Πριν λίγο καιρό, ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από την κοινοβουλευτική ομάδα του Συντηρητικού κόμματος.
Την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στον Μπόρις Τζόνσον ώστε να διαφανεί αν συνεχίζει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ζήτησαν βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος.
Όπως γράφει με σκωπτική διάθεση, η Τζίνα Μοσχολιού στην εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο’: «41% των βουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος του Μπόρις Τζόνσον δεν στηρίζουν τον Μπόρις Τζόνσον. Μεγάλη επιτυχία. Πέτυχε ωστόσο να λάβει 211 ψήφους εμπιστοσύνης, έναντι 148 που ψήφισαν υπέρ της αποπομπής του, στη διαδικασία που κίνησαν οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές μετά το σκάνδαλο του «κορωνοπάρτι» στην Ντάουνιγκ Στριτ εν μέσω κρίσης ακρίβειας στο Ηνωμένο Βασίλειο» [1].
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η επικράτηση του ναι μεν υπήρξε δύσκολη (όχι όμως και οριακή), από την άλλη όμως, του επιτρέπει να συνεχίσει να ασκεί τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα, έχοντας λάβει την νομιμοποίηση ενός σημαντικού μέρους της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Και δεύτερον, η επικράτηση του Μπόρις Τζόνσον, δεν μπορεί να αποκρύψει το ό,τι η ίδια η πολιτική του θέση, καθώς και το ‘χαλαρό’ μοντέλο διακυβέρνησης που έχει εισαγάγει [2] επλήγησαν από την επιλογή του 41% των βουλευτών του κόμματος του, εξέλιξη που εν προκειμένω μπορεί να του δημιουργήσει προβλήματα, ιδίως όσον αφορά την απαραίτητη υποστήριξη που πρέπει να λάβει από την κοινοβουλευτική του ομάδα σε περίπτωση όπου επιθυμεί να εισαγάγει προς ψήφιση κάποιο νομοσχέδιο μεταρρυθμιστικής πνοής [3].
Τοποθετώντας αυτό το πολιτικό συμβάν εντός του ευρύτερου κοινωνικού-πολιτικού περιβάλλοντος έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται, θα τονίσουμε θεωρητικά πως ουσιαστικά εξέλιπε η πόλωση σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο, πόλωση την οποία ο πολιτικός επιστήμονας Giovanni Sartori ορίζει ως «φυγόκεντρος διαδικασία τείνουσα στη διάρρηξη της βασικής ομοφωνίας (consensus) του πολιτικού συστήματος» [4].
Η έλλειψη μίας εν ευρεία εννοία πόλωσης ουσιαστικά ευνόησε τον Μπόρις Τζόνσον, επιτρέποντας του να κερδίσει πολιτικό χρόνο ωφέλιμο για τον ίδιο, να εστιάσει σε αυτό καθαυτό το γεγονός των κορωνοπάρτι, αποδίδοντας τη διεξαγωγή του είτε σε ένα στιγμιαίο λάθος είτε σε άγνοια των κανονισμών, και ζητώντας συγγνώμη και από τα μέλη της κοινοβουλευτικής του ομάδας και από τα μέλη του Βρετανικού Κοινοβουλίου εν συνόλω, και, αποφεύγοντας μία αντιπαράθεση επί των ευρύτερων κοινωνικών-πολιτικών διακυβευμάτων.
Χρήζει επισήμανσης πως παρά το ό,τι δεν δημιουργήθηκαν συνθήκες πόλωσης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αυτή δεν απουσίασε εντελώς, περιοριζόμενη όμως στο εσωτερικό του κυβερνώντος Συντηρητικού κόμματος και της κοινοβουλευτικής του ομάδας [5], εκεί όπου η υπαρκτή πόλωση, η οποία δεν σημαίνει απαραίτητα άτακτη σύγκρουση, προσέλαβε τα χαρακτηριστικά της επί της ουσίας αντιπαράθεσης για την μέχρι τώρα περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Μπόρις Τζόνσον.
Αυτός ίσως ήταν και ο βασικότερος παράγοντας για τον οποίο το Εργατικό κόμμα, παρά το γεγονός που είχε μία καλή κοινοβουλευτική παρουσία τις ημέρες της συζήτησης στη Βουλή, θέτοντας τα κατάλληλα ερωτήματα, δεν κατάφερε να αποτελέσει έναν «ρυθμιστικό παράγοντα» [6], για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Τάκη Παππά, ο οποίος και θα συνέβαλλε ώστε περισσότεροι βουλευτές των Τόρις να καταψηφίσουν τον πρωθυπουργό.
Ειδικά αυτή την περίοδο, υπό την ηγεσία του Κιρ Στάρμερ, το Εργατικό κόμμα επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ της υπέρβασης της Κορμπινικής πολιτικής κληρονομιάς (είναι εσφαλμένες οι προσεγγίσεις εκείνες που θεωρούν πως ο Τζέρεμι Κόρμπιν προσπάθησε να μετατρέψει το Εργατικό κόμμα σε μία ιδιαίτερη εκδοχή «κινηματικού κόμματος», κατά τον H. Kitschelt), της επανάκτησης ενός οιονεί κυβερνητικού προφίλ το οποίο επλήγη σημαντική την περίοδο της προεδρίας Κόρμπιν [7], κάτι που λαμβάνει χώρα μέσω της υιοθέτησης ενός αντι-Τζόνσον, πολιτικού πρόσημου, με διακύβευμα την συσπείρωση εκλογέων που αντιτίθενται πολιτικά, αξιακά και ηθικά, στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πολιτική ο Μπόρις Τζόνσον, και, της αναδιαμόρφωσης των πολιτικοϊδεολογικών του θέσεων. Με το Σοσιαλδημοκρατικό στίγμα να καθίσταται ευδιάκριτο.
Ως εκ τούτου, σπεύδει να αξιοποιήσει οτιδήποτε θα μπορούσε να πλήξει πολιτικά την εικόνα του Βρετανού πρωθυπουργού, κάτι που έπραξε και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κοινοβουλευτικής συζήτησης. Με ανάμεικτα όμως αποτελέσματα.
Πλέον, μετά το πέρας μίας διαδικασίας η οποία συνάρθρωσε την εμπιστοσύνη με την αμφισβήτηση [8], ωθώντας τα πολιτικά κόμματα να επανατοποθετηθούν απέναντι στις εξελίξεις (ένας υψηλός βαθμός συναίνεσης προκύπτει με αφορμή την Ρωσική επίθεση στην Ουκρανία και την αντιμετώπιση της), βασικό ζητούμενο για τον Μπόρις Τζόνσον καθίσταται το να σχεδιάσει μία στρατηγική διακυβέρνησης με εμφανώς περισσότερες πολιτικές αιχμές, δίδοντας έμφαση στη διαφάνεια, και στο πως θα επιτευχθεί η μετάβαση της χώρας σε μία μετά-Brexit εποχή.
Προκειμένου να μετριάσει τη δυσαρέσκεια που έχει μετακυλισθεί και στο επίπεδο των κοινωνικών συμμαχιών του κόμματος και να επανασυσπειρώσει τη διαιρεμένη κοινοβουλευτική του ομάδα, γύρω από νέα προτάγματα. Κάτι τέτοιο όμως, μπορεί να προϋποθέτει την επανεπινόηση του πολιτικού του εαυτού. Είναι διατεθειμένος για κάτι τέτοιο; Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, έχει αποδειχθεί αρκούντως προσαρμοστικός πολιτικά και επίσης, μη δογματικός. Σε αυτή την περίπτωση, η «εσωκομματική δημοκρατία» [9], σύμφωνα με την ανάλυση του Δημήτρη Τσάτσου, λειτούργησε υποδειγματικά.
* * *
[1] Βλέπε σχετικά, Μοσχολιού, Τζίνα, ‘Number Control,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο’, 10-12/06/2022, σελ. 4.
[2] Χαρακτηριστικό αυτού, είναι το ό,τι κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, ο Μπόρις Τζόνσον, τη εξαιρέσει ίσως της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση όπου και άρθρωσε μία «εθνικο-κυριαρχική ρητορική», κατά τον Ανδρέα Πανταζόπουλο, και της δραστικής εναντίωσης του στη Ρωσική στρατιωτική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου στην Ουκρανία, αποφεύγει να εμπλακεί σε πολιτικοϊδεολογικές συγκρούσεις, αρκούμενος στο να διαχειρίζεται τα διάφορα ζητήματα που προκύπτουν κάθε φορά. Βλέπε σχετικά, Πανταζόπουλος, Ανδρέας., ‘Η ταυτότητα της πολιτικής στην μεταπολεμική Ελλάδα. Κόμματα και Ιδεολογίες 1946-2021’. Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2022.
[3] Το στοιχείο του φιλελεύθερου μεταρρυθμισμού, το οποίο άλλοτε πρόβαλε ως το δυνατό του σημείο ο Μπόρις Τζόνσον, ακόμη και αν δεν απουσιάζει, παραμένει αδύναμο, στερώντας από τον πρωθυπουργό πολύτιμους πολιτικούς συμμάχους και εφεδρείες. Ευρύτερα ομιλώντας, θα πούμε πως το περιώνυμο αφήγημα της ‘παγκόσμιας Βρετανίας’ που θα έπαιρνε τη θέση που της αναλογεί μεταξύ των ισχυρών χωρών μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας εξόδου της χώρας από την Ένωση, έχει χαθεί κάπου μεταξύ των γεγονότων της συγκυρίας, των εσωκομματικών εντάσεων, των κατά τόπους τριβών που προκύπτουν με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
[4] Βλέπε σχετικά, Sartori, Giovanni., ‘European Political Parties: The case of polarized pluralism’, στο: Lapalombara J., &Weiner, M., (επιμ.), ‘Political parties and political development’, Princeton, Princeton University Press, 1966. Η μελέτη του Sartori, ιδωμένη από μία αυστηρή επιστημονική σκοπιά, άνοιξε νέους δρόμους στην κατανόηση του φαινομένου της πόλωσης και των τρόπων με τους οποίους επηρεάζει την ποιότητα του κομματικού-πολιτικού συστήματος σε μία δεδομένη χρονική στιγμή, τον ανταγωνισμό των κομματικών-πολιτικών δυνάμεων, και ακόμη, την κίνηση κοινωνικών-επαγγελματικών δρώντων.
[5] Κάποιοι λόγοι για τους οποίους τελικά δεν ήρθη η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του Βρετανού πρωθυπουργού, είναι οι εξής: α) Η πολιτική πεποίθηση πως η περίοδος που διανύουμε, με την Ρωσική στρατιωτική εισβολή να εξελίσσεται έχοντας επιφέρει πολλαπλές επιπτώσεις, δεν είναι η πλέον κατάλληλη για τη δρομολόγηση εξελίξεων που θα μπορούσαν να φθάσουν έως την προκήρυξη εκλογών, πλήττοντας την πολιτική σταθερότητα. Άρα, βασικό κριτήριο ψήφου για μία διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα βουλευτών, υπήρξε η διασφάλιση της υπάρχουσας σταθερότητας, παρά τα λάθη και τις εσφαλμένες προσεγγίσεις Τζόνσον. β) Αρκετοί βουλευτές έσπευσαν να τον υποστηρίξουν εκτιμώντας πως εμφάνισε ηγετικά χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, τασσόμενος από την πρώτη στιγμή αναφανδόν υπέρ της Ουκρανίας, εκφράζοντας την υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας με πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό τρόπο, και αντιτασσόμενος εν συνόλω στον Πουτινικό αυταρχισμό, δρώντας ως θεσμικός εκπρόσωπος μίας δυτικής, ανεπτυγμένης, φιλελεύθερης δημοκρατίας. Άρα, αυτοί οι βουλευτές προέβησαν σε μία σαφή ιεράρχηση προτεραιοτήτων, θεωρώντας εν τοις πράγμασι πως οι όποιες παρασπονδίες του δεν μπορούν να αμαυρώσουν την καλή εικόνα που απέκτησε τασσόμενος κατά της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία. γ) Δεν εξέλιπαν βουλευτές οι οποίες απέφυγαν να τον καταψηφίσουν, προτάσσοντας το ό,τι ολοκλήρωσε με επιτυχία τη διαδικασία εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ένωση (η διαδικασία ολοκληρώθηκε ομαλά, φέροντας τα χαρακτηριστικά, στο τέλος της, ενός ‘συναινετικού διαζυγίου’), διαχειρίστηκε, παρά τις παλινωδίες της πρώτης περιόδου, με σχετικά ικανοποιητικό τρόπο την πανδημική κρίση, οργανώνοντας μία επιτυχή διαδικασία εμβολιασμού (εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε την παράμετρο που ακούει στο όνομα ‘Υπουργείο Υγείας’), κατά της Covid-19, και προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα ζητήματα ακρίβειας που έχουν προκύψει. δ) Και, μία ίσως μικρότερη μερίδα βουλευτών, θεώρησε, πολιτικά, πως η διοργάνωση των κορωνοπάρτι, με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού (εγείρονται ζητήματα ηθικής τάξεως), δεν αποτελεί λόγο απομάκρυνσης του από την πρωθυπουργία, πολλώ δε μάλλον όπου μιλάμε για έναν πολιτικό ο οποίος συνετέλεσε δραστικά στο να καταγάγει μία σημαντική εκλογική νίκη το Συντηρητικό κόμμα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
[6] Βλέπε σχετικά, Παππάς, Τάκης., ‘Κομματικό σύστημα και πολιτικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα, 1981-2001’, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 17, Νοέμβριος 2017, σελ. 76, Διαθέσιμο στο: (PDF) Κομματικό σύστημα και πολιτικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα, 1981-2001 (researchgate.net).
[7] Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της προεδρίας Κόρμπιν, ήταν το ό,τι επεδίωξε να μετατρέψει ένα κόμμα που υπήρξε σταθερά, την μεταπολεμική περίοδο, διεκδικητής της κυβερνητικής εξουσίας, όντας ένας εκ των δύο βασικών πόλων άσκησης κυβερνητικής εξουσίας, σε κόμμα το οποίο θα ασπάζεται τη θέση ‘η κυβερνητική εξουσία δεν είναι το ζητούμενο’.
[8] Δεν θα ακολουθήσουμε την αναλυτική πεπατημένη που εκτιμά πως η ψηφοφορία εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας, παρά την επικράτηση Τζόνσον, σηματοδοτεί και την αρχή του τέλους του. Κάτι τέτοιο μένει να αποδειχθεί. Μία τέτοια άποψη παραβλέπει τη συνθετότητα του πολιτικού παίγνιου και του ανταγωνισμού, ήτοι τους πολλούς παράγοντες που τους καθορίζουν, τον ίδιο τον πολιτικό χώρο που κέρδισε ο Μπόρις Τζόνσον (που δεν στερείται ικανοτήτων), τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας που μπορούν να μετατρέψουν την αμφιβολία και την αμφισβήτηση, σε πολιτική υποστήριξη.
[9] Βλέπε σχετικά, Τσάτσος, Δημήτρης., ‘Εσωκομματική Δημοκρατία. Οι περιπέτειες της σε ένα περιβάλλον ιδιωτικοποιημένης πολιτικής‘, Επίμετρο: Κοντιάδης, Ξενοφών, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα, 2022. Όπως υποδειγματικά λειτούργησε η εσωκομματική δημοκρατία και στην περίπτωση της εκλογής του Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία της χώρας, το 1996. Η διαδικασία εκλογής του έλαβε χώρα εντός της τότε Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠαΣοΚ.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Ιουνίου 2022, αρ. φύλλου 1130.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.