κυριότατα μέσ’ από τις “Μακεδονικές Ιστορίες” του Γ. Μόδη Ας όψεται η Μαργαρίτα...
Το 1963 κυκλοφορήθηκε το βιβλίο του Μοναστηριώτη συγγραφέα Γ. Μόδη «Μακεδονικές ιστορίες-Μαργαρίτα». Καθώς όλα τα διηγήματα του Γ.Μόδη «έχουν τον ιστορικό τους πυρήνα», είναι μια θαυμάσια πηγή για όποιον ασχολείται με τον Μακεδονικό Αγώνα. Σήμερα, όμως, νιώθω την ανάγκη ως φανατική αναγνώστρια του Γεωργίου Μόδη* να τον ευχαριστήσω που με τη δυνατή και ελκυστική του πένα απεικόνισε ολοζώντανα τον Αγώνα του Ελληνισμού στη σκλαβωμένη διπλά και τριπλά Μακεδονία, αλλά και ως γυναίκα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου που ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας ανέδειξε μέσα στο πλούσιο και πολύ σημαντικό έργο του τον σπουδαίο ρόλο της Μακεδόνισσας (στις Μακεδόνισσες συγκαταλέγονται κι οι Μοναστηριώτισσες, που δεν αγωνίστηκαν λιγότερο κι ας μην ελευθερώθηκαν τελικά). Τέσσερις τίτλοι βιβλίων του, μάλιστα, είναι...γυναικείοι: Χριστίνα, Γεωργίτσα, Μαργαρίτα, Πεταλούδα, καθώς και πολλοί τίτλοι διηγημάτων του. Ο Γ.Μόδης πάει κόντρα στον κανόνα που θέλει τους άντρες συγγραφείς να μην καταδέχονται να ασχοληθούν με τον ρόλο της γυναίκας στους αγώνες του Γένους μας και αυτό τον τιμά ιδιαιτέρως…
Μα το δικό μας θέμα σήμερα είναι πώς αποτυπώνεται με την πένα του Μόδη το Πάσχα στη σκλαβωμένη Μακεδονία. Κι ας αρχίσουμε με τη Μαργαρίτα, που έγινε η αφορμή να ασχοληθώ με το θέμα: «Η Μαργαρίτα, η ομορφότερη κοπέλα του χωριού Νότια της Αλμωπίας, ρίχνεται σ’ έναν γκρεμό και αυτοκτονεί τη δεύτερη μέρα του Πάσχα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, για να μη γίνει σύζυγος του Τούρκου μπέη του χωριού της που τη ζητούσε επίμονα σε γάμο» (από το βιβλίο του καθηγητή μου στη Γλωσσολογία Γ. Αργυριάδη «Η διηγηματογραφία του Γεωργίου Χρ. Μόδη», Θεσ/νίκη 1988). Για το ίδιο πρόσωπο, όμως:
«Μακεδονικοί πασχαλινοί θρύλοι-Ο βράχος της Μαργαρίτας
Ο ωραιότερος θρύλος από όσους διέσωσε η ελληνική παράδοση και η εθνική μας υπερηφάνεια, σωστό διαμάντι της λαογραφίας μας, υπάρχει εις ένα χωριό της περιφερείας Εδέσσης, ονομαζόμενο Μαργαρίτα. Ο θρύλος αυτός, ζήσας και διατηρηθείς επί αιώνας ολοκλήρους, παρέμεινε και παραμένει πλέον περίλαμπρο έθιμο του χωριού στο οποίο επαναλαμβάνεται κάθε Πάσχα, ένα έθιμο με λαχταριστή ιστορία, όπως την θέλησε και την έπλασε η φαντασία των χωρικών μας που έζησαν στην πολύ μακρινή σκλαβιά. Σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδος δεν υπάρχει παρόμοιο έθιμο, συνδεδεμένο στενά με την συνηθισμένη προκατάληψη των ανθρώπων του βουνού και διατηρούμενο έτσι τετρακόσια και πλέον χρόνια, μέσα σε τόσες γενεές [...].
Πριν από χρόνια πολλά, ίσως τετρακόσια και περισσότερα, εζούσε εις το χωριό μία πανέμορφη Ελληνοπούλα, ξακουσμένη για την αρχοντιά και την ομορφιά της αυτή σ’ όλη την περιφέρεια. Την έλεγαν Μαργαρίτα και ήταν το καμάρι όλων των χωριών της Εδέσσης. Τότε οι επιδρομές των τουρκικών αποσπασμάτων στα χωριά αυτά ήταν συχνές. Εμάζευαν τα ωραιότερα κορίτσια, σκλάβες για τα σουλτάνικα χαρέμια. Η ομορφιά της Μαργαρίτας έφθασε έως τ’ αυτιά των ανθρώπων που ήταν σταλμένοι για το άρπαγμα των κοριτσιών αυτών και μια μέρα ένα τουρκικό απόσπασμα έφθασε στο χωριό, με σκοπό να αρπάξει την πεντάμορφη Μαργαρίτα. Ήταν Μεγάλο Σάββατο και όλοι οι κάτοικοι ετοιμάζονταν για τη Λαμπρή. Ένας τη βρήκε στη βρύση και εκεί την κατεδίωξε, αλλ’ αυτή τον σκότωσε με μια πέτρα. Το απόσπασμα εφρύαξε και θέλησε να την πιάσει. Η Μαργαρίτα όμως εβγήκε στα ψηλά του χωριού, στον μεγάλο βράχο κοντά στο κάστρο. Αλλά και εκεί την έφθασε το απόσπασμα. Τότε έκανε τον σταυρό της και εφώναξε:
-Δεν πρόφθασα η άμοιρη να ζήσω ως αύριο να φάω κόκκινο αυγό.
Κι έπεσε στο βάραθρο.
Από τότε ο βράχος αυτός λέγεται βράχος της Μαργαρίτας. Κι από τότε όλοι οι κάτοικοι του χωριού, μαζί με άλλους που έρχονται από τα γύρω χωριά, πηγαίνουν κάθε δευτέρα ημέρα του Πάσχα στον βράχο και ρίχνουν στο βάραθρο όλοι, μα όλοι, από ένα κόκκινο αυγό, για να είναι πάντα αναπαυμένη η ψυχή της Μαργαρίτας.
Το ρίξιμο των κόκκινων αυτών αυγών γίνεται με ξεχωριστό εορτασμό. Πηγαίνουν οι κάτοικοι και στον βράχο με τες αρχές του χωριού, με τον δάσκαλο, τη δασκάλα και τα παιδιά του σχολείου, κρατούντες όλοι στα χέρια το κόκκινο αυγό. Γίνεται μια πρόχειρη επιμνημόσυνη δέηση και ύστερα απ’ αυτή δυο κορίτσια του σχολείου, ερωτώντας το ένα και απαντώντας το άλλο, απαγγέλλουν το εξής ποίημα, που σώζεται διατηρούμενο αναλλοίωτο μέσα στο σπάνιο αυτό έθιμο από γενεάς εις γενεάν:
-Για πες μας, βράχε υψηλέ,
για πες μας για την κόρη,
για πες μας τ’ είχε κι έτρεχε
στους λόγγους και στα όρη;
Για πες μας ήταν όμορφη
η Μαργαρίτ’ αλήθεια
ή είναι ψέματα, τι λεν,
όπως τα παραμύθια;
Η Μαργαρίτα ήτανε
μια κόρη ζηλεμένη,
νεράιδα η πεντάμορφη,
στον κόσμο ξακουσμένη.
Μια μέρα εκεί που πήγαινε
στη βρύση να γεμίσει,
χύμηξε πάνω ένα σκυλί,
Τούρκος να τη φιλήσει.
Κι η Μαργαρίτα όρμησε
και σκότωσε τον Τούρκο.
Θεριά τότε εγίνηκαν οι Τούρκοι
κι έπεσε η μαύρη στον γκρεμό…
Ύστερα από το ποίημα ρίχνουν όλοι στο βάραθρο τα κόκκινα αυγά και μετά ακολουθούν χοροί και τραγούδια.
Το έθιμο αυτό οι κάτοικοι της Μαργαρίτας το τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια, κάθε Δευτέρα μέρα του Πάσχα και έχουν τη βαθιά προκατάληψη ότι, εάν μια χρονιά δεν ρίξουν τα κόκκινα αυγά στον βράχο, η εσοδεία τους θα καταστραφεί. Η προκατάληψή τους αυτή ενισχύθη εις βαθμό αφάνταστο, όταν προ ετών δεν επήγαν να ρίξουν κόκκινα αυγά στον βράχο, γιατί τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα έπεφτε ραγδαία βροχή. Εκείνη, λοιπόν, τη χρονιά έπεσε κατά σύμπτωση χαλάζι και κατέστρεψε ολόκληρη την παραγωγή τους, οι κάτοικοι δε απέδωσαν την καταστροφή της εσοδείας των εις το ότι παρέλειψαν να πάνε στον βράχο. Από τότε, ο κόσμος να χαλάει, οι χωρικοί της Μαργαρίτας ρίχνουν στον βράχο της τα κόκκινα αυγά, 250 περίπου, όσοι δηλαδή είναι κι αυτοί.
Αυτό είναι το χιλιοτραγουδημένο και πανέμορφο έθιμο της Μαργαρίτας, το οποίο εγέννησε ένας θρύλος που έπλασε η φαντασία των χωρικών της παλιάς σκλαβιάς, επαναλαμβανόμενο επί εκατοντάδες χρόνια στο χωριό, κάθε δεύτερη μέρα της Λαμπρής, μοναδικό ίσως σ’ όλο τον χριστιανικό κόσμο».
Περικλής Αγγελόπουλος. Από το περιοδικό λόγου και τέχνης «Επί Τροχάδην», καλοκαίρι ’93, Έδεσσα.
Στις «Μακεδονικές ιστορίες-Κρυψάνες» του Γ. Μόδη, 1970, στο διήγημα «Η αμαρτία της Μ.Πέμπτης» δυο Δροσοπηγιώτες, ο Τούσης και ο Μιχάλης, βγαίνουν για κυνήγι τη Μεγάλη Πέμπτη του 1908. Δύο είναι οι ενστάσεις που εγείρονται στην πρόταση αυτή: αμαρτία να βγεις για κυνήγι Μεγάλη Πέμπτη, αμαρτία κι η κατάλυση της νηστείας. Όταν ο Τούσης περνάει να πάρει τον Μιχάλη για κυνήγι, ο δεύτερος φέρνει αντίρρηση: «Στο κυνήγι σήμερα; Μεγάλη Πέμπτη;». «Σε πειράζει αν έχεις την Ανάσταση και κανένα ζαρκάδι ή λαγό και κάμποσες πέρδικες;» απαντά ο Τούσης και πείθει τον Μιχάλη, που δέχεται λέγοντας «Η αμαρτία δική σου». Ο Μιχάλης, όμως, πιστεύει στη νηστεία, και γι’ αυτό αντιδρά όταν «σταμάτησαν σε μια κρύα βρύση να κολατσίσουν» και, αντί για «μερικές ελιές και κανένα σκόρδο», όπως θα ήθελε ο ίδιος, ο Τούσης έβγαλε να φάνε κόκκινα αυγά και τυρί!
-Καημένε! Τι έχει το αυγό και το τυρί; Εδώ καίομε σπίτια…σκοτώνομε ανθρώπους…
-Μη ξεχνάς είμαι παπαδοπαίδι [...]. Η αμαρτία δική σου και για τη νηστεία.
Ξαφνικά ο Μιχάλης βρίσκεται μπροστά σε μια αρκούδα και, κατάχλομος από τον φόβο, ρίχνει μια σφαίρα και φεύγει αμέσως πίσω στο χωριό. Δεν επιμένει να σκοτώσει την αρκούδα, γιατί πιστεύει πως είναι αμαρτία να κάνει κάτι τέτοιο τη Μεγάλη Πέμπτη.
Στο βιβλίο του Γ.Μόδη «Μακεδονικές ιστορίες-Γεωργίτσα», 1929, υπάρχει το διήγημα «Η μεγάλη αμαρτία». Η μεγάλη αμαρτία του μακεδονομάχου Τούση, που δρούσε στον βάλτο Γιαννιτσών, ήταν ότι είχε πιει γάλα τη Μεγάλη Παρασκευή και όχι ότι είχε κάνει λεηλασίες, εμπρησμούς και φόνους. Αυτά είπε στον Ναουσαίο παπά που είχε πάει στον βάλτο για να προσφέρει τη Θεία μετάληψη στους αντάρτες του καπετάν Γκόνου. Το διήγημα είναι ψυχογραφικό και πολεμικό, γραμμένο με κέφι και χιούμορ. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Τούσης, παλιός αντάρτης και παλιότερος ληστής, που ψυχογραφείται με πολλή επιτυχία. Είναι πιστός στην ορθόδοξη παράδοση της παλιάς κλεφτουριάς σε θέματα ηθικής και νηστείας. Η σκηνή τοποθετείται στην καλύβα του καπ. Γκόνου στον βάλτο Γιαννιτσών, όπου η ομάδα του αναπαύεται και συζητά. Ανάμεσά τους και ο Ναουσαίος παπάς. Ο ζωηρός διάλογος με τα πολλά πειράγματα ζωντανεύει τον κόσμο και τις συνήθειες της αντάρτικης ζωής. Ιδιαίτερα όμως ο πεζογράφος μάς δίνει τον εσωτερικό κόσμο του Τούση, το παράπονό του για την ασφυκτική ζωή του στον βάλτο και τη λαχτάρα του να φύγει στα ψηλά βουνά και στα πυκνά δάση, που είναι ο ιδανικός τόπος της αντάρτικης ζωής (από το βιβλίο του καθηγητή μου στη Γλωσσολογία Γ. Αργυριάδη «Η διηγηματογραφία του Γεωργίου Χρ. Μόδη», Θεσ/νίκη 1988).
«Ο αητός δε γίνεται καμιά φορά χήνα», αυτή ήταν η απάντηση του Μακεδονομάχου Τούση από τη Βίγλιστα, που δεν μπορούσε να συνηθίσει τη ζωή στον Βάλτο των Γιαννιτσών, με τις ιδιαίτερες δυσκολίες διαβίωσης των Μακεδονομάχων. Κάποια στιγμή, μάλιστα, που έρχεται από τη Νάουσα παπάς για να μεταλάβει τα παλικάρια, ο Τούσης δυσκολεύεται να πειστεί πως μπορεί να το κάνει, καθώς, μπορεί να έκλεψε, μπορεί να σκότωσε πολλούς, μπορεί να ρήμαξε χωριά ολόκληρα, αλλά η πιο μεγάλη του αμαρτία ήταν που...
«Ορέ, παπά, έφαγα φέτος τη Μεγάλη Παρασκευή γάλα. Ακούς! Τη Μεγάλη Παρασκευή γάλα!»… Φυσικά ο παπάς τον κοινώνησε σχεδόν με το ζόρι, αλλά ο Τούσης στη διάρκεια μιας συμπλοκής με τους κομιτατζήδες «βούλιαξε για καλά στον βούρκο αυτό που τόσο λίγο αγαπούσε» , πληρώνοντας τη... μεγάλη του αμαρτία να καταλύσει τη νηστεία της Μ. Παρασκευής…
Το 1954 κυκλοφόρησαν οι «Μακεδονικές ιστορίες-Πενήντα θρεφτάρια» του Γ. Μόδη, όπου υπάρχει το διήγημα «Κόκκινα αυγά». Εδώ η μητέρα του Βασίλη Μεσολογγίτη προσφέρει βαμμένα κόκκινα αυγά στον Βαλή πασά της Θεσσαλονίκης τη Μ.Παρασκευή του 1908 και πετυχαίνει την αποφυλάκιση του γιου της, νεαρού δημοσιογράφου, που κατηγορούνταν για ανατρεπτική δράση (ό.π.).
Βλέπετε, είχε γίνει χαλασμός όταν βγήκε στη Θεσσαλονίκη ο βουλγάρικος επιτάφιος: «έπεσαν ξαφνικά βροχή από πάμπολλα δυνατά βαρελότα, κουμπούρες και πιστολιές. Οι δυο παπάδες και το πλήθος τόβαλαν πατείς με πατώ σε στα πόδια...».
«Θα πάρεις και ένα παιδάκι μαζί σου, μ’ ένα καλαθάκι κόκκινα αυγά και θα πας αύριο το πρωί στο Διοικητήριο να το δώσης στο Βαλή [...]. Κοίταξε μόνο τα αυγά να είναι κόκκινα και όχι παρδαλά», της σύστησε ο γιατρός Ζάννας, που είχε καλές σχέσεις με τους Τούρκους αξιωματούχους . Υπάκουσε η καημένη η μάνα, που ποτέ πριν δεν είχε περάσει τις πόρτες των Τούρκων, σταυροκοπήθηκε κάποιες φορές και βγήκε κερδισμένη. Βλέπετε, ο γιατρός Ζάννας ήξερε πως ένα τέτοιο σκηνικό, ένα παιδάκι με κόκκινα αυγά στα χέρια, πριν από κάποια χρόνια του είχε φέρει γούρι και διορίστηκε Βαλής (γενικός διοικητής) στη Θεσ/νίκη και ποτέ δεν ξέρει κανείς αν θα του συνέβαινε πάλι κάποιο παρόμοιο καλό…
Στο βιβλίο του Γ. Μόδη «Μακεδονικές ιστορίες-Ο πύργος του Γραμματικόβου», 1920, και στο διήγημά του “Για μια κάλπικη λίρα” ο πεζογράφος παρουσιάζει πάλι τους κρατικούς φορείς ν’ αγνοούν στα μεταπελευθερωτικά χρόνια-μετά το 1912-τις δίκαιες διεκδικήσεις των χωρικών και να δείχνουν τον δισταγμό τους στις νόμιμες απαιτήσεις των χωρικών για τα προγονικά τους κτήματα. Η σκηνή σ’ ένα παραλίμνιο χωριό των Γιαννιτσών. Ο ειρηνοδίκης, δυο δικηγόροι, ο αστυνόμος, τέσσερις αγροφύλακες, ο Τούρκος μπέης και ιδιοκτήτης του χωριού τους, ο επιστάτης και τρεις γέροντες χωρικοί κάθονται γύρω από το πλούσιο τραπέζι του μπέη, ο οποίος παρέθεσε γεύμα, για να γιορτάσει τη νίκη του στα ελληνικά δικαστήρια, σχετικά με τη διεκδίκηση κυριότητας του κτήματος του χωριού.
Η δίκη έγινε με βάση τα τουρκικά χαρτιά. Μετά το γεύμα ο ένας από τους γέροντες, ο παπάς, αφηγείται την ιστορία του εκβιασμού που έγινε από τον Σινάν μπέη, παππού του αναφερόμενου, προκειμένου ν’ αποκτήσει το κτήμα: «Μια μέρα, ήταν Κυριακή του Θωμά, γίνονταν τρεις γάμοι στο χωριό. Παντρευόταν τότε ο κόσμος πολύ μικρός. Δώδεκα χρονών και γαμπρός. Τα είχε η εποχή. Να σου λοιπόν και κουβαλιούνται, κακή τους ώρα, στο χωριό μια παρέα μπασιμπουζούκοι. Οι χωριανοί τους δέχθηκαν μ’ όλα τα καλά που τους είχε δώσει ο Θεός. Ήσαν και συνηθισμένοι σε αυτά τα πράγματα. Οι ερίφηδες κάθησαν, έφαγαν και ήπιαν καλά και το βραδύς όταν έφυγαν, αντίς να ζητήσουν παράδες για τον μεγάλο κόπο τους, όπως έκαμνε συνήθως το εσνάφι των, πήραν μαζί τους τις τρεις νύφες. Καταλαβαίνετε τι έγινε εκείνη τη στιγμή στο χωριό. Πού χαρά και πού προκοπή! Το ‘νιωσαν όλοι πως δεν τους έμνησκε άλλο τίποτε παρά να χάσουν το χωριό ή να τουρκέψουν [...]. Οι γέροι μας εδιάλεξαν το πρώτο [...]» (από το πρωτότυπο).
« Για την τιμή, λοιπόν, του χωριού οι προεστοί παρουσιάστηκαν στον Σινάν μπέη και του πρότειναν να του πουλήσουν το χωριό με αντάλλαγμα να μεσολαβήσει ν’ απελευθερωθούν οι τρεις νύφες. Η πώληση έγινε και οι τρεις νύφες επέστρεψαν στο χωριό την ίδια μέρα. “Πάρτε τώρα αυτό για καπάρο… Τα άλλα θα σας τα δώσω αργότερα”, λέει ο Σινάν μπέης. Το καπάρο ήταν μια λίρα τούρκικη, τυλιγμένη σε πολλά χαρτιά. Τα άλλα ακόμα τα παίρνουμε… Αλλά και η λίρα, όταν την πήγαν να τη χαλάσουν στον σαράφη, είδαν πως δεν περνούσε. Ήταν και αυτή κάλπικη». Στο σημείο αυτό τελειώνει το διήγημα, με το οποίο ο πεζογράφος μας παρουσιάζει πειστικότατα ένα ακόμα δείγμα των εκβιασμών και των αυθαιρεσιών του στυγνού κατακτητή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στη Μακεδονία (από το βιβλίο του καθηγητή μου στη Γλωσσολογία Γ. Αργυριάδη «Η διηγηματογραφία του Γεωργίου Χρ. Μόδη», Θεσ/νίκη 1988).
Τέλος, στο βιβλίο του Μόδη «Μακεδονικές ιστορίες-Το λαμπρό καταφύγιο», 1960, στο διήγημα «Μέσα στη Βέροια» περιγράφεται πως το Πάσχα του 1908 κρύβεται στη Βέροια ο καπετάν Κόρακας κυνηγημένος από τους Τούρκους:
«Τη Μεγάλη Τρίτη του 1908 έφτασε στον αρχηγό Κόρακα μήνυμα του Κέντρου Θεσσαλονίκης ότι πολλά τούρκικα τμήματα θά εξορμούσαν εναντίον του να εκκαθαpίσουν τό Βέρμιο. Τον επpόσταξαv να φύyη αλλού μακρυά». Δεν μπορούν να πάνε ούτε στον Όλυμπο, αφού «ο Αλιάκμονας ήταν αδιάβατος», ούτε στον Βάλτο, που τους ήταν «γνώριμος» και ασφαλής, γιατί οι Τούρκοι δεν τα κατάφερναν με τα νερά, οπότε ο καπετάν Κόρακας αποφάσισε να μείνει στο Βέρμιο» (από το βιβλίο του καθηγητή μου στη Γλωσσολογία Γ. Αργυριάδη «Η διηγηματογραφία του Γεωργίου Χρ. Μόδη», Θεσ/νίκη 1988).
Τη Μ. Παρασκευή, «μόλις νύχτωσε, ξεκίνησε και ο Κόρακας. Πήρε τον κατήφορο. Σε μια στροφή του μοvοπατιού πρόβαλε ξάφvου μπροστά τους η Βέροια με τα φώτα της. Στάθηκαν σε μια ψηλή πλαγιά αντίκρυ στην πόλι καi παρακολούθησαν τους επιτάφιους χωρίς κηριά με μια νοσταλγική συγκίνηση yια τα μακρυνά σπίτια και τα χωριά τους. Είχε φτάση τό 'Άγιο Πάσχα και αυτοί yύριζαν σαv κυvηγημένοι και ζαλισμένοι σκύλοι δίχως vα ξέρουν πού στο τέλος θα ακουμπίσουν... Τα μεσάνυχτα μπήκαν σκυφτοί σιγά ένας ένας στη Βέροια και μοιράσθηκαν σε δέκα καταλύματα. Τους δέχθηκαν παντού με ευχαρίστηση και εγκαρδιότητα [...]. Ύστερ' απ' το Χριστός Ανέστη τσούγκρισαν αυγά με τους σπιτονοικοκυραίους και τους αποχαιρέτησαv. Τους είπαν πως έφευγαν στο βουνό [...].Τη νύχτα της Δευτέρας ξαναήρθαν οι οδηγοί και τους ξαναμοίρασαν σε γειτονικά με το σχολείο σπίτια. Ο Κόρακας φιλοξενήθηκε στο αρχοντικό σπίτι του βαμβακεμπόρου . Τον επισκέφθηκαν την άλλη μέρα πολλοί πρόκριτοι. Είχε yίνη το σπίτι του Καράγεωργα προσκύνημα. Πέρασαν απ' εκεί όσοι και απ' την Ιερά Μητρόπολι, όπου πήγαιναν να φιλήσουν το χέρι του Μητροπολίτη και να πάρουν κόκκινα αυγά [...]. Στο μεταξύ οι Τούρκοι ξεποδαριάζονταν πάνω στα δάση, τις ρεματιές και τα κατσάβραχα του Βερμίου»...
Γ. Μόδη «Μακεδονικές ιστορίες-Το λαμπρό καταφύγιο»
(*) Είναι αλήθεια πως κόπιασα πολύ κι αυτή τη φορά να βρω τις ιστορίες του Γ. Μόδη που με ενδιέφεραν, έψαξα σε τρεις πόλεις για να τις βρω, τις βρήκα στη Φλώρινα, ευτυχώς! Επειδή αυτό παθαίνω κάθε φορά που ψάχνω κάτι μες στο μεγάλο -και σε έκταση και σε σπουδαιότητα- έργο του Μοναστηριώτη αυτού συγγραφέα και Μακεδονομάχου, θυμάμαι πάντοτε πόσο πολύ είχα χαρεί ακούγοντας τον πρώην βουλευτή να ανακοινώνει πως θα εκδοθούν τα Άπαντά του! Που θα εκδίδονταν δηλαδή, γιατί αυτό δεν έγινε, στερώντας την ευχαρίστηση από όποιον θα ήθελε να διαβάσει τις γραμμένες πανέμορφα από τον συγγραφέα ιστορίες ολόκληρες κι όχι όπως τις παρουσιάζω εδώ εντελώς συνοπτικά, απλώς για να σας παρουσιάσω τα γεγονότα που αποτελούν τον ιστορικό πυρήνα τους…
Σ.Ε.Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 και 21 Απριλίου 2022, αρ. φύλλων 1120 & 1121
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.