Δημήτρης Φραγκόπουλος (1928-2017) 35 χρόνια δ/ντής Ζωγραφείου Κων/πολης |
Αγαπημένοι μου συνάδελφοι, συνοδοιπόροι στο ωραίο ταξίδι που μες στις σχολικές τάξεις κάναμε παρέα, Μ’ ένα μεγάλο «Δόξα τω Θεώ» οφείλουμε να αρχίσουμε την κουβέντα σήμερα· ένα «Δόξα Σοι, Κύριε», που αξιωθήκαμε να ολοκληρώσουμε τη διδασκαλική μας πορεία υγιείς, δεν εναι λίγο πράγμα αυτό, ούτε δεδομένο κι αυτονόητο είναι. Όπως καθόλου δεδομένο δεν είναι που αξιωθήκαμε να κάνουμε ένα τόσο ωραίο επάγγελμα, ένα ιερό λειτούργημα, όπως το βλέπαμε και το βλέπουμε οι ρομαντικότεροι από εμάς, αυτοί που ένα σπουδαίο ιδανικό είχαμε στον νου μας αδιαλείπτως πως υπηρετούμε, την Παιδεία, που βαθύτερη και πλατύτερη από την Εκπ/ση είναι· όσοι παλέψαμε για το ιδανικό αυτό με όλες μας τις δυνάμεις, με νύχια και με δόντια κάποιες φορές που οι συνθήκες αυτό μας ζητούσαν. Και το κάναμε με απόλυτη συναίσθηση του χρέους, το κάναμε πιστεύοντας πως εμείς οι δάσκαλοι έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τον κόσμο, διδάσκοντας τα παιδιά του μες στα σχολειά μας. Κι αν ξέραμε πως η δύναμή μας είναι πεπερασμένη, εμείς παλεύαμε σαν να μην ήταν. Γιατί; Γιατί, απλώς, είμαστε δάσκαλοι και αυτό τα λέει όλα...
Αγαπημένοι μου συνάδελφοι, συγχωρέστε με που σήμερα μπερδεύω τους χρόνους, συγχωρέστε με που χρησιμοποιώ άλλοτε παρατατικό, άλλοτε ενεστώτα. Είμαστε πια συνταξιούχοι, ναι, έχουμε φύγει από την τάξη, δεν είμαστε πια μάχιμοι, παραμένουμε όμως μαχητικοί, παραμένουμε δάσκαλοι. Άλλωστε, μια φορά δάσκαλος, πάντα δάσκαλος. Δε θα πάψουμε ποτέ να νοιαζόμαστε για τα παιδιά, που είναι το μέλλον αυτού του τόπου που υπηρετήσαμε με καρδιά, με πνοή και πάθος, δε θα πάψουμε ποτέ να τα αγαπάμε.
Δάσκαλος είναι μια λέξη τόσο περιεκτική, ένας πραγματικός τίτλος τιμής, ας μην το ξεχνούν αυτό οι νεότεροι, αυτοί που έχουν πάρει τη σκυτάλη της Παιδείας από τα δικά μας χέρια και καλούνται να συνεχίσουν σε καιρούς που ολοένα και περισσότερο δυσκολεύουν, σε καιρούς που συνηθίζεται η απαξίωση ακόμη και των ιερότερων πραγμάτων, όταν στην κοινωνία επικρατεί η τάση της αποκαθήλωσης, όχι μονάχα της αμφισβήτησης, η οποία δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό πράγμα. Αν, μάλιστα, κάνουμε την αυτοκριτική μας, θα δούμε πως ίσως να έχουμε κι εμείς οι ίδιοι φταίξει που τα πράγματα έφτασαν ως εδώ. Ας το προσέξουν αυτό οι εν ενεργεία συνάδελφοί μας κι ας βάλουν τα δυνατά τους να αποδείξουν πως τον αξίζουν τον τιμητικό τίτλο που φέρουν...
Διδάσκαλος ήταν ο Χριστός μας. Έτσι τον αποκαλούσαν οι μαθητές Του και κάποιες φορές ο τίτλος Του ομόρφαινε περισσότερο, όταν συνοδευόταν από το επίθετο «αγαθός». «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Δάσκαλε του καλού, πες μου εσύ που ξέρεις, τι να κάνω για να πετύχω στη ζωή μου; Δε σου μιλάω για πλούτη και δόξα, μονάχα για ανθρωπιά και καλοσύνη και αγάπη σου μιλάω, αυτά είναι τα αληθινά σημαντικά, αυτά που μένουν πίσω μας ακόμα και μετά που φεύγουμε από τη ζωή. Τα άλλα επιφανειακά και εφήμερα είναι κι ας ζούμε στην εποχή της στρέβλωσης των πάντων κι ας έχει ο περισσότερος κόσμος ξεγελαστεί πως τα πλούτη κι η δόξα συνιστούν επιτυχία, πως αυτά εξασφαλίζουν την ευτυχία… Διδάσκαλε, έλα εσύ με τον λόγο, μα προπαντός με το παράδειγμά σου, να δείξεις στα ζαλισμένα παιδιά τον δρόμο! Κάν’ το όσο καλύτερα μπορείς, είσαι η ελπίδα τους κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο! «Ο Δάσκαλος ξέρει πως θα ζει εν ευγενεί πενία», έλεγε πάντα ο Χρυσόστομος Παπασταύρος, που έκανε έργο της ζωής του το στήσιμο αυτού του υπέροχου Μουσείου, και μην εστιάζετε στη λέξη «πενία», αλλά στο επίθετο «ευγενής», που ανεβάζει τον άνθρωπο ψηλότερα, τον κάνει Άνθρωπο...
Κι αν θέλουμε παραδείγματα, χωρίς να ψάξουμε πολύ, έχουμε πολλά και πολύ δυνατά να αναφέρουμε. Θυμηθείτε τον Σωκράτη, τον δάσκαλο που παλεύοντας με τη μέθοδο της μαίας μητέρας του έκανε τους συνομιλητές του να βρίσκουν τις απαντήσεις στα ερωτήματα που αυτοί του είχαν θέσει, ζητώντας τη δική του απάντηση. Το κυριότερο όμως που έκανε ήταν να υπακούσει στους νόμους της Πατρίδας του, αυτό δίδασκε πάντα, ακόμη κι όταν αυτή η υπακοή τον οδήγησε στον θάνατο. Αν δεν είχε πεθάνει έτσι, θα θεωρούνταν άραγε τόσο σημαντικός δάσκαλος -ανυπέρβλητος, θα έλεγα- ακόμη και σήμερα;
Θυμάστε τον Ιωάννη Ερρίκο Πετσαλότσι, που υπήρχε στα προηγούμενο βιβλίο Γλώσσας της Δ’ τάξης, που το διδάξαμε όλοι μας στους μαθητές μας; Αξίζει, νομίζω, να ακούσουμε όλοι το ξεχωριστό εκείνο κείμενο που τον παρουσίαζε στα παιδιά. Είναι του Μιχάλη Παπαμαύρου κι είμαι σίγουρη πως θα νιώσετε νοσταλγία, ακούγοντάς το:
Σε μια πλατεία του Ύβερτον, που είναι μια από τις πόλεις της Ελβετίας, είναι στημένο ένα μπρούντζινο άγαλμα ή, καλύτερα, ένα σύμπλεγμα γλυπτό. Δυο παιδιά, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι, κοιτάζουν με λατρεία κι αφοσίωση έναν ηλικιωμένο άντρα ξερακιανό και σχετικά άσχημο, που κάτι τους λέει, αγκαλιάζοντάς τα προστατευτικά. Τα παιδιά θα μπορούσαν να ‘ναι οποιαδήποτε παιδιά της ελβετικής αυτής πόλης, αλλά ο ηλικιωμένος άντρας είναι ο πολύς, ο μεγάλος Ιωάννης Ερρίκος Πετσαλότσι. Αλλά ποιος είναι αυτός ο μεγάλος Πεσταλότσι; Ας αφήσουμε να μας τον περιγράψει ένας παλιός μαθητής του: «Φανταστείτε, μας λέει, έναν άνθρωπο πολύ άσχημο, με μαλλιά ανασηκωμένα, πρόσωπο στιγματισμένο από την ευλογιά και γεμάτο φακίδες... Το βάδισμά του λαχανιασμένο κι άστατο... Τα λόγια του έβγαιναν πότε αργά, πότε ορμητικά, πότε τρυφερά και μελωδικά, πότε απότομα σαν κεραυνός. Όλοι τον φωνάζαμε «πατέρα» μας. Τον αγαπούσαμε, γιατί όλους μάς αγαπούσε. Όταν καμιά φορά περνούσε καιρός χωρίς να τον δούμε, νιώθαμε καταλυπημένοι. Μα όταν γύριζε, τα μάτια μας δεν ξεκολλούσαν από πάνωτου».
Ο Πεσταλότσι ήταν δάσκαλος. Γεννήθηκε στη Ζυρίχη της Ελβετίας το 1746. Ο πατέρας του ήταν γιατρός, μα πέθανε πολύ νωρίς, όταν ο Ιωάννης Ερρίκος ήταν μόλις έξι χρόνων. Έμεινε με τη μητέρα του, που του φύτεψε μες στην καρδιά το πιο ευγενικό κι ανώτερο αίσθημα: ν’ αγαπά τους συνανθρώπους του και να θυσιάζει τον εαυτό του για τους άλλους. Αργότερα, όταν μεγάλωσε, αν κι ο ίδιος ήταν φτωχός, πήγε σε μια γειτονική κωμόπολη, το Νούχοφ, κι άνοιξε άσυλο για τα φτωχά παιδιά. «Ας τρεφόμουν μόνο με νερό, έλεγε, για να δώσω στα φτωχά παιδιά το γάλα που έχουν ανάγκη». Είχε καταφέρει να μαζέψει ογδόντα ως εκατό παιδιά. Τα έντυνε, τα τάιζε και προσπαθούσε να τα μορφώσει. «Έζησα σαν ζητιάνος, για να μάθω στους ζητιάνους να ζουν σαν άνθρωποι» έλεγε αργότερα. Για ένα διάστημα η ελβετική κυβέρνηση του ανέθεσε τη διεύθυνση ενός ορφανοτροφείου στην πόλη Σταντς.
Η πόλη όμως αυτή έπαθε πολλές συμφορές. Τελευταία, στις 9 του Σεπτέμβρη του 1798, κυριεύτηκε από τους Γάλλους. Πολλοί από τους κατοίκους της σκοτώθηκαν, τα περισσότερα σπίτια της κάηκαν και τ’ ορφανοτροφείο έγινε για λίγες μέρες στρατώνας. Σκορπίστηκαν τα ορφανά στους πέντε δρόμους κι ο Πεσταλότσι δεν ήταν εκεί, για να τα περιμαζέψει. Μόλις το έμαθε, ξεκίνησε αμέσως, κι ας ήταν νύχτα, για τη ρημαγμένη πόλη. Βρήκε εκεί, ανάμεσα στα συντρίμματα και τα καμένα σπίτια, παιδιά πεινασμένα να γυρίζουν στους δρόμους. Οι γονιοί τους ή είχαν σκοτωθεί ή είχαν φύγει για τα γύρω βουνά. Η καρδιά του Πεσταλότσι σφίγγεται από πόνο. Τα μάτια του πλημμυρίζουν δάκρυα. Ανάστατος, με τα μαλλιά ανασηκωμένα, γυρίζει στους δρόμους να τα περιμαζέψει. Βγάζει από το σακίδιό του και τους δίνει ό,τι φαγώσιμο έχει: μήλα, παξιμάδια, μπισκότα. Τους δίνει όσα λεφτά έχει στις τσέπες του.
Από τις πολλές ταλαιπωρίες συχνά κλονίστηκε η υγεία του, μα δε σταμάτησε ποτέ να κάνει ό,τι μπορεί, για να βλέπει γύρω του τα παιδιά χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Έλεγε: «Ολόκληρη η εκπαίδευση δεν αξίζει μια πεντάρα αν κάνει το παιδί να χάσει το θάρρος και το κέφι του». Έλεγε ακόμα: «Το γέλιο είναι δώρο του Θεού. Αφήστε το παιδί να γελά. Κάνετέ το χαρούμενο!». Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι από τον Πεσταλότσι και δώθε αλλάζει η στάση των παιδαγωγών απέναντι στο παιδί, αλλάζει ο κόσμος. Μπήκαμε στον «αιώνα του παιδιού». Και δίκαια θα μπορούσαν να τον λένε «πατέρα» τους όλα τα παιδιά του κόσμου και το άγαλμά του να είναι στημένο μες στις αγνές κι άδολες καρδιές τους.
Άλλος ένας δάσκαλος που έμεινε στην Ιστορία είναι ο Γιάνους Κόρτσακ, που εγκατέλειψε το επάγγελμα του γιατρού, για να γίνει δάσκαλος. Ήταν Πολωνός παιδίατρος, παιδαγωγός, συγγραφέας, δημοσιογράφος, κοινωνικός ακτιβιστής και αξιωματικός του πολωνικού στρατού. Τον Οκτώβριο του 1940, κατά τη χιτλερική κατοχή της Πολωνίας, υποχρεώθηκε να μεταφέρει το ορφανοτροφείο του, εντός των τειχών του γκέτο της Βαρσοβίας. Έζησε εκεί με “τα παιδιά του” μέχρι την 5η Αυγούστου του 1942, όταν ήρθε η σειρά τους να εκτοπιστούν στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα και να θανατωθούν μαζικά στους θαλάμους αερίων. Μολονότι του προσφέρθηκε η δυνατότητα να δραπετεύσει, ακόμη και την τελευταία στιγμή στην αποβάθρα των τραίνων, αρνήθηκε να το πράξει. Ο θρύλος λέει πως εκεί τον αναγνώρισε ένας γερμανός αξιωματικός ο οποίος είχε, όταν ήταν παιδί, διαβάσει τα βιβλία του. Αυτός ο αξιωματικός του είπε πως μπορεί να μην ανέβει στο τραίνο και πως δεν ισχύει γι’ αυτόν η διαταγή επιβίβασης.
«Και τα παιδιά;» ρώτησε ο Κόρτσακ. «Τα παιδιά θα ανέβουν» απάντησε ο αξιωματικός. Η απάντηση του Κόρτσακ είναι κάτι ως απόφθεγμα-στάση ζωής, για κάθε άνθρωπο που γνωρίζει την ιστορία αυτού του σπουδαίου δασκαλου: «Απατάσθε κύριε! Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι, παλιάνθρωποι» είπε και ανέβηκε μαζί με τα παιδιά στο τραίνο. Ο Γιάνους Κόρτσακ έμεινε στην Ιστορία επειδή, ενώ μπορούσε να σωθεί, έμεινε με τους μαθητές του, για να μη φοβηθούν τον θάνατο και πέθανε τελικά μαζί τους. Ο Σωκράτης, ο Κόρτσακ, ο Πεσταλότσι από τη θέση του δασκάλου έφτασαν σε δυσθεώρητες κορυφές, χάραξαν το όνομά τους με ανεξίτηλα γράμματα στην Ιστορία της ανθρωπότητας, έγιναν ισχυρότατα παραδείγματα για μας τους δασκάλους τον καιρό που διδάσκαμε στα σχολειά μας, είναι ισχυρότατα παραδείγματα για σας τους νεότερους που βρίσκεστε ακόμη μες στις τάξεις και κρατάτε την τύχη των μαθητών σας στα χέρια σας. Σε όλους τους δασκάλους, παλιότερους και σημερινούς, αφιερώνω το ποίημα ενός άλλου σπουδαίου δασκάλου, του Κώστα Καλαπανίδα - θα καταλάβετε όλοι σας το γιατί:
Ιδού Αυτός
Βουίζουν οι ιδέες γύρω απ’ το διάφανο μέτωπό του.
Ανασκάπτει τα θεμέλια των πραγμάτων
κι υπομνηματίζει το μέλλον μ’ αρχαιότατο αλφάβητο.
Ξανακολλάει τις σπασμένες λέξεις, σαν αγγεία παλιά,
και τις τοποθετεί πλάι στις καινούργιες.
Ενώνει τις γέφυρες που έκοψε η θύελλα·
κι η πίστη του βγάζει ξανά το ουράνιο τόξο.
Και το καλό και το κακό του ίδιου δέντρου είν’ οπώρες
κι ως τα γυρίσματα των εποχών τα καρτερεί.
Είναι φτωχός και δεν επαναστατεί· γνωρίζει!
Κι όμως στην καρδιά του κυοφορούνται οι δίκαιοι πόλεμοι.
Στο φτωχικό του, κόρες σεβαστικές, κατοικούν
η Δικαιοσύνη, η Αρετή και η Ελευθερία.
Ποιητής είναι, σοφός, αυστηρός προφήτης ή άγιος;
Είναι το φως του κόσμου και το άλας της γης.
Οι ορισμοί δεν τον χωρούν. Είναι Δάσκαλος.
(*) Πρόκειται για το κείμενο της ομιλίας μου στην τιμητική εκδήλωση (20/10/2021) που διοργάνωσε ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Α/θμιας Εκπ/σης Ν. Καστοριάς προς τιμήν των εκπ/κών που συνταξιοδοτήθηκαν την τελευταία διετία και δημοσιεύεται τώρα, ενόψει της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Μετά το τέλος της εκδήλωσης με πλησίασε η αγαπητή μου συνάδελφος Αγγελική Τσαρτσιώτη και μοιράστηκε μαζί μου το απόσπασμα της συνέντευξης του Δασκάλου του Γένους Δημήτρη Φραγκόπουλου, του επί 35 χρόνια διευθυντή του Ζωγραφείου της Κωνσταντινούπολης, που έζησε τα Σεπτεμβριανά του 1955 (της το θύμισε η αναφορά μου στον Γιάνους Κόρτσακ):«Σκεφτήκατε ποτέ να φύγετε από την Πόλη;», ρώτησα τον κύριο Φραγκόπουλο, αν και ήξερα ήδη την απάντηση. «Ποτέ, κόρη μου! Να πάω πού; Εδώ είναι το σπίτι μου και η ζωή μου. Αν έβλεπαν και τον Φραγκόπουλο να φεύγει, θα έλεγαν όλοι ότι τέλειωσε η ελληνική ομογένεια», απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Δε με ενδιέφερε να σώσω το τομάρι μου, οι μαθητές μου με ενδιέφεραν, συνέχισε». Εκπληκτικό, δε συμφωνείτε;
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Ιανουαρίου 2022, αρ. φύλλου 1111.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.