ΜΑΡΙΑΣ ΤΣΟΥΜΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Χωριό Βαθύ Προποντίδος (Αύγουστος ‘22)
Μαρτυρία ξεριζωμού γιαγιάς, Μαριγώς Κολλάρα και παππού Νικόλαου Κολλάρα
Στο χωριό μας, το Βαθύ, ζήσαμε πολύ καλά έως και τα οχτώ μου χρόνια εγώ και δώδεκα ο παππούς σου……
Ήταν ένα πλούσιο και πανέμορφο χωριό με πολλά αμπέλια και ελιές* που τα δούλευαν οι γυναίκες γιατί όλοι οι άντρες ήταν ναυτικοί, καπετάνιοι οι περισσότεροι! (ο προπάππος σου είχε ‘’Μπρίκι’’).
Τα παιδιά, παίζαν ελεύθερα μέχρι και τα δεκαοχτώ και έπειτα σιγά-σιγά άρχιζαν να βοηθούν στους αγρούς και τη θάλασσα απ’ όπου και μάζευαν το αλάτι με τις χούφτες, όταν τα κύματα χτυπούσαν στα βράχια…(μαρτυρία κοινή).
Στο ίδιο το Βαθύ, όπως και όλα τα παραθαλάσσια χωριά, δε ζούσε ούτε ένας Τούρκος, μόνο σε γειτονικά χωριά μέσα σε βουνά θα τους έβρισκες και, δόξα τω Θεώ, ζούσαμε καλά μ’ αυτούς… φοβόμασταν μόνο τους Τσέτες γιατί σφάζαν…(μαρτυρία παππού).
Όταν ξέσπασε το κακό… πολλοί από τους Τούρκους των διπλανών χωριών πήρανε στα σπίτια τους Έλληνες, που ήταν φίλοι και τους έκρυψαν από τους Τσέτες και τον τουρκικό στρατό με κίνδυνο της ζωής τους... Οι υπόλοιποι αναγκαστήκαμε να φύγουμε, όπως- όπως με βαρκούλες από το Βαθύ… και άλλοι από τη Μηχανιώνα...
Πολλούς, που πλησίαζαν τα γαλλικά πλοία και προσπαθούσαν να μπουν…οι Γάλλοι τους έκοβαν τα χέρια από τον καρπό….το είδα με τα μάτια μου …. τον παππού σου τον πέρασαν για εννιά χρονών και έτσι γλύτωσε τα αμελέ ταμπουρού... (μαρτυρία γιαγιάς).
Όσοι φθάσαμε στη Λέσβο, μας πήγαν στο προάστιο Βαριά και μπολιαστήκαμε στον Αϊ-Θαράπ! (Άγιο Θεράποντα), στην όμορφη αγκλισιά που είναι στο λιμάνι…στη Λέσβο μείναμε τρεις μήνες και έπειτα πήγαμε Θεσσαλονίκη, στην Τούμπα και άλλοι στην Καλαμαριά…
Στη συνέχεια με την ανταλλαγή, φθάσαμε εδώ στο Άργος Ορεστικό, και άλλοι στην Κορησό …εδώ μας έδωσαν τα τούρκικα σπίτια, και εκείνους τους πήγαν στο Βαθύ…στα δικά μας….
Στην αρχή, κλαίγαμε Πολύ γιατί δεν ξέραμε τίποτα από καπνά…. εμείς ήμαστανε θαλασσινοί…. σιγά-σιγά όμως μάθαμε…! και οι τούρκοι, που πήγαν στο Χωριό μας κλαίγανε γιατί δεν ήξεραν τίποτε από Θάλασσα…!
Μόνο οι Πόντιοι δεν κλάψανε πολύ, μαζεύτηκαν στην πλατεία του Άργους και χόρεψαν!
Άλλοι κρατούσαν τα κλειδιά τους δεμένα στο λαιμό... πίστευαν ότι θα γυρίσουν... η προγιαγιά σου, που ήταν καπετανοπούλα, τα έχασε όλα και από τη λύπη της πέταξε το καλό της δαχτυλίδι στη θάλασσα...
Μάθαμε ότι πολλοί θάφτηκαν στις παραλίες, που έβλεπαν απέναντι... εμείς σκεφτόμασταν κάθε μέρα το χωριό αλλά δε μπορούσαμε να το δούμε... έτσι, σιγά-σιγά συνηθίσαμε εδώ και οι ντόπιοι ενώ στην αρχή μας έλεγαν… πρόσφυγες, σιγά-σιγά συνήθισαν εμάς…!
Διευκρίνιση: Μέσα στο καπάκι του μπαούλου της προγιαγιάς μου, που φυλάσσεται στον μορφωτικό σύλλογο ‘‘Ορεστίς’’ Άργους Ορεστικού, αναγράφεται η ημερομηνία των προαναφερθέντων ιστορικών γεγονότων!
(*) Στο Βαθύ είχε επίσης πολλές μουριές και οι κάτοικοι ασχολούνταν με την παραγωγή μεταξιού
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 17 Δεκεμβρίου 2015, αρ. φύλλου 816.
Η φωτογραφία είναι της κ. Αρχοντούλας Διαμαντοπούλου.
«Ιστορίες προσφύγων» ήταν το θέμα της εκδήλωσης του συλλόγου Εκπαιδευτικών α/θμιας Εκπαίδευσης Καστοριάς στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς στις 26 Νοεμβρίου στην οποία συμμετείχαν και οι σύλλογοι των Απολλωνιαδιτών Καστοριάς, της Ευξείνου Λέσχης Καστοριάς, της “Κυζίκου” και της Ευξείνου Λέσχης Άργους Ορεστικού.
Σχετικά:
Μαρτυρίες (Γιάννη Αμαραντίδη)
"Σκούμε το πρωί – τσατεύω τα παιδία
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέραμ’ άψιμον και αχπάσταμε σην Ουτοπίαν
Σα ούτον κόσμον κ’ εύραμε στερέα
πάμε χαλάνουμε εκές σ’ έναν μερέαν
Xοπ χοπ τεμέτερον χιπ χοπ
πέραμε εισιτήρια και πάμε στο αεροπόρτ
δυο ώρας αναμένουμε το airbahal
βγάλω τα στύπα και ο Κότσον πα έβγαλεν το μπουκάλ
χοπ σαλούτ παρακάθα και ποτία
πίνουμε βότκας κι η γιάγια μ’ γαβουρεύει χαψία
στ’ αεροπλάνο εσέβαμε με τ’ αχπαστόν
αδά νυχτών κι ακεί που πάμε ξημερών"
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΡΟΒΙΖΙΟΝ 2016
"Σκούμαι", δηλαδή σηκώνομαι, "έρται" δηλ. έρχεται κλπ...
ΑπάντησηΔιαγραφή