17.7.12

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Οικουμενική κυβέρνηση, μακράν της οικουμένης και του λαού

ΟΔΟΣ 17.5. 2012 | 642


ΟΤΑΝ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΑΛΛΑΖΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ…

«Έτσι ήρθαν τα πράγματα,  μα έτσι δεν θα πάνε»
(Böyle Gelmiş Böyle Gitmez)

Αζίζ Νεσίν

Αδιέξοδο λοιπόν. Δεν ξέρω ποιος έχει την πατρότητα της φράσης «Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», θα τολμούσα όμως να πω πως η εφαρμογή του «Μνημονίου» σκοτώνει τη Δημοκρατία και γι’ αυτό οδηγούμαστε σε αδιέξοδα.

Κατ’ αρχήν πρέπει να σταθούμε στη βάση του προβλήματος. Οι εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 υποτίθεται πως είχαν σκοπό να θέσουν τα προβλήματα της χώρας στο λαό και αυτός να αποφασίσει αν επιθυμεί την συνέχιση της μέχρι τώρα ακολουθούμενης πολιτικής. Αν διαβάσουμε τα αποτελέσματα των εκλογών με ειλικρίνεια και αναζητήσουμε τα μηνύματα τους, θα δούμε ότι εκείνοι οι πολίτες που στάθηκαν απέναντι στο «Μνημόνιο» είναι περισσότεροι από τους υποστηρικτές του.
Το αδιέξοδο βεβαίως είναι συνέπεια ενός εκλογικού νόμου που κατασκευάστηκε όχι με γνώμονα τη δημοκρατική εκπροσώπηση, αλλά με κομματικούς υπολογισμούς.

Και βεβαίως για κάποιους θα ήταν όλα θαυμάσια, αν τα δυο κόμματα της συγκυβέρνησης είχαν λίγη τύχη παραπάνω και κατάφερναν να πιάσουν συνολικά τον αριθμό των 151 εδρών. Τότε θα σχηματιζόταν μια «μνημονιακή» κυβέρνηση, που θα εφάρμοζε τα συμφωνηθέντα με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Θα ήταν ικανοποιημένα τα δυο αυτά κόμματα και βεβαίως οι ξένοι δανειστές της χώρας. Ο λαός φυσικά θα βρισκόταν απέναντι – καίτοι αυτό θα άφηνε αδιάφορες τις ηγεσίες των δυο κομμάτων. Η κυβέρνηση αυτή θα παρέμενε γαντζωμένη στην εξουσία μέχρι την επόμενη προεδρική εκλογή, οπότε θα κατέρρεε ολοσχερώς και τα δυο κόμματα θα εξαφανίζονταν. Για να είμαι ειλικρινής κι εγώ πίστευα πως κάπως έτσι θα έρχονταν τα πράγματα. Αλλά δεν ήρθαν…
εν ξέρω αν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, ξέρω όμως ότι η ελληνική πολιτική είναι γεμάτη κακοτεχνίες και κακοτέχνες.
Κι επειδή η ιστορία δεν κινείται με υποθέσεις, αλλά σύμφωνα με τα γεγονότα, βρισκόμαστε μπροστά στο πρακτέο.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Γεγονός είναι ότι εδώ και πολύ καιρό διεξαγωγή εκλογών ζητούσαν τόσο τα κόμματα της Αριστεράς, όσο και το ΚΚΕ που ξεχώρισε εαυτόν από την Αριστερά, όσο βεβαίως και η συγκυβερνώσα Νέα Δημοκρατία. Αν βεβαίως τα αντιπολιτευόμενα κόμματα αδυνατούσαν να επιβάλουν τις εκλογές, το συγκυβερνούν συντηρητικό κόμμα μπορούσε και γι’ αυτό τις επέβαλε. Ή ορθότερα τις εκλογές της 6ης Μαΐου δεν τις επέβαλε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, αλλά ο αρχηγός του, ο οποίος προσδοκούσε μέσω αυτών να γίνει πρωθυπουργός, είχε μάλιστα δηλώσει ότι θα γίνονταν αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, εάν χρειαζόταν, προκειμένου να πετύχει την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.

Όμως τα πράγματα στη ζωή δεν έρχονται πάντοτε όπως τα σχεδιάζουμε. Έτσι και με τα αποτελέσματα των εκλογών, που ήταν πέραν πάσης προσδοκίας, τουλάχιστον των πρωτοστατούντων στη συγκυβέρνηση. Οι αλλεπάλληλες εκλογές μπορεί να οδηγήσουν κάποιον στην πρωθυπουργία, ίσως όμως προκαλέσουν αλλαγή κομματικών ηγεσιών…

Φτάσαμε λοιπόν στην προοπτική σχηματισμού μιας κυβέρνησης που θα απαρτιζόταν από περισσότερα των δυο κόμματα. Γεγονός είναι πως τα κόμματα που εναντιώθηκαν στο «Μνημόνιο» και τη λογική του, καίτοι είχαν λαϊκή πλειοψηφία, δεν αντικατοπτρίστηκε αυτή σε κοινοβουλευτική δύναμη. Το θνησιγενές κοινοβούλιο της 6ης Μαΐου ήταν προϊόν ενός καλπονοθευτικού νόμου, που οι εμπνευστές του στόχευαν στην αποδυνάμωση των πολιτικών τους αντιπάλων, προκάλεσαν όμως τα αδιέξοδα.

Εάν λοιπόν έπρεπε πάση θυσία να σχηματιστεί μια οποιαδήποτε κυβέρνηση, θα μπορούσε να γίνει αυτό με τη συμμετοχή των δυο κομμάτων της συγκυβέρνησης και της Δημοκρατικής Αριστεράς, αφού η τελευταία φάνηκε περισσότερο ενδοτική από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, στην υποταγή ή τουλάχιστον στη συγκαταβατική διαπραγμάτευση με το «Μνημόνιο», τόσο πριν τις εκλογές, όσο και μετά. Επικράτησε βεβαίως ως δόγμα η βιβλική ρήση του Σαμψών «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» (1) και η κυβερνητική συνεργασία ναυάγησε.

Ο λαός βεβαίως δεν ήθελε απλά και μόνο το σχηματισμό μιας οποιασδήποτε κυβέρνησης. Κυβέρνηση υπήρχε και πριν τις εκλογές. Ο λαός ήθελε και θέλει μια ελπίδα. Ούτε η προηγούμενη κυβέρνηση έδινε ελπίδα, ούτε καμιά «φιλομνημονιακή» κυβέρνηση αφήνει την παραμικρή ελπίδα. Γι’ αυτό και αποδοκιμάζονται από την πλειοψηφία του λαού. Δεν μπορώ να οραματίζομαι ότι η οικονομία της χώρας θα βελτιωθεί το 2042, όπως μας λένε οι δανειστές. Δε θα υπάρχω πιθανότατα τότε.

Τα κόμματα που αντιτάχθηκαν στο «Μνημόνιο», ο λαός δεν τα ψήφισε για να κάνουν άτακτη υποχώρηση και στροφή – αυτό που στη λαϊκή γλώσσα λέγεται «κωλοτούμπα», την οποία άλλωστε γνωρίσαμε ήδη. Τι θα έπρεπε να συμβεί δηλαδή; Ποιον θα εξυπηρετούσε ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης που θα αποτελούνταν από κόμματα με εκ διαμέτρου διαφορετική αντίληψη μεταξύ τους;

Τα πράγματα είναι περισσότερο απλά από όσο νομίζουμε. Αυτή τη στιγμή στην ελληνική πολιτική σκηνή συγκρούονται δυο κύριες λογικές. Η μία, ενδοτική, επιδιώκει την εφαρμογή των όρων που συμφωνήθηκαν με το «Μνημόνιο» και όταν αυτό αποτύχει, θα επιδιώξει προφανώς την υπογραφή ενός νέου, που θα φέρει την κοινωνία σε μεγαλύτερα αδιέξοδα. Η στήριξη της «φιλομνημονιακής» αυτής γραμμής και των κομμάτων που την ενστερνίζονται, δεν εγγυάται φυσικά την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Την ευαγγελίζεται μόνο. Εάν αύριο αποφασίσει το Βερολίνο – επειδή έτσι το συμφέρει – η Ελλάδα θα φύγει από το Ευρώ την ίδια στιγμή, είτε εφαρμόζει τους όρους του «Μνημονίου», είτε όχι…

Η άλλη λογική, κινείται ανάμεσα στη σκληρή διαπραγμάτευση και στην ευθεία σύγκρουση. Κάποιες φορές στη ζωή όταν η διαπραγμάτευση δεν οδηγεί πουθενά, είναι καλύτερο να συγκρούεσαι. Δεν ξέρω αν «κι ο άγιος φοβέρα θέλει» όπως λέει ο ελληνικός λαός, σίγουρο είναι όμως ότι η τυφλή υποταγή στις επιταγές των Βρυξελλών και του Βερολίνου δεν οδηγεί πουθενά. Και το ότι δεν οδηγεί πουθενά δεν το λέει ο γράφων. Το λένε τα γεγονότα των δυο τελευταίων ετών. Οι συνταγές των «Μνημονίων» οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε κατάσταση πολλάκις χειρότερη από εκείνη που παρέλαβαν, χωρίς παράλληλα να λύσουν κανένα δομικό πρόβλημα της χώρας.

Όποιο δρόμο και να ακολουθήσει η Ελλάδα, θα είναι δύσβατος και ο λαός θα ματώσει. Κάποιοι – πολλοί έχω την αίσθηση – νομίζουν αφελώς, ότι η παραμονή της χώρας στη ζώνη του Ευρώ θα συνοδευτεί στο εγγύς μέλλον από μια νέα επίπλαστη ευμάρεια. Πιστεύουν ότι θα γίνει κάποιο θαύμα και θα γεμίσει η χώρα με απύθμενη ρευστότητα. Δυστυχώς γι’ αυτούς, από πουθενά δεν πρόκειται να βρέξει ούτε Ευρώ ούτε δραχμές.

Το χρήμα δε χαρίζεται. Κερδίζεται μέσα από την παραγωγή.

Ούτε ο άλλος δρόμος είναι στρωμένος ροδοπέταλα. Η συγκρουσιακή λογική με τους δανειστές της χώρας μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε βελτίωση της κατάστασης, είναι όμως πιθανόν και να οδηγήσει στην έξοδο από την Ευρωζώνη, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνει συντεταγμένα και με απόφαση και όρους που θα αποφασίσει η Ελλάδα και όχι οι δανειστές. Είναι όμως ένας δρόμος, ο οποίος αφήνει ένα φως στην άκρη του τούνελ …

Οι εκλογές δεν κερδίζονται με φοβικά διλήμματα. Αλλά και εάν κερδηθούν με ποικίλους εκβιασμούς, που ήδη διαφαίνονται στον ορίζοντα, οι νικητές θα πετύχουν «Πύρρειο» νίκη και σύντομα θα δρέψουν δάφνες «Ηροστράτειου» δόξας…

Οι Έλληνες οφείλουν να δουν την κρίση και την πορεία της χώρας κατάματα. Όχι όπως θα ήθελαν να είναι, αλλά όπως είναι πραγματικά. Και η όποια απόφαση τους, πρέπει να γίνει με πλήρη συναίσθηση ότι δρόμος εύκολος δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως δρόμος προοπτικής και ελπίδας.

(1). Κριταί: ΙΣΤ’, 30.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 17 Μαΐου 2012, αρ. φύλλου 642

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ