23.11.22

ΚΛΕΙΟΥΣ ΜΟΥΤΙΑΔΟΥ ΤΣΑΓΓΟΠΟΥΛΟΥ: Η Τέτα

 

Σκουμπωμένη με την ποδιά στη μέση και τα ματογυάλια στα μάτια, μπαινόβγαινε στο σπίτι η Τέτα. Η αυλή της απροσπέλαστη, με ψηλό πλίνθινο αυλόγυρο έδιωχνε τα περίεργα βλέμματα των περαστικών που λαχταρούσαν να μάθουν τί γίνεται στα ενδότερα. Τα δέντρα, που λαίμαργα ανέβαιναν ως τον ουρανό, έκλειναν άθελα τους το πολύτιμο φως τους μακριούς χειμώνες. Τα καλοκαίρια η σκιά, το ελαφρύ θρόισμα των φύλλων και το κελάηδισμα των πουλιών συνόδευαν την Τέτα στην μεσημεριανή σιέστα. Σαν αερικό, ψηλόλιγνη η οικοδέσποινα δεν σταματούσε το πήγαινε έλα, πότε στο κατώι, πότε στο πλυσταριό και στους άλλους βοηθητικούς χώρους της αυλής. Στο σκεπαστό με τις λαμαρίνες, φύλαγαν τα ξύλα και η επίσκεψη εκεί ήταν πρωινή. Το κρύο στα μέρη έτσουζε και η σόμπα της κουζίνας πύρωνε από τις έξι το πρωί. Όταν ξυπνούσε ο κύρης της, ο Νικολής, αυτή είχε ήδη δώσει το πρώτο πυρ. Ήθελε να βρει ζεστή την κάμαρη ο καλός της. Θα βολόδερνε στα κρύα όλη μέρα, του άξιζε μια ζεστή αρχή της μέρας. «Άντε Νικολή μου, σου ’ψησα κάστανα να φας, να πάρεις και μαζί σου», του ’λεγε με αγάπη. Κι εκείνος καθόταν κοντά στην ξυλόσομπα κι άρχιζε να καθαρίζει τα ψημένα κάστανα παρατείνοντας την πρωινή του παρουσία στο σπίτι. Τον περίμενε μια δύσκολη μέρα στο μαντρί. Τα ζωντανά τον καρτερούσαν βελάζοντας, ζητώντας το πρωινό τους. Η Τέτα τον ξεπροβοδούσε στην αυλόπορτα και ξαναγύριζε στο βασίλειο της. Χωρίς διαμαρτυρία συμμάζευε το σπίτι και τρύπωνε στην αυλή για τις πιο χοντρές δουλειές.

Από καιρό είχε στήσει αργαλειό σε μια αποθηκούλα της αυλής. Ήθελε να ετοιμάσει σιγά-σιγά τα προικιά του κοριτσιού της που θα έρχονταν. Ήταν άφθονο το μαλλί των προβάτων τους και περίμενε τα χρυσά της χέρια να το αξιοποιήσουν. Η προίκα, σε περίπτωση που το παιδί της ήταν κορίτσι, όφειλε να είναι έτοιμη. Μην φτάσει σε ηλικία γάμου χωρίς τα απαραίτητα εφόδια. Τα οικονομικά τους της επέτρεπαν να ετοιμάσει προίκα πρώτης τάξεως, αντάξια ενός καλού γαμπρού, σαν τον κύρη της. Ο καιρός περνούσε και η προίκα στοιβάζονταν στα μπαούλα. Κόντευε τα σαράντα η Τέτα, οι ελπίδες λιγόστευαν, μα ο πόθος για παιδί φούντωνε. Έφθασε άξαφνα στ’ αυτιά της η είδηση, πως στο διπλανό χωριό γεννήθηκε ένα κοριτσάκι κι η μάνα του πέθανε στη γέννα. Ο πατέρας του, έλεγαν, έλειπε στα ξένα. Έτρεξαν με τον Νικολή και ζήτησαν να κάνουν δικό τους το νεογέννητο. Είχε άλλες επτά αδερφές το κορίτσι, όλες στο έλεος των θείων τους. Ένα ακόμα στόμα θα τους ήταν βάρος. Έτσι η Τέτα γύρισε με το κοριτσάκι στην αγκαλιά της. Ο μεγάλος πόλεμος εμπόδισε τον πατέρα του κοριτσιού από το να έρθει στο χωριό. Έτσι μεγάλωνε το κορίτσι στην ζεστή αγκαλιά της Τέτας. 

‘Οταν τα τύμπανα του πολέμου σίγασαν, ο φόβος της επιστροφής του πατέρα φώλιασε για τα καλά στην καρδιά της. Έβλεπε το κορίτσι να μεγαλώνει και να ομορφαίνει τις μέρες τους. Ράγιζε η καρδιά της στην ιδέα ότι ο πραγματικός της πατέρας θα την αναζητούσε. Την απόφαση την πήραν μαζί με τον Νικολή. Έκοψαν εισιτήριο χωρίς επιστροφή, πούλησαν τα ζωντανά και έφυγαν για την Αμερική. Εκεί θα ήταν στα σίγουρα ασφαλείς. Το κορίτσι θα έμενε για πάντα δικό τους. Πέρασαν τα χρόνια σε αγνώστους δρόμους κι η κόρη τους πάτησε τα δεκάξι. Πλησίαζε η ώρα που θα αναζητούσαν ένα καλό παλληκάρι να σταθεί αντάξια στο πλευρό της. Η ξενιτιά δεν μπορούσε να τους προσφέρει το ποθητό. Μάζεψαν τον καινούριο πλούτο και πήραν τον δρόμο της επιστροφής στην γλυκιά πατρίδα. Η Τέτα με την κόρη της και τον αγαπημένο της Νικολή βρέθηκαν πάλι πίσω στο σπιτικό τους. Για χάρη της μονάκριβης κόρης της, η Τέτα φρόντισε να το στολίσει με ομορφιές, φερμένες από την μακρινή χώρα. Όλα ξεχωριστά, με γούστο και φινέτσα άφηναν περαστικούς και επισκέπτες άφωνους. «Είδατε τί κρεμούν στα παράθυρα!», έλεγαν οι περαστικοί και θαύμαζαν τις μακριές μεταξωτές καλλονές με τα βαριά βελούδινα ριντό στο πλάι. «Αμ’ το μέσα να δεις! Μέχρι και μηχανή να κάνει τη λάτρα του σπιτιού έφεραν απ’ την Αμέρικα!» έλεγαν. 

Μια μέρα ένας άγνωστος χτύπησε την εξώπορτα. Πρόφτασε η κόρη να την ανοίξει. Έτρεξε ξοπίσω κι η Τέτα. Ο μεσήλικας που έστεκε στο κατώφλι την έκανε να γουρλώσει τα μάτια. Ήταν ίδιος με την κόρη της! Συγκέντρωσε όλες της τις δυνάμεις και τον έμπασε μέσα, να μην καταλάβει τίποτα το κορίτσι. Έστειλε την κόρη να ετοιμάσει κάτι να ταρτάρουν τον ξένο και έμεινε μόνη με τον άνδρα. Με βλέμμα ευθύ και λόγια ξάστερα του μίλησε στην καρδιά. Ήταν πλέον δικό της το κορίτσι και κανείς δεν μπορούσε τώρα να της το πάρει. Ο άνδρας έφυγε με θλίψη στα μάτια. Έκανε το καλύτερο για το κορίτσι. «Ποιος ήταν ο ξένος, μάνα;», ρώτησε με απορία το κορίτσι. «Ένας θείος», της αποκρίθηκε. 

Η Τέτα κι ο Νικολής βρήκαν το καλό παλληκάρι που ονειρεύονταν και πάντρεψαν την κόρη τους. Τον δέχτηκαν στο σπιτικό τους με χαρά. Η οικογένεια μεγάλωσε. Ο ‘θείος’ επισκέπτονταν συχνά το σπίτι. Έφερνε και τις επτά κόρες του, τα αδέρφια του κοριτσιού. «Πάμε στην Τέτα», τα έλεγε ο πατέρας τους και το πρόσωπο του άστραφτε από χαρά. Η Τέτα έστρωνε τραπέζι με λογιών-λογιών καλούδια. Ο Νικολής έφερνε σφαχτό από το κοπάδι κι εκείνη το έψηνε στο φούρνο με καρυκεύματα παράξενα, όπως στην Αμερική. Το κορίτσι φρόντιζε να στολίσει το τραπέζι και αράδιαζε τις πιατέλες με τα σαλατικά και τα γλυκά. Τα αδερφές της, που την φώναζαν ‘Η μικρή Τέτα’, πηγαινοέρχονταν για να τη βοηθήσουν. Ο Νικολής σήκωνε το ποτήρι με το μπρούσκο, έδινε ευχές στον καθένα ξεχωριστά, γεμάτος ευγνωμοσύνη για τη χαρά που μπήκε στο σπιτικό τους. Αφού έπιναν όλοι στην υγειά του και της Τέτας, άρχιζε να τρώει, δίνοντας το σύνθημα για να αρχίσει το φαγοπότι. Τις μέρες τις ‘καλές’, Χριστούγεννα, Πάσχα, Παναγιά καλούσε και ορχήστρα στο σπίτι. Οι οργανοπαίχτες εισέβαλαν με το κλαρίνο, τα νταούλια και τις κορνέτες μερακλώνοντας τους για χορό. Πρώτη άνοιγε το χορό η Τέτα, ακολουθούσε η κόρη της και το κατόπι οι κόρες του ‘θείου’. Οι άντρες τις καμάρωναν. Η ευτυχισμένες στιγμές καλά κρατούσαν. 

Ύστερα ήρθαν τα εγγόνια. Τρία στη σειρά. Η Τέτα έζησε ανάμεσα τους ως τα βαθιά γεράματα. Πρώτος ‘έφυγε’ ο Νικολής. Όταν κι εκείνη κουράστηκε να μετράει τα χρόνια της, έσβησε μια νύχτα στον ύπνο της. Το πρωί, την βρήκε η κόρη της. Είχε ένα αχνό μειδίαμα στα χείλη. 


Τέτα στα σλαβομακεδόνικα είναι η μεγάλη θεία. 


Φωτογραφία: Κέες φαν Ντόνγκεν (1877-1968) Μαρία, Μητροπολιτικό μουσείο Νέας Υόρκης, ΗΠΑ.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Απριλίου 2022, αρ. φύλλου 1121.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ