές της μάλλον μεγάλης οικογένειάς μου στα χρόνια μεταξύ 1912-1962. Αναμνήσεις, που θα μπορούσαν να είναι γνώριμες ή αντιπροσωπευτικά οικείες για πολλούς συντοπίτες. Παράλληλα και σαν συμμετοχή στην επέτειο, επιχειρώ μια εντελώς επιλεκτική αναφορά των ιδιαίτερων εμπειριών, γεγονότων, σκέψεων, συναισθημάτων που έζησα και πιθανόν μοιράζομαι με άλλους από τη γενιά μου, από το 1962 μέχρι σήμερα. Ένα οδοιπορικό στιγμών και σχόλια σκέψεων, για το σημαντικό δεύτερο μισό αυτής της τόσο κρίσιμης ελληνικής εκατοεντηρίδας που συνιστά την δική μου επέτειο 50ετίας και που σημαίνει πολλά για μένα, χωρίς καμμιά φιλοδοξία ιστορικότητας, χωρίς έπαρ-ση, αλλά με το χέρι στη καρδιά…

Το 1912, τη χρονιά που νικήθηκε η Τουρκοκρατία κι ελευθερώθηκε ο τόπος μας, ο πατέρας μου ήταν μόλις 4 χρονών .Η οικογένεια Κοσμά Νάκου Μιχαήλ στο Αργος Ορεστικό ήταν μια εκτεταμένη, μάλλον γνωστή για την ιδιαίτερη ικανότητα του παππού Κοσμά στην επίλυση διαφορών, εύπορη οικογένεια εμπόρων-κτηματιών με 10 (δέκα!) τότε παιδιά 8 αγόρια και 2 κορίτσια (άλλα 2 αγόρια γεννήθηκαν μετά). Από αυτά επέζησαν 9, καθώς δυό λεβεντόπαιδα χάθηκαν στα νιάτα τους από «κρύωμα»,ενώ ο τρίτος έφυγε στα 15, άγνωστο σε μένα από τί. Είναι ακόμη εντυπωμένη στη μνήμη μου η εντυπωσιακά αξιοπρεπής στωικότητα με την οποία η γιαγιά Βασιλική περιέγραφε τις απώλειες των παιδιών και του συζύγου, την εποχή της έλλειψης φαρμάκων...Τα δύο κορίτσια παντρεύτηκαν πρώτα και έκαναν καλούς γάμους με 2 παιδιά η κάθε μια, τα 3 αγόρια συνέχισαν σπουδές (εμπορική σχολή, γεωπονική, ιατρική), και όλοι τελικά δημιούργησαν δικές τους οικογένειες, εγκαταστημένοι κυρίως στη Καστοριά και το Άργος, ένας στη Θεσσαλονίκη, αποκτώντας 18 συνολικά παιδιά μαζί με μας τους δυό, που είναι τα πατρικά πρώτα μου εξαδέλφια.

Πρόλαβα από τους γονείς του πατέρα μόνο τη γιαγιά Βασιλική, που κληροδότησε το όνομα σε μένα και άλλες πέντε εγγονές από γυιούς. Ήταν μια μικρή το δέμας όμορφη παρουσία, καλά διατηρημένη ακόμη και στη μεγάλη ηλικία, πάντοτε με τσεμπέρι, μακριές φούστες, ακέραια προσωπικότητα και σιδερένια μητριαρχική πυγμή που διαφέντευε, ιδίως μετά τον πρώιμο θάνατο του παππού στα 54 του χρόνια, τη μικρή κοινωνία της. Δούλευε προσωπικά σκληρά, φροντίζοντας το βιος της, ετοιμάζοντας τυριά, βελέντζες ή γαλατόπιτες και μέχρι τα βαθειά γεράματα διάβαζε τους μύθους του Αισώπου και τους βίους των αγίων.

Το σπίτι στο Άργος Ορεστικό ήταν για μας τα παιδιά πάντα μια γιορτινή επίσκεψη, κάπως γοητευτικά βουκολική σε σχέση με το περισσότερο αστικό περιβάλλον της Καστοριάς. Θυμάμαι, είχε στα πρώτα παιδικά μου χρόνια ένα υποστατικό που φιλοξενούσε το χειμώνα αρκετά πρόβατα, αποθήκες για τα καπνά και την χαρακτηριστική τουλούμπα στο πηγάδι με το νερό στον κήπο πέρα από τη μονοκατοικία που αλλαγμένη αρκετά μόνο στο εσωτερικό, στέκεται μέχρι σήμερα ίδια, δίπλα στα νεώτερα σπίτια των ξαδέλφων μου. Τότε, όλο το σπίτι ευώδιαζε πάστρα και ξεχώριζε παντού αυτή η ξεχωριστή μυρωδιά από τις πλυμένες χειροποίητες βελέντζες ανάμεικτη με το άρωμα από το δικό της τυρί που κρεμόταν σε λευκά πανιά στην ισόγεια αποθήκη. Παίζαμε στον κήπο όσο είμαστε μικρά, αλλά όταν μεγαλώσαμε κάπως, πηγαίναμε ως τα μποστάνια στο ποτάμι τον Αλιάκμονα, που δεν ήταν πολύ μακριά. Η ανάμνηση της σειράς των ποδιών καθώς καθόταν όλοι οι μεγάλοι στα ντιβάνια με τις πολύχρωμες βελέντζες στο καθημερινό (ήδη από την αρχή αποτελούσαμε φυσικά πολυπληθή ομήγυρη στις γιορτές) και η εικόνα της γιαγιάς με ανασηκωμένα τα μανίκια να ψήνει την ειδική γαλατόπιτα στον εξωτερικό φούρνο, το «σιατσι», είναι από τις πιο χαρακτηριστικές.

Για τους αρραβώνες, γάμους ή βαφτίσια κυρίως των τριών γυιών που έμειναν στο Άργος, χρησιμοποιούνταν η μεγάλη σαλοτραπεζαρία με τις άπειρες καρέκλες στον πρώτο όροφο. Εκεί όπου υπήρχαν οι κρεβατοκάμαρες με τα λευκά τζάκια που ήταν η δική μου συμπάθεια. Η κύρια όμως και καθοριστική ανάμνηση είναι μια αύρα αγάπης, σεβασμού και ομόνοιας σε ένα σχεδόν περιφραγμένο από ανθρώπινη κακία ή μιζέρια οικογενειακό περιβάλλον. Οι μεγάλοι είναι πάντα σεβαστοί, τα αδέλφια και οι συγγενείς πάντα αλληλουποστηρίζονται με κάθε τρόπο και οι συγκρούσεις αποφεύγονται ή μετριάζονται, αυτό ήταν το τρίπτυχο οικογενειακό δόγμα χωρίς παραβάσεις.

Δεν θυμάμαι καθόλου καυγάδες, η ήρεμη αξιοπρέπεια όλων εμπόδιζε ανόητες παρεκτροπές. Αν μάλιστα σκεφθώ ότι επτά συνυφάδες και δύο αδελφές δεν αντάλλαξαν όχι μόνο μεταξύ τους άσχημη κουβέντα, αλλά ούτε με την σεβάσμια πεθερά, φαίνεται ότι όλες μαζί, καταργήσανε δυναμικά την εθιμική κακοδαιμονία μιας δύσκολης σχέσης. Όλες, ξεχωριστές: η πρώτη αδελφή Μαριγούλα, ψηλή, αγέρωχη και η άλλη στο άλλο άκρο, η γελαστή Φιλαρέτη με τα έξυπνα γαλανά μάτια, κι οι δυο παντρεμένες με Γιάννηδες, μια στο Άργος έμπορο, η άλλη στη Καστοριά, γουνέμπορο. Η πρώτη νύφη, η πολύ χαριτωμένη φυσική ξανθιά, δραστήρια Ιφιγένεια κι αγαπημένη δεύτερη «μαμά» γιατί ζούσαμε 14 χρόνια μαζί, η όμορφη μελαχροινή μαμά Καλλιόπη, αχώριστες αδελφοσυνυφάδες .Η αριστοκράτισσα απόμακρη Όλγα, η πληθωρική Σαλονικιά Κατερίνα, η χαρούμενη Κλαίρη, η μόνη με 3 παιδιά, η πικάντικη, κεφάτη και τόσο νωρίς χήρα Ρίτσα και η σοβαρή, κλασική Βογατσιώτισσα Κατίνα, παρέμειναν αγαπημένες ως το τέλος, ή τουλάχιστον έτσι τις θυμάμαι, οπότε πρέπει να πιστέψω ότι αυτές οι παραδειγματικές σχέσεις οφείλονταν σε συνδυασμό χαρακτήρα, αγωγής, αξιοπρέπειας και καλής μοίρας που φύλαξε αυτές τις εννιά γυναίκες, τους άνδρες τους και μας τα παιδιά τους, από κακές αναμνήσεις κακών σχέσεων...

Όσο για τους θείους μου, ήταν οι Καστοριανοί, ο πρωτότοκος Χρηστάκης, τακτικός και με δικό του ρυθμό, ο κοινωνικός Αριστοτέλης, ο συνεσταλμένος γεωπόνος γαλανός Νάκος με την ωραία κατατομή, και ο Κώστας ο γιατρός, ο γραμμένος που έλεγε η γιαγιά με κρυφό καμάρι (πόσο της έμοιαζε! Πόσο νωρίς έφυγε...),ο ωραίος, ευγενικός και γαλαντόμος «Σαλονικιός» Λεωνίδας, οι Αργείτες, ο ζωηρός Χαράλαμπος, ο νοικοκύρης Μιχάλης . Ο καθένας με την ιστορία του κι όλοι για τον καθένα... Από τα πατρικά ξαδέλφια, έχω ειδική σχέση με την πρωτότοκη Ντότα (που ήταν λίγο μικρότερη από τη μαμά μου ) και είχα με την Κική που έφυγε πριν λίγα χρόνια αφού περάσαμε μαζί την παιδική μου ηλικία (αν και τελείωσε Γυμνάσιο εσωτερική στο Καλαμαρί), τον Ηρακλή, την Βίκη, την συνονόματη γιατρό νέας γενιάς Βασιλική αλλά και όλους, απλά ήταν μικρότεροι ή μακριά, οπότε οι ηλικίες και η απόσταση, μας ενώνουν φυσικά σπανιότερα παρά τους ακατάλυτους δεσμούς των κοινών αξιών και παρακαταθηκών αξιοπρέπειας κι ακεραιότητας της οικογένειας.

Η μητρική οικογένεια του δερματέμπορου και βυρσοδέψη Γιάννη Μαλεγκάνου και της Γλυκερίας (από το παλιό σόι των Δημότση, τους γονείς της γιαγιάς, που είχα τη τύχη να προλάβω ζωντανούς ) ήταν πιο κοντινή, μια που τα σπίτια ήταν απέναντι στο Απόζαρι, αλλά και ηλικιακά, όλοι ήταν πιο μικροί .Η μαμά μου, πρώτη από τα 7 αδέλφια, παντρεύτηκε στα 17 μέσα στη γερμανική κατοχή κι εγώ γεννήθηκα στα 18 της, μιαν αυγουστιάτικη μέρα, λίγο πριν φύγουν νικημένοι οι κατακτητές. Η θεία μου περιέγραφε ζωντανά πως ξεπέρασαν την απαγόρευση κυκλοφορίας λόγω επικείμενης γέννας το προηγούμενο βράδυ..... Η διαφορά που είχα με τους «θείους, θεία» ήταν 19 χρόνια με τον πρωτότοκο πρασινομάτη Αργύρη που έφυγε πρώτος στα 44 του, 18 με τον Παναγιώτη, το εύστροφο πειραχτήρι της οικογένειας,16 με την πάντοτε καλοπροαίρετη Φούλη, 15 με τον γενναιόδωρο Κώστα, 12 χρόνια με τον Νίκο, ωραίο σαν έλληνα και 11 χρόνια με τον μικρότερο, τον ιδιαίτερα αγαπητό Τιμολέοντα. Μεγαλώσαμε εγώ κι ο δυο χρόνια μικρότερος αδελφός μου μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεγάλης αγάπης και ειδικά γενναιόδωρης φροντίδας μια που υπήρξαμε τα πρώτα εγγόνια, ιδιαίτερα χαϊδεμένα από την πληθωρικά δοτική γιαγιά και από τον μοναδικό παππού που σε μας δεν εμφανίσθηκε ποτέ αυστηρός πατριάρχης σε αντίθεση με ιστορίες από τα δικά του παιδιά . Αντίθετα, θυμάμαι τις κυριακάτικες εθιμικές εξορμήσεις στον Σούλιο για κωκ, στον Τζήλλα για μιλφεϊγ, και την ευχαρίστηση να μας έχει μαζί του ιδιαίτερα στα πανηγύρια στο Άργος ή στο Βογατσικό (εκτός αν του πειράζαμε τις κότες, τότε θύμωνε...). Αλλά και όλη η γειτονιά μας χαιρόταν ως τα πρώτα μεταπολεμικά παιδιά ... Από τις συγκλονιστικότερες παιδικές αναμνήσεις της δεκαετίας ήταν εικόνες του εμφυλίου:

Η μεγάλη τρύπα στη στέγη του σπιτιού από βόμβα, το τρέξιμο στο υπόγειο «καταφύγιο» του σπιτιού όταν ακούγαμε πυροβολισμούς, η εικόνα των συλληφθέντων ή τραυματισμένων (μάλλον ελαφρά) «ανταρτών» καθισμένων στα πεζούλια, ντυμένων με βαριές σκούρες χλαίνες, στο προαύλιο του σχολείου που είχε μετατραπεί σε Νοσοκομείο... Όταν όλα αυτά τελείωσαν, άρχισε η άλλη κοινωνική πληγή της μετεμφυλιακής Ελλάδας η μετανάστευση, ιδίως στην Αμερική. Θυμάμαι τη μεγάλη εντύπωση που μου έκανε πόσος κόσμος είχε έλθει για να ξεπροβοδίσει τον πρώτο γυιό που ξενητευόταν και το κρασί που έχυσε στο κατώφλι της εξώπορτας η γιαγιά σαν καλό κατευόδιο. Ακολούθησαν άλλοι δύο, κι ο ένας μάλιστα χάθηκε από καρδιά μόλις έφθασε στη γη της επαγγελίας . Στο δημοτικό σχολείο πάλι έχω την εικόνα από άλλου είδους μετανάστευση, ήταν μερικά παιδιά που «γυρνούσαν από το παραπέτασμα»κι εντυπωσιαζόμουν από τις επιδέξιες γυμναστικές ασκήσεις που ξέρανε να κάνουνε και μας μαθαίνανε... Η εντονότερη πάντως ανάμνηση δεν ήταν τόσο το σπάνιο αλλά γερό ξύλο που έφαγα από τον μπαμπά ( από τη μαμά ήταν συνηθισμένη τακτική ) επειδή, αντί να παραδώσω ένα δεκάρικο που βρήκα μέσα στο παντοπωλείο του Μίκη, το οικειοποιήθηκα για αγορές (καραμέλες κι ένα στυλό θυμάμαι), όσο το ότι υποχρεώθηκα να το επιστρέψω, ζητώντας συγγνώμη, αυτοπροσώπως...

Τη δεκαετία του ’50 η εφηβεία ήταν το σημαντικότερο στάδιο για να ονειρευόμαστε τον έρωτα, πάντα πλατωνικά όπως τον συναντούσαμε στις ατέλειωτες αλυσιτελείς «βόλτες», ιδίως τα «καλά» κορίτσια, το μέλλον, τη ζωή χωρίς όρια, χωρίς καταπιεστικούς, ηθικο-«υποκριτικούς» καθωσπρεπισμούς, με μεγάλες προσδοκίες και ακόμη μεγαλύτερη αγωνία πότε θα μεγαλώσουμε και θα φύγουμε από τον προσλαμβανόμενο ως κλοιό της μικρής επαρχιακής μας πόλης... Οι μεγάλοι παρακολουθούσαν με επιφύλαξη ως συγκατάβαση αυτή τη παράξενη γενιά που οι «ακραίες» συμπεριφορές ονομαζόταν «τεντυμποϊσμός» και διεκδικούσε περισσότερη ελευθερία, χόρευε ροκ-εντ-ρολ και αμφισβητούσε το ως τότε, αλάθητο των μεγάλων. Κι έτσι, φθάσαμε στη περίφημη δεκαετία του ’60. Εδώ η μητρική οικογένεια μεγάλωσε, οι δύο θείοι στην Νέα Υόρκη παντρεμένοι με Ελληνοαμερικανίδες προκόψανε, οι τρεις στη Καστοριά ακολούθησαν, η θεία παντρεύτηκε στη Θεσσαλονίκη και γεννήθηκαν τα περισσότερα μητρικά ξαδέλφια μου που φθάσανε αισίως τα 13 (εκτός από εμάς τους δύο). Και με όλους αυτούς οι σχέσεις είναι στενές, ίσως στενότερες με μερικούς αντικατοπτρίζοντας τον αδελφικό, βαθύ σύνδεσμο με τους γονείς τους αλλά κι εδώ υπάρχουν αποστάσεις: οι 2 εγκατεστημένοι στη Νέα Υόρκη, δύο στη Θεσσαλονίκη, οι υπόλοιποι στην Καστοριά με τις οικογένειές τους, εκτός από τρεις στην Αθήνα.
Ήδη, πολλοί από τη 3η γενιά σπουδάζουν ή ετοιμάζονται... Η διαφορά, αν υπάρχει ανάμεσα στις δύο οικογένειες είναι ότι η πατρική μοιάζει πιο ιστορική ή παραδοσιακή, συντηρητική με την καλύτερη έννοια του όρου, μια οικογένεια που δεν καταδεχόταν να φερθεί με αγένεια, μια οικογένεια με ισχυρές αρχές.

Τα παιδιά είχαν κι έχουν όλοι οι επίγονοι, αυτή τη φυσική ευγενική νωχέλεια που δεν είναι πάντοτε η καταλληλότερη μέθοδος «επιτυχίας»... Η μητρική ήταν νεώτερη γενιά, φαίνεται να αναδεικνύουν αισθητικά μεγαλύτερη περηφάνεια κι επιχειρηματικά μεγαλύτερη δραστηριότητα, πρακτικοί στο εμπόριο αλλά με μπέσα, ίσως πιο ταξιδεμένη λόγω γούνας. Η προκατάληψη μου είναι δεδομένη γιατί η δική τους υποστήριξη ήταν δεδομένη διαχρονικά.Τα παιδιά τους ακολούθησαν πολλούς δρόμους σε δυσκολότερους καιρούς... Το σύνολο των πρώτης συγγένειας ατόμων με τους γάμους και τις γεννήσεις ήδη στα μεγαλύτερα από τα ξαδέλφια στη δεκαετία του ’60 και υπολογίζοντας τις ήδη υπάρχουσες απώλειες, ανερχόταν σε 70 άτομα!

Τα δεκαοκτάχρονα 21 κορίτσια και 22 αγόρια που τελειώνοντας το Γυμνάσιο ξεκινούσαν το 1962 την ενήλικη ζωή εκείνη την φανταστική δεκαετία, είχαν μπροστά τους ένα σχεδόν απεριόριστης ελπίδας και προσδοκιών, μέλλον. Η Βασιλική, η Ρεγγίνα, η Στέλλα, ηΤασούλα η Ευδοξία, η Καίτη, η Ειρήνη... Ο Τάκης, ο άλλος Τάκης, ο Λευτέρης, ο Γρηγόρης, ο Λάζαρος κι άλλοι, όλοι, ξεκινούσαμε. Ε ίτε προχωρώντας σε σπουδές ή σε οποιαδήποτε εργασία οι καστοριανοί baby boomers, οι γεννημένοι στο τέλος ενός αποκρουστικού πολέμου προσέβλεπαν σε έναν ανοικτό και παραγωγικό ορίζοντα ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ικανότητές τους. Ειδικά στη περιφέρεια της Καστοριάς, είχε αρχίσει η μεγάλη αντιστροφή των δεινών της δεκαετίας του ΄40 ΄της κατοχής, των καταστροφών του εμφυλίου, της υπαγορευμένης από τη φτώχεια μαζικής μετανάστευσης, ιδιαίτερα των νέων, της δεκαετίας του ΄50 και άρχιζε η επιστροφή σταδιακά στην ήρεμη, δραστήρια καθημερινότητα με πρώτη κι εδώ εκδήλωση την έντονη αστυφιλία, καθώς όλοι εύρισκαν δουλειά στην προσοδοφόρα γουναρική. Έμοιαζε να βρίσκεται όλη η κοινωνία στο κατώφλι της εμφάνισης μιας άλλης Ελλάδας που προσπαθούσε να ξεχάσει την « ανάπηρη δημοκρατία» των νικητών, των κοινωνικών φρονημάτων, των εκτοπίσεων, του σχεδίου Μάρσαλ, της Φρειδερίκης. Αναδυόταν μια τάξη με φαινομενικά ρωμαλέα αλλά τελικά επιφανειακή, χωρίς στέρεα δομικά στοιχεία μεταπρατική ανάπτυξη, αισιόδοξη οικονομικά αρχικά με τα εμβάσματα και τα δέματα των μεταναστών και με διαρκώς αυξανόμενη απαίτηση από το αύριο.

Η αύξηση της παραγωγής ιδιαίτερα της γούνας και επομένως του κατά κεφαλήν εισοδήματος έφερε πολλούς από τα γύρω χωριά στη Καστοριά, η πόλη άρχισε να γεμίζει πολυκατοικίες και αυτοκίνητα και επίδειξη, οπότε ένα κομμάτι της λιτής αρχοντιάς άρχισε να χάνεται. Πραγματικά με ενοχλούσε όταν άρχισαν να αποκαλούν τον νομό μας νομό νεοπλούτων (από το ΝΝ στους αριθμούς των αυτοκινήτων ), αλλά πρέπει να περιέγραφε εξέλιξη που μάλλον αργότερα θα χαρακτήριζε συνολικότερα την επικρατήσασα ελληνική νοοτροπία. Φυσικά δεν πρέπει να εξαιρέσουμε τους πολιτικούς πρωταίτιους αυτής της δυστοπίας, αφού η πολιτική και πολιτισμική «ανάπτυξη» τους παρέμεινε αναντίστοιχα στάσιμη, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη την δυναμική της οικονομίας. Έτσι, παρά τον Ανένδοτο, παρά το 114, παρά την αύρα δυνατότητας πραγματικής εξέλιξης, η πολιτική παρέμεινε χειραγωγήσιμη από άλλα κέντρα όπως τους Αμερικανούς, το στέμμα, το Στρατό όπως απέδειξε έμπρακτα το ΄67, η εύκολη βύθιση στην επτάχρονη δικτατορία μέσα στον ορυμαγδό των παρακμιακών «Ιουλιανών»...

Όμως ας γυρίσουμε στα πρόσωπα. Για μένα η δεκαετία πρακτικά ξεκίνησε με την εμπειρία της Ευρώπης καθώς το καλοκαίρι του ‘62, μια υποτροφία αγγλικών, μου γνώρισε μιαν άλλη εκπαίδευση στο κοσμοπολιτικό Λονδίνο κι άνοιξε διάπλατα τη πόρτα των φαντασιώσεων για μελλοντικές δυνατότητες. Επιστρέφον- τας, η ιδέα των σπουδών στο Πανεπιστήμιο έγινε πεποίθηση και έχοντας πολύ καλές βάσει ς από εξαιρετικούς καθηγητές του Γυμνασίου Καστοριάς, χωρίς φροντιστήριο, έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις με 20ήμερο συστηματικό διάβασμα και πέτυχα με καλή σειρά στην Ιατρική Θεσσαλονίκης. Η χαρακτηριστικότερη αντίδραση για την ριψοκίνδυνη επιλογή να σπουδάσω κατά τις συντηρητικές αντιλήψεις της εποχής περί του γυναικείου προορισμού, προήλθε από τη γιαγιά Βασιλική: «Καλά, είπαμε να δώσεις εξετάσεις αλλά όχι και να πετύχεις...» Γιατί τα κορίτσια τότε «εξασφαλιζόταν» μόνο με ένα καλό γάμο... Εκείνη λοιπόν η χρονιά είχε να επιδείξει ταυτόχρονα ίσως το μεγαλύτερο ως τότε, ποσοστό εισαγωγής αποφοίτων του Γυμνασίου στο Πανεπιστήμιο, ιδιαίτερα αρκετών κοριτσιών, όπως τη Στέλλα, τη Καίτη και άλλων που έχασα τα ίχνη. Και από τα αγόρια έχουμε στην Ιατρική τον Τάκη και τον Θανάση, τον Λιόντα πανεπιστημιακό, ενώ μερικοί έκαναν καριέρα στην Αμερική ή Καναδά. Οι υπόλοιποι /ες πιθανόν διάλεξαν εργασίες κυρίως την ανερχόμενη ραγδαία γουναρική, που έδινε ήδη καλές αποδοχές κι ακόμη καλύτερες προοπτικές, ή τα κορίτσια παντρεύτηκαν κι έκαναν οικογένειες. Γενικά η τάξη των αποφοίτων του ‘62, ήταν μια καλή φουρνιά από νέους ανθρώπους θέλω να ελπίζω με στέρεες αξίες και συνετές φιλοδοξίες, που διδάχθηκαν σωστά από καλούς καθηγητές (ακόμη και οι πιο «στριμμένοι» σεβόταν και αξιοποιούσαν θετικά αν και αυστηρά τις γνώσεις τους), έστω κι αν η κοινωνική και ηθική «ορθολογικότητα» υπαγόρευε καμμιά φορά αυταρχικές συμπεριφορές, για μας τότε φυσικά οπισθοδρομικές αν όχι υποκριτικές.
Όλοι φθάσαμε κάπου. Μερικοί (ελπίζω κι εύχομαι λίγοι δεν ξέρω άλλους ) έφυγαν για πάντα, γρηγορότερα όπως η Ρεγγίνα ή αργότερα όπως ο Γρηγόρης (ο στρατηγός της τάξης) κι η τραγική Αλέκα. Αυτοί που μείναμε, δεν βρεθήκαμε όλοι μαζί ποτέ άλλοτε εκτός από το πρώτο (και τελευταίο) πάρτυ των αποφοίτων στο σπίτι μου.

Η δεκαετία του ’60 σημαδεύτηκε για μένα από την εμπειρία της πανεπιστημιακής φοίτησης και ταυτόχρονα αρνητικά, από την αρρώστια και τον θάνατο του πατέρα μου τον Δεκέμβριο του ’63 όταν άρχιζε το 2ο έτος. Η απώλεια του πατέρα είναι οπωσδήποτε τραυματική με το βαρύ πένθος για έναν αγαπημένο, σχετικά νέο άνθρωπο και την μεγάλη ανασφάλεια που εμποτίζει την οικογένεια, ιδίως εκείνη την εποχή της λιτότητας ακόμη. Όμως η απώλεια του συγκεκριμένου γλυκού, δημοκρατικού για την εποχή πατέρα και του κοινωνικού, σκεπτόμενου δημόσιου ανθρώπου, που στην κηδεία του η υπερήλικη μητέρα του μοιρολογούσε ως «χρυσή μου γλώσσα» (ήταν για χρόνια πρόεδρος διάφορων συλλογικών ενώσεων πχ του Επιμελη- τηρίου, του Δημοτικού Συμβουλίου ),την εποχή που άρχιζε να διαμορφώνεται ουσιαστική διαλεκτική σχέση μεταξύ μας, άφησε τεράστιο συναισθηματικό κενό. Ευτυχώς, υπήρχε αυτή η εκτεταμένη και στενή οικογενειακή σχέση που βοήθησε με πολλούς τρόπους, και τους τρεις. Εμένα στη Θεσσαλονίκη η αδελφή της μητέρας μου μού πρόσφερε στέγη, ώσπου διορίστηκα πανεπιστημιακός βοηθός τα δύο τελευταία χρόνια των σπουδών, τον αδελφό μου στην Νέα Υόρκη οι εγκατεστημένοι εκεί θείοι προσφέρανε τη δυνατότητα να σπουδάζει και να εργάζεται στη γουναρική, ενώ η μαμά, πολύ νέα χήρα στη Καστοριά, ήταν περιτριγυρισμένη από όλους με πολύ αγάπη και φροντίδα. Έτσι τελειώσαμε τις σπουδές μας. Οι στενοί δεσμοί με όλη την οικογένεια, πατρική και μητρική συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με όσους έχουν μείνει...

Και, ήρθε η Χούντα. Η αρχικά επιφυλακτική στάση μου σχετικά με το ακαταλόγιστο των πολιτικών που έφεραν με την διχόνοια την ακυβερνησία, σε συνδυασμό με την προσδοκία για το αδιάφθορο των στρατιωτικών, μετατράπηκε σταδιακά σε σιγουριά ότι «η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Είχα ήδη διορισθεί στο Πανεπιστήμιο λίγες μέρες πριν (14/4/67!) αλλά αποδέχθηκα τον υποχρεωτικό διορισμό τον Απρίλιο του ΄69 σε Αγροτικό Ιατρείο έξω από τη πόλη της Κέρκυρας αναστέλλοντας την παραμονή μου στο Πανεπιστήμιο γιατί είχα κουραστεί από την αυταρχικότητα του συστήματος. Όμως κι έτσι δεν απέφυγα την αόρατη επιβολή μιας περιοριστικής ατμόσφαιρας παρά την γοητεία της Κέρκυρας πριν από την τουριστική «αξιοποίηση».... Ένα περιστατικό στη Κέρκυρα επιβεβαίωσε την υποψία ότι ειδικά η «επανάσταση» τρώει τα παιδιά της χωρίς έλεος ή ενδοιασμό: είναι καλοκαίρι και καταπλέει αμερικανικό αεροπλανοφόρο στο λιμάνι. Συγγενής μου, είναι σωματάρχης στα Γιάννενα και με παίρνει μαζί του στη δεξίωση του αμερικανού διοικητή του αεροπλανοφόρου. Στις προπόσεις τολμά να αναφερθεί στην ισοτιμία της σχέσης των δύο λαών και στο σεβασμό του ενός προς τον άλλο. Σε λίγους μήνες αποστρατεύθηκε... Η Κέρκυρα αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντική για μένα καθώς στη Παλαιοκαστρίτσα έγινε ο γάμος μου με κερκυραίο συνάδελφο μόλις τελειώσαμε την υποχρέωση του Αγροτικού, και αμέσως μετά φύγαμε για ειδικότητα στην Αγγλία. Χωρίς κανένα προγραμματισμό ξεκινούσαμε με το θάρρος ή θράσος της νιότης και τα εχέγγυα της κραταιάς επιστήμης. Δεν μας απογοήτευσε η Ιατρική. Η 5ετία στο Λονδίνο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, ήταν μια πλούσια εμπειρία που ξεκίνησε από άπειρη βουτιά στις άγνωστες διαδικασίες εισόδου και απόκτησης άδειας εργασί- ας. Είμαστε τυχεροί γιατί εκείνο το διάστημα οι φιλόδοξοι άγγλοι γιατροί φεύγανε για την Αμερική κι επομένως υπήρχαν θέσεις για μας. Μας έκανε φοβερά θετική εντύπωση ότι μετά τις θετικές συνεντεύξεις, μας περίμενε έτοιμο, επιπλω- μένο διαμέρισμα και εξασφαλισμένη τροφή στο Νοσοκομείο. Επιπρόσθετα το σύστημα βοήθησε στην εμπέδωση ιατρικών γνώσεων κι εμπλούτισε την επαγγελματική εμπειρία με έναν τρόπο εκπαίδευσης και μια κουλτούρα κοινωνικής αντίληψης που προωθούσε τον σεβασμό στον ασθενή, την πρωτοβουλία στη διεκδίκηση επιμόρφωσης και καταξίωνε την ατομική προσπάθεια. Ένα σύστημα που αξιοκρατικά διαχειριζόταν τους ικανούς, πολύ διαφορετικά από την ελληνική αυταρχική ιατρική της έδρας, του άνισου, διαπλεκόμενου με νεποτισμό ανταγωνισμού και συχνά αναποτελεσματικά γραφειοκρατική αν όχι φανερά άδικη, όπως την είχα ζήσει, ιδιαίτερα στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Εκτός από την καλή επαγγελματική εμπειρία, η Αγγλία έγινε ο τόπος γέννησης της κόρης μου, και ο συνδυασμός των δύο καθιστά τη χώρα ιδιαίτερα αγαπητή σε μένα. Εκεί παρακολουθήσαμε στη τηλεόραση το τί ακριβώς γινόταν στη τραγική Κύπρο, την παραληρηματική άφιξη του Καραμανλή στην Αθήνα, μάλιστα το βράδυ της ίδιας μέρας που μας επιτράπηκε επιτέλους (λόγω της επιστράτευσης ) να επιστρέψουμε στη Αγγλία από διακοπές στη Κέρκυρα!

Η επιστροφή στην Ελλάδα ήταν σχετικά ομαλή με επιλογή εγκατάστασης στην Αθήνα της μεταπολίτευσης. Ζούμε από το ΄75 στη Κηφισιά ως σήμερα. Το 2004 μετά 25 χρόνια έγγαμης ζωής αποφασίσαμε κοινή συναινέσει, να χωρίσουμε αλλά παραμένουμε φιλικοί μεταξύ μας και χαιρόμαστε από κοινού τα εγγόνια μας. Διορισμένοι αρχικά και οι δύο στο ΚΑΤ, ο σύζυγος συνέχισε περί τα 20 χρόνια στο ίδιο νοσοκομείο και συνταξιοδοτήθηκε από διευθυντική θέση στη Χαλκίδα.

Σχετικά με την οικογένεια, κάποια στιγμή τη δεκαετία του ΄90 είχα μετρήσει 142 άτομα πρώτης συγγένειας. Από τότε χάθηκαν αρκετοί και κάθε απώλεια μετρούσε πραγματικά με μόνη παρηγοριά τη γέννηση των παιδιών (2ης και 3ης γενιάς), που κάπως κάλυπταν το κενό, όχι όμως και την αίσθηση της συνάφειας, την οικειότητα της αθωότητας με ανθρώπους που μοιραστήκαμε την παιδική μας ηλικία... Η μόνη αναντικατάστατη κυριολεκτικά απουσία είναι της μητέρας μου που πάντα καμάρωνα για την όμορφη παρουσία της... Γνωρίζοντάς την καλύτερα τα τελευταία δέκα χρόνια που ζούσαμε μαζί, την εκτίμησα ακόμη περισσότερο πέραν της αγάπης που φυσικά ενέπνεε. Η μοναδικά ακέραια, αγαπημένη από παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα μάμη, έφυγε το 2010 όρθια, περήφανη όπως έζησε, ξαφνικά στην αγαπημένη της Καστοριά, σε μια σημαδιακή σύμπτωση... Από τις σημαντικότερες σχέσεις στη ζωή μου αν όχι η πιο ουσιαστική, εγκεφαλικά, κοινωνικά, ανθρώπινα, αναδεικνύεται η αδελφική. Ο μικρός ντροπαλός αδελφός που παράσερνα σε ριψοκίνδυνα παιχνίδια και τις έτρωγα από τη μαμά και για τους δυό, ο νεαρός έφηβος που έστελνε τα προβλήματα φυσικής του γυμνασίου στη φοιτήτρια αδελφή να λύσει, ο στυλοβάτης της πυρηνικής οικογένειας τα επόμενα χρόνια με τον ασυμβίβαστα ακέραιο τετράγωνο ορθολογισμό, είναι πάντα δίπλα μου με κάθε τρόπο. Σήμερα, γείτονας κι ευτυχισμένος οικογενειάρχης με τα πολύτιμα κορίτσια του, τη όμορφη τσελίστρια Λέσλη που εμπλούτισε τη ζωή όλων με τον εξαιρετικό χαρακτήρα, τη μουσική παιδεία, την πολύπλευρη αμερικανομεξικάνικη κουλτούρα και τις δύο όμορφες χαρισματικές κόρες, χαρίζει τη σιγουριά της αγάπης και την ευχαρίστηση της διαλεκτικής πάλης επί παντός επιστητού....

Φυσικά, η οικογένεια της μονάκριβης κόρης, τα δυο χρυσά αγαπημένα αγόρια, τα εγγόνια μου, είναι για μένα ό,τι πολυτιμότερο, η ίδια η χαρά της ζωής.Η κρίση τους βρήκε στη πιό παραγωγική ηλικία και μολονότι οι επιχειρηματικές επιλογές τους ήταν σωστές με την απόφαση για επένδυση σε παραδοσιακό ξενώνα στο Πάπιγκο, η εποχή δεν αντάμειψε επάξια τη προσπάθεια. Η αγάπη τους για την πανέμορφη φύση της περιοχής και η επικέντρωση σε περιήγηση, ορειβασία ράφτινγκ, ακόμη και κολύμπι στον κατακάθαρο (και κρύο!) Βοϊδομάτη ή στις ξεχωριστές κολυμπήθρες τραβά ανθρώπους με διάθεση για υγιή σπορ και αληθινή περιήγηση. Όμως, όχι σε περίοδο τόσης ανεργίας των νέων... Ίσως ό,τι γράφω προορίζεται κυρίως γι’ αυτούς...

Τέλος, ένα πολύ σύντομο σχόλιο για τη φιλία και τη σημασία της στην ενήλικη ζωή μου. Η διάκριση από την παιδική /εφηβική φιλία είναι απαραίτητη επειδή με τον τρόπο που έζησα, φεύγοντας από τους τότε φίλους, μοιάζει να σταμάτησε η δυνατότητα της εξέλιξης και της συνάφειας που είναι απαραίτητες για μια τέτοια ισχυρή σχέση. Έχω λοιπόν φίλους και των δύο φύλων, ελάχιστους παρόντες στη ζωή μου σταθερούς διαχρονικά, μερικούς πιο αποστασιοποιημένους αλλά με σταθερή την αμοιβαία ευχαρίστηση σε κάθε συνάντηση. Οι πολλοί γνώριμοι έχουν αραιώσει, ιδιαίτερα μετά τη συνταξιοδότηση αλλά κι εγώ δεν αισθάνομαι να έχω τον χρόνο ή την διάθεση να καταβάλλω την απαραίτητη προσπάθεια για συνέχιση συμβατικών ή σχέσεων γενικά βαρύθυμων...

Η επαγγελματική-επιστημονική καριέρα μου στην Αθήνα πιστεύω έχει ενδιαφέρον τόσο για την πλούσια ιατρική-ερευνητική εμπειρία που μου χάρισε με τον αριθμό και την ποικιλία των νοσοκομείων στα οποία θήτευσα, όπως ΚΑΤ, Παίδων «Αγία Σοφία», Μαιευτήριο «Έλενα», «Τζάνειο» «Αγία Όλγα», όσο και γιατί έζησα όλη την προσπάθεια της ενθουσιώδους έναρξης αλλά και τη παρακμιακή συνέχεια του ΕΣΥ. Κοινωνικά, είχα την τύχη να ασχοληθώ με συλλογικότερου ενδιαφέροντος ιατρικά αντικείμενα, όπως η Αιμοδοσία και η Θαλασσαιμία, που έδιναν μιαν άλλη διάσταση στην ερευνητική δυνατότητα αλλά και την εφαρμοζόμενη πολιτική στο χώρο της Υγείας. Η μελέτη της θαλασσαιμίας μου χάρισε τον τίτλο του Διδάκτορος και η Αιμοδοσία αρχικά, την πικρία για την οξεία αντιπαλότητα (που πληρώθηκε με πολύ ταλαιπωρία)και την αδυναμία μου να πείσω τους ιθύνοντες για τη μεγάλη σημασία της εγκατάστασης Κέντρου Συλλογής Βλαστικών Κυττάρων Ομφαλίου Λώρου στο Μαιευτήριο «Έλενα», ενώ είχαμε ξεκινήσει πειραματικά τη προσπάθεια το ΄93 με τη χορηγία του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Αλλά και τελικά, την μεγάλη ικανοποίηση να οργανώσουμε με τους συνεργάτες μου στο «Αγία Όλγα» ένα πρότυπο, αυτοματοποιημένο και το πρώτο δημόσιο πιστοποιημένο κατά ISO τμήμα Αιμοδοσίας. Η αναφορά γίνεται όχι για τα εύσημα, όσο για την απόδειξη ότι όλα (σχεδόν) είναι εφικτά στην Ελλάδα αν υπάρχει γνώση, βούληση, πειθώ, δέσμευση σ’ έναν κοινό σκοπό κι έλλειψη ανταγωνιστικών αντιδράσεων...

Πριν φθάσουμε εδώ κάποια σχόλια. Η δεκαετία του ΄70 σημάδεψε για μένα, την φαινομενική εδραίωση της ονομαζόμενης ακόμη καχεκτικής Δημοκρατίας με το δημοψήφισμα για τη μοναρχία και την αποκατάσταση των αριστερών κομμάτων. Καχεκτική, γιατί από ένα τεράστιο ποσοστό αναδειχθέντων «αντιστασιακών» κάτω από ένα στρώμα έντονης αλλά υπόκωφης ακόμη επιθυμίας για αλλαγή, με σοσιαλαριστερές φωνές, τελικά ελάχιστες ουσιαστικές αλλαγές έγιναν.
Η δεκαετία του ’80 ξημέρωσε ως η μεγάλη Αλλαγή που ενώ αρχικά έδωσε ελπίδες για ουσία, στο δρόμο κουράστηκε από τη μέθη των πρασινοφρουρών, απόκαμε από τη διεφθαρμένη κακομεταχείριση των «ιδεολόγων» της εξουσίας «από τον λαό για το κόμμα και τον εαυτό» και πέθανε τελικά μέσα σ΄ ένα τσουνάμι δικών, χρεών, εκλογών που ξανάφεραν τη δεξιά ξεκλειδώνοντας με τις πράξεις και παραλείψεις του ΠΑΣΟΚ, το χρονοντούλαπο της Ιστορίας.

Η παράξενη δεκαετία του ΄90 μπήκε με κυβέρνηση Μητσοτάκη στη κόψη του ξυραφιού και διεκδίκηση κομματικού κράτους στα πρότυπα των «σοσιαλιστών» από μάλλον λιγότερο ικανά «στελέχη». Έτσι, συνεργούντος του Σαμαρά και της μάχης για το «όνομα» ή τέλος πάντων της αδυναμίας κυβερνητικής ευστάθειας, ξαναεκλέξαμε τον μετά Χερτφιλντ και Δήμητρα, Ανδρέα Παπανδρέου. Ίσως αν ζούσε περισσότερα χρόνια ο maverick της πολιτικής απαλλαγμένος από τον μείζονα ναρκισσισμό της παντοδυναμίας και με έντονη την αίσθηση του πεπερασμένου, να κατάφερνε με αρκετούς σωστούς συνεργάτες να φέρει την έναρξη της αλλαγής που είχε αρχικά υποσχεθεί. Όμως δεν του δόθηκε ο χρόνος, ενώ μας πρόλαβε η Ωνασειάδα με κατάληξη τον σημιτικό εκσυγχρονισμό...

Εκείνη τη δεκαετία είχα τη τύχη να γνωρίσω σημαντικά πρόσωπα στη πολιτική, στην ιατρική ακαδημαϊκή κοινότητα, στο συνδικαλισμό και δεν έπαψε να με ξαφνιάζει το μέγεθος της ικανότητας των ανενδοίαστων μέτριων να εκτοπίζουν τους πραγματικά ικανούς. Κομματισμός, συντεχνιασμός, φατριασμός και μια ακατάσχετη ροπή προς άνομη ιδιοτέλεια δεν επέτρεψαν ούτε τον Σημίτη να δημιουργήσει το εκσυγχρονιστικό ρεύμα που πιθανότατα επιθυμούσε, αποτρέποντας κάθε κίνηση προς ουσιαστική μεταρρύθμιση. Αντίθετα, η μόλυνση, με τη μορφή του Χρηματιστηρίου ή των εξόφθαλμων υπερβάσεων των Ολυμπιακών Αγώνων, επεκτάθηκε και τελικά τον συνέτριψε, φέρνοντας τον Γιώργο Παπανδρέου στο ΠαΣοΚ και τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή στην εξουσία.
Ελπίσαμε όλοι, ότι με δυο νέους ανθρώπους στην πολιτική, η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα θα σήμαινε επιτέλους πραγματική αλλαγή, πραγματικό εκσυγχρονισμό, πραγματική φροντίδα του κράτους για τον πολίτη. Παρά την γενικότερη απάθεια των νεώτερων σχετικά με τη διεκδίκηση νοήματος, αξιών, πολιτισμού, παρά την υποκατάσταση της αξιοκρατίας από την επαίσχυντη κομματοκρατία, παρά την επικράτηση της ήσσονος προσπάθειας και την έπαρση των αυτόματα δικαιούχων σε ηδονοθηρία ή ευδαιμονισμό, παρά τον άκρατο καταναλωτισμό με δανεικά… Ελπίσαμε στην ουτοπία…

Από τους πολίτες αντίστοιχα έλλειψε, και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί από τέτοιους ταγούς, η εμπιστοσύνη και ο σεβασμός προς ένα κράτος δικαίου κοινωνικά, θεσμικά /οργανωτικά, νόμιμο, ηθικό, επαρκές, με διαφάνεια, αλληλεγγύη και ασφάλεια, ένα κράτος σεβαστό σε φίλους και εχθρούς. Ήταν ίσως ευκολότερο να ζητήσουμε και τελικά πήραμε τον ουρανό του καπιταλιστικού καταναλωτισμού με τ΄άστρα του, τους γιάπηδες, ραντιέρηδες, λαμόγια... Προσωπικά, όταν ανακάλυψα ότι μετά 35 χρόνια συνεχούς εργασίας και το κλείσιμο του προσλαμβανομένου ως προσωπικού επιστημονικού κύκλου το 2004, το περιθώριο προσφοράς στένεψε κι η συνέχεια της ρουτινιέρικης αναμονής ήταν αδιάφορη, συνταξιοδοτήθηκα εκούσια. Μάλλον θεωρώ ότι πρόλαβα να συνδυάσω την αίσθηση της ολοκλήρωσης με μερικά χρόνια γαλήνης που μου επέτρεψαν να χαρώ τα εγγόνια μου,τη θάλασσα και τη γραφή...
Γιατί με την χρεωκοπία, επιλεκτική, τακτική ή όπως εξωραϊσμένα προσπαθούν να εξορκίσουν οι κυβερνώντες, σήμερα είμαστε όλοι (εκτός από το 1%; Των εχόντων και κατεχόντων) σε πολύ αστάθμητη ισορροπία ιδίως οικονομικά. Ακόμη και τη δυνατότητα να βοηθήσουμε τα παιδιά μας που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης άμεσα, μας στερούν με την σαρωτική επιδρομή στις δεδουλευμένες συντάξεις αυτοί που χρόνια μας υπόσχονται εν γνώσει τους ψεύδη για να εκλεγούν και να μας απομυζήσουν...

Αυτό λοιπόν το ακατανόητα σκληρό σήμερα καλώ τους συμμαθητές του ΄62 να με βοηθήσουν να καταλάβω όχι πως τα κατάφερε η γενιά μας να παραδώσει στους νεώτερους αλλά τί καλό έχει να προσφέρει ακόμη. Γιατί είναι τα δικά μας καλομαθημένα παιδιά που ουσιαστικά υφίστανται τις συνέπειες αυτών που εμείς αφήσαμε να κυβερνούν σήμερα χωρίς να σταματήσουμε την επέλαση της φαυλοκρατίας . Δεν πρέπει να παραμείνουμε συνένοχοι με μερικούς από μας που επιμένουν να παραμένουν μοιραίοι και άβουλοι κρατικοδίαιτοι κόλακες της εξουσίας, σε έναν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ανελέητο, αποτυχημένο «δημοκρατικό» δρόμο…

Είμαστε υποχρεωμένοι να βοηθήσουμε στην αναζήτηση του άλλου δρόμου στο αδιέξοδο των παιδιών μας. Εμείς, οι ενθουσιώδεις baby boomers τη γενιά που αποκλήθηκε baby loosers… Δεν γνωρίζω αν χαθήκαμε επιλεκτικά, ολοκληρωτικά ή τυχαία. Δεν ξέρω για τους περισσότερους, πού ζήσανε, πώς ζήσανε, τί τους έμαθε η ζωή. Θα μ΄ ενδιέφερε να θέσουμε μαζί το τριπλό ερώτημα και ο καθένας, με όποιο τρόπο επιθυμεί, να απαντήσει: Τί κόσμο κληρονομήσαμε; Ο δικός μου απολογισμός είναι αυτό το κείμενο… Σε τί κόσμο φέραμε τα παιδιά μας; Εδώ χωρά μεγάλη συζήτηση αλλά ίσως είναι και ο μίτος της Αριάδνης για να αντιληφθούμε τί και πώς έγινε… Σε τί παιδιά θα παραδοθεί ο κόσμος μας. Παιδεία, αγωγή, πολιτισμός ή χρεία, χρήμα, χάος.

Όμως, θέλω πρώτα να μάθω ότι είναι καλά, ότι θέλουν να μοιραστούν εμπειρίες γνώσεις, αισθήματα και νοσταλγία. Να σαλπίσουμε με αφορμή τη γιορτή των 50 χρόνων, το δικό μας χρυσό ιωβηλαίο με όσο κουράγιο διαθέτουμε, με όση ευχαρίστηση από το ότι ζήσαμε πολύ ενδιαφέρουσα εποχή κι ότι ελπίζουμε ακόμα, έστω παρά πάσα προσδοκία... Ελπίζουμε σε πείσμα της άχαρης πραγματικότητας του παγκοσμιοποιημένου ολέθριου καπιταλισμού, της «έκπτωσης του ζην» με τον καταναλωτικό ναρκισσισμό που καταπάτησε το δίκαιο, το νόμιμο και το ωραίο και σχεδόν κατέστρεψε το μακάριο όνειρο της νιότης, την Ελπίδα...

Αυτής της Νιότης που μοιραστήκαμε στην αρχή και που ό,τι υποσχόταν ήταν στο χέρι μας να πραγματοποιηθεί. Να ευχηθούμε κι ίσως να πιστέψουμε, ότι τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας θα τα καταφέρουν, όχι τόσο με υλικά αγαθά που ήδη διαπιστώσαμε την πενιχρή πραγματική τους αξία αλλά με πολύ ανθεκτικότερες αξίες του σεβασμού του άλλου, της αλληλεγγύης, της αγάπης για τον Άνθρωπο και τον Τόπο χωρίς εμάς αλλά καλύτερα από μας, γιατί τους χαρίσαμε κάποια Μνημοσύνη... Η φωνή κι ευχή, έρχεται από πολύ παλιά: «Αμες δε γ΄εσόμεθα πολλώ κάρονες»...



Η λέξη ιωβηλαίος προέρχεται από το εβραϊκό yovel, που σημαίνει το κέρας του κριαριού, το μέσον δηλαδή που χρησιμοποιούσαν για το σάλπισμα της γιορτής κατά τη συμπλήρωση 50 ετίας -χρυσό ιωβηλαίο -, από κάποιο αξιοσημείωτο γεγονός.


Φωτό: Ερυθρόμορφο κύπελλο συμποσίου του 5ου αι. π.Χ. του αγγειπλάστη Χαρίνου που ζωγράφισε ο Τριπτόλεμος. Μεταξύ των συμποσιαζόμενων διακρίνεται και ο μυθικός βασιλιάς της Αθήνας Κέκρωψ και ο Θησέας που σκότωσε τον Μινόταυρο. Μουσείο Καλών Τεχνών της Virginia, ΗΠΑ.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ τον Απριλιο 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ