25.7.12

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗ: Αν

ΟΔΟΣ 24.5. 2012 | 643

Η ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗ ΣΤΑΣΗ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΛΙΤΗ

Με εντυπωσιάζουν οι Έλληνες. Το ποσοστό που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, ότι επιθυμεί την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη παραμένει υψηλό. Την ίδια στιγμή όμως, το ποσοστό εκείνων που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τις απαραίτητες θυσίες για να συμβεί αυτό, παραμένει χαμηλότατο – αν και γι’ αυτό δεν γίνονται ανάλογες δημοσκοπήσεις. Δημοσκόπηση είναι η ίδια η κοινωνία και η συναναστροφή με τους συμπατριώτες. Ίσως επειδή η «Ιφιγένεια» είναι αυτή η ίδια η ελληνική κοινωνία που πρέπει να θυσιαστεί…

Αν ήμουν δημόσιος υπάλληλος, θα αντιλαμβανόμουν οπωσδήποτε ότι η εφαρμογή των «Μνημονίων», που προϋποθέτει η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, θα συνεπαγόταν στην καλύτερη περίπτωση τη βίαιη συρρίκνωση των αποδοχών μου, στη χειρότερη δε, την απομάκρυνση μου από την υπηρεσία, οπότε θα έπρεπε να αναζητήσω νέα εργασία, κάτι μάλλον απίθανο, και συνεπώς θα έπρεπε να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για τη μετανάστευση ή την εγγραφή σε κάποιο συσσίτιο.

Αν ήμουν συνταξιούχος, και ιδίως αν λάμβανα μια σύνταξη κάπως υψηλή με βάση τα όσα επιτάσσει το Βερολίνο, θα αντιλαμβανόμουν πάλι ότι εφόσον εφαρμοζόταν το «Μνημόνιο», θα έπρεπε η δικιά μου σύνταξη – και όλων των άλλων βεβαίως – να συρρικνωθεί σε επίπεδα αν όχι Βουλγαρίας, στην καλύτερη των περιπτώσεων σε επίπεδα Σλοβακίας ή Εσθονίας, να κατέβει δηλαδή στα 300 ή 350 Ευρώ. Θα τη λάμβανα όμως σε Ευρώ. Με αυτά θα πραγματοποιούσα τις συναλλαγές μου και τις πληρωμές μου. Αλλά δεν θα μου έφταναν για να ζήσω και θα άλλαζα τη ζωή μου συντριπτικά.

Αν ήμουν ιδιωτικός υπάλληλος ή εργάτης σε εργοστάσιο, θα έβλεπα τα πράγματα κατάματα, και θα αντιλαμβανόμουν ότι η παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη θα συνεπαγόταν την πλήρη εφαρμογή ελαστικών ωραρίων. Θα δούλευα δυο ώρες το πρωί, τρεις το μεσημέρι και δυο το βράδυ. Πιθανότατα θα έπρεπε να κάνω υπερωρίες – χωρίς όμως να τις πληρώνομαι, και χωρίς να τολμώ να αξιώσω την πληρωμή τους. Θα έπρεπε να εγκαταλείψω τα παιδιά μου στην τύχη τους και να κάνω τη ζωή μου κόλαση. Έτσι όμως θα κέρδιζε περισσότερα το αφεντικό μου, και η χώρα θα κατέγραφε ανάπτυξη. Οι δείκτες θα βελτιώνονταν, την ώρα που η ζωή των Ελλήνων θα θρυμματιζόταν – και ακριβώς εξ αιτίας αυτού. Ο δικός μου μισθός βεβαίως θα συμπιεζόταν ακόμη περισσότερο και με αυτά που θα έπαιρνα, φυσικά και δεν θα μπορούσα να ζήσω. Στην επόμενη απεργία θα ζητούσα, μαζί με τους συνάδελφους μου, από το αφεντικό μας, να οργανώσει γεύματα υπό μορφή συσσιτίων μέσα στο εργοστάσιο, ώστε να χορτάσουμε τουλάχιστον την πείνα μας. Το αφεντικό φυσικά δεν θα δεχόταν. Θα μας θύμιζε όμως πρέπει να είμαστε υπερήφανοι γιατί η χώρα βρίσκεται στην Ευρωζώνη, κι ότι εμείς πληρωνόμαστε σε Ευρώ. Ψίχουλα μεν, που δε φτάνουν για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, ψίχουλα όμως με το χρώμα και τα σύμβολα του Ευρώ.

Αν είχα εμπορικό κατάστημα, θα αντιλαμβανόμουν φυσικά ότι δε θα μπορούσα να το διατηρήσω επί μακρόν, καθώς η παραμονή στην Ευρωζώνη και τα «Μνημόνια» της, συνεπάγονται συντριπτική φορολογία, που με τα έσοδα του μαγαζιού μου δεν θα μπορούσα να πληρώσω, καθώς μάλιστα ο τζίρος της επιχείρησης θα συρρικνωνόταν συνεχώς. Θα έβλεπα μπροστά μου το λουκέτο. Θα έλπιζα λοιπόν ότι στην καλύτερη περίπτωση, και αφού έκλεινα το μαγαζί μου, θα κατάφερνα να προσληφθώ ως εμποροϋπάλληλος στην πολυεθνική εταιρεία, η οποία θα ερχόταν – ήρθε ήδη – να κυριαρχήσει στην αγορά, και θα μπορούσα να κερδίζω ένα γλίσχρο μισθό, που δε θα μου έφθανε ασφαλώς για να ζήσω, θα ήταν όμως τιμολογημένος σε Ευρώ. Αν δεν κατάφερνα βεβαίως να προσληφθώ από την πολυεθνική – πράγμα που θα ήταν και το πιθανότερο – θα έπρεπε να ρωτήσω το φίλο μου τον πρώην δημόσιο υπάλληλο, να μου εξηγήσει τι χρειάζεται για να γραφτώ στο συσσίτιο…

Αν ήμουν μαθητής λυκείου ή φοιτητής, θα αντιλαμβανόμουν ότι σε αυτή τη χώρα, την Ελλάδα, δεν υπάρχει μέλλον για μένα. Θα έπρεπε είτε να αποδεχτώ τη μοίρα μου σκύβοντας το κεφάλι, αποδεχόμενος ότι θα πρέπει να ζήσω πεινώντας σε μια «βουλγαροποιημένη» χώρα – που θα έχει ως εθνικό νόμισμα το Ευρώ, το οποίο όμως δεν θα βρίσκεται στις τσέπες μου – είτε να ετοιμαστώ για μετανάστευση σε μια καλύτερη χώρα, ρίχνοντας φυσικά «μαύρη πέτρα» πίσω μου… Κάπως έτσι αισθάνομαι επειδή μεγαλώνω παιδιά, που σύντομα θα αντιμετωπίσουν το παραπάνω δίλημμα, εάν συνεχίσει να εφαρμόζεται η πολιτική των «Μνημονίων» και της λιτότητας.

Αν ήμουν άνεργος, εγγεγραμμένος σε κάποιο συσσίτιο, υποθέτω πως δεν θα με ενδιέφερε αν τα τρόφιμα για την παρασκευή του συσσιτίου είχαν αγοραστεί με Ευρώ ή δραχμές, δολάρια ή οτιδήποτε άλλο. Ακόμη χειρότερα, αν ήμουν άστεγος κι έψαχνα στα σκουπίδια να βρω φαγητό, δεν θα νοιαζόμουν αν αυτοί που πέταξαν τα σκουπίδια είχαν στις τσέπες τους Ευρώ. Δεν θα με ενδιέφερε εάν η χώρα που με οδήγησε στο δρόμο είχε ως επίσημο νόμισμα το Ευρώ ή όχι. Πιθανότατα δεν θα την αισθανόμουν καν για πατρίδα. Δε θα είχα πατρίδα, παρά μόνο μητριά πατρίδα. Υποθέτω επίσης ότι δε θα παρασυρόμουν από τον ένα εκ των δυο ηγετών της συγκυβέρνησης, ο οποίος στις πρόσφατες εκλογές ζητούσε να τον ψηφίσουν οι άνεργοι και οι άστεγοι, εκείνοι που τα έχουν χάσει όλα κι έχουν βρεθεί στο δρόμο, ώστε μετα από μερικά χρόνια διακυβέρνησης του να βελτιωθούν τα πράγματα και να βρουν δουλειά…

Το τραγικό είναι πως όλα αυτά τα «αν» που περιγράφονται παραπάνω δεν είναι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, ούτε μυθιστορήματα, ούτε βεβαίως αναφέρονται σε ανθρώπους του «περιθωρίου». Αφορούν σε εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, γύρω μας, σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας, αξιοπρεπείς και διόλου υπαίτιους για τα όσα συμβαίνουν στην οικονομία και την πολιτική ζωή της χώρας.
Αν όμως ήμουν βιομήχανος ή ιδιοκτήτης αλυσίδας καταστημάτων, πιθανότατα θα ήμουν πανευτυχής από την προοπτική εφαρμογής του «Μνημονίου», διότι μέσω αυτού τα δικά μου κέρδη θα πολλαπλασιάζονταν, την ίδια ώρα που οι εργαζόμενοι μου θα πένονται. Αλλά δεν είμαι…
Αν επίσης διηύθυνα μια από εκείνες τις δικηγορικές εταιρείες της πρωτεύουσας και κάτω από το όνομα μου υπήρχε η ένδειξη «και συνεργάτες», πίσω από την οποία κρύβονταν δεκάδες κακοπληρωμένοι και σκληρά εργαζόμενοι συνάδελφοι μου, πιθανότατα πάλι θα ανέμενα την εμπέδωση του «Μνημονίου». Αλλά δεν διευθύνω μια τέτοιο εταιρεία…

Είμαι επιστήμονας, μικρομεσαίος ελεύθερος επαγγελματίας και είδα ότι η δουλειά μου χτυπήθηκε στοχευμένα τόσο από την κυβέρνηση Γ.Α. Παπανδρέου, όσο και από τη συγκυβέρνηση. Στόχος ήταν να ισοπεδωθεί η αγορά εργασίας του κλάδου μου και να εισέλθουν σ’ αυτόν οι πολυεθνικές. Αυτές θα κερδίζουν περισσότερα, χρησιμοποιώντας τους συναδέλφους μου ως σκλάβους και φυσικά θα πληρώνουν λιγότερους φόρους, αφού έχουν ενταχθεί σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως επιβάλει το «Μνημόνιο». Την ίδια ώρα εγώ και όσοι από τους συναδέλφους μου έχουμε καταφέρει να επιβιώσουμε, υποβαλλόμεθα σε φορολογία που συνθλίβει, ενώ η Πολιτεία μας θεωρεί a priori φοροφυγάδες. Όμως τις όποιες αμοιβές μου, εξακολουθώ να τις εισπράττω σε Ευρώ, άσχετα με το ότι τα επαγγελματικά έξοδα έχουν ανέλθει σε δυσθεώρητα ύψη, ενώ η κοινωνία έχει εισέλθει σε στάση πληρωμών. Παράλληλα, η λαϊκιστική Πολιτεία, παρά το ότι ο κλάδος μου έχει υπερπληθώρα εργαζομένων, που σχηματίζουν επαγγελματικό προλεταριάτο, επιμένει να αυξάνει τον αριθμό εισαγομένων στα Πανεπιστήμια, κάνοντας το μέλλον ακόμη χλωμότερο… Και αυτό δε συνέβη μόνο στη δικιά μου δουλειά. Παρόμοιες πρακτικές εφαρμόστηκαν σε όλα τα επιστημονικά επαγγέλματα – διότι οι σχεδιαστές του «Μνημονίου» ήθελαν να απορφανίσουν την κοινωνία από την πνευματική της ηγεσία. Φοβούμενοι ευλόγως ότι η αντίδραση θα επέλθει μέσα από τη γνώση, πίστευαν και πιστεύουν ότι ο ακέφαλος λαός θα λειτουργήσει ως εύκολα χειραγωγούμενη μάζα, ως «πόπολο», και θα υποταχθεί στη μοίρα του χωρίς καθόλου ή με υποτονικές αντιδράσεις.

Ασφαλώς και δεν είμαι βέβαιος ότι εκείνοι που καταγγέλλουν το «Μνημόνιο» θα κρατήσουν το λόγο τους και θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, τιμώντας την εμπιστοσύνη του λαού. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου και η ελληνική πολιτική ζωή με έχει διδάξει ακόμη περισσότερα. Όμως δεν έχω άλλη επιλογή. Δεν μπορώ, δεν έχω δικαίωμα να υπογράψω την καταδίκη τη δικιά μου και των παιδιών μου. Είμαι λοιπόν υποχρεωμένος να επιλέξω κάποιον από εκείνους που στέκονται απέναντι στο «Μνημόνιο» και στον αυταρχισμό του Βερολίνου. Επιπλέον, επειδή πιστεύω πως η χώρα στην οποία ζω εξακολουθεί να ακολουθεί το δημοκρατικό πολίτευμα, δεν μπορώ να δεχτώ πως κάποιοι πολιτικοί ηγέτες επιχειρούν να κερδίσουν την ψήφο μου με απειλές και δημιουργία φοβικού κλίματος, βοηθούμενοι μάλιστα στην προσπάθεια τους αυτή από τους ηγέτες της πάλαι ποτέ Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ζώντας στη χώρα του παραλόγου, διόλου παράξενο δεν φαίνεται πως όλοι εκείνοι που μας οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση, επειδή κυβερνούσαν κατά τον τρόπο που κυβερνούσαν και όχι βεβαίως γιατί «τα φάγαμε όλοι μαζί» – διότι η ελληνική κοινωνία δεν «τα έφαγε» – αντί να κάνουν την αυτοκριτική τους για τον τρόπο της διακυβέρνησης τους όλα αυτά τα χρόνια και για τις ολέθριες επιλογές τους, προσπαθούν να περάσουν το μήνυμα ότι τρόπον τινά η αντιπολίτευση είναι η υπεύθυνη για τη σημερινή κατάσταση. Αν σκοπός των εκλογών είναι να αποφασίσει ο λαός για τη συγκρότηση ενός κοινοβουλίου μέσα από το οποίο θα σχηματιστεί μια κυβέρνηση που θα οδηγήσει τη χώρα σε καλύτερο δρόμο, σίγουρα εκλογές δεν γίνονται ούτε για να ικανοποιηθούν οι ματαιοδοξίες πολιτικών αρχηγών, ούτε για να διολισθήσουν οι ευθύνες σε κάποιους άλλους. Φοβούμαι όμως ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.
Για όλα αυτά τα «αν», για να μπορώ να συνεχίσω να ελπίζω και να οραματίζομαι κάτι καλύτερο για την πατρίδα μου που αγαπώ και δεν ανέχομαι να τη βλέπω να μετεξελίσσεται σε «μητριά», δεν μπορώ παρά να ψηφίσω κόντρα στο «Μνημόνιο» και σ’ αυτούς που έχουν υποταχθεί σε αυτό…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Μαΐου 2012, αρ. φύλλου 643

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ