7.2.13

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Γράμματα πολέμου




Σε μιαν εποχή όπου η αλληλογραφία πάει να εξαφανιστεί, όπως δηλώνουν οι υπεύθυνοι των ΕΛΤΑ, καθώς το ποσοστό της αγγίζει το 1%, εμείς το πνεύμα του Σαράντα θα προσπαθήσουμε να το πλησιάσουμε μέσ’ από τα γράμματά του∙ τις επιστολές που έστελναν στους δικούς τους από το Μέτωπο οι πολεμιστές, αποκαλύπτοντας σε μας τους μεταγενέστερους ακέραιη τη γενναία και τρυφερή και συνάμα τόσο ανθρώπινη ψυχή τους που να δυσκολεύεσαι να τη δεις και ως ηρωική. Κι ας ήταν…

Θα ξεκινήσουμε από σχετικές μαρτυρίες. Γιατί οι επιστολές του Μετώπου είχαν τους παραλήπτες τους. Στην εφημερίδα "Θεσσαλία" (Οκτώβριος 2009) σημειώνεται η παρακάτω μαρτυρία: «Απ’ όλα εκείνα τα φοβερά πολεμικά γεγονότα εμένα στη μνήμη μου έμειναν χαραγμένα δύο σημαδιακά γεγονότα: Το πρώτο ήταν ο ερχομός του ταχυδρόμου στο χωριό μας δύο φορές την εβδομάδα και έφερνε γράμματα από το μέτωπο. Όταν έφτανε στην πλατεία του χωριού μας, ξεκρεμούσε τη χάλκινη τρομπέτα από τον ώμο του που την είχε κρεμασμένη μ’ ένα κόκκινο πλεχτό κορδόνι και σάλπιζε τον ερχομό του τρεις φορές (Τα!!! Τα!!! Τα!!!...)

Οι συγχωριανοί μου με το πρώτο σάλπισμα μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού και κάναν κύκλο γύρω του. Ο γερο-ταχυδρόμος, αφού φορούσε τα μυωπικά του ματογυάλια, άνοιγε τη δερμάτινη τσάντα του με τις πολλές θήκες και έβγαζε ένα-ένα τα γράμματα και φώναζε το όνομα του κατόχου. Όποιος άκουγε το όνομά του στριμώχνονταν γελαστός-γελαστός, έπαιρνε το γράμμα από το παιδί του, το άνοιγε γρήγορα-γρήγορα, το διάβαζε και το φιλούσε. Όσοι όμως δεν άκουγαν το όνομά τους γύριζαν στο σπίτι τους πικραμένοι και περίμεναν με αγωνία τον ταχυδρόμο την άλλη εβδομάδα μήπως φέρει και σε αυτούς γράμμα από το παιδί τους. Την άλλη εβδομάδα που ξανάρθε ο ταχυδρόμος, πρώτοι έφτασαν τρεχάτοι στην πλατεία όσοι την προηγούμενη εβδομάδα δεν είχαν λάβει γράμματα. Ανάμεσα σ’ αυτήν την κατηγορία που δεν είχαν λάβει γράμμα ήταν παρούσα και η νιόπαντρη, η κυρά Βασίλινα.
Ο γερο-ταχυδρόμος, αφού φώναξε πέντε-δέκα ονόματα, ξαφνικά φώναξε και το όνομα το δικό της. Η κυρά Βασίλινα, μόλις πήρε το γράμμα στα χέρια της, το φίλησε και μουρμούρισε: «Παναγίτσα μου, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ».
Η κυρά Βασίλινα όμως, επειδή δεν ήξερε γράμματα να το διαβάσει, το πήγε και της το διάβασε ο κυρ-Θανάσης, ο καφετζής του χωριού μας, και έτσι έμαθε τα νέα για το λατρευτό της σύζυγο.

(…) Το δεύτερο περιστατικό που το θυμάμαι ακόμη πιο ζωηρό ήταν το συνθηματικό γράμμα που είχε γράψει ο συγχωριανός μου στρατιώτης, ο Αντωνάκης, στον συγχωριανό μας μπάρμπα Στέργιο Κουστημπά, για να τον πληροφορήσει ότι ο γιος του ο Αποστόλης σκοτώθηκε. Πώς όμως να τον πληροφορήσει; Τα γράμματα περνούσαν από λογοκρισία.
Ο Αντωνάκης όμως, καίτοι αγράμματος, βρήκε τον εξής τρόπο και απέφυγε τη λογοκρισία. Του έγραψε ένα γράμμα συνθηματικό. Να τι έγραψε: «Μπάρμπα Στέργιο, μάθε ότι ο γιος σου ο Αποστόλ’τς έφυγε από το δικό μ’ το λόχο, που ήμασαν μαζί και κοιμόμασταν στο ίδιο αντίσκηνο. Πήγε σ’ άλλο λόχο και εκεί βρήκε το συγχωριανό μας Θύμιο Γκόλια». Διευκρίνιση: Ο Θύμιος είχε σκοτωθεί από την πρώτη μέρα του πολέμου. Το γεγονός αυτό το γνώριζε ο μπάρμπα Στέργιος, που, μόλις διάβασε το συνθηματικό γράμμα, κατάλαβε ότι ο γιος του ο Αποστόλης σκοτώθηκε. Δε λύγισε μα ούτε και λιποψύχησε. Αισθάνθηκε περηφάνια που ο γιος του για την πατρίδα μας.»

Σχετική με το ίδιο θέμα είναι και η μαρτυρία της Κασσιανής Πανουτσοπούλου (από το βιβλίο Μαργαρίτα, εκδ. Παιδικοί Ορίζοντες):
«Εκεί που όλοι ξεσηκωνόμαστε ήταν όταν φαινόταν ο ταχυδρόμος. Με το πηλήκιο χωμένο στο κεφάλι, φορτωμένος το δερμάτινο σάκο του, έφερνε τα νέα.»Κανένας δεν αγαπήθηκε και δεν μισήθηκε τόσο όσο ο ταχυδρόμος εκείνο τον καιρό.»Ξεχώριζε τα επίσημα έγγραφα με τις σφραγίδες και τα τυπωμένα γράμματα και τα ‘βαζε χωριστά, μη τύχει και κάνει λάθος και λαχταρίσει κανέναν.»Τα άλλα, τα κακογραμμένα στο γόνατο, ήταν χιλιοαγαπημένα γράμματα. Φέρνανε τα νέα, φέρνανε τη ζωή σ’ αυτούς που τα ‘παιρναν.»Τα επίσημα ήταν τραγικά. Έλεγαν λίγα λόγια τυπικά για να αναγγείλουν το σκοτωμό ενός στρατιώτη.
»Τ’ άλλα όμως γράμματα συνέχιζαν τη ζωή. Εκείνα μιλούσαν για τις ψείρες, για τα στοιχεία της φύσης που αγρίεψαν πολύ εκείνο τον πρώτο χειμώνα του πολέμου.»Μόλις έφθανε ένα τέτοιο γράμμα, οι γυναίκες και τα κορίτσια πιάνανε το βελονάκι κι αρχίζανε το πλέξιμο. Έξω από κάθε πόρτα, κοντά στο σούρουπο, μαζεύονταν δυο-δυο, τρεις-τρεις. Δεν τους πείραζε η νύχτα που έρχονταν. Οι πόντοι και το πλεκτό δουλεύονται και στα σκοτεινά. Λέγαν λοιπόν τα δικά τους και τα χέρια τρέχαν πλέκοντας. Τις πιο μικρές μας έμαθαν να πλέκουμε πρώτα ζουνάρια για τη μέση κι ύστερα κουκούλες και χούφτες γάντια. Με τις κάλτσες όμως δεν τα καταφέρναμε. Ήταν, βλέπεις, οι φτέρνες, που δεν ξέραμε πώς να τις κόψουμε. (…)»
Και τώρα στο Μέτωπο. Αυτό που έδινε τη μεγαλύτερη χαρά και στους στρατιώτες ήταν τα χαρτονένια «επιστολικά δελτάρια». Σε μέγεθος μικρής καρτ ποστάλ και πάντα λογοκριμένα αποτελούσαν συνηθισμένο μέσο επικοινωνίας στον πόλεμο του ’40:
«19/12/40. Αγαπημένε μου, μόλις έλαβα το γράμμα σου και μου είναι αδύνατον να περιγράψω τη χαρά όλων μας, είναι δε το πρώτο γράμμα που λαμβάνω από την ημέρα που άρχισε ο πόλεμος. Σου έχω στείλει μια φανέλα και ένα κασκόλ, γράψε μου αν τα έλαβες. .. Σε περιμένουμε γρήγορα και νικητή. Εμείς έχομε θάρρος και πεποίθηση για τη ΝΙΚΗ μας…»
Λέξεις πιο ζεστές κι από το πιο ζεστό κασκόλ.

Δελτάρια όμως δεν έφθαναν μόνο από τους οικείους των στρατιωτών. Άγνωστοι σ’ αυτούς πολίτες τους έγραφαν για να τους εμψυχώσουν. Ο λοχίας Α. Σέρβης είχε λάβει κι αυτός ένα τέτοιο δελτάριο από κάποιον που ποτέ δεν γνώρισε:
«Αγαπητέ άγνωστε Ακρίτα, σου στέλνω ένα μικρό δέμα για να σου χαρίσει λίγη ζεστασιά στην παγωνιά… Μαζί με τις ολόθερμες ευχές για τις εορτές, γενναίε που μάχεσαι για την ελευθερία της πατρίδος κάνοντας το ωραιότερο καθήκον της ζωής σου, εύχομαι να γυρίσεις κοντά στα αγαπημένα σου πρόσωπα που σε προσμένουν…»

Τα δύο παρακάτω γράμματα ανήκουν σ’ αυτά που συχνά οι γυναίκες και τα κορίτσια έγραφαν και έστελναν στο Μέτωπο μες στα πλεχτά που έφτιαχναν για τους στρατιώτες μας. Έτσι, με τα πλεχτά ζέσταιναν τα σώματά τους, ενώ με τα γράμματα ζέσταιναν την καρδιά τους. Διαβάζουμε παρακάτω τα γράμματα που βρέθηκαν σε δυο πουλόβερ που δόθηκαν στους στρατιώτες μας στο Μέτωπο:
Εσύ που θα φορέσεις αυτό το πουλόβερ και τα γάντια ξέρε ότι είναι πλεγμένα από μικρά παιδικά, αλλά ελληνικά χέρια. Κάθε πόντος του είναι μια ευχή, μια προσευχή θερμή, βγαλμένη απ’ την παιδική ψυχή μου. Έχει ακόμη ένα σταυρουλάκι σ’ ένα τσεπάκι. Αυτό είναι που θα σου δίνει θάρρος και ορμή για να καταπολεμήσεις τον εχθρό. Αυτόν που θέλησε να υποδουλώσει την Ελλάδα μας με τόσο ύπουλο τρόπο. Μα δεν ήξεραν ότι έχουμε τέτοια λιοντάρια, τέτοιους υπερασπιστάς της πατρίδος. Θάρρος, παιδί μου, θάρρος. Η νίκη είναι δική μας. Η Παναγιά μας βοηθάει.Η Υπερήφανη Ελληνοπούλα Δ. ΚουζουλέαΔεληγιώργη 119, Πειραιεύς
(εφ. Ο Τύπος, 8/12/1940)

Μπαμπά μου, να πιάσεις πολλούς Ιταλούς. Να τους φέρεις εδώ να τους βάλουμε στον κήπο για να σκιάζουμε τα σπουργίτια που μας τρώνε τα σπανάκια.
Η κορούλα σου Μίνα
(εφ. Η Νίκη, 14/12/1940)

Και κλείνουμε μ’ ένα περιπετειώδες γράμμα αμέσως μετά το τέλος της Κατοχής. Είναι το γράμμα που έγραψε ο Ταξιάρχης Ελευθερίου από το Βόλο, που βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση, όπως όλοι οι Έλληνες άλλωστε, και είχε σκοπό να το ταχυδρομήσει στην Αμερική για να ζητήσει από τους εκεί συγγενείς του βοήθεια. Το γράμμα δεν ταξίδεψε ποτέ στην Αμερική, γιατί ο αποστολέας του δεν είχε 2 δισεκατομμύρια δραχμές που έκανε τότε το γραμματόσημο, ανακαλύφτηκε όμως μόλις πριν από δύο χρόνια από την κόρη του Ταξιάρχη Ανθούλα Ελευθερίου από το Βόλο, που το έστειλε στην Αμερική με e-mail, εκπληρώνοντας την επιθυμία του πατέρα της, έστω και μετά το θάνατό του, και σκορπίζοντας άφθονη συγκίνηση όχι μόνο στους παραλήπτες του, μα σε όλους μας:

Εν Βόλω τη 24 Νοέμβρη 1944Πολυαγαπημένα αδέλφια χαίρετε.Τώρα που ο μαύρος κατακτητής ξεκουμπίστηκε από τη βασανισμένη μας πατρίδα, τώρα που ο αέρας της λευτεριάς φυσά και ξεκουράζει τα τυραννισμένα και γεμάτα πόνο από την πείνα και την κακουχία κορμιά μας, τώρα που σιγά-σιγά το μυαλό μας αρχίζει να λειτουργεί κανονικά γιατί ο φόβος του θανάτου, που σαν βραχνάς τριάμισι χρόνια το πλάκωνε, πέρασε πια. Τώρα πιάνω την πένα για να σας γράψω τα τρομερά βάσανα που περάσαμε. Μα όπως κι αν θελήσω να σας τα πω, δεν θα μπορέσω να σας δώσω να νιώσετε το τι τραβήξαμε από τον απαίσιο αυτόν κατακτητή.Περάσαμε μέρες φρικτές, μέρες που δεν γνώρισε καμία άλλη χώρα στον κόσμο αυτό.
Ας είναι, με λίγα λόγια θα σας τα πω όλα.Καθώς ξέρετε, ο Ιταλός μας κήρυξε χωρίς καμία αιτία τον πόλεμο, νομίζοντας πως θα μας νικήσει εύκολα, γιατί ήμασταν πολύ μικρή και δεν θα μπορέσουμε να βαστάξουμε στα κτυπήματά του. Μα όμως η Ελλάδα μας, όχι μόνο άντεξε, μα και νίκησε και λίγο ακόμα θα τον πετούσαμε στη θάλασσα. Αν δεν ερχόταν για ενίσχυση ο μαύρος Χίτλερ. Και από δω πια αρχίζει το φοβερό μαρτύριό μας. Μπαίνοντας μέσα στην πατρίδα μας, δεν άφησε τίποτα. Όλα τα σήκωσε, τα πήρε και τα έστειλε στη Γερμανία, χωρίς να ενδιαφερθεί καθόλου για μας.Έτσι αρχίζει μια φοβερή πείνα, μέρες, μήνες, χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ, χωρίς τίποτα να βρίσκουμε και έτσι αρχίσαμε να πεθαίνουμε κατά χιλιάδες. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από πεθαμένους, κανείς δεν έχει τη δύναμη να περπατήσει, τα μαγαζιά είναι κλειστά, γιατί είναι άδεια. Σε λίγο πιάνει ο χειμώνας. Ήταν ένας φοβερός χειμώνας , που αποτελείωσε το έργο του κατακτητή. Δεν μπορώ να σας δώσω μια πραγματική εικόνα της ζωής μας. Μονάχα αυτό σας λέγω πως από το Δεκέμβριο του 1941 μέχρι το Μάιο του 1942 ψωμί δεν βάλαμε στο στόμα μας, ύστερα βγήκαν τα καινούργια σιτάρια και αρχίσαμε να τρώμε μέχρι σήμερα από 40 δράμια μέρα παρά μέρα.
Σε όλον αυτόν τον χειμώνα και την άνοιξη περάσαμε τρώγοντας μόνο κάθε μέρα άγρια χόρτα και αυτά χωρίς λάδι, μόνο λίγο αλάτι και τίποτε άλλο. Το πώς ζήσαμε απορούμε και μεις, γιατί δεν είχαμε μόνο την πείνα που μας θέριζε, μα και οι κατακτητές δεν πήγαιναν πίσω. Χιλιάδες είναι τα καμένα χωριά, εκατομμύρια είναι οι σκοτωμένοι και οι κρεμασμένοι. Ας είναι. Σε άλλο μου γράμμα θα σας γράψω καλύτερα.Ο θείος και η θεία Ζαχάρης πέθαναν, η μητέρα της Ζηνοβίας πέθανε, η μητέρα μας πέθανε και αυτή στις 20 Οκτωβρίου 1943. Για μια μέρα την ίδια ώρα πέθαναν ο πεθερός μου και ο κουνιάδος μου, 19χρονο παιδί από την πείνα.
Αδέλφια μου, είμαστε εντελώς καταστραμμένοι. Σε σας απευθύνομαι και σας ζητώ να μας βοηθήσετε όπως μπορείτε κάνοντας εν ανάγκη και έναν έρανο μεταξύ σας.
Το ψωμί έχει φτάσει στα 200 δισεκατομμύρια η οκά, το λάδι σήμερα πωλείται 500 δισεκατομμύρια η οκά, τα παπούτσια και τα ρούχα δεν μπορεί να τα φτάσει κανείς. Είμαστε γυμνοί και ξυπόλητοι. Σας στέλνω και ένα χαρτονόμισμα. Με αυτό δεν παίρνεις τίποτε. Θέλεις πέντε τέτοια για να πάρεις ένα τσιγάρο. Αυτά είναι τα βάσανά μας και η δυστυχία μας.Σας παρακαλώ να μας γράψετε πώς είστε, τι κάνουν τα παιδιά και όλοι σας.Ξέχασα να σας πω πως τον καιρό που ήμουν στρατιώτης, δηλαδή το 1941, έλαβα μια επιταγή που μας στείλατε.Έχετε πολλούς χαιρετισμούς από όλους μας, τα παιδιά σας φιλούν και πολλές φορές λέγουν αχ! Μπαμπά πάμε και μεις στην Αμερική να φάμε λίγο ψωμάκι.Σας χαιρετώ ο αδελφός σαςΤαξιάρχης
(εφ. Η Θεσσαλία, 25/10/2009)

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Οκτωβρίου 2012, αρ. φύλλου 663


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ