ΟΔΟΣ 23.12.2021 | 117 |
Τη χρονιά εκείνη, μετά από ένα διετές διάλειμμα, πάλι μόνος χριστουγεννιάτικες μέρες στην ξενιτιά. Δουλειά στην πατρίδα; Ούτε κατά διάνοια! Βαρύ το οικογενειακό όνομα, στοίχειωνε όλους όσοι το φέρανε και έψαχναν μια θέση απασχόλησης· έστω κι αν υπήρχε έλλειψη επιστημόνων στον τομέα αυτό έστω κι αν η καρέκλα έμενε κενή.
Έτσι βρέθηκα πάλι στην ξένη, στη χώρα όπου σπούδασα. Ευτυχώς με καλές προοπτικές εργασίας και μάλιστα στο αντικείμενο σπουδών μου. Νέα αρχή, νέες γνωριμίες. Οργανωμένοι εδώ οι συμπατριώτες. Με τον σύλλογό τους, τις συγκεντρώσεις τους, τις γιορτές τους. Πίσω στην πατρίδα, η χούντα δεν αστειευόταν. Φυλακές και βασανιστήρια, εξορίες και αποκλεισμοί από κάθε δημόσια δραστηριότητα σε όσους τολμούσαν όχι να αντισταθούν, απλά να μη δηλώσουν φανερά τη στήριξή τους στο νέο καθεστώς. Δύσκολη, λοιπόν, απόφαση να επιστρέψω για να γιορτάσω τα Χριστούγεννα με τους δικούς μου. Προτίμησα να μην επιχειρήσω ένα τέτοιο ταξίδι. Άλλωστε, δεν έλειπαν οι καλοί φίλοι από παλιά. Προσκλήσεις, αρκετές. Δέχτηκα εκείνη συνεργάτη και παλιού συμφοιτητή μου, του οποίου η οικογένεια ζούσε μακριά από την πόλη εργασίας. Γνώριζα ήδη γυναίκα και παιδιά, οπότε θα τους επισκεπτόμουν την παραμονή. Με το τρένο θα έφτανα εγκαίρως στο χωριό τους. Heiligabend στη Γερμανία, παραμονή Χριστουγέννων. Η μεγαλύτερη θρησκευτική και οικογενειακή γιορτή του χρόνου. Με τα απαραίτητα δωράκια για τα παιδιά, είχα ετοιμάσει την τσάντα μου δυο μέρες πριν. Η ελληνική κοινότητα, στην πόλη όπου εργαζόμουν, θα έκανε τη δική της γιορτή την προπαραμονή και δεν ήθελα να φύγω χωρίς να ανταλλάξω ευχές με τις νέες μου γνωριμίες. Δεν ήταν, βέβαια, πολλές, αλλά έστω αυτές τις λίγες. Ευχάριστη, ζεστή ατμόσφαιρα, παρά την παγωνιά που επικρατούσε έξω.
Με πλησιάζει κάποια στιγμή ένας νέος άντρας, φοιτητής, τον οποίο είχα ήδη συναντήσει σε προηγούμενη επίσκεψή μου στο στέκι της κοινότητας και με παρακαλεί να μου μιλήσει ιδιαιτέρω· αν είναι δυνατόν, έξω από το κτήριο. Φαίνεται πολύ αναστατωμένος. Τρομοκρατημένος θα έλεγα και γι’ αυτό συγκατανεύω αμέσως στην κάπως περίεργη «πρόσκλησή» του. Ρωτώ να μάθω τι συμβαίνει, τι του έχει δημιουργήσει όλη αυτήν την ταραχή.
«Ξέρεις», αρχίζει διστακτικά, «σήμερα έπρεπε να κατεβώ στο Τίμπινγκεν, να παραδώσω μία βαλίτσα σε κάποιον συναγωνιστή. Εκείνος θα φρόντιζε να τον προωθήσει στην αντιστασιακή οργάνωση, στην Ελλάδα. Μόνο, να… Η γυναίκα μου έβαλε τα κλάματα. Πώς θα την αφήσω μόνη τέτοιες μέρες και με παιδί στην κοιλιά; Καταλαβαίνεις τώρα. Μια κι εσύ θα ταξιδέψεις προς τα μέρη εκείνα, μήπως θα μπορούσες να αναλάβεις να παραδώσεις τη βαλίτσα;»
Τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. «Μα εγώ δεν είμαι γραμμένος σε καμιά οργάνωση. Άλλωστε, θέλω να κάνω Χριστούγεννα με τους φίλους μου. Το υποσχέθηκα και με περιμένουν πώς και πώς!»
«Ω! Αν φύγεις λίγο νωρίτερα, θα προφτάσεις και να παραδώσεις τη βαλίτσα και να μεταβείς στο Ίνγκελχαϊμ.»
«Δε μου λες, τι περιέχει αυτή η βαλίτσα και πότε θα μου τη δώσεις;».
«Εκρηκτικά. Θα συνοδεύονται από ένα σακουλάκι με πυροκροτητές. Είναι ήδη σε θυρίδα του σταθμού και θα σου δώσω τώρα τα κλειδιά».
Μένω άφωνος. Και απορώ: πώς μπορεί και εμπιστεύεται αυτός, οργανωμένος στην αντίσταση, έναν άγνωστο σχεδόν άντρα για μία τόσο παράτολμη και επικίνδυνη αποστολή; Σίγουρα έχει πάρει τις πληροφορίες του, αλλά, και πάλι; Δε φοβάται μήπως τον καταγγείλω; Μήπως, αντί να την παραδώσω στον «συναγωνιστή», όπως χαρακτήρισε τον παραλήπτη της βαλίτσας, κατευθυνθώ στην αστυνομία και τον καταδώσω;
Προτού, ωστόσο, αρθρώσω λέξη, συνεχίζει: «Εδώ είναι» και μου τείνει ένα ζεύγος κλειδιών. «Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και καλή αντάμωση. Χίλια ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση!».
Ναι, ακριβώς έτσι έγινα αντιστασιακός! Η αλήθεια είναι πως τη στιγμή που μου έβαλε τα κλειδιά στο χέρι, έχοντας πλήρη συνείδηση της ενέργειάς μου αυτής, αποφάσισα πως θα έπαιρνα το ρίσκο, θα πολεμούσα με τον τρόπο μου το τυραννικό καθεστώς της πατρίδας μου. Όχι, φυσικά, χωρίς να σκεφτώ ταυτόχρονα τις συνέπειες μιας τέτοιας επικίνδυνης αποστολής.
Δεν ήταν μόνο ο φόβος, η έντονη ανησυχία για το τι μπορούσε να μου συμβεί, αν τυχόν γινόταν αντιληπτό κατά κάποιον τρόπο τι κουβαλούσα. Το γνώριζα πολύ καλά· το τόλμησα, ωστόσο. Την ίδια ώρα, όσο παράλογο κι αν ακούγεται, με απασχολούσε η σκέψη αν θα πρόφταινα σε σωστό χρόνο την ανταπόκριση των τρένων και την έγκαιρη μετάβασή μου στους φιλόξενους οικοδεσπότες μου.
Έφυγα από τη γιορτή κάπως νωρίς, ευχόμενος «καλά Χριστούγεννα» και προσποιούμενος πως έπρεπε να χαιρετήσω μερικούς ακόμη συναδέλφους μου. Ο ύπνος μου εκείνη τη νύχτα κάθε άλλο παρά μακάριος, όπως και το ταξίδι την επόμενη μέρα. Πρώτα το άνοιγμα της θυρίδας με την αγωνία μήπως υποψιαστεί κάποιος φύλακας το περιεχόμενο της βαλίτσας, αλλά και το κυνήγι των λεπτών μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου.
Η διαδρομή έως τη Φρανκφούρτη διήρκεσε τέσσερις ώρες. Τέτοια μέρα, τα τρένα ήταν σχεδόν άδεια. Όταν έφτασα στον εκεί σταθμό, είχε ήδη νυχτώσει για τα καλά. Κατάφερα να προφτάσω την επόμενη ανταπόκριση για τη Στουτγάρδη, άλλες δύο ώρες δρόμο, και από κει, πάλι ασθμαίνοντας, ένα μισάωρο για το Τίμπινγκεν. Στο ένα χέρι πάντοτε την «ένοχη» βαλίτσα, στο άλλο την «αθώα» τσάντα μου, στην οποία είχα τοποθετήσει το σακουλάκι με τους πυροκροτητές. Και το ρολόι να μου δείχνει απειλητικά τα δευτερόλεπτα που κάλπαζαν προς το προγραμματισμένο μου χριστουγεννιάτικο ραντεβού.
...Ο φοιτητής με περίμενε στο σημείο όπου μου είχε πει να σταθώ ο «συναγωνιστής» του. Κατευθυνθήκαμε με το αυτοκίνητό του στη φοιτητική εστία, κλείδωσε στην ντουλάπα του τη βαλίτσα και το σακουλάκι με τους πυροκροτητές. Να με φιλέψει ήθελε, να με τρατάρει για τα Χριστούγεννα με σπιτικές νοστιμιές. Του εξήγησα πως έπρεπε να προφτάσω το τρένο για τη Στουτγάρδη. Φτάσαμε στον σταθμό με μερικών λεπτών καθυστέρηση και το παλικάρι προσφέρθηκε να με πάει με το αμάξι του μέχρι εκεί, μήπως και καταφέρω να είμαι συνεπής στο δείπνο για το Heiligabend.
Η μια περιπέτεια διαδέχεται την άλλη. Ψάχνω απεγνωσμένα ανταποκρίσεις τρένων για να φτάσω κάποτε στο χωριό του φίλου μου. Mοναδικός ταξιδιώτης, ανεβοκατεβαίνω από τη μία αμαξοστοιχία στην άλλη. Στην προτελευταία, τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με τους δύο σερβιτόρους του ειδικού βαγονιού-εστιατορίου και ανταλλάσσουμε ευχές. Κοντεύει μεσάνυχτα...
Από τον τελευταίο σταθμό, τηλεφωνώ στους οικοδεσπότες μου και, σαν δικαιολογία, αναφέρω μια ερωτική περιπέτεια με μία συνταξιδιώτισσα...
Μεσάνυχτα, με περιμένουν στην πόρτα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και σχολιάζουν πονηρά τον… χριστουγεννιάτικο μπουναμά μου.
* * *
Δεν έμαθα ποτέ τι απέγιναν τα εκρηκτικά και ποιος τα μετέφερε στην πατρίδα. Ο «αντιστασιακός» με ευχαρίστησε για την εξυπηρέτηση κατά την επιστροφή μου κι αυτό ήταν όλο… Ο ίδιος, έγινε βασικό κυβερνητικό στέλεχος κατά τη μεταπολίτευση στη χώρα μου. Όσο για μένα, παρέμεινα στα ξένα μέχρι τη σύνταξή μου. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει τι γίνομαι. Η απορία μου μέχρι σήμερα: πράγματι η γυναίκα του ήταν εκείνη που τον απέτρεψε να μεταφέρει τη βαλίτσα;
Heiligabend = Παραμονή Χριστουγέννων
Φωτογραφία: Η πρόσοψη του Κεντρικού Σιδηροδρομικού Σταθμού Φρανκφούρτης Γερμανίας.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Δεκεμβρίου 2021, αρ. φύλλου 1107.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.