28.11.22

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: What I remember of my Essay on Christopulus | Τι θυμάμαι από την εργασία μου για τον Χριστόπουλο

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς | Χριστόπουλος

Ἀθανάσιος Χριστόπουλος, ὁ μεγαλύτερος λυρικὸς ποιητὴς τῆς νεώτερης Ἑλλάδος, γεννήθηκε τὸ 1770 στὴν Καστοριά, μιὰ πόλη τῆς Μακεδονίας. Ὁ βιογράφος του δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του καὶ γιὰ τὸν πατέρα του μᾶς λέει, ὅτι λεγόταν Ἰωάννης Χριστόπουλος καὶ ὅτι ἦταν ἔνας ταπεινὸς ἱερωμένος στὴν ἴδια περιοχή. Ὅταν ὁ Χριστόπουλος ἦταν ἀκόμη παιδί, ὁ πατέρας του ἐγκατέλειψε τὴ γενέτειρά του γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴ Βλαχία. Ἡ αἰτία τῆς ἀναχώρησής του δὲν εἶναι ἐξακριβωμένη. Ὁ Μπάρτας ἀναφέρει μάλιστα, ὅτι ἀναγκάσθηκε νὰ μεταναστεύσει ἐξ αἰτίας τῆς καταδυνάστευσης τῶν Τούρκων, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω, ὅτι ὁ πατήρ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθεῖ καὶ μεγαλώσει μέσα σ’ αὐτὴν τὴν καταδυνάστευση, δὲν θὰ τὴν εἶχε μᾶλλον συνηθίσει καὶ ὅτι θὰ θεωροῦσε αὐτὴν τὴν εἰδικὴ κατἀσταση ὡς αἰτία μετανάστευσης περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους συμπατριῶτες του, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔδειχναν τότε διάθεση νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς ἑστίες τους. Σίγουρα πιὸ ἁπτὸς ἦταν ὁ κίνδυνος νὰ συλληφθεῖ ἀπὸ τοὺς κλέφτες, ποὺ λυμαἰνονταν ἰδιαίτερα τὴ Θεσσαλία καὶ τὴ Μακεδονία, κάνοντας συχνὲς ἐπιδρομὲς στὰ πεδινὰ χωράφια καὶ δὲν δίσταζαν νὰ ληστέψουν τοὺς «παπάδες» τους, ἐνίοτε δὲ να σκλαβώσουν τὶς μανάδες καὶ τὶς κόρες τους. Ὅπως καὶ νὰ εἶχε, εἶναι βέβαιο, ὅτι περὶ τὸ 1780, ὁ Ἰωάννης Χριστόπουλος κίνησε γιὰ τὴ Βλαχία κομίζοντας μαζί του τοὺς δύο γιούς του, Ἀθανάσιο καὶ Κυριάκο, στοὺς ὁποίους, ὅπως λέγεται, συνέστησε, ὅταν ἡ ἀπὸσταση ποὺ τὸν χώριζε ἀπὸ τὸ παλιό του σπίτι γινόταν βαθμηδὸν μεγαλύτερη, καὶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ γνώριζε ἀπὸ παιδὶ ἄρχιζαν νὰ σμικραίνουν καὶ νὰ ἐξαφανίζονται στὸν ὁρίζοντα, νὰ προσπαθήσουν πάνω ἀπ’ὅλα νὰ ἀποκτήσουν τὸ δῶρο τῆς γνώσεως, χάρις στὸ ὁποῖο καὶ μόνο θὰ μποροῦσαν νὰ ἐλπίζουν, ὅτι θὰ διαπρέψουν καὶ θα κερδίσουν ἐπάξια τὸν σεβασμὸ τοῦ κόσμου.
Ἡ Βλαχία γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἱερωμένος ἐκίνησε, ἦταν, ὅπως οἱ περισσότερες παραδουνάβιες ἡγεμονίες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας σε σχετικὰ ἀνθηρὴ κατάσταση. Οἱ κάτοικοί της ἦταν χριστιανοὶ καὶ ἡ Πόρτα ἀνέθετε τὴ διακυβέρνησή τους ἐν γένει στοὺς Φαναριῶτες Γραικοὺς τῆς Κωνσταντινούπολης, οἱ ὁποῖοι, ὅποια κι’ ἄν ἦταν τὰ ἄλλα τους ἐλαττώματα, ἀπέδειξαν ὅτι ἦταν εὐεργετικοὶ καὶ εὐφυεῖς προστάτες τῆς μάθησης. Φιλοδοξοῦσαν νὰ ἱδρύσουν ἑλληνικὰ δικαστήρια στὶς σλαβόφωνες χῶρες, τὼν ὁποίων ἡ διακυβέρνηση τοὺς εἶχε ἀνατεθεῖ. Γι’αὐτὸν τὸ σκοπὸ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη πλῆθος φίλων, συγγενῶν καὶ κατωτέρων ἀξιωματούχων τοῦ Φαναρίου. Αὐτὴ ἡ εὔνοια ἴσως νὰ ἦταν ἐπιβλαβὴς γιὰ τὸν ντόπιο πληθυσμὸ, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν καλὴ πλευρὰ, γιατὶ ὁ κάθε Φαναριώτης, ὅσο φτωχὸς κι’ἄν ἧταν, ἦταν εὐγενὴς καὶ συνεπῶς ἦταν μορφωμένος καὶ κάτοχος σεβαστοῦ κεφαλαίου γνώσεων γιὰ τὴν ἐποχή. Ἔτσι σταδιακὰ ἱδρύθηκαν ἕδρες μάθησης σε ξένες χῶρες, δημοφιλῆ θέατρα μὲ θιάσους, ποὺ δὲν ἦταν τελευταίας διαλογῆς, ἀνεγέρθησαν λαμπρὰ οἰκοδομήματα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ ὑπουργῶν καὶ ἄλλων ἐπισήμων καὶ τὸ εὐγενὲς ἰδίωμα τῆς ἑλληνικῆς ἀκουγόταν καὶ καταλαβαινόταν ἐλεύθερα παντοῦ. Καὶ δὲν εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ αὐλὴ ἑνὸς Μουρούζη ἢ ἑνὸς Ὑψηλάντη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐντυπωσίαζε ἕναν ἐπισκέπτη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅσο ἡ αὐλὴ τοῦ Ἀρχελάου τοῦ βασιλέως τῶν Μακεδόνων, θὰ πρέπει νὰ ἐντυπωσίαζε ἕναν ἀθηναῖο ταξιδιώτη, μὲ ἐξαίρεση τὸν Εὐριπίδη. Ἀφοῦ ἐγκαταστάθηκε σε μιὰ τέτοια χώρα, ὁ Ἰωάννης Χριστόπουλος θεώρησε φυσικὸ νὰ μεριμνήσει πρωτίστως γιὰ νὰ δώσει στὰ παιδιά του τὴν καλύτερη παιδεία, ποὺ μποροῦσε. Τὰ ἐμπιστεύθηκε παραυτα στὸν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε Σχολάρχης ἑνὸς σχολείου, ποὺ ἦταν φημισμένο στὴν Ἀνατολή. Ἐδῶ ὁ Ἀθανάσιος διέπρεψε σύντομα μὲ τὴ φιλομάθειά του καὶ μὲ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποίαν ἔμαθε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα. «Τέκνον μου», τοῦ εἶπε κάποτε ὁ Ν. Καυσοκαλυβίτης ἐνώπιον τῶν συμμαθητῶν του «θεωρῶ ἐμαυτὸν εὐτυχῆ, ὅτι εἶμαι διδάσκαλός σου καὶ σὲ προλέγω, ὅτι διὰ τῆς εὐφυΐας σου καὶ παιδείας θέλεις τιμήσει τὴν πατρίδα μας». Τέτοια περιστατικὰ καταγράφονται καὶ ἀνακαλοῦνται μὲ εὐχαρίστηση γιατὶ δὲν συμβαίνει συχνὰ νὰ πετυχαίνουν τὶς ὑψηλότατες θέσεις στὴ ζωὴ οἱ πλέον θαυμαζόμενοι μαθητὲς τῶν δασκάλων. Ἀφοῦ τελείωσε τὶς ἑλληνικὲς σπουδές του στὸ Βουκουρέστι, ἐπισκέφθηκε τὴ Βούδα καὶ τὴν Πάδοβα στὶς σχολὲς τῶν ὁποίων σπούδασε νομικὰ, ἰατρικὴ καὶ φιλολογία. Ἐκεῖ ἔκανε τὴ γνωριμία διαφόρων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τὸν περιγράφουν ἀνεξαιρέτως μετὰ ἀπὸ χρόνια ὡς ἕναν ἄνθρωπο χαμηλῶν τόνων ἐκλεπτυσμένων τρόπων καὶ καλλιεργημένης ὁμιλίας.

[Επιμέλεια Ελένη Βαφειάδου-Παπανικολάου]


Φωτογραφία: Προσωπογραφία του Αθανασίου Χριστοπούλου από την Πινακοθήκη του Βελιγραδίου, του βιεννέζου ζωγράφου Johann Frankenberger (1807-1874), που βρίσκεται στην κατοχὴ του απογόνου του Χριστόπουλου Marius Gergescu· αντίγραφό της δημοσιεύτηκε στο α' μέρος.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ την Μεγάλη Πέμπτη 21 Απριλίου 2022, αρ. φύλλου 1121.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ