14.5.16

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Στα εγγόνια μου και σ’ όλα τα αστέρια τ’ ουρανού και της λίμνης

Θυμάται πολύ καλά την πρώτη φορά που από την ιδιαίτερη πατρίδα της, πόλη-γειτόνισσα της Καστοριάς, ήρθε εκδρομή με το Σχολείο της στην Καστοριά. Ήταν τότε που το παζάρι γινόταν στη βόρεια παραλία κι η εικόνα που αντίκρισε κάθε άλλο παρά ελκυστική και τιμητική για την πόλη ήταν: είδε κάμποσες καρπουζόφλουδες να πλέουν στην επιφάνεια της λίμνης και αυτό την απώθησε, ψιθυρίζοντάς της ένα «ποτέ στην Καστοριά». Αλλά το σύμπαν συνωμότησε κι η Καστοριά έγινε η δεύτερη πολύ αγαπημένη της πατρίδα.

Όταν, λοιπόν, εγκαταστάθηκε εδώ, στην άλλη πλευρά της λίμνης, όχι μόνο καρπουζόφλουδες να πλέουν δεν είδε ξανά, αλλά το πρώτο θέλγητρο της περιοχής που της σύστησαν ήταν η πλαζ του Μαυροχωρίου. Ήταν, βλέπετε, 1980 κι οι κάτοικοι κολυμπούσαν στο νερό της Ορεστιάδας λίμνης. Ό-μως αυτή δεν αγάπησε παράφορα την Καστοριά για το κολύμπι μες στη λίμνη της, άλλωστε το κολύμπι δεν ήταν κάτι που την έθελγε. Η Ιστορία της την τρέλανε, η Ιστορία της που διακρινόταν αμέσως, με την πρώτη ματιά, ακόμα και την πιο άσχετη. Βλέπεις, σ’ αυτήν την πόλη οι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί ζούσαν αγκαλιασμένοι σφιχτά με τα σπίτια των κατοίκων της και ήταν απίστευτα πολλοί. Όμως, η γυναίκα, καθώς θα δίδασκε σε παιδιά αυτού του τόπου, αγόρασε αμέσως έναν μικρό τουριστικό οδηγό της εποχής εκείνης και βάλθηκε να μάθει την περιοχή. Με δυσκολία, λόγω του πάντοτε λιγοστού ελεύθερου χρόνου της και λόγω του ότι δεν οδηγούσε. Μα η λαχτάρα της νίκησε τα εμπόδια και σαν καλά να τα έχει καταφέρει τελικά. Βλέπεις, δεν ήταν μόνο η λαχτάρα της που αφορούσε την ίδια και περισσότερο τους μαθητές της. Ήταν και κάποια στιγμιότυπα που την έκαναν να συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό θα ή-ταν για τα παιδιά να γνωρίσουν καλύτερα τον τόπο τους και να τον αγαπήσουν περισσότερο.

Θυμάται πάντα την πρώτη τους επίσκεψη στο πάντοτε υπέροχο Λαογραφικό Μουσείο της Καστοριάς και τη στάση τους για ξεκούραση στην πλατεία του Ντολτσού, όπου, βλέποντας κάποιες μουντζούρες στο μνημείο των αδελφών Εμμανουήλ, πήρε από το μικρό μπακάλικο δίπλα στην πλατεία σφουγγάρι και απορρυπαντικό για να τις καθαρίσει, χωρίς να ξέρει πως ίσως και να έκανε ζημιά στη λιτή πλάκα. Σήμερα ενοχλείται κάθε φορά που βλέπει ή φέρνει στον νου της το μνημείο της Γενοκτονίας των Ποντίων, που εδώ και χρόνια είναι κίτρινο σαν το λεμόνι. Γιατί τα μνημεία θέλουν τη συντήρησή τους κι ας νομίζουν αυτοί που τα στήνουν πως ως εκεί πρέπει να νοιαστούν και πως όλα εκεί τελειώνουν, στο στήσιμό τους.

Στην πλατεία του Ντολτσού, λοιπόν, τη μέρα εκείνη ζήτησε από κάποιον να της δείξει ποιο από τα γύρω αρχοντικά ήταν των Εμμανουήλ. Κι εκείνος, μολονότι δήλωσε με ιδιαίτερη περηφάνια πως εκεί ζούσε από τη στιγμή που γεννήθηκε και μολονότι ήταν ήδη πάνω από τριάντα, δεν ήξερε περί τίνος του μιλούσαν. Και ντράπηκε κι ας μην έφταιγε ο ίδιος που τα σχολεία όπου είχε φοιτήσει δεν τον είχαν βοηθήσει να μάθει καλύτερα τον τόπο που ήταν φανερό πως πολύ αγαπούσε. Κι ήταν πολύ πιο πρόσφατα όταν, ψάχνοντας ένα δρομάκι για να κατέβει από την περιο-χή της Μητρόπολης στον τάφο –τώρα κενοτάφιο- του Μελά, ρώτησε δύο γειτόνισσες κι αυτές, ξαφνιασμένες, της «α-πάντησαν»: «Ποιον τάφο; Ποιανού Μελά;».

Είχε, λοιπόν, πολλή δουλειά να κάνει, το είχε καταλάβει από την αρχή. Κι η ίδια αγαπούσε τη δουλειά, ιδιαίτερα αυτήν που είχε σχέση με την Ιστορία. Κι όποτε της δινόταν η ευκαιρία προσπαθούσε να επισκεφτεί και κάποια εκκλησία, ιδίως τις εκκλησίες, αλλά ήταν τότε –αν εξαιρέσουμε το θέμα των κλειδιών, που τα ‘βρισκε καθένας πολύ πιο εύκολα από σήμερα, καθώς τα είχαν οι γειτόνισσες που φρόντιζαν την κάθε εκκλησία- πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο είναι τώρα, καθώς δεν είχαν μπει ακόμη οι τόσο κατατοπιστικές επιγραφές που έξω από κάθε ναό-μνημείο της πόλης εξηγούν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Κι ούτε το άλλο υπέροχο συνέβαινε τότε –αρχές της δεκαετίας του ’80 θυμίζω-, να φωτίζονται οι εκκλησιές μας τη νύχτα, οπότε, να κάνει κάθε περαστικός την επανάληψή του, την επανάληψη που εδραιώνει τη γνώση και τη βοηθάει να ριζώνει μέσα σε όποιον αγαπάει κι ενδιαφέρεται.

Μα το ενδιαφέρον κι η αγάπη καλλιεργείται, δεν είναι ένστικτο που το έχεις εκ γενετής και, άρα, δε χρειάζεται καμία φροντίδα. Αυτό έθιξε με πολλή ευγένεια εκείνα τα χρόνια η καταγόμενη από την Καστοριά αρχαιολόγος κ. Μαρκή σε μια ομιλία της στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου και είδε κι έπαθε να ξεμπλέξει από τις επιθέσεις που δέχτηκε από κάποιους που ένιωσαν πως προσβλήθηκαν θανάσιμα. Κι όμως η αγαπητή αρχαιολόγος δεν είπε τίποτε παραπάνω από το εντελώς αυτονόητο: «Δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχουν ακριβώς δίπλα σε ναούς-μνημεία της πόλης μας σχολεία που λειτουργούν και είναι οι αυλές των ναών γεμάτες σκουπίδια». Αυτό είπε η γυναίκα, αυτό που είδε, και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Βλέπετε, υπήρχαν –κι υπάρχουν ακόμη, δυστυχώς- κάποιοι που δε θίγονται από τις πράξεις ή την απραξία τους, αλλά θίγονται όταν κάποιος τολμά και τις επισημαίνει και αποτελεί το συγκεκριμένο περιστατικό άλλη μία περίπτωση που πιστοποιεί πως το αυτονόητο μέχρι τώρα και για πολλά χρόνια ή είχε πεθάνει στη χώρα μας ή τελούσε υπό διωγμόν. Τόσο…ωραία και σωστά ήταν τα πράγματα και μακάρι να μην είναι πια!...

Κάπως έτσι ήταν η κατάσταση πριν και τώρα ο Θεός της χάρισε δύο εγγόνια, που έτυχε –πρόκειται στ’ αλήθεια για αληθινή τύχη- να ζουν στο Ντουλτσό, σ’ αυτήν τη γλυκιά κι απάνεμη πλατεία με τη βαριά ιστορία. «Αστέρια τ’ ουρανού και της λίμνης» αποκάλεσε ο συγγραφέας Αντ. Δελώνης όλα τα Καστοριανόπουλα πριν από πολλά χρόνια όταν επισκέφτηκε την πόλη μας και, μαγεμένος από την ομορφιά της, την επίκτητη και την εκ γενετής, στάθηκε κάπου στον ανήφορο προς τον Προφήτη Ηλία κι έγραψε το υπέροχο αυτό ποίημα.

Έτσι, λοιπόν, «ποιητική αδεία» μπορεί να τα λέει όπως τα είπε ο ποιητής πρώτος τα εγγόνια της , τα πολύ αγαπημένα της αυτά πλασματάκια, που από πολύ νωρίς έχουν την τύχη να δένονται με τα πολύτιμα στοιχεία της ιδιαίτερης πατρίδας τους: τους ναούς, τα μνημεία, τα αγάλματα, τους χώρους πολιτισμικής αναφοράς, με όλα όσα τους φέρνει σε επαφή κυρίως το εκάστοτε σχολείο τους, αλλά κι η οικογένειά τους. Γιατί ευτυχώς τα πράγματα και στον χώρο της Εκπ/σης έχουν αλλάξει τώρα πια και όλοι το ξέρουν πως το σχολείο έχει την υποχρέωση να δένει τα παιδιά με τον τόπο με τρόπο ουσιαστικό κι όχι επιφανειακό, προετοιμάζοντάς τα με υλικό που τώρα πια είναι αρκετό και προσβάσιμο απ’ όλους, κυρίως το σχολείο, γιατί το επιβεβαιώνουν και οι έρευνες πως αυτό πρωταγωνιστεί στην επαφή των παιδιών με τον πολιτισμό του τόπου τους.

Και καθώς η επαφή αρχίζει κι από τον παιδικό σταθμό ακόμη, ιδίως για τα παιδιά της πόλης, που δε χρειάζεται να μετακινηθούν με όχημα, εμείς οι παππούδες νιώθουμε ενθουσιασμό κάθε φορά που τα εγγόνια μας γνωρίζουν πράγματα που εμείς μάθαμε πολύ αργότερα και συμβαίνει, ακόμη, να περπατάμε με τα εγγόνια μας στη γειτονιά τους και να ζούμε θαυμαστές στιγμές και κορυφαίες. Γιατί, ίσως περισσότερο από το σχολείο τους ίσως λιγότερο από εμάς τους ίδιους, τα παιδιά είναι ήδη υποψιασμένα κι ενδιαφέρονται και ρωτάνε και θέλουν να μάθουν περισσότερα και για τις εκκλησιές και για τα αρχοντικά και για τα αγάλματα, κυρίως τα αγάλματα, που τα λατρεύουν και θέλουν να μάθουν τα πάντα γι’ αυτά. Κι αν τα παιδιά συμβαίνει να συνδυάζουν την αγάπη στα μνημεία με την αγάπη για τα βιβλία –έτσι όπως συμβαίνει με τον μικρό μας Νικόλα που κοιμάται αγκαλιά (κυριολεκτικά) με τα βιβλία, που συχνά του πέφτουν αρκετά μεγάλα-, τότε γίνονται σπουδαία πράγματα κι είναι αυτό πολύ σημαντικό για όλους μας. Και γιατί ένα Ελληνόπουλο που αγαπάει τα μνημεία μας από μικρό είναι πολύ πιο πιθανό να μην ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών που έχουν συνηθίσει να «διαμαρτύρονται» καίγοντας και καταστρέφοντας τα έργα πολιτισμού αυτών που προηγήθηκαν, αντί να τα σέβονται και να τα προστατεύουν*.

Κι έτσι μοιάζει πιο φυσικό κι «εξηγείται» κάπως το να ακουμπάει ο ούτε τεσσάρων χρονών εγγονός της το μνημείο των Πρωτομαρτύρων της Ελληνικής Ελευθερίας Ιωάννη και Παναγιώτη Εμμανουήλ και να τραγουδάει τον Θούριο του Ρήγα, δίχως να ξέρει πως μαζί του μαρτύρησαν οι δύο Καστοριανοί ήρωες. Και μπορεί ο μικρός Νικόλας να μην ήξερε, αλλά μάλλον την αισθάνθηκε την Ιστορία, που τον συναρπάζει και γεμίζει με την παρουσία της σχεδόν κάθε στιγμή της ζωής του. Κι ας είναι πολύ μικρός ακόμα. Και την αισθάνθηκε γιατί η γης μιλάει σε όποιον έ-χει αυτιά να την ακούσει, όχι σε όλους φυσικά…

Και ξέρετε τι απαντάει ο ίδιος, όταν τον ρωτούν από πού την έμαθε όλη αυτήν τη μυθολογία που ξέρει; «Από το Σχολείο μου» λέει, θυμίζοντας στη γιαγιά κάθε φορά την έντονη συγκίνηση που ένιωσε η ίδια όταν, στο ξεκίνημα της καλοκαιρινής γιορτής τους, άκουσε την «Ιθάκη» του Καβάφη και πλημμύρισε από ευγνωμοσύνη για τη νηπιαγωγό που το σκέφτηκε, το τόλμησε και έφερε τους πολύ μικρούς μαθητές της σε επαφή με μια Ιθάκη που ποτέ δε θα ξεχάσουν και που θα ‘ναι γι’ αυτούς θεμέλιο παντοτινό…

* * *

Παιδί εσύ της Καστοριάς


Παιδί εσύ της Καστοριάς
τριαντάφυλλο τ’ ουρανού και της λίμνης

Άνοιξε τα πέταλα της καρδιάς σου
κι ανακάλυψε πρώτ’ απ’ όλα την Ελλάδα
στις πιο καίριες και όμορφες στιγμές της!
Ξεκλείδωσε τα μυστικά ενός βιβλίου
κι ανακάλυψε τις φλέβες της Αλήθειας
που κρύβει η γη σου κι η ζωή σου!

Παιδί εσύ της Καστοριάς
αστέρι που λάμπεις τις νύχτες στα ουράνια

Ζωγράφισε με χρώματα εμπιστοσύνης
το Αύριο, που ‘ναι γεμάτο Χτες και Σήμερα
και μάθε να υπερασπίζεσαι τη γη και τη ζωή σου!
Ξεφύλλισε όλες τις σελίδες της Αλήθειας
κι ανακάλυψε Μεγαλέξανδρους και Παρθενώνες
ό,τι πιο ακριβό μπορούμε ν’ αγαπήσουμε!

Παιδί εσύ της Καστοριάς
ακριβή μας ελπίδα

Μείνε έτσι ωραίο, περήφανο κι ευαίσθητο
αγκαλιά με έν’ αστέρι κι ένα βιβλίο
βιγλάτορας ενός θαύματος που ΕΛΛΑΔΑ 
το κράζουμε!

Αντώνης Δελώνης
Λογοτέχνης



*Το κείμενο γράφτηκε πολλές μέρες πριν διαβάσουμε στις ειδήσεις των 7/12/2015 υπότιτλους φοβερούς σαν τον παρακάτω: «Σοκ από συμμετοχή μικρών παιδιών στα άγρια επεισόδια στα Εξάρχεια». Είναι τόσο τρομερή αυτή η σύγχρονη πληγή των καταστροφών με τις ο-ποίες «διαμαρτύρονται» οι νέοι της Ελλάδας σήμερα! Αξίζει, μάλιστα, να διαβάσουμε όλοι το βραβευμένο με κρατικό βραβείο βιβλίο της Ελένης Κατσαμά «Κοσμοδρόμιο», όπου, ανάμεσα στα εργαζόμενα αναγκαστικώς παιδιά του Νότου, τα παιδιά μετανάστες και πρόσφυγες, τα παιδιά των πολέμων, φιγουράρουν τα Ελληνόπουλα που καίνε, ρημάζουν και καταστρέφουν ό,τι βρίσκουν στο οργισμένο τους διάβα, αδιακρίτως, συνεχίζοντας τον φαύλο κύκλο μιας βίας που δε φαίνεται να ‘χει τελειωμό, δυστυχώς για όλους μας…

Αφιερώνεται σε όλα τα σχολεία που επιτελούν και το σπουδαίο έργο της καλλιέργειας της αγάπης στην όμορφη πατρίδα μας, με πλήρη επίγνωση της αναγκαιότητάς του και της δικής τους δύναμης...Αφιερώνεται επίσης στη μνήμη του Σάββα Παντζαρίδη, Σχολικού Συμβούλου περιφέρειας Νεστορίου, που γνώριζε τη Βυζαντινή Καστοριά όσο λίγοι κι έδωσε στους μαθητές των δημοτικών σχολείων του νομού το έναυσμα να ασχοληθούν δημιουργικά με τον δικέφαλο δράκο που ζει  και βασιλεύει στον ναό των Αγ. Αναργύρων κι όχι μόνον εκεί…



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Δεκεμβρίου 2015, αρ. φύλλου 815


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ