5.9.22

ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: Η κυρά Γιώργαινα

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
Η Σκάλα του Σταυρού στην Καστοριά

Σε απόμακρο χωριό πολύ κοντά στα Αλβανικά σύνορα βρέθηκε να ζει ο Κυρ-Γιώργης και από μικρό παιδί έκανε τον βοσκό στα πρόβατα των συγχωριανών του. 
Με τον καιρό έκανε και δικά του. Στην αρχή τρία με τέσσερα, με ένα από αυτά αρσενικό με στριφτά τα κέρατα στο κεφάλι. Τα τρία έγιναν άλλα τόσα και σε λίγα χρόνια, δόξα τω θεώ τα έκανε τριάντα. Τότε ήταν που παράτησε τα ξένα και έκανε το δικό του μαντρί στην άκρη του χωριού όπου είχε και το σπιτικό του

Κάθε πρωί, πριν καλά-καλά χαράξει η μέρα με την γκλίτσα στον ώμο και με γαντζωμένο σε αυτήν τον τορβά με το ψωμί το τυρί και ένα μεγάλο κρεμμύδι κίναγε για τα βοσκοτόπια και σαν έπεφτε ο ήλιος γύριζε πίσω για το άρμεγμα έχοντας πάντα απαραίτητη συντροφιά τον Μούργο το μαντρόσκυλό του όπως το είχε ονομάσει.
 Το κομπόδεμα δεν άργησε σιγά-σιγά να γίνει αρκετά μεγάλο ώστε να βάλει στο μυαλό του την παντρειά μαγκούφης που ζούσε και τα χρόνια του δεν τον έπαιρναν άλλο.

Από καιρό λιμπίζονταν τα κάλλη της πεντάρφανης Μαρίας και δεν άργησε να στείλει προξενιό στον αδελφό της που άλλο και αυτός δεν ήθελε και μετά χαράς τον δέχτηκε για γαμπρό του. Με την Μαρία που με τον καιρό την φώναζαν πια στο χωριό Κυρά Γιώργαινα απέκτησε την Ελενίτσα που όσο μεγάλωνε όλο και πιο πλούσια γινόταν τα ελέη του κορμιού της. Μακρυπόδαρη, καλοταισμένη με γάλα και πρόβειο βούτυρο είχε γίνει ο μεγάλος πειρασμός του χωριού. Το τσαχπίνικο και λικνιστό περπάτημά της γεννούσε ανεξέλεγκτους αναστεναγμούς. Το βλέμμα της πραγματικό κεντρί σκόρπαγε άθελα στο πέρασμά της το δηλητήριο του ερωτικού πόθου. Μέχρι και ο παπάς την στραβοκοίταζε σαν της έδινε το αντίδωρο στο χέρι της χωρίς όμως να μην κάνει την παράληψη να λέει από μέσα του «πίσω μου σε έχω σατανά».

Άτυχος για την Ελενίτσα ήταν ο πρώτος της έρωτας με τον ανθυπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού που βρέθηκε για λίγο καιρό στο χωριό με τον πόλεμο στην Αλβανία. Δεν ξαναγύρισε σαν τέλειωσε όπως της είχε υποσχεθεί γιατί χάθηκε στην μάχη του Μοράβα. Την είχε φάει το μαράζι να τον περιμένει με την οπισθοχώριση ώσπου έμαθε για τον χαμό του. Ακολούθησε η κατοχή και τα πρόβατα του κυρ-Γιώργη εξασφάλιζαν χωρίς στερήσεις την ζωή τους. Άλλαζε το γάλα και το τυρί με αλεύρι, έσφαζε και καμιά γέρικη προβατίνα τον χειμώνα και την κρέμαγε παστουρμά στα δοκάρια της σκεπής στο χωρίς ταβάνι κελάρι. Ως που ήλθε ο τρισκατάρατος εμφύλιος και που δεν ήξερες εκεί στα απόμερα που ήταν το χωριό το τι θα σου ξημέρωνε την άλλη μέρα.

Όπου μια από αυτές ξεμάκρυνε λίγο περισσότερο από το χωριό ο κυρ-Γιώργης με τα πρόβατα και δεν ξαναγύρισε στο σπίτι. Έγινε και αυτός και τα πρόβατά του θύματα των καιρών. Αιχμάλωτος των καταστάσεων χωρίς να μάθει ποτέ η κυρά Γιώργαινα αν συνεχίζει να ζει πρόσφυγας σε κάποια από τις ξένες χώρες

Είδε και απόειδε η κυρά Γιώργαινα από όσα συνέβαιναν στην παραμεθόριο περιοχή, πήρε των ματιών της και την Ελενίτσα και βρέθηκε στην πόλη όπως έκαναν και πολλοί άλλοι από το χωριό. Καταφυγόντες του έλεγαν και με αυτήν την ιδιότητα βολεύτηκαν σε ένα διάρι στην γειτονιά του Ντολτσού. Από  αρχόντισσα στο χωριό έγινε ξενοδουλεύτρα στην πόλη η κυρά Γιώργαινα. Δεν αρνιόταν καμμιά δουλειά για να κάνει όσο δύσκολη και αν ήταν μέχρι και ματωμένα πανιά περιόδου που χρησιμοποιούσαν τότε οι γυναίκες έπλενε για να εξασφαλίσει τα καθημερινά για την ζωή τους. Όμως και η Ελενίτσα μέσα σε λίγο καιρό που έγινε γνωστή στην γειτονιά ήταν περιζήτητη περισσότερο για την ομορφιά της να δουλέψει στα γουναράδικα μηχανικός να ράβει νουρκολαίμια και μασχάλες. Απλόχερο το αφεντικό που την προσέλαβε την πρώτη κιόλας εβδομάδα της έκοψε πολύ καλό εβδομαδιάτικο. Δεν παρέλειπε να της δωρίζει και διάφορα μπιχλιμπίδια σαν πέρναγε ο καιρός. Ψύλλοι δεν άργησαν να μπαίνουν στα αυτιά της κυρά Γιώργαινας όταν πολλά μεσημέρια αλλά και απογευματινά αργούσε να γυρίσει στο σπίτι η Ελενίτσα της οποίας η μόνιμη δικαιολογία ήταν πως ετοίμαζαν την παρτίδα για τον έμπορα που θα ερχόταν από την Γερμανία. Μάλιστα κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα είχε αναφέρει όχι λίγες φορές στην μάνα της πως στην Γερμανία έχει πολύ καλύτερο μεροκάματο στην γούνα και αν εύρισκε την ευκαιρία θα πήγαινε. Με την κυρά Γιώργαινα να αντιδράει και να μην θέλει σε καμιά περίπτωση να την χάσει και να μείνει έρημη στον κόσμο.

Όταν μάλιστα έφθασαν ψίθυροι στα αυτιά της από την γειτονιά πως κάτι παράξενα συμβαίνουν με το αφεντικό και την Ελενίτσα άρχισαν μεταξύ τους ομηρικοί καυγάδες. Για να έλθει για την κυρά Γιώργαινα η αποφράδα μέρα όπου άδικα περίμενε να ξαναγυρίσει η Ελενίτσα στο σπίτι. Το αφεντικό της πολύ θυμωμένα την πληροφόρησε πως η Ελενίτσα έφυγε με τον έμπορο που του αγόραζε τα νουρκολαίμια στην Γερμανία.

Θόλωσε το λογικό της κυρά Γιώργαινας. Στριφογύριζε στο σπίτι χωρίς να την χωράει. Ήταν σούρουπο με τον ουρανό κατάμαυρο χωρίς αποσπερίτη έτοιμος να ξεσπάσει την οργή του. Πήρε με σαλεμένο πια το μυαλό της τον δρόμο της παραλίας προς τον σταυρό όπου τα Θεοφάνια γίνεται ο αγιασμός με την βάπτιση. Ανέβηκε στην γέφυρα χωρίς κανένα δισταγμό και φούνταρε στην λίμνη με τα κύματα από τον βοριά να δέρνουν τον τοίχο της παραλίας. Ακούστηκε ένα βουητό, έτσι συμβαίνει, μαρτυρούν οι ψαράδες όταν πνίγεται άνθρωπος. Ο ουρανός σκίστηκε από τα σπαθίσματα των αστραπων και μετά τις βροντές ήλθε το ξέσπασμα της μπόρας που όσα νερά και αν έριξε δεν μπόρεσε να ξεπλύνει την βρωμιά της πόλης.

Το άψυχο κορμί της κυρά Γιώργαινας το βρήκαν το πρωί να το χτυπάει το κύμα στα ριζά της παραλίας. Ο Παπάς του χωριού ανέλαβε την ταφή της.
Το γράμμα που έφθασε μέσω του Ερυθρού Σταυρού από την Τασκένδη που είχε αποστολέα τον κυρ Γιώργη γύρισε πίσω γιατί δεν βρέθηκε ο παραλήπτης.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Δεκεμβρίου 2021, αρ. φύλλου 1106.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ