20.2.13

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Η θέση και ο ρόλος της γυναίκας στην Καστοριά του χθες και του σήμερα


Για τον Προοδευτικό Σύλλογο 
Κυριών Καστοριάς (1)

Το 1910 στην Κοπεγχάγη της Δανίας μία γυναίκα, η Κλάρα Τσέτκιν, διεθνής αγωνιστική φυσιογνωμία του εργατικού και γυναικείου κινήματος, πρότεινε να καθιερωθεί η 8η Μαρτίου «Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας». «Για να εκφράσουμε» είπε «την αλληλεγγύη και την αγάπη για Ειρήνη που μας ενώνει και να διαδηλώσουμε τη συνεχή διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας.»
Δυο χρόνια μετά, στις 11 Νοεμβρίου του 1912, στην Καστοριά της Μακεδονίας όχι μία ούτε δύο, αλλά πολλές γυναίκες ανασκουμπώθηκαν για μιαν εξαιρετική στιγμή∙ για την υποδοχή της Ελευθερίας που άργησε τόσο να έρθει στον τόπο τους και τόπο μας∙ που έκανε 5 ολόκληρους αιώνες, 527 ολόκληρα χρόνια για την ακρίβεια, να επιστρέψει…

Ανασκουμπώθηκαν, λοιπόν, και έπιασαν δουλειά. Βλέπετε, μόλις ήρθε το πολυπόθητο «άγγελμα πως μπήκε ο στρατός με τον Άρτη, λευτερώθηκε η Καστοριά, όπου να ‘ναι θα χτυπήσουν οι καμπάνες». Σταυροκοπιούνται οι Καστοριανές και τι κάνουν: Ανοίγουν τα μπαούλα τους και βγάζουν τα νυφιάτικα τα φουστάνια τους, όσες είχαν σε γαλάζιο χρώμα –δε φορούσαν τα λευκά οι γυναίκες τότε- πιάνουν και τα κόβουν (όσες δεν είχαν γαλάζια τα φουστάνια τους ψάχνανε ό,τι μπορούσαν να βρουν) και με τα λευκά πανιά απ’ τα προσκέφαλα, τις λεμάρες, τα ενώνουν και φτιάχνουν στη στιγμή γαλανόλευκες σημαίες. Με το χτύπημα της καμπάνας, όταν άρχισαν να ακούγονται κωδωνοκρουσίες, τι κάνουν; Τις φλοκάτες τις ρίχνουν στα παράθυρα, κόκκινες-χαρμόσυνο γεγονός δηλαδή, κόκκινο- και τις σημαίες πάλι στο παράθυρο, όχι με κοντάρι, έτσι. Στα παραθύρια τις κάρφωσαν και ξεχύθηκαν στους δρόμους - όλοι μαζεύτηκαν εκεί στο δεσπότη- για την υποδοχή της Λευτεριάς που ήρθε επιτέλους και στη δική τους πόλη την τόσο πλούσια σημαιοστολισμένη… (Σ. Ευθυμιάδου «11η Νοεμβρίου 2009», εφ. ΟΔΟΣ, αφήγηση κ. Ελευθερίας Βολιώτη).

Στα παραπάνω στοιχεία που έτσι όμορφα μου ‘κανε την τιμή να μου εμπιστευτεί η κ. Ελευθερία Βολιώτη πρέπει οπωσδήποτε να προσθέσω και τα στοιχεία που η κ. Αθηνά Γιοβανοπούλου είχε την προνοητικότητα να πάρει από τον επί χρόνια υπεύθυνο της Βιβλιοθήκης Καστοριάς Βασίλειο Ζήκο που έζησε τα γεγονότα και λέει χαρακτηριστικά: «Από τη στιγμή της αναχώρησης των Τούρκων η Καστοριά ήταν ουσιαστικά ελεύθερη. Η είδησις να ετοιμαστεί ψωμί για μία μεραρχία προκάλεσε ολονύκτιο πανζουρλισμό. Ολόκληρη τη νύχτα οι Καστοριανές γυναίκες και κορίτσια ζυμώνανε, ανοίγονταν προίκες, ετοιμάζονταν μάλλινα για τον Έλληνα απελευθερωτή. Σημαίες βγαίνανε και τραγούδια εθνικά ψάλλονταν (…)». Όμως…

Όμως εμείς τώρα θα κάνουμε ένα ταξίδι προς τα πίσω και από τις Καστοριανές του ’12 θα πάμε στις πιο παλιές Καστοριανές που γνωρίζουμε. Όχι μονάχα μέσ’ από φωτογραφίες κι από βιβλία που γράφτηκαν γι’ αυτές, αλλά και μέσ’ από άλλα ντοκουμέντα που αναφέρονται στα πρόσωπά τους:

Είναι οι Βυζαντινές αρχόντισσες που κάτι διαφορετικό, κάτι παραπάνω έκαναν από τις άλλες συμπολίτισσές τους και τις έγραψε η Ιστορία. Γιατί τα ονόματά τους έμειναν χαραγμένα σε ευγνώμονες επιγραφές που αποκαλύπτουν πως, αν δεν ήταν οι άντρες τους κι αυτές, ούτε οι εκκλησιές που με δικά τους χρήματα έγιναν και για τις οποίες σήμερα καμαρώνουμε θα είχαν ποτέ υπάρξει. («Ο μεγάλος αριθμός των εικονιζόμενων κτητόρων και δωρητών στους καστοριανούς ναούς και η διαχρονική παρουσία τους, από το 10ο έως το 15ο αιώνα, δείχνουν την ιδιαίτερη ανάπτυξη της δραστηριότητας της χορηγίας στην Καστοριά και συνεπώς τις δυνατότητες της κοινωνίας της» (Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ, φάκελος «Βυζαντινή Καστοριά: βυζαντινή τέχνη και κοινωνία»). Όμως, έχει υπάρξει αλλαγή στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων της περιοχής μας, η οποία αποδεικνύεται και από την ανυπαρξία χορηγών όχι μονάχα τώρα, στην εποχή της κρίσης, αλλ’ ακόμα και στην εποχή της ακμής της γούνας, οπότε η πόλη έχασε την ευκαιρία να δει έναν κάποιον οργασμό συντήρησης εκκλησιών και εικόνων, ο οποίος θα είχε τη δύναμη να σταματήσει τη φθοροποιό προέλαση του χρόνου επάνω στα μνημεία που λαμπρύνουν την Καστοριά με την παρουσία τους.) Όπως καταλάβατε όλοι σας, μιλώ για τις κτιτόρισσες των βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών που δίνουν στην πόλη μας αυτήν τη μοναδική διάσταση που πολλές πόλεις ζηλεύουν και ακριβώς εδώ αξίζει να τις μνημονεύσουμε πρώτες αυτές κι έπειτα τους συζύγους τους, για να τις προσέξουμε ιδιαιτέρως αυτήν τη φορά:

-την Άννα Ραδηνή, σύζυγο του Θεόδωρου Λημνιώτη, που έχτισαν το ναό των Αγίων Αναργύρων,
-την Άννα, σύζυγο του μαγίστρου Κασνίτζη, που έχτισαν τον Άγιο Νικόλαο του Κασνίτζη,
-την Ελένη, σύζυγο του τιμιοτάτου Άρχοντος κυρ Σταματίου του Σιρόβα-έχτισαν οι δυο τους την Παναγία τη Ρασιώτισσα στην ενορία του Σερβιώτη,
- μια ξεχωριστή περίπτωση, αυτή της μοναχής Ευπραξίας, που έχτισε τον Άγιο Νικόλαο μοναχής Ευπραξίας στην ενορία των Αγίων Αναργύρων (Καστοριανής Πρωτοβουλίας «Καστοριανά μνημεία») και άλλες ίσως περιπτώσεις κτιτορισσών και κτιτόρων στις πάμπολλες εκκλησιές που σώζονται ακόμα, περιμένοντας όμως κάτι από τη φλόγα των σημερινών ανθρώπων, για να φυσήξει επιτέλους μια δυνατή πνοή συντήρησης και προφύλαξής τους από τη φθορά του χρόνου, ο οποίος δε νικιέται εύκολα…

Και συγχωρέστε με, αγαπητοί μου συμπατριώτες, αν σας φάνηκε πως αυθαιρέτησα προτάσσοντας τα ονόματα των γυναικών, ενώ οι άντρες είναι αυτοί που προηγούνται στις επιγραφές. Αλλά, αρκεί να σκεφτεί κανείς πως από τη στιγμή που οι άντρες αυτοί νιώθουν την ανάγκη να γράψουν το όνομα της συμβίας τους δίπλα στο δικό τους και να παραδώσουν στους αιώνες και στην Ιστορία και το δικό τους όνομα, για να βεβαιωθεί πως αυτοί οι Βυζαντινοί κάτοικοι της Καστοριάς, αν ήταν σήμερα εδώ, μαζί μας, θα ευχαριστιόντουσαν περισσότερο απ’ όλους τους άλλους το παιχνίδι της αντιστροφής της σειράς των ονομάτων τους στις επιγραφές των κτιτόρων, δε συμφωνείτε;

Κάπως έτσι, λοιπόν, κυλούσαν τα χρόνια κι οι αιώνες στον τόπο μας, όχι ειρηνικά και ήσυχα πάντοτε, αλλά η Καστοριά τα κατάφερνε πάντα, μέχρι που…

Μέχρι που χτύπησαν την πόρτα μας οι Τούρκοι κατακτητές. Και σπεύδω να διευκρινίσω πως εδώ κυριολεκτώ. Γιατί πράγματι ήταν ακριβώς η παραμονή του Πάσχα του 1385 που, σύμφωνα με το θρύλο, ένας καλόγερος χτύπησε την πόρτα στα τείχη της πόλης ζητώντας να μπει για ν’ ακούσει το Χριστός Ανέστη. Κι ήταν πάλι μια γυναίκα Καστοριανή, η Παλαιολογίνα η βασίλισσα, που πίστεψε τον ψεύτικο όρκο του «Όχι, μα τον Τίμιο Σταυρό, χριστιανός είμαι» και του άνοιξε* (Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ, φάκελος «Τα αρχοντικά της Καστοριάς»), πράγμα που περιγράφεται και στο παρακάτω δημοτικό μας τραγούδι, με τη διαφορά πως το τραγούδι μιλάει για καλογριά κι όχι για καλόγερο:
Κάστρα πολλά περπάτησα, κάστρα και βιλαέτιασαν της Καστοριάς το κάστρο δεν ‘ναι πουθενάπο ‘χει μαρμαρένιες πόρτες και χρυσά κλειδιά.Δεν μπορούν να το πατήσουν με τον πόλεμο,μόν’ μπορούν με την αγάπη και την προδοσιά.Ο Μεμέτ αγάς σαν το ‘μαθε πάει στο Βασιλιά.
 * Η Καστοριά κατακτήθηκε από τους Τούρκους με μπαμπεσιά. Αυτός είναι και ο λόγος που κανένας Καστοριανός δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι ήταν σκλαβωμένος: «Είμαστε αμανέτι (ενέχυρο) κι όχι σκλάβοι, γιατί μας πήρατε με τομ πλάνο».
-Ορίστε αφέντη Βασιλιά,όποιος πάρει το κάστρο τι είναι ο δώρος του;-Χίλια γρόσια την ημέρα και μια φορεσιά.Παίρνει μαξιλάρια βάνει και γκαστρώνεταικαι γαλτζούκι* παίρνει, βάνει, γαλτζικώνεται, (γαλτζούκι=φόρεμα)στη Βασιλοπούλα πάνει και τσοκάλισε.-Δεν ανοίγω αυτήν την ώρα, είναι προδοσιά.Ήρθες για να με προδώσεις από την Τουρκιά.-Στο σταυρό σε κάνω όρκο και στα ράσα μουκαλογριά είμαι ντυμένη και καρδιοπονώ,άνοιξέ μου να φασκιώσω τι θα κολαστώ.Και γελάστηκεν η κόρη ρίχνει τα κλειδιάκι όσο να καλογυρίσει γιόμισε τουρκιά.Κι η κόρη απ’ το φόβο και τρομάρα τηςέριξε την κούνια κάτω, ρίχτηκε κι αυτήκαι σ’ αντρίκια χέρια πέφτει και ξεψύχησε. 
(Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη «Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία»)

 Του άνοιξε, λοιπόν, η αρχόντισσα Παλαιολογίνα, χωρίς να υποψιάζεται πως εκείνη τη στιγμή η πόλη παραδινόταν σε μια πολύ μεγάλης διάρκειας σκλαβιά, που…

…όπως συμβαίνει και το βαθύτερο σκοτάδι είναι πριν από το ξημέρωμα, έτσι ακριβώς και προς το τέλος της σκλαβιάς αυτός ο τόπος έζησε την πιο φοβερή σκληρότητα και την πιο πολλή βία κι έχυσε το περισσότερο αίμα του. Μα ως τότε κι επειδή ήταν πολλές οι γενιές που γεννήθηκαν και πέθαναν μες στη σκλαβιά, ήταν απολύτως αναγκαίο κάποιος να κρατάει τη φλόγα του Ελληνισμού αναμμένη. Κάποιος έπρεπε να λέει στα παιδιά που γεννιόντανε πως είναι Ελληνόπουλα, κάποιος έπρεπε να τους παραδίδει τους πολύτιμους θησαυρούς του Γένους. Αυτό το πολύτιμο έργο το έκαναν όλοι οι μεγάλοι, καταλυτικός όμως ήταν ο ρόλος των γυναικών*, που είναι πάντοτε οι πιο δυνατοί φορείς των παραδόσεών μας. Αυτές διατηρούσαν, έσωζαν, κυρίως το ήθος της Φυλής μας, δίδασκαν με το παράδειγμά τους, ίσως μάλιστα χωρίς να συνειδητοποιούν πόσο σπουδαίο ήταν αυτό που έκαναν. Σ’ αυτές κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται το Θαύμα: ο λαός μας όχι μόνο δεν αλλοτριώθηκε μες στη μακραίωνη σκλαβιά του, αλλά διατήρησε άσβεστη τη λαχτάρα για λευτεριά.

Σ’ αυτά ακριβώς τα σκοτεινά χρόνια αναφέρεται και ο άλλος θρύλος, αυτός της όμορφης Δέσπως της Καστοριανής, που «μια παγερή νύχτα, εξουθενωμένη από την κακομεταχείριση της μητριάς της, αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Μπήκε λοιπόν σε μια βάρκα κι αφέθηκε στα νερά της λίμνης. Το πρωί Τούρκοι ψαράδες την οδήγησαν μισοπεθαμένη στο Μαύροβο, όπου μια γριά χανούμισσα τη συνέφερε. Ο γιος του εκεί μπέη, γοητευμένος από τα κάλλη της, της πρότεινε να τουρκέψει και να γίνει γυναίκα του. Επειδή όμως δεν δέχτηκε, ο πατέρας του διέταξε να την εξευτελίσουν με δημόσιο βιασμό. Σαν έφτασε η ώρα, η νέα χύμηξε κατά του επίδοξου βιαστή, του έστριψε τα γεννητικά όργανα και τον εξουθένωσε. Τότε οι άλλοι Τούρκοι με κοπάνους τη σκότωσαν». (Α. Τζινίκου-Κακούλη «Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία»)

Και, καθώς Καστοριά δεν είναι μονάχα η πόλη, αλλά και όλος ο τόπος γύρω από την πόλη, να πούμε πως στην ίδια «σκλαβωμένη» εποχή αναφέρεται και ο θρύλος για την «Κοπέλα» των Οντρίων, «που ορθώνει την τραγική της φιγούρα στις βόρειες πλαγιές του βουνού, στο δρόμο Δαμασκηνιάς-Λόγγας Καστοριάς, και σύμφωνα με την παράδοση ήταν πεντάμορφη νέα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, που την είδε κάποτε στη βρύση ένας Τουρκαλβανός, την ορέχτηκε και προσπάθησε να τη βιάσει. Εκείνη όμως του ξέφυγε κι έτρεχε, έτρεχε απεγνωσμένα, ώσπου έφτασε στα Όντρια κι αποκαμωμένη σκαρφάλωσε σ’ απότομο βράχο.


* * *


Καθώς Καστοριά δεν είναι μονάχα η πόλη, αλλά και όλος ο τόπος γύρω από την πόλη, να πούμε πως στην ίδια «σκλαβωμένη» εποχή αναφέρεται και ο θρύλος για την «Κοπέλα» των Οντρίων, «που ορθώνει την τραγική της φιγούρα στις βόρειες πλαγιές του βουνού, στο δρόμο Δαμασκηνιάς-Λόγγας Καστοριάς, και σύμφωνα με την παράδοση ήταν πεντάμορφη νέα των χρόνων της Τουρκοκρατίας, που την είδε κάποτε στη βρύση ένας Τουρκαλβανός, την ορέχτηκε και προσπάθησε να τη βιάσει. Εκείνη όμως του ξέφυγε κι έτρεχε, έτρεχε απεγνωσμένα, ώσπου έφτασε στα Όντρια κι αποκαμωμένη σκαρφάλωσε σ’ απότομο βράχο.

*«Το χωριό και οι γυναίκες πρώτα-πρώτα μπορούν να σου δείξουν καθαρότερα από κάθε άλλον το μονοπάτι, για να ανηφορίσεις κατά τις ρίζες σου.(…) Όσο για τις όποιες γυναίκες, και του χωριού και της πολιτείας, αυτές παντού, με το να μένουν πιότερο στο σπίτι παρά στην αγορά και να μη διαβάζουν εφημερίδες και για να είναι πιο εσωτερικές, αισθαντικές, θρησκευτικές από τον άντρα, φυλάγουν πιστότερα την παράδοση από τους άντρες, που την παραμορφώνουν από εξωτερικές επιρροές και από λογική», Ίων Δραγούμης.

Καθώς ο Τουρκαλβανός αποκτηνωμένος ετοιμαζόταν να της επιτεθεί, «Θεέ μου, σώσε με», ψιθύρισε κι άφησε πια κάθε ελπίδα της στο Θεό. Τότε λυτρωτική ανατριχίλα την έζωσε σύγκορμη. Το αίμα απ’ τα φυλλοκάρδια ένα-ένα της πάγωσε τα μέλη, ώσπου ολόκληρη έγινε πέτρα. Σήμερα οι άνθρωποι ονομάζουν την περιοχή «Κοπέλα», συντηρώντας τον θρύλο». (ό.π.)

Κι ήταν και πάλι στα χρόνια τις σκλαβιάς που οι Αρβανίτες, με ορμητήριο το Ξυνό Νερό της Φλώρινας, λεηλάτησαν τις περιφέρειες Φλώρινας, Καστοριάς και Μοναστηρίου, αιχμαλωτίζοντας κοπέλες και καταστρέφοντας τη χώρα. Ακούστε πώς τραγουδήθηκε το γεγονός αυτό από τη λαϊκή Μούσα:
Ήρθεν ο Μάης θλιβερός, το καλοκαίρι μαύρο,ήρθεν και το χινόπωρο με τις πολλές τις πάχνες.Φέτος κούκος δεν λάλησεν στης Καστοριάς τη ράχη.Καστοριανές αρχόντισσες και σεις αρχοντοπούλες,φέτο μη βάλτε τα χρυσά και τα μαλαματένιαγιατί είναι χρόνος δίσεχτος, γιατί είναι χρόνος μαύροςΠολλή μαυρίλα πλάκωσε Τούρκοι κι Αρβανιτάδες.Παίρνουν χρυσάφια και φλουριά, παίρνουν κι αρχοντοπούλεςνα τους κερνούνε την αυγή να τους κερνούν το γιόμα,να τους κερνούν τ’ απόβραδο με ασημένια κούπα. 
Και αλλού:
Ανάθεμά την την Τουρκιά και του Σελήμ τ’ ασκέρι,που πάτησαν την Καστοριά την παινεμένη χώρα.Πήραν μανούλες και παιδιά, πήραν κι αρχοντοπούλες,πήραν και μια αρχόντισσα, μια μικροπαντρεμένη,π’ απ’ το φλουρί δεν φαίνονταν κι απ’ το μαργαριτάρι.Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και πέντε Γενιτσάροι.-Περπάτα, μήλο μ’ κόκκινο, τριαντάφυλλο του Μάη.Σε καρτεράει ο αφέντης μας Σουλτάνα να σε κάνει.-Βρε Τούρκοι, βρε παλιότουρκοι, βρε παλιαρβανιτάδες,Καστοριανή αρχόντισσα Τούρκο δεν προσκυνάει. (ό.π.)
Κάπως έτσι, λοιπόν, περνούσαν τα χρόνια κι οι αιώνες της σκλαβιάς, ώσπου οι Μακεδόνες δεν άντεξαν άλλο και επαναστάτησαν πολλές φορές πριν από το 1904. Η πόλη μας έχει μεγάλο μερτικό σ’ αυτήν τη δόξα που από έναν ξεχωριστό κάτοικό της, τον ιδιοκτήτη του σπιτιού όπου σήμερα λειτουργεί το δραστήριο -εξαιτίας του ακούραστου Προέδρου του κ. Χρυσόστομου Παπασταύρου- Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα, το δάσκαλο Αναστάσιο Πηχεών, πήρε την ονομασία «Τα Πηχεωνικά», που κρύβουν αγώνα 22 χρόνων στην εποχή της πιο σκληρής προπαγάνδας από Βουλγάρους, Σέρβους, Ρουμάνους και Αρβανίτες σε βάρος του Ελληνισμού της Μακεδονίας.

Από τους ξεσηκωμούς αυτούς δε γινόταν ν’ απουσιάζουν οι γυναίκες. Και ανάμεσα στις τρεις κορυφαίες ηρωίδες τους υπάρχει και μια Καστοριανή. Κι είναι οι τρεις αυτές ηρωίδες οι εξής: η πασίγνωστη καπετάν-Περιστέρα Κράκα από τη Σιάτιστα, η Αλεξάνδρα Δούκα-Νταβέλη από τη Γαλατινή Κοζάνης κι η δική μας Τζιουγκρούλα από το Βουρβουτσικό, δηλαδή το Επταχώρι Καστοριάς, που, σύμφωνα με την παράδοση, το 1877, μαζί με σαράντα παλικάρια και τον οργανοπαίχτη Τρομάρα ορκίστηκαν στο ευαγγέλιο της Αγίας Παρασκευής κι έγιναν αδελφοποιτοί στον κίνδυνο, τον πόλεμο, τη ζωή κι ως τη λευτεριά ή το θάνατο.

Στο Επταχώρι τραγουδούν ακόμα το παρακάτω τραγούδι -παραλλαγή γνωστού πανελληνίου- και το αποδίδουν στην Τζιουγκρούλα:
Ποιος είδε ήλιο το βραδύ κι αστρί το μεσημέριποιος είδεν κόρην έμορφη να περπατάει με κλέφτες;Δώδεκα χρόνους έκαμεν αρματωλός και κλέφτηςκανένας δεν την ήξερεν από την συντροφιά της.Και μιαν αυγή και μιαν γιορτή, μιαν πίσημην ημέρα,βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρίξουν το λιθάρι.Κι από το ρίξιμο το πολύ κι από την περηφάνιατης κόπ’κε τ’ αργυρό κουμπί και φάν’κε το βυζί της.Άλλοι το λένε μάλαμα, άλλοι το λεν ασήμικι ένα μικρό κλεφτόπουλο όλο χαμογελάει.-Αυτό δεν είναι μάλαμα, αυτό δεν είν’ ασήμι,είναι της κόρης το βυζί που λάμπει σαν ασήμι.
Η εγγονή της ηρωίδας Επταχωρίτισσα Σουλτάνα Φέκα, έλεγε:
«Η γιαγιά μου, Θοδώρα του Γκουντή Τσέτσου, ήταν σ’ όλους γνωστή σαν Τζιουγκρούλα, γιατί καταγόταν απ’ τη φαμίλια Τζιούγκρα. Γεννήθηκε γύρω στο 1857 και πέθανε το 1936. Ήταν μια χρυσή γυναίκα. Τέτοια δεν μετάγινεν. Όμορφη, ψηλή σαν κυπαρίσσι, τη θυμάμαι πάντα ντυμένη στα μαύρα, να δουλεύει πολύ και να μιλάει λίγο. Γιατί πέρα από μένα, το ορφανό της θυγατέρας της Ρούσας, που πέθανε στη γέννα, φρόντιζε και τα παιδιά των τριών γιων της Κοσμά, Μιχάλη και Μπενιζέλου.Τέτοια γυναίκα δεν μετάγινεν σας λέω. Το σπίτι της ήταν σαν μαναστήρι για τους φτωχούς κι η δουλειά η προσευχή της.Για τα νιάτα της δεν έλεγε τίποτε. Σάματι είχε καιρό και για κουβέντες; Δουλειά, όλο δουλειά ως την ώρα που πέθανε. Θυμούμαι όμως τι και τι δεν έκανε για το στρατό το ‘12». (ό.π.).
Όμως στο ’12 δε φτάσαμε ακόμα κι οι Καστοριανές είχαν ακόμα πολύ ν’ αγωνιστούν και πολλά να περάσουν. Σαν αυτά που πέρασαν όταν οι Τούρκοι αποφάσισαν να προχωρήσουν σε σκληρά αντίποινα για την επανάσταση του 1878. «Οι επιδρομές συνεχίστηκαν αγριότερες, ιδίως στην περιοχή Καστοριάς, όπου η δημόσια ασφάλεια ανατέθηκε στον Αλβανό αμνηστευμένο αρχιληστή Αβεδήν. Τα έγγραφα που δημοσίευσε ο Ευ. Κωφός είναι γεμάτα από περιγραφές εγκλημάτων σε βάρος γυναικών καπεταναίων, όπως το παρακάτω απόσπασμα εγγράφου που αναφέρεται στην καταστροφή της Σλήμιτσας (Μηλίτσας):

«Κατόπιν οι επιδρομείς, συμπληρούντες το έργον της καταστροφής του χωρίου τούτου, επετέθησαν κατά των κατοίκων φονεύσαντες και τραυματίσαντες άνδρας και γυναικόπαιδα περί τα τριάκοντα. Δύο ημέρας μετά την διάπραξιν του κακουργήματος τούτου, ο Αβεδήν μετά της υπ’ αυτόν ορδής επανακάμπτει εις Καστοριάν, φέρων τρεις κεφαλάς και απάγων νέον τινα και δύο γυναίκας, περί ων βεβαιούται ότι η μεν είναι σύζυγος, η δε αδελφή του Ταλίπη». (Ασφαλώς εννοεί τον καπετάν-Νταλίπη από το Γαύρο.)

Αλλά, όπως γράφει χαρακτηριστικά η κ. Α. Τζινίκου-Κακούλη, αποδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της επανάστασης αυτής, «με τους αγώνες και τις θυσίες τους οι επαναστάτες απέδειξαν ότι ήταν αποφασισμένοι και να πεθάνουν ακόμα για τη λευτεριά τους κι ότι η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου δεν μπορούσε να περάσει εκεί όπου κι οι γυναίκες άδραχναν τα όπλα» και τελικά αυτό έχει και τη μεγαλύτερη σημασία απ’ όλα…

Κι έπειτα αρχίζει η κορύφωση του ηρωισμού και του μαρτυρίου των κατοίκων αυτού του αιματοποτισμένου τόπου, τα δύσκολα χρόνια του λεγόμενου ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα, στον οποίο έλαβαν μέρος, σηκώνοντας πολύ από το βάρος του, οι Καστοριανές γυναίκες. Για τις δικές τους τις μορφές τις ιερές έτυχε να μιλήσω διεξοδικά σ’ αυτήν ακριβώς την αίθουσα στις 15 Σεπτεμβρίου2002 σε εκδήλωση του Συλλόγου «Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Ν. Καστοριάς». Όμως δε γίνεται να τις προσπεράσουμε έτσι, θα ήταν μέγιστη αχαριστία να απουσιάζουν από τη σημερινή εκδήλωση, οπότε θα ξανασυναντηθούμε μαζί τους, ξεκινώντας από τον γενικό ξεσηκωμό τους το 1903, τότε που αναστατώθηκε η Καστοριά, μαθαίνοντας για το Βούλγαρο δεσπότη που ετοιμαζόταν να έρθει και να εγκατασταθεί στην πόλη μας. Τότε ακριβώς, λοιπόν, κάλεσε ο ήρωας Δεσπότης μας Γερμανός Καραβαγγέλης δυναμικές γυναίκες της πόλης και τις καθοδήγησε να ξεσηκωθούν, απαιτώντας να φύγει αμέσως από την Καστοριά ο Βούλγαρος δεσπότης. Έτσι έγινε και πράγματι «ο Βούλγαρος Δεσπότης, βλέποντας την κατακραυγή του πλήθους και για να μην κινδυνεύσει και χάσει τη ζωή του, αναγκάστηκε να φύγει από την οπίσθια πόρτα προς τον Αϊ-Θανάση και να εγκαταλείψει την Καστοριά.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόση ήταν η παλληκαριά των γυναικών, ώστε είχαν αψηφίσει και δεν υπελόγισαν καν τον τούρκικο στρατό που είχε καταφθάσει εφ’ όπλου λόγχη» γράφει η κορνίζα της Πουλχερίας Ζέρμα στο Λαογραφικό Μουσείο της πόλης μας (μου την υπέδειξε η κ. Μερόπη Σωτηροπούλου, δισέγγονή της), αφού η Ζέρμα πρωταγωνίστησε στην εξέγερση αυτή, στην οποία φυσικά υπήρξαν κι άλλες Καστοριανές που ξεχώρισαν, όπως η θρυλική Ζήσαινα, η Ευτέρπη Ουζούνη από τον Απόσκεπο, που, έχοντας χάσει τον άντρα της Ζήση, τον οποίο σκότωσαν οι Βούλγαροι, αλλά προπαντός έχοντας δει με τα ίδια της τα μάτια να κομματιάζουν το γιο τη οι κομιτατζήδες, που και την ίδια χτύπησαν, αλλά παράτησαν, νομίζοντάς την για νεκρή, ρίχτηκε στον αγώνα, χωρίς να ξέρει πως οι μελετητές του Αγώνα αργότερα με την Μπουμπουλίνα θα την παρομοίαζαν και θα τη συνέδεαν, τιμώντας μαζί της και ολόκληρη την Καστοριά μας. (Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου «Ο λαός της περιοχής Καστοριάς στο Μακεδονικό Αγώνα»).

Άλλες γυναίκες που αγωνίστηκαν και έδιωξαν τελικά το Βούλγαρο δεσπότη από την πόλη μας και των οποίων τα ονόματα διασώθηκαν ήταν οι: Βουγατσιώτη Χριστίνα ή Χρυσίαινα ή Χρήσταινα, Μπατρίνου Μ. Χαρίκλεια, Καλατζή Μαριγώ, Τουτουντζή Αμαλία, Μαντοπούλου Μαρία, Κρεμενιώτη Μαρία, η Παναγιώταινα του Ζησιάδη, η Καζαντζή και η Καραβιδά.

Για τρεις από τις παραπάνω ηρωίδες διαθέτουμε επιπλέον στοιχεία και είναι οι:
-Χαρίκλεια Μπατρίνου, σύζυγος του γιατρού και Δημάρχου της πόλης Μενέλαου Μπατρίνου, που είχε μετατρέψει το σπίτι τους σε μυστικό κέντρο του Αγώνα, όργωνε την ύπαιθρο με την άμαξα του ανδρός της με διάφορα προσχήματα κι είχε γίνει σύνδεσμος, σιτιστής και νοσοκόμος των πληγωμένων ανταρτών, που την ονόμαζαν συνθηματικά «η μυστηριώδης γυνή»,
- Χρήσταινα Βογατσιώτου διενεργούσε εράνους, τροφοδοτούσε τα παλικάρια και συγκέντρωνε πληροφορίες και
- Μαρία Μαντοπούλου το γένος Παπαμαντζάρη, σύζυγος του ήρωα δασκάλου στο Μαυροχώρι Διαμαντή Μαντόπουλου, της οποίας ο πατριωτισμός, ο ενθουσιασμός και το θάρρος έμειναν παροιμιώδη. Είχε μετατρέψει το σπίτι της σε άτυπο προξενείο, αφού το είχε κάνει τόπο συνάντησης των καπεταναίων του Αγώνα, τους οποίους φρόντιζε σαν μάνα. Και αργότερα, όταν μετά το θάνατο του άντρα της βρέθηκε στο Παρίσι, ζώντας με τα παιδιά της, αφιέρωσε τη ζωή της στην οργάνωση και λειτουργία των ελληνικών σχολείων, κερδίζοντας την προσωνυμία «Μάνα των σχολείων», μια προσωνυμία που τόσο της ταίριαζε και τόσο της άξιζε και της αξίζει.

Μα δεν ήταν μονάχα αυτές οι Καστοριανές που πήραν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα. Θα πρέπει στις «καπετάνισσες», τις σημαντικότατες αγωνίστριες του Μακεδονικού Αγώνα –ξεκαθαρίζουμε πως τις λέμε έτσι, όχι γιατί ήταν σύζυγοι αγωνιστών, αλλά γιατί αγωνίστηκαν οι ίδιες και μόνες τους- να αναφέρουμε τη Βογατσιώτισσα στην καταγωγή Ναταλία Μελά, που στους δικούς μας Ταξιάρχες βρίσκονται τα κόκαλά της μαζί με αυτά του πολυαγαπημένου της και όλων των Ελλήνων άντρα, του Παύλου, θα πρέπει να μνημονεύσουμε τη Βασιλική Νταλίπη, σύζυγο του καπετάν-Νταλίπη από το Γαύρο, τη Χριστίνα Τερζή, σύζυγο του Μακεδονομάχου Ζήση Τερζή του Παπαχρήστου από το Μαυροχώρι, δασκάλου στα Κορέστια, που τον δηλητηρίασαν οι Βούλγαροι, ενώ η ίδια μαρτύρησε το 1912 στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα.

Τέλος θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στις πέντε αδερφές του Γερμανού Καραβαγγέλη, την Αφροδίτη μετέπειτα σύζυγο Επαμεινώνδα Χαρισιάδη, την Κλεονίκη Ρόμπαπα, τη Δέσποινα Άψη, την Ευρυδίκη Χατζηαποστόλου και την Πηνελόπη Στυλιανοπούλου, που φρόντιζαν τα φιλοξενούμενα στη Μητρόπολη γυναικόπαιδα, πρωτοστατούσαν στα συσσίτια, στήριζαν τις χήρες και τα ορφανά, φρόντιζαν τους τραυματίες, μετέφεραν μηνύματα ως τα πιο απόμακρα χωριά και δε δίσταζαν να οπλοφορούν κατά τις μετακινήσεις τους, ενθουσιάζοντας τους χωρικούς.

Αλλά και «οι γυναίκες των Ιωάννη Παπακωνσταντίνου, Ιωάννη Κωτσίδη, Βασιλείου Μαυρουδή, Δούκα Σαχίνη και Ναούμ Τσάκαλη, που αποτελούσαν την επιτροπή Μακεδονικού Αγώνος Καστοριάς, στάθηκαν ανεκτίμητες συνεργάτιδες στο πλευρό τους, ενώ…

…ενώ το 1907, οπότε οι βουλγαρικές θηριωδίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους και καθημερινά κατέφθαναν στην πόλη σαν τα αλαφιασμένα αγρίμια χήρες κι ορφανά απ’ τα γύρω χωριά, ζητώντας άσυλο και γίνονταν όλοι καλοδεχούμενοι, πονετικές οι Καστοριανές, για να περιθάλψουν καλύτερα την ανθρώπινη δυστυχία, με τις ευλογίες του Δεσπότη τους αποφάσισαν να οργανωθούν σε σωματείο, ώστε κάτω από το πέπλο της φιλανθρωπίας να μπορούν ευκολότερα να βοηθούν τους Μακεδονομάχους και να κρατούν ψηλά το φρόνημα της μαρτυρικής περιοχής τους. Η «Φιλόπτωχος Αδελφότης των Ελληνίδων Κυριών Καστοριάς», που ιδρύθηκε το 1907, υπήρξε άνθος φιλοπατρίας ευγενικό των χρόνων εκείνων.


* * *


H «Φιλόπτωχος Αδελφότης των Ελληνίδων Κυριών Καστοριάς», που ιδρύθηκε το 1907, υπήρξε άνθος φιλοπατρίας ευγενικό των χρόνων εκείνων. Πρώτη της πρόεδρος ήταν η Ελένη Παπάζογλου ή Χατζηχρήσταινα και σύμβουλοι οι Ελένη Παπακώστα, Χαρίκλεια Μπατρίνου, Αθηνά Σαχίνη, Αναστασία Πουλιοπούλου, Μαλαματή Αλεξιάδου, Ανδρομάχη Αϊβάζη, Μαριγώ Παπαγεωργίου και Αικατερίνη Χαρισιάδου. Γύρω τους συσπειρώθηκαν έπειτα αρχόντισσες και φτωχούλες, που εργάστηκαν φιλανθρωπικά και εθνικά σαν πραγματικές ακρίταινες και με την καθοδήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη δημιούργησαν συσσίτια, διεξήγαγαν εράνους, ανακούφισαν φτωχούς, παρηγόρησαν πονεμένους και ενθάρρυναν αποθαρρυμένους.

Και για να καταλάβουμε πόσο σπουδαίο ήταν το έργο τους, αξίζει να πούμε πως η θρυλική «Μάνα του Στρατιώτη» Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, αδελφή του Παύλου Μελά, μια ψυχωμένη, δυναμική αλλά και εξαιρετικά ευαίσθητη και θρήσκα Ελληνίδα που έμεινε στην Ιστορία και τη συνείδηση του λαού μας για τις άοκνες προσπάθειές της ως εθελόντριας νοσοκόμας στο πλευρό των μαχόμενων στρατιωτών μας στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και γιατί γλύκανε τον πόνο του τραυματισμένου, παρηγόρησε τον ακρωτηριασμένο, έσκαψε τάφους με τα ίδια της τα χέρια…, αυτή, λοιπόν, η ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη γυναίκα έμεινε έκθαμβη από το έργο της καστοριανής Αδελφότητας που ολοένα και απλωνόταν, φροντίζοντας και για την επαγγελματική αποκατάσταση των νέων κοριτσιών. Και στη συνέχεια, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η Φιλόπτωχος επί χρόνια συντήρησε συσσίτια, ενώ στη δεκαετία 1930-1940 σίτιζε 250 παιδιά, με ελάχιστη κρατική συμπαράσταση και αυθόρμητες εισφορές μελών.

Αλλά και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο έδωσε το παρών, συνεργαζόμενη με «Τη φανέλα του στρατιώτου», μερικές φόρεσαν την τιμημένη στολή της εθελόντριας αδερφής και όλες άνοιξαν τις αγκαλιές τους στους πυροπαθείς της μαρτυρικής Κλεισούρας μετά το φριχτό ολοκαύτωμά της.
Μα και μετά το πρώτο «χορευτικόν της τέιον» που έδωσε προς τιμήν του στρατού αμέσως μετά την απελευθέρωση, όταν ήρθε η φριχτή ώρα του διχασμού και του αδελφοκτόνου Εμφυλίου, οι γυναίκες της Φιλοπτώχου άνοιξαν τα μπαούλα τους, έβγαλαν κουβέρτες και σεντόνια, έφεραν κρεβάτια από τα σπίτια και μεταμόρφωσαν το Σχολείο σε τέλειο νοσοκομείο, ενώ ξενυχτούσαν στο προσκεφάλι δροσίζοντας τον πυρετό των τραυματιών, φροντίζοντας ακόμη για προσφορά αίματος και για το κατευόδιο όσων κατέληγαν στα χέρια τους και δεν είχαν μάνα ή αδερφή κοντά τους, για να τους μοιρολογήσει.

Παρόμοια η δράση και της Φιλοπτώχου Αδελφότητας του Άργους Ορεστικού «Η Θεοτόκος» (Σχεδόν όλα τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από το σπουδαίο βιβλίο της Α. Τζινίκου «Η Μακεδόνισσα στο Θρύλο και στην Ιστορία»). Και οι δυο αυτές αδελφότητες, αλλά και όλα τα γυναικεία σωματεία δεν ήταν και δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά δυνατές κι αδιάψευστες αποδείξεις της δεδομένης και υπέροχα εκφρασμένης ανάγκης της γυναίκας για κοινωνική προσφορά, καθώς αυτή θεωρεί οικογένειά της όχι μονάχα αυτήν που περιορίζεται μες στους τοίχους του σπιτιού της, αλλά όλους τους συνανθρώπους της που βρίσκονται σε ανάγκη.

Κι από την ιστορία του γυναικείου συλλόγου της πόλης μας με τη μεγάλη ιστορία και την ακόμα μεγαλύτερη προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, ας επιστρέψουμε στο 1912. Έχουμε αναφέρει ήδη το πώς οι Καστοριανές γυναίκες σημαιοστόλισαν την πόλη, πώς της φόρεσαν τα πιο καλά κι επίσημά της, τα λευκά και τα γαλάζια, και την προετοίμασαν για την πιο μεγάλη της στιγμή, τη στιγμή της επιστροφής της στην αγκαλιά της μάνας Ελλάδας μετά από 527 χρόνια σκλαβιάς κι ανελευθερίας.

Αναφέραμε επίσης ονομαστικά κάποιες γυναίκες που έδρασαν αυτήν ακριβώς την ώρα. Θα αναφερθούμε σε μια ξεχωριστή μες στην καρδιά μου ηρωίδα, για λόγους που θα καταλάβετε όλοι σας αμέσως: Μιλώ για τη Θεανώ Μαντοπούλου, τη μαρτυρική δασκάλα στο Μαυροχώρι, που με την καταστροφή του από τους Τούρκους το 1912 εξασφάλισε την αναίμακτη απελευθέρωση της πόλης της Καστοριάς, καθώς όλη η οργή των Τούρκων στο όμορφο αυτό χωριό ξέσπασε. Η Θεανώ, λοιπόν, ήταν κόρη του ήρωα Διαμαντή Μαντόπουλου και της Μαρίας, μετέπειτα «Μάνας των σχολείων», όπως είπαμε λίγο παραπάνω. Δίδασκε στο σχολείο του Μαυροχωρίου και έμενε εκεί μαζί με τον πατέρα της, τον οποίο λάτρευε. Στα 1912 άρχισε να κεντάει την ελληνική σημαία. Μόλις έφυγαν οι Τούρκοι για δύο ημέρες, πατέρας και κόρη ύψωσαν την ελληνική σημαία στο Σχολείο. Μπαίνοντας οι Τούρκοι, ρωτούν και παίρνουν την απάντηση. Ο Διαμαντής Μαντόπουλος συλλαμβάνεται και θανατώνεται μπροστά στην κόρη. Οι Τούρκοι δένουν το ιερό του σώμα σ’ ένα γάιδαρο –ό,τι έκανε ο Αχιλλέας στο γενναίο Έκτορα- και το σέρνουν μες στους δρόμους του χωριού, αφού έχουν στο μεταξύ υποχρεώσει τη Θεανώ, που προηγουμένως την κακοποίησαν βάναυσα, να ακολουθεί, ενώ ξοπίσω της έρχονται Τούρκοι. Η Θεανώ ακολουθεί και παρακολουθεί βουβή, αφού οι ίδιες οι Τουρκάλες, που την αγαπούσαν γιατί μάθαινε ελληνικά στα παιδιά τους, της λένε: «Μη φωνάζεις, Θεανώ, γιατί θα σε σκοτώσουν και σένα». Στη συνέχεια και πάλι οι Τουρκάλες τη γλιτώνουν, φυγαδεύοντάς την από τσατί σε τσατί. Βγαίνει στο σπίτι του Μαυροβίτη, το τελευταίο σπίτι του χωριού. Εκεί την κρατούν κάποιες μέρες για να προστατευτεί και, μετά που απελευθερώνεται η Καστοριά (στις 11 Νοεμβρίου 1912), τη βάζουν στο καράβι και έρχεται στην ελεύθερη πόλη.

Μα τα μαρτύριά της δεν τελείωσαν εδώ, καθώς, ανακοινώνοντας το θάνατο του πατέρα της στη μάνα της, εκείνη, μες στην απελπισία της, χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο και τυφλώνεται για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Η Θεανώ, που ήταν αρραβωνιασμένη, παντρεύτηκε με το γνωστό σε όλους μας Καστοριανό ποιητή Αργύριο Παπαδίσκο και, το 1947, όταν ο γιος της Γιώργος (στις μαρτυρίες του Γιώργου Παπαδίσκου και της γυναίκας του Μαρίτσας οφείλονται τα πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία της Θεανώς, αλλά κι ολόκληρης της οικογένειας) εξορίστηκε στη Μακρόνησο, η Θεανώ εκδηλώνει βαρύ ψυχικό νόσημα, αφού πρόφτασε να πει: «Οι Τούρκοι τον πατέρα μου κι οι Έλληνες το γιο μου».
Τέλος, αξίζει να πούμε πως όταν το 1952 κατέβηκε στην Αθήνα για να την εξετάσει κάποιος γιατρός εκεί, αυτός της είπε «ζναμ» και τότε η ηρωίδα Θεανώ τον βούτηξε από το λαιμό και του είπε: «Εγώ είμαι κόρη Μακεδονομάχου, τον πατέρα μου τον σκότωσαν οι Τούρκοι κι εσείς θα με πείτε Βουλγάρα;». Είδαν κι έπαθαν για να γλιτώσουν το γιατρό από τα χέρια της… (Σ. Ευθυμιάδου «Διαμαντής Μαντόπουλος, ένας ηρωικός δάσκαλος στο Μαυροχώρι», εφ. Καστοριανή Εστία, 23/2/2006)

Τα λάθη μας τα πάθη ή τα παθήματά μας, είμαι σίγουρη πως λέτε όλοι μέσα σας ακούγοντας την τόσο διδακτική ιστορία της Καστοριανής αυτής ηρωίδας του ’12. Λάθη που πληρώνουμε ακόμη και σήμερα και, αν δε μας συνετίσουν έστω και τώρα που έχουμε κατρακυλήσει, θα τα πληρώσουμε ακόμα πιο ακριβά. Δυστυχώς αυτός είναι ο νόμος της ζωής και αυτό μας διδάσκει γενικά η Ιστορία και πιο συγκεκριμένα η Ιστορία της περιοχής μας, της Καστοριάς. Γιατί ναι, γιορτάζουμε τα Ελευθέρια της πόλης μας με τις τιμές που τους αξίζουν, αλλά ας είναι αυτοί οι εορτασμοί ευκαιρίες για περισυλλογή και περίσκεψη, για προβληματισμό και ας είναι η στιγμή για να πάρουμε αποφάσεις. Αποφάσεις ζωής.
Σαν τη δυνατή απόφαση που έκανε τις γυναίκες του Σαράντα να γίνουν ηρωίδες. Αυτές τις ηρωίδες τις συναντάμε στο «Ημερολόγιον Πολέμου» του Αργύρη Μπαλατσού στις σημειώσεις της 7ης Νοεμβρίου 1940: «(…) Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει το στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για το στρατό με το φως δύο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!» (Α. Τζινίκου-Κακούλη «Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία»)

Αλλά και εδώ, μολονότι τις γυναίκες Ηπειρώτισσες τραγουδάμε και ίσως μονάχα αυτές έχουμε στο νου, υπάρχει δυναμική συμμετοχή γυναικών από ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία. Άξια εκπρόσωπος των Καστοριανών γυναικών της Πίνδου η μετέπειτα βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών Επταχωρίτισσα Κυράτσω Τσιαπράζη, λέει στην Α. Τζινίκου: «Κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήρθε στα μέρη μας πολύς στρατός. Όπλα είχε, πυρομαχικά δεν είχε. Μας μίλησε ο Δαβάκης. Δακρύσαμε. Εμείς! Εμείς, είπαμε, θα φορτωθούμε. Άλλες γυναίκες τα έφερναν απ’ τον Πεντάλοφο. Εμείς από δω τα ανεβάζαμε στον Αϊ-Λια κι ως το Φουρκιώτικο. Γυρνώντας κατεβάζαμε τραυματίες. Θαρρώ πως βλέπω έναν νιο που πέθανε στα χέρια μου. Σ’ όλο το δρόμο έχανε αίμα. Έδεσα την πληγή με το μαντίλι. Τίποτα. «Νερό… νερό…» παρακαλούσε. Μούσκευα πανί. Του έβρεχα τα χείλη. Με το έμπα στο χωριό, βασίλεψαν τα μάτια του. Με κοίταζε από άλλο κόσμο. «Αχ! Μαννίτσα μ’… Αχ! αδερφίτσα μ’…» είπε σιγανά και ξεψύχησε. Τον ξενυχτήσαμε με μοιρολόγια. Μας έκαψε την καρδιά σαν γιος μας κι αδερφός. Θυμάμαι κι όταν κατέβασαν πληγωμένο τον Δαβάκη. Ανάστα ο Κύριος. Θρήνος! Τι γίνονταν… Τσιουρίζαμε ως τον ουρανό».

Μα το ’40 δεν είναι και πολύ μακριά μας, αφού το έζησαν οι μάνες πολλών από μας και μας το περιγράφουν με τις αφηγήσεις τους. Και είναι αυτές οι αφηγήσεις των παλαιότερων στους νεότερους που μεταλαμπαδεύουν το πνεύμα και το ήθος της προσφοράς. Γι’ αυτό και υπάρχουν όλοι αυτοί οι σύλλογοι που παλεύουν και σήμερα, στον καιρό της ειρήνης, αλλά και των αναγκών που, όπως καταλαβαίνουμε, δεν πρόκειται ποτέ να πάψουν να υπάρχουν και να βασανίζουν τους ανθρώπους, όλοι αυτοί οι σύλλογοι που απαρτίζονται από πραγματικές αρχόντισσες που φανερώνουν το πάθος της προσφοράς που πυρπολεί την καρδιά των γυναικών, το πάθος της αγάπης και της αληθινής κοινωνικότητας. (Κι επειδή πολύ χρησιμοποιείται στην πόλη μας ο όρος «αρχόντισσα», θα πρέπει εδώ να πούμε πως η αρχόντισσα δεν κρίνεται από το περιεχόμενο ή το περίσσευμα της τσέπης, αλλά μονάχα από το περίσσευμα της καρδιάς και το άνοιγμα της αγκαλιάς.) Ένας τέτοιος σύλλογος, λοιπόν, είναι και ο Προοδευτικός Σύλλογος Κυριών Καστοριάς, αρκετά παλιός, καθώς ιδρύθηκε το 1959 κι έχει συμπληρώσει ήδη μισόν αιώνα ζωής και προσφοράς στην πόλη μας. Αυτός ο σύλλογος, ανάμεσα στ’ άλλα σημαντικά που κάνει, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη χρονιά της απελευθέρωσης της Καστοριάς από την πιο μακριά της σκλαβιά ένιωσε την ανάγκη να τιμήσει τις Καστοριανές γυναίκες που έζησαν σ’ εποχές πριν από τη δική μας, αποδίδοντας στα ιερά τους πρόσωπα την τιμή που τους αξίζει. Αυτός ο σύλλογος άναψε σήμερα εδώ μέσα το καντηλάκι της μνήμης τους, φωτίζοντας το βίο και την προσφορά τους, για να μάθουν οι αγνοούντες, για να γνωρίσουμε ή να θυμηθούμε όλοι, για να μη φανούμε αχάριστοι ξεχνώντας. Κι επειδή αυτή τους η πρωτοβουλία είναι πραγματικά πολύ σπουδαία, νιώθω την ανάγκη και από δω, από το βήμα, να τις ευχαριστήσω που μου έκαναν την τιμή και μου έδωσαν την ευκαιρία να προσφέρω κι εγώ κάτι από την καρδιά μου και με όλη μου την καρδιά στη μεγάλη και λαμπρή γιορτή της Καστοριάς, τη γιορτή των Ελευθερίων της.

Κλείνοντας, όπως όλες οι τόσο αξιόλογες γυναίκες που ήταν σήμερα μαζί μας μέσα στην αίθουσα, όπως οι ηρωίδες πριν και κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, όπως οι γενναίες γυναίκες της Καστοριάς και των γύρω της χωριών κι όπως οι γυναίκες της Πίνδου ανάμεσα στις οποίες οι δικές μας γυναίκες από το Επταχώρι, τη Ζούζουλη, την Κυψέλη, την Ιεροπηγή, το Σκαλοχώρι και τ’ άλλα χωριά των γειτονικών μας νομών, που ‘ναι κι εκείνα σκαρφαλωμένα πάνω στην Πίνδο, απέδειξαν πως την άξιζαν με το παραπάνω την ελευθερία που μόλις και με πολύ κόπο πολλών μαζί Ελλήνων είχε κερδηθεί, έτσι και μεις οι σημερινές γυναίκες αυτής της ελληνικής άκρης θα πρέπει όσο γίνεται πιο γρήγορα να αναθεωρήσουμε όλα εκείνα τα θέλω μας που γύρω από το εγώ μας κινούνται και το εγώ μας υπηρετούν και ν’ αρχίσουμε να βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας με μιαν άλλη ματιά∙ μια ματιά που να χωράει πολλούς, όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους. Κι ας μην επικαλούμαστε την κρίση. Άλλωστε το στένεμα της ψυχής μας είχε αρχίσει κι είχε θεριέψει στην πριν από την κρίση εποχή της ψεύτικης ευμάρειας, ας μην κρυβόμαστε πια. Μόλις τώρα αυτό δεν είδαμε όλοι μες σ’ αυτήν την αίθουσα; Γυναίκες ηρωίδες του Γένους και της ανεξάντλητης προσφοράς, που σε καιρούς δύσκο-λους άνθισαν και μεγαλούργησαν.

Δείχνοντας και σε μας τις σημερινές Καστοριανές, προπαντός σε μας, το μοναδικό δρόμο για να το πετύχουμε. Και να αποδείξουμε πως την αξίζαμε αυτήν την ελευθερία που με τόσο κόπο αποκτήσαμε πριν από εκατό ακριβώς χρόνια…


Πηγές:
-Σ. Ευθυμιάδου «11η Νοεμβρίου 2009», εφ. ΟΔΟΣ, αφήγηση κ. Ελευθερίας Βολιώτη.
-Καστοριανής Πρωτοβουλίας «Καστοριανά μνημεία»
-Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ , φάκελος «Βυζαντινή Καστοριά: βυζαντινή τέχνη και κοινωνία»
-Πρόγραμμα ΜΕΛΙΝΑ φάκελος «Τα αρχοντικά της Καστοριάς»
-Α. Τζινίκου-Κακούλη «Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία»
-Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου «Ο λαός της περιοχής Καστοριάς στο Μακεδονικό Αγώνα»
-Σ. Ευθυμιάδου «Διαμαντής Μαντόπουλος, ένας ηρωικός δάσκαλος στο Μαυροχώρι», εφ. Καστοριανή Εστία, 23/2/2006.


(1) Πρόκειται για το κείμενο της ομιλίας της κ. Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου που, με αφορμή την απελευθέρωση της πόλης της Καστοριάς, έγινε με πρωτοβουλία του Προοδευτικού Συλλόγου Γυναικών Καστοριάς το Μάρτιο του 2012 στην αίθουσα του δημ. συμβουλίου, ενώ στις 16/10 παρουσιάστηκε στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του δήμου Θεσ/νίκης, στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το δήμο Καστοριάς. 


Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην ΟΔΟ 
στις 8, 15 και 22 Νοεμβρίου 2012, αρ. φύλλων 665, 666 και 667.

1 σχόλιο:

  1. Το λουλουδάκι του μπαξέ21/2/13

    Συγχαρητήρια στην κ. Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, για την παράθεση τόσων σημαντικών γεγονότων και την επώνυμη αναφορά τόσων προσώπων, που καθιστούν το κείμενό της ικανό να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας με τρόπο συνοπτικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ