...όταν όλα «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» στον τόπο μας… ή Μακεδονία, γυναίκα, Καστοριά θυσιάστηκαν για ελευθεριά*
Και βγαίνουμε τώρα, εντελώς συνειδητά, εκτός θέματος, για ν’ αναφερθούμε στα Ελληνόπουλα της εποχής εκείνης. Το κάνουμε για δύο λόγους: και γιατί αποτελούν αχώριστο δίδυμο με τις μάνες τους -«γυναικόπαιδα» τους αποκαλούμε μαζί- και, προπαντός, επειδή εσείς τα παιδιά θα πάρετε τη σκυτάλη από εμάς τους μεγαλύτερους και θα πάτε την Πατρίδα μπροστά. Τα παιδιά της Ελλάδας εκείνης δεν έμειναν αμέτοχα στον αγώνα για λευτεριά, κάθε άλλο μάλιστα. Εστιάζουμε στο ηρωικό Μεσολόγγι και διαβάζουμε:
«Οι Γελεκτσήδες ήταν μια ομάδα ατρόμητων εφήβων που ζούσαν στο Μεσολόγγι τους πρώτους καιρούς της Επανάστασης, αλλά έδρασαν κυρίως στη δεύτερη πολιορκία, που κράτησε έναν χρόνο και έληξε με την ηρωική Έξοδο της νύχτας 10 προς 11 Απριλίου 1826. Οι Γελεκτσήδες πήραν το όνομά τους από το γιλέκο που φορούσαν για να μην τους βαραίνει η κάπα. Μαθήτευαν στον πόλεμο δίπλα στους αγωνιστές, γεμίζοντας τουφέκια ή παίρνοντας μέρος στα γιουρούσια, για να φέρνουν στην πόλη όπλα, ρούχα και τρόφιμα. Κάποια απ’ αυτά τα παιδιά τολμούσαν ν’ αρπάζουν στον αέρα τις βόμβες των εχθρών κι αμέσως να τις στέλνουν πίσω ή να βγάζουν αστραπιαία το φιτίλι με κίνδυνο να ανατιναχτούν. Υπήρχαν και Γελεκτσήδες που τις σκοτεινές νύχτες περνούσαν με βάρκες και μονόξυλα ανάμεσα από τους δυο στόλους -τουρκικό και αιγυπτιακό- που κύκλωναν την πόλη απ’ τη μεριά της λιμνοθάλασσας και ρίχνονταν στα μικρά εχθρικά σκάφη, άλλοτε τα βούλιαζαν, άλλοτε τα κυρίευαν.
Άλλοι μικροί πολεμιστές συμμετείχαν στον Αγώνα κάνοντας πετροπόλεμο, κουβαλώντας στην πόλη καθαρό νερό, μεταφέροντας μηνύματα, σκάβοντας λαγούμια, μετακινώντας χώμα, μαζεύοντας βόλια απ’ τα τουφέκια των εχθρών, πολεμώντας με σφεντόνες...
Αναφέρεται πως οι Γελεκτσήδες ήταν 90 κι ανάμεσα στα πολύ λίγα ονόματα που σώθηκαν υπάρχουν και δύο κοριτσιών: της Τασούλας Γυφτογιάννη και της Χρυσάφως Καραγγελέ, που σώθηκαν στην Έξοδο, με την Τασούλα να θάβεται πολλά χρόνια μετά με τ’ αντρίκεια ρούχα που φορούσε στην Έξοδο, πράγμα που ζήτησε η ίδια. («Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826, Λίλη Λαμπρέλλη, εκδ. Πατάκη»)
Σε όλα τα παιδιά της μακριάς σκλαβιάς και του Ξεσηκωμού αφιερώνουμε το ποίημα «Το Ελληνόπουλο», που γράφτηκε από τον Βίκτωρα Ουγκώ το 1828 και αναφέρεται στην καταστροφή της Χίου από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το ποίημα μετέφρασε στα ελληνικά ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς:
Το Ελληνόπουλο
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός,
θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ' όμορφο νησί,
μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά
και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές
καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μες στα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε
κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα
κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα
και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη
σαν αυτό ξεχασμένη
μες στην αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι
ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά,
τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε,
να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά
σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί,
τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα,
για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού
δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου
τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει
τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν,
που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μες στη μουσουλμανική
παράδεισο φυτρώνει,
κ' έν' άλογο χρόνια εκατό
κι αν πιλαλάει, δεν σώνει
μέσ' απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μη το πουλί που κελαηδάει
στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει
και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τ` άνθος, τον καρπό;
Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο
με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!
Λίγο πριν κλείσουμε:
«Μια μόδα σήμερα είναι η απομυθοποίηση. Είναι ο νέος ναρκισσισμός. Σου λένε καμαρωτά καμαρωτά ότι ο Παπαφλέσσας π.χ. στα λεφτά ήταν απατεώνας. Ή ότι ο Καραϊσκάκης ήταν δίγαμος. Σ’ το λένε θριαμβευτικά, σαν να σου αποκαλύπτουν την υπέρτατη αλήθεια. Μα, ακόμα κι αν είναι έτσι, δεν ξέρω, η ουσία δεν αλλάζει. Οι αγωνιστές του ’21 ήταν άνθρωποι τραχείς, πολλοί από αυτούς με όλα τα στραβά και τα ανάποδα του κόσμου, αλλά σε μια δεδομένη στιγμή όλοι τους έγιναν πλάσματα θυσιαστικά. Και δεχτήκανε να πεθάνουνε για κάτι που το θεωρούσαν ανώτερο, για το ρωμέικο ή για την πίστη του Χριστού την αγία ή για την περηφάνια του προσώπου. Τα άλλα είναι πληροφορίες, σωστές ή λανθασμένες, κατάλληλες για ένα συνέδριο, για μια ειδική έκδοση, για ένα κουτσομπολιό...
Στην επέτειο αυτή γιορτάζουμε τους εαυτούς μας στις υψηλές στιγμές μας. Όχι από εξιδανίκευση, όχι για λόγους ρομαντικούς, αλλά γιατί οι υψηλές στιγμές του ελληνικού μας βίου επί 200 χρόνια είναι το μόνο που μπορεί να μας σώσει από τις μαύρες μας μικρότητες που πάντα θα υπάρχουν. Κι αν θέλω να μείνει κάποιο αποτύπωμα από αυτόν τον εορτασμό, είναι απλούστατα το εξής: είμαστε μέσα σε μια πορεία κτηνώδη, συναρπαστική ταυτόχρονα, η οποία συνεχίζεται ώσπου να φτάσουμε σε μια πολιτεία δίκαιη, γενναία και καλαίσθητη. Είμαστε οι Έλληνες. Συνεχίζουμε.» Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος μέσα σε μόλις 2 λεπτά αποδομεί την τάση απομυθοποίησης των ηρώων μας, ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα που κάποιοι μπερδεύουν, γιατί κάπου αποσκοπούν. Κι αυτό το «κάπου» καλό δεν είναι σίγουρα!...
Κλείνουμε με απόσπασμα από επιφυλλίδα του σπουδαίου Κώστα Τσιρόπουλου στην Καθημερινή της 25ης Μαρτίου 1964:
«Όσο περνά ο χρόνος τόσο με τον αέναο κυματισμό του ωθεί το Εικοσιένα όλο και πιο μακριά από τη σημερινή πραγματικότητα.(…) Η ανδρεία του μας φαίνεται κυριολεκτικά ασύλληπτη, κάτι το «αλλότριο» που τα σημερινά δεδομένα της ζωής δεν μπορούν να στηρίξουν για να αποκρυπτογραφήσουν το πνεύμα που ψύχωνε τις ατσαλένιες, τις δωρικές εκείνες μορφές, που ήξεραν μονάχα τούτο: να σιωπούν και να παλεύουν.
Κι όμως! Εκείνες ακριβώς οι μορφές κατόρθωσαν να παραβιάσουν τις θύρες της αιωνιότητας διαθέτοντας και προβάλλοντας την ύψιστη ανθρώπινη αρετή, την αυταπάρνηση. Αυτή αποτελεί τη θεμελιώδη καταβολή της ανδρείας γιατί καταφέρνει να μεταθέσει το κέντρο του κόσμου από το εγώ, το τόσο βασανιστικό, στο συ, που στην περίπτωση του ’21 αντιπροσωπεύεται από ολόκληρο το Γένος. Η στροφή προς το Συπρος τη μοίρα και το μέλλον του Γένους - συνθέτει έναν αγώνα μεγαλειώδη, πρωτόθωρο, γιατί θραύει τα σύνορα του σπιτιού, της οικογένειας και μετατρέπει τον πόλεμο από υπόθεση αντρών σε υπόθεση όλων των Ελλήνων, γυναικών, γερόντων και παιδιών. Λίγες φορές μέσα στην ιστορία του κόσμου θρέφονται με το σκληρό ψωμί της ανδρείας υπάρξεις αδύναμες, νήπια και γέροντες, γυναίκες που δε γνώριζαν παρά μονάχα τις χαρές και τους πόνους του σπιτιού. Ήταν η άγια φωνή της Ελευθερίας που αναστάτωσε κυριολεκτικά το Γένος(…)».
- τέλος -
Φωτογραφία: Γυναίκα με στολή και αρματωσιά μακεδονομάχου, φωτογραφία Λ. Παπάζογλου (1872-1918).
(*) Πρόκειται για το κείμενο της επιτυχημένης εκδήλωσης-αφιερώματος στα 200 χρόνια από το 1821 που έκανε ο Προοδευτικός Σύλλογος Κυριών Καστοριάς στην αυλή του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στις 7 Νοεμβρίου 2021. Θερμά συγχαρητήρια στη φιλόλογο κ. Ανδρομάχη Τζήμα και στην μπάντα Χαλκινομάνια, για την εξαιρετική απόδοση των ποιημάτων και των τραγουδιών της εκδήλωσης, καθώς και στην Πρόεδρο κ. Νίνα Μπουρλή και το Δ.Σ. του Συλλόγου για την άψογη διοργάνωση της εκδήλωσης!
Σ.Ε.Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16 Δεκεμβρίου 2021, αρ. φύλλου 1106.
Σχετικά:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.