29.11.22

Mάχη Καστανόφυτου



7 Μαΐου 1906

Η ένοπλη δράση του «καπετάν Νάκη Λίτσα», 1905-1906

Από το μνημειώδες έργο του διαπρεπούς Άγγλου ιστορικού Douglas Dakin "Ο ελληνικός αγώνας στη Μακεδονία 1897-1913"
έκδ. ΙΜΧΑ, 1996

Επιμέλεια Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Tον αγώνα στη Μακεδονία αποδίδει ακόμη πιο παραστατικά η σταδιοδρομία του «Λίτσα»1, ο οποίος έφτασε στα Καστανοχώρια τον Σεπτέμβριο του 1905 με σαράντα οκτώ περίπου άντρες. Εκεί ενώθηκε με τον καπετάν Λουκά Κόκκινο2, επικεφαλής ενός μικρού ληστρικού σώματος δέκα αντρών. Αφού πήρε μαζί του και το σώμα του «καπετάν Πλάτανου», έκανε την πρώτη του επίθεση στο χωριό Σταρίτσανη (σημ. επιμ: Λακκώματα). Η Σταρίτσανη ήταν καταφύγιο κομιτατζήδων, μεταξύ των οποίων και του Μήτρου Βλάχου*. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής σκοτώθηκαν αρκετοί κομιτατζήδες, ενώ και ο Λίτσας έχασε τρεις άντρες. Ο Μήτρος Βλάχος τραυματίστηκε, αλλά κατάφερε να διαφύγει χάρη στην επέμβαση τουρκικών στρατευμάτων. Ο Πλάτανος μετά τη συμπλοκή αποχώρησε για να δράσει μόνος του∙ ο Λίτσας, όμως, και ο Λουκάς έμειναν μαζί και επιτέθηκαν (20 Δεκεμβρίου/2 Ιανουαρίου 1906) στο Έζερετς (σημ. επιμ: Πετροπουλάκι), προπύργιο των εξαρχικών, όπου έκαψαν δύο σπίτια και πιθανότατα σκότωσαν αρκετούς κομιτατζήδες. Στις 1/14 Ιανουαρίου 1906, έχοντας ακούσει ότι ο Μήτρος Βλάχος βρισκόταν στο Έζερετς, οι δύο αρχηγοί έκαναν ακόμη μια επίθεση στο χωριό. Έριξαν μια βόμβα στο σπίτι όπου κρυβόταν ο Μήτρος Βλάχος και τον τραυμάτισαν, αλλά για άλλη μια φορά ο «ασύλληπτος» αντίπαλος διέφυγε. Το ελληνικό σώμα πέταξε τότε βόμβες και σε άλλα σπίτια και σκότωσε αρκετούς κομιτατζήδες. Ανατίναξαν, επίσης, μια αποθήκη με πυρομαχικά, φυσίγγια και βόμβες. Για άλλη μια φορά οι Τούρκοι έφτασαν στον τόπο της συμπλοκής, οι Έλληνες, όμως, (που είχαν έναν νεκρό3 και πέντε τραυματίες) κατάφεραν να διαφύγουν. Κάτω από την ανελέητη καταδίωξη των Τούρκων, ο Λίτσας κι ο Λουκάς υποχώρησαν στην Ήπειρο μέσα από τα χιονισμένα βουνά, απ’ όπου, όμως, τους κυνήγησαν και πάλι προς τη Μακεδονία. Για ένα διάστημα γύριζαν στα χωριά, οργανώνοντας την άμυνα και ιδρύοντας τοπικά δικαστήρια∙ ο Λίτσας συχνά δίκαζε ο ίδιος υποθέσεις που αφορούσαν περιουσιακές διαφορές. Σε όλο αυτό το διάστημα διόρθωνε τους χάρτες του αυστριακού Γενικού Επιτελείου, τους οποίους χρησιμοποιούσε αλλά συχνά έβρισκε ανακριβείς. Έκανε διαλέξεις στους χωρικούς για την ελληνική ιστορία∙ εξελλήνιζε τα ονόματα των χωριών∙ και συχνά βοηθούσε τουρκικές περιπόλους να συλλαμβάνουν καταζητούμενους κομιτατζήδες. 

Αφήνοντας το σώμα του στην αρχηγία του Λουκά, πραγματοποίησε μια σύντομη επίσκεψη στην Αθήνα και γύρισε στη Μακεδονία με τον Λεωνίδα Πετροπουλάκη4 και αρκετούς νέους πατριώτες. Ενώθηκε με τον Λουκά (είχαν τώρα ένα σώμα 85 περίπου αντρών)5 και κινήθηκαν προς το Μορίχοβο περνώντας από τα Καστανοχώρια. Στον δρόμο σκότωσαν αρκετούς κομιτατζήδες και βοήθησαν τις τουρκικές περιπόλους. Στα περισσότερα χωριά συνάντησαν καλή υποδοχή· εκεί ο Λίτσας, που διέθετε την αίσθηση της μεγαλοπρέπειας, κανόνισε να γιορταστεί η ονομαστική εορτή του βασιλιά Γεωργίου. Στις 4 Μαΐου ο Λίτσας έλαβε εντολή από το Κέντρο του Μοναστηρίου να επιτεθεί στο εξαρχικό χωριό Οσνίτσανη στα Καστανοχώρια. Κινήθηκε αμέσως και στις 6 Μαΐου έφτασε στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, κάπου οκτώ με εννιά χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό έστειλε μια μικρή ομάδα να επιτεθεί με βόμβες στο χωριό Έζερετς, ελπίζοντας να παρασύρει προς τα εκεί την τοπική τουρκική δύναμη από 150 άντρες∙ ο ίδιος τοποθέτησε ορισμένους από τους άντρες του με τέτοιο τρόπο ώστε να παρεμποδίσει κάθε κίνηση των Τούρκων από το Έζερετς προς την Οσνίτσανη. Εξαπέλυσε την επίθεση νωρίς το πρωί της 7ης Μαΐου. Οι κομιτατζήδες κρατούσαν ισχυρές θέσεις και με πείσμα ανταπέδιδαν τα πυρά παρά τις βαριές τους απώλειες. Ο Λίτσας, ο Πετροπουλάκης και αρκετοί από τους άντρες τους σκοτώθηκαν. Άλλοι έχασαν τη ζωή τους στο Έζερετς. Η θέση των επιζώντων έγινε απελπιστική όταν έφτασε ισχυρή τουρκική δύναμη από 750 περίπου στρατιώτες. Ακολούθησε μάχη που κράτησε οκτώ ώρες. Λέγεται ότι στη σύγκρουση αυτή οι Τούρκοι (παρόλο που ποτέ δεν το παραδέχτηκαν)6 έχασαν έξι αξιωματικούς και 138 άντρες, ενώ άλλοι 38 τραυματίστηκαν. Τα ελληνικά σώματα, που αριθμούσαν 75 περίπου άντρες, είχαν συνολικές απώλειες 15 νεκρούς και 11 τραυματίες.

Μετά τον θάνατο του Λίτσα7, τη διοίκηση του σώματος ανέλαβε ο Λουκάς, που συνέχισε με αμείωτη ένταση τις επιχειρήσεις στη Δυτική Μακεδονία. Ο «καπετάν Πλάτανος», ο οποίος είχε ενωθεί με το σώμα του Λίτσα για την επίθεση στη Σταρίτσανη, ήταν ένας νέος Έλληνας αξιωματικός, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Κωνσταντίνος Πούλος. Μαζί του, ως υπαρχηγός, ήταν ο Βασίλης Σταυρόπουλος («καπετάν Κόρακας»)8. Μετά τη δεύτερη επίθεση στο Έζερετς, όπως και ο Λίτσας, είχαν υποχωρήσει προς την Ήπειρο∙ τους φιλοξένησαν οι πενόμενοι Έλληνες χωρικοί του Γκέρμαν, οι οποίοι ήταν τόσο φτωχοί που δεν είχαν τίποτε για να γιορτάσουν την Πρωτοχρονιά. Αφήνοντας το Γκέρμαν, ο Πούλος και ο Σταυρόπουλος ξαναμπήκαν στη Μακεδονία και έκαναν την είσοδό τους στο «εξαρχικό» χωριό Νεστράμι. Οι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν ότι στην πραγματικότητα ήταν Έλληνες και ικέτευσαν τον Πούλο να μη μείνει στο χωριό, γιατί διαφορετικά θα τιμωρούνταν από τον Μήτρο Βλάχο. Οι δύο Έλληνες αρχηγοί τους άφησαν ήσυχους. Για τους επόμενους δύο μήνες περιπλανιόνταν στα βουνά, κάνοντας επισκέψεις σε χωριά και τιμωρώντας εξαρχικούς προκρίτους, μερικές φορές, όμως, έμεναν καθηλωμένοι από βαριές χιονοπτώσεις. Στα τέλη του χειμώνα ήταν πια εξουθενωμένοι, καθώς είχαν επιβιώσει με εξαιρετικά λίγη τροφή. Τον Μάρτιο επέστρεψαν στην Αθήνα. Το σώμα τους δεν έδρεψε δάφνες και είχε αναπτύξει πολύ μικρή ένοπλη δράση. Είχε, όμως, επιτελέσει σημαντικά πράγματα: έκανε αισθητή την ελληνική παρουσία· απάλλαξε την περιοχή από επιφανείς εχθρούς∙ η παρουσία του περιόρισε τη δραστηριότητα των εξαρχικών τρομοκρατών· τέλος, συνέβαλε έστω και λίγο στη νικηφόρα έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα. 

Σημειώσεις του συγγραφέα:

1. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντώνιος Βλαχάκης. Γεννημένος το 1874, υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στον πόλεμο του 1897, όπου τραυματίστηκε βαριά. Μετά τον πόλεμο φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων. Το 1905 πήρε άδεια να ταξιδέψει στην Ευρώπη, αλλά πήγε στη Μακεδονία. Η αφήγηση της ένοπλης δράσης του βασίστηκε κυρίως σε ένα σύγχρονο ανώνυμο χρονικό που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1906, αμέσως μετά τον θάνατό του. Οι πληροφορίες προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από μέλος του σώματός του.
2. Καταγόταν από το χωριό Ραδοβίστι (σημ. επιμ: σήμερα Μέγαρο) Γρεβενών. Συνελήφθη στην Κρανιά του καζά Γρεβενών στις 21 Φεβρουαρίου 1908 και απαγχονίστηκε στο Μοναστήρι στις 4 Μαΐου του ίδιου χρόνου. (Σημ. επιμ: Η αλήθεια είναι πως τα σχετικά με τον θάνατο του Λούκα γραφόμενα του Ντάκιν με ξάφνιασαν εντελώς, καθώς όλοι μας ξέρουμε πως ο Λούκας το 1913 βρέθηκε γέρος κι άρρωστος στα Γρεβενά, όπου έμενε στο χάνι της πλατείας, και πέθανε ένα απόγευμα, συγκινημένος, ακούγοντας όργανα που έπαιζαν το τραγούδι του στο διπλανό καπηλειό). 
3. Ο Κρητικός Δουκάκης.
4. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός. Ο Λεωνίδας σχημάτισε δικό του σώμα, το οποίο τροφοδοτούσε με δικά του κυρίως χρήματα.
5. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για πέντε μικρότερα σώματα με επικεφαλής τους Λεωνίδα Πετροπουλάκη, Ευάγγελο Βλάχο, Μπαϊρακτάρη («Αχιλλέα»), Χριστόπουλο και Λουκά.
6. Οι Τούρκοι παραδέχονται ότι είχαν 46 νεκρούς. Οι χωρικοί, πάντως, ήταν σε θέση να υπολογίσουν με αρκετή ακρίβεια τον αριθμό των απωλειών.
7. Ο Καραβαγγέλης (ο οποίος είχε συναντήσει τον Λίτσα) πήρε άδεια να θάψει το σώμα του γενναίου αρχηγού, αλλά οι ντόπιοι πατριαρχικοί το είχαν ήδη κάνει. Το σώμα του ανεκομίσθη αργότερα από τον Καραβαγγέλη μαζί με τον νεκρό του Μελά. Τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση στη Αθήνα και τα καταστήματα παρέμειναν όλα κλειστά. Τη δέηση παρακολούθησαν οι υπασπιστές του βασιλιά και πολλές προσωπικότητας, μεταξύ των οποίων και ο Στέφανος Δραγούμης με την κόρη του, τη χήρα του Παύλου Μελά. Επιμνημόσυνες δεήσεις τελέστηκαν, επίσης, από τις ελληνικές κοινότητας στην Οδησσό, τη Μασσαλία, το Κέιπ-Τάουν, το Βερολίνο, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη.
8. Ο μετέπειτα στρατηγός Σταυρόπουλος, του οποίου τα μακεδονικά Απομνημονεύματα εκδόθηκαν το 1961. Ο Σταυρόπουλος, ο οποίος είχε γνωρίσει τον Μελά και είχε εμπνευστεί από το παράδειγμά του, αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων τον Μάρτιο του 1905, λίγες εβδομάδες πριν από τον φίλο του Κωνσταντίνο Πούλο. Οι δύο φίλοι πήραν από τον στρατηγό Δαγκλή, αξιωματικό τότε του Επιτελείου, την άδεια να συμμετάσχουν στη Μακεδονική Οργάνωση. Τον Οκτώβριο του 1905 άρχισαν να συγκεντρώνουν σώμα 62 αντρών σε ένα παλιό παραθαλάσσιο σπίτι στη Βουλιαγμένη, κοντά στην Αθήνα. Ο Πούλος ήταν αρχηγός και ο Σταυρόπουλος υπαρχηγός. Τον Νοέμβριο έφυγαν με πλοίο για τον Βόλο και από εκεί με τραίνο προς την Καλαμπάκα. Από εκεί πήγαν σε ένα μοναστήρι στα Μετέωρα και έδωσαν ένα μάθημα στον αφιλόξενο ηγούμενο, ο οποίος δεν τους προμήθευε τροφή και κρασί. Προχωρώντας προς το Βελεμίστι ξεκίνησαν την επίπονη και μακρά πορεία προς τον βορρά με δριμύ κρύο, που είχε πιάσει νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως. Πέρασαν με δυσκολία τον Αλιάκμονα, που ήταν βαθύτερος από άλλες χρονιές τη συγκεκριμένη εποχή. Μετά από μια καλή υποδοχή και γερή τροφοδοσία στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, που βρίσκεται επάνω από την Εράτυρα, προχώρησαν πάλι διασχίζοντας τον Αλιάκμονα στην περιοχή της Σταρίτσανης στα Καστανοχώρια, όπου ενώθηκαν με τον Λίτσα. 

*Σημ. επιμ: Ο καπετάν Λίτσας, από τον Σεπτέμβριο 1905 ως τον Μάρτιο 1906, αφιέρωσε όλη την προσπάθειά του διδάσκοντας τους χωρικούς την ιστορική τους προέλευση, την ένδοξη καταγωγή τους, την αγάπη κι αφοσίωσή τους προς τη μητέρα Ελλάδα.(…) Στο χωριό Σαρίστανη μπήκαν Βούλγαροι κομιτατζήδες κρυφά σε ορισμένα σπίτια, με αρχηγό τον Μήτρο Βλάχο,και προσπάθησαν να παγιδεύσουν τον καπετάν Λίτσα. Την ημέρα του Αγίου Νικολάου 1905 ο Λίτσας με τον γενναίο καπετάν Πλάτανο, που γνώριζε καλά το χωριό, μπήκαν στο χωριό, περικύκλωσαν τους κομιτατζήδες, επιτέθηκαν, πήγαν να πυρπολήσουν τα σπίτια όπου βρίσκονταν οι κομιτατζήδες, αλλά ειδοποιήθηκε ο τουρκικός στρατός κι οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία. Όμως, η ενέργεια αυτή του καπετάν Λίτσα, ο ηρωισμός των ανδρών του σώματός του, η αφοβία του καπετάν Λίτσα και καπετάν Πλάτανου κατέπληξαν τους κατοίκους της Σαρίστανης και από τη στιγμή αυτή αντιλήφθηκαν ότι η τρομοκρατία των κομιτατζήδων εξαντλήθηκε, απέκτησαν θάρρος και πεποίθηση και οι περισσότεροι από τους κατοίκους ζήτησαν κι επανήλθαν στο Πατριαρχείο, αφού αρνήθηκαν την Εξαρχία που τους είχε επιβληθεί με την τρομοκρατία. Από το βιβλίο του Γεωργίου Γιαννακάκου-Ραζέλου «Οι εθελοντικοί αγώνες της Μάνης», Αθήνα 2005.
 
Επίλογος:
«Η σημαντικότερη μάχη του Μακεδονικού Αγώνα είναι η μάχη του Καστανόφυτου, επειδή:
- Είχε τα περισσότερα θύματα: σκοτώθηκαν περίπου 140 Τούρκοι στρατιώτες (ο αριθμός του τουρκικού στρατού στην Οσνίτσανη ήταν 1200 άνδρες).
- Σκοτώθηκαν 24 Μακεδονομάχοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν φοιτητές που εγκατέλειψαν τις σπουδές τους κι ήρθαν ν’ αγωνιστούν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
- Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν και 22 ντόπιοι πατριαρχικοί σλαβόφωνοι, ανάμεσα στους οποίους και τρεις γυναίκες. 
- Μετά από αυτή τη μάχη, όλη η Ελλάδα συνειδητοποίησε πως ο Μακεδονικός Αγώνας συνεχιζόταν και δεν είχε τελειώσει με τον θάνατο του Παύλου Μελά
Η Πατρίδα, τιμώντας τους ήρωες, έδωσε το όνομα του Λεωνίδα Πετροπουλάκη στο χωριό Έζερετς κι έστησε τις προτομές τους», Χρυσόστομος Παπασταύρος, επίτιμος Πρόεδρος Συλλόγου «Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Ν. Καστοριάς

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 5 Μαΐου 2022, αρ. φύλλου 1123.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ