«...Ὑπῆρξεν ἔτι τὸ ἄριστον ἐκεῖνο, Ἑλληνικός.
Ἰδιότητα δὲν ἔχ’ ἡ ἀνθρωπότης τιμιωτέραν
Εἰς τοὺς θεοὺς εὑρίσκονται τὰ πέραν...»
Κ.Π.Καβάφης, ἐπιτύμβιον Ἀντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνῆς
Μὲ τὴν εὐκαιρία, ποὺ τὸ ἔτος 2003 ἦταν ἀφιερωμένο στὸν Καβάφη, «Ἔτος Καβάφη» ὀνομάστηκε, θέλησα νὰ ἐκφράσω τὴ βαθειὰ ἐντύπωση, ποὺ μοῦ ἔκανε ἡ ἀνακάλυψη τοῦ μεγάλου θαυμασμοῦ, ποὺ ἔτρεφε γιὰ τὸν καστοριανὸ ποιητή Ἀθανάσιο Χριστόπουλο ὁ ἀλεξανδρινὸς ποιητὴς καὶ πόσο τὸν ἀπασχόλησε τὸ ἔργο του. Εἶναι γνωστὴ ἡ σχέση τοῦ Σολωμοῦ μὲ τὸ Χριστόπουλο, ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἐκτίμηση, ποὺ ἔδειχναν οἱ Φαναριῶτες ποιητὲς τῶν Ἀθηνῶν στὸν γενάρχη τους.
Ἐπἰσης ὁ ἐρχομός τοῦ Ἀθανασίου Χριστοπούλου τὸ 1836 στὴν ἐλεύθερη πλέον Ἑλλάδα, θὰ ἐμπνεύσει στίχους στὸν Ἀλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβῆ. Ὁ δὲ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος θὰ βρεῖ τότε τὴν εὐκαιρία νὰ κατάκεραυνώσει τοὺς πάντες μὲ τὸ ποίημά του:Ἀθανάσιέ μου ἦλθες
μετὰ χρόνων περιόδους
Εἰς τὴν γῆν μας νὰ ζητήσεις
στέγην φωλεᾶς εὐώδους
Ἀλλά φεύγεις μετ’ὀλίγον
λευκὰς πτέρυγας ἀνοίγων.
Φύγε... ἡ Ἑλλάς ἡ Νέα
καὶ αὐτὴ, ὡς ἡ ἀρχαία
Τοὺς υἱούς της φθονεῖ ζώντας
καὶ τοὺς ἀγαπᾶ θανόντας.
Ἐντύπωση ἐπίσης μοῦ ἔκανε, ὅτι ὁ Κ.Π. Καβάφης, ὄψιμος φαναριώτης ἔγραψε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1891 ποίημα μὲ τίτλο Ἀθανάσιος Χριστόπουλος, ποὺ δυστυχῶς χάθηκε· δὲν βρέθηκε οὔτε στὰ ἀνέκδοτα ποιήματά του. Οἱ πληροφορίες αὐτὲς βρέθηκαν καὶ εἶναι καταχωρισμένες στὸ ἀρχεῖο τοῦ ποιητῆ, ὅπως ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν ἄλλων στὸ Βιβλίο «Κ.Π. Καβάφης» Ἀθῆναι 1968, Ἐκδόσεις "Ἴκαρος" ἐξαντλημένο ἀπὸ καιρό.
Ὅμως σώζεται, εὐτυχῶς τὸ χειρόγραφο τοῦ «Βουνοῦ» στὰ «Ἅπαντα τὰ πεζά» τοῦ Καβάφη, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις "Φέξη". Ἀπὸ ἐκεῖ μαθαίνουμε, ὅτι ὁ Καβάφης ἐπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Ἀθαν. Χριστόπουλου «Σύντροφοι» ἀπὸ τὰ «Λυρικά»
Χθες τὸ βράδυ βυθισμένος
εἰς τὸν ὕπνον τὸν γλυκὸν
εἶδα ὅλος τρομαγμένος
ἕνα ὄνειρον κακόν.
μετὰ χρόνων περιόδους
Εἰς τὴν γῆν μας νὰ ζητήσεις
στέγην φωλεᾶς εὐώδους
Ἀλλά φεύγεις μετ’ὀλίγον
λευκὰς πτέρυγας ἀνοίγων.
Φύγε... ἡ Ἑλλάς ἡ Νέα
καὶ αὐτὴ, ὡς ἡ ἀρχαία
Τοὺς υἱούς της φθονεῖ ζώντας
καὶ τοὺς ἀγαπᾶ θανόντας.
Ἐντύπωση ἐπίσης μοῦ ἔκανε, ὅτι ὁ Κ.Π. Καβάφης, ὄψιμος φαναριώτης ἔγραψε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1891 ποίημα μὲ τίτλο Ἀθανάσιος Χριστόπουλος, ποὺ δυστυχῶς χάθηκε· δὲν βρέθηκε οὔτε στὰ ἀνέκδοτα ποιήματά του. Οἱ πληροφορίες αὐτὲς βρέθηκαν καὶ εἶναι καταχωρισμένες στὸ ἀρχεῖο τοῦ ποιητῆ, ὅπως ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν ἄλλων στὸ Βιβλίο «Κ.Π. Καβάφης» Ἀθῆναι 1968, Ἐκδόσεις "Ἴκαρος" ἐξαντλημένο ἀπὸ καιρό.
Ὅμως σώζεται, εὐτυχῶς τὸ χειρόγραφο τοῦ «Βουνοῦ» στὰ «Ἅπαντα τὰ πεζά» τοῦ Καβάφη, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις "Φέξη". Ἀπὸ ἐκεῖ μαθαίνουμε, ὅτι ὁ Καβάφης ἐπνεύστηκε ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Ἀθαν. Χριστόπουλου «Σύντροφοι» ἀπὸ τὰ «Λυρικά»
Χθες τὸ βράδυ βυθισμένος
εἰς τὸν ὕπνον τὸν γλυκὸν
εἶδα ὅλος τρομαγμένος
ἕνα ὄνειρον κακόν.
Εἰς βουνὸν ἐγὼ καὶ ὁ Ἔρως,
καὶ ἡ Ἀγάπη μου μαζί,
καὶ ὁ Καιρὸς ὁ πάντα γέρος
ἀνεβαίναμεν πεζοί.
Ἡ ἀγάπη σταματοῦσε
εἰς τὸν δρόμον τὸν σκληρόν,
καὶ ὁ Ἔρωτας περνοῦσε
βιαστικά μὲ τὸν Καιρόν.
«Στάσου», λέγω, «Ἔρωτά μου·
τόση βία διατί;
Ἡ καλὴ συντρόφισσά μου
ἡ Ἀγάπη δὲν κρατεῖ».
Τότε βλέπω καὶ τινάζουν
καὶ οἱ δυό τους τὰ φτερά,
καὶ τὸν δρόμον τους ἀλλάζουν
καὶ πετοῦν στ’ ἀριστερά.
Ἀπελπίζομαι, τρομάζω,
τὸ κατόπι πιλαλῶ.
Ποῦ, ὦ Ἔρωτα, φωνάζω,
ποῦ πετᾶς, παρακαλῶ;
Τότ’ ὁ ἄστατος γυρίζει
καὶ μὲ λέγει τὸ παρόν·
Φίλ’, ὁ Ἔρως συνηθίζει
καὶ πετάει μὲ τὸν καιρόν
Ἐδῶ ὁ ἐπιμελητὴς μιᾶς δεύτερης ἔκδοσης ἀπὸ τὸ "Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας" στὰ «Λυρικὰ - Ἀθανάσιος Χριστόπουλος» σημειώνει μεταξὺ ἄλλων:
«Ὁ Κρόνος ἦταν υἱὸς τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, εἶναι δὲ ὁ Χρόνος ἤγουν ὁ Καιρὸς, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ φθείρει. Τὸν ζωγράφιζαν πτερωτὸν, διότι φεύγει καὶ μὲ ἕνα δρεπάνι στὸ χέρι, σημεῖον τῆς φθορᾶς, ὅπου προξενεῖ»
Πάνω λοιπὸν στὸ ποίημα αὐτὸ τοῦ Ἀθ. Χριστοπούλου ὁ Κ. Καβάφης ξαναγράφει «Τὸ Βουνὸ» μὲ ἀριθ. 139 καὶ ἀφιερώνει μετὰ ἕνα πεζὸ κείμενο στὸν Ἀθανάσιο Χριστόπουλο. Μνεία τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ὅπως διαβάζουμε στὸ βιβλίο «Ἅπαντα τὰ Πεζὰ τοῦ Καβάφη» γίνεται σὲ ἕνα γράμμα τοῦ ποιητῆ στὰ Ἀγγλικὰ, ποὺ πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ βιβλίο τοῦ κ. Μιχάλη Περίδη «Ὁ βίος καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη». Στὸ χειρόγραφο τοῦ «Βουνοῦ» στὴν πρώτη σελίδα, τὸ «Ἐξώφυλλο» αὐτοῦ, εἶναι γραμμένος χειρόγραφα μὲ μεγὰλα γράμματα ὁ τίτλος του «Τὸ Βουνό» καὶ ἀπὸ κάτω μὲ μικρότερα γράμματα: «Ἀλεξάνδρεια, Ἰούλιος 1893» (φωτογραφία στὴν ἐπόμενη σελίδα).
Ρομαντικὴ ἀλληγορία ἀνάβασης πρὸς τὸ ἰδανικό, ποὺ τελικὰ παραμένει ἀπρόσιτο. Ἡ τρυφερή συνοδοιπόρος, ἡ Ἀγάπη, πεθαίνει ἀπὸ τὶς κακουχίες τοῦ δύσκολου δρόμου κι ὁ Νέος, ἀφοῦ σκάψει τὸν τάφο της, ξαφνικὰ «διὰ πρώτην φορὰν παρατηρεῖ, ὅτι τὸ ἔδαφος καλύπτουν τάφοι πολλοί», συνέπειες ἀπὸ πλῆθος ἄλλες ἦττες. Ἡ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ὅπως καὶ πρὶν, μαγνητίζει μὲ τὴν «εὐμορφίαν» της. Ἀλλὰ μήπως «εἶναι ὀπτικὴ ἀπάτη αὐτὴ ἡ κορυφή ἢ ὑπάρχουν κάποιοι ἄνθρωποι, δυνατοὶ καὶ θαρραλέοι, ποὺ κατώρθωσαν νὰ ἀναβοῦν;» Μὲ αὐτὴ τὴ λυρικὴ μινιατούρα ἀρχίζει καὶ μ’ αὐτὴ τελειώνει τὸ κείμενο τοῦ Καβάφη, σὰν νὰ ἀποκρυπτογραφεῖ τὸ νόημα τοῦ Χριστόπουλου, ἀναπτύσσοντάς το σὲ μιὰ πλατύτερη ἑρμηνεία, ὅπως γράφει ἡ Σόνια Ἰλίτσκαγια στὸ βιβλίο της «Κ.Π. Καβάφης: Οἱ δρόμοι πρὸς τὸ ρεαλισμὸ στὴν ποίηση τοῦ 20οῦ αἰώνα».
ΤΟ ΒΟΥΝΟ
Εἰς βουνὸ ἐγώ κι ὁ Ἔρως
κι’ ἡ Ἀγάπη μου μαζί,
κι’ ὁ θεὸς Καιρὸς, ὁ γέρος
ἀναβαίναμε πεζοί.
Ἡ Ἀγάπη μου ἀποστοῦσε
εἰς τὸν δρόμον τὸν σκληρόν,
καὶ ὁ Ἔρωτας περνοῦσε
βιαστικὰ μὲ τὸν Καιρὸν.
Στάσου, λέγω, Ἔρωτά μου
καὶ μην τρέχεις ἐμπροστά.
Ἡ καλὴ συντρόφισσά μου,
ἡ ἀγάπη, δὲν βαστᾶ.
Πολλοί, πολλοὶ ἀνέβησαν τὸ βουνὸ τοῦ Χριστοπούλου, πολλοὶ καθημερινῶς ἀναβαίνουν τὸ σκληρὸ βουνό, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τόσαι καὶ τόσαι Ἀγάπαι βραδύνουν τὸ βῆμα, καὶ κουράζονται καὶ λειποθυμοῦν καὶ χάνονται. Εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ κάτω πόσον φαιδρὰ, δυνατή, καὶ ὑγιὴς εἶναι ἡ Ἀγάπη καὶ μὲ πόσην ἐπιθυμίαν βλέπει τὴν πρασινάδα τῆς κορυφῆς καὶ διψᾷ νὰ ἀναβῇ ἐκεῖ καὶ νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἐραστήν της, ἐκεῖ ὅπου θὰ εἶναι θερμότερος ὁ ἥλιος καὶ καθαρότερος ὁ ἀήρ. Καὶ φεύγει εὔθυμος ἡ συντροφιὰ –ὁ Νέος καὶ ἡ Ἀγάπη, καὶ ὁ Ἔρως καὶ ὁ Καιρός. Ὁ δρόμος εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνόδου εἶναι ὁμαλότατος καὶ ἀπατῶνται καὶ προχωροῦν ἕως εἰς τὰ μισά. Ἀλλὰ ἐδῶ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον χαλνᾶ· ἔχει λίθους μεγάλους καὶ κοπτερούς, παντοῦ ἔχει ἀτραποὺς ἀπόρρωγας καὶ ἡ Ἀγάπη ἀρχίζει νὰ κουράζεται, νὰ ἀσθμαίνῃ καὶ νὰ ὠχριᾷ. Προχωρεῖ ὄμως πάντοτε. Νὰ καθίσῃ, νὰ ἀναπαυθῂ δὲν θέλει διὰ νὰ μὴ χάσῃ καιρόν. Καὶ ποῦ νὰ καθίσῃ: Παντοῦ πέτραι, λάκκοι καὶ ἄκανθοι. Νὰ γυρίσῃ ὀπίσω οὐδέ δύναμιν ἔχει, οὐδέ διάθεσιν. Ἐμπρός, ἐμπρὸς θὰ ὑπάγῃ ἡ Ἀγάπη –μὲ τὴν τεχνητὴν ἐνέργειαν τῆς θέρμης, προσποιουμένη, ὅτι δὲν ἐξηντλήθη ἔτι. ἔπειτα τὸ τέλος δὲν εἶναι πλέον μακράν. Δὲν βλέπετε τὸν Ἔρωτα καὶ τὸν Καιρὸν πῶς τρέχουν, εἰς ποίαν ἀπόστασιν ἐπέταξαν! Σχεδὸν ἔφθασαν εἰς τῆν κορυφήν. Ἄς κάμωμεν μίαν γενναίαν προσπάθειαν καὶ ἡμεῖς... ἐντροπὴ νὰ μένωμεν ὀπίσω. Ἐμπρός ἐμπρὸς θὰ τοὺς φθάσωμεν. Ἀλλ’ ἡ ὀλίγη δύναμις, ἥτις εἶχε μείνει εἰς τὴν Ἀγάπην ἐξηντλήθη μὲ αὐτὴν τὴν ὑστερινὴν προσπάθειαν. Ὅσῳ δὲ σπεύδει ἐκείνη, τόσῳ γρηγορώτερα ὁ Ἔρως καὶ ὁ Καιρὸς πετοῦν. Καὶ νομίζεις πώς ἐνῷ φεύγουν ἀλλάζουν τὴν μορφήν. Ἐκεῖνοι οἱ τόσον μεγάλοι, οἱ τόσον ὡραῖοι, φαίνονται ὡς νὰ ἐμίκραιναν, ὡς νὰ ἀσχήμισαν. Τώρα ὁμοιάζουν οἱ δύο θεοί μας ὡς ἄνθρωποι ἁπλοί· τώρα ὡς νάννοι πτερωτοί, τώρα πτηνά, τώρα δύο κουκκίδες· φεῦ, τώρα ἔσβυσαν ὅλως διόλου καὶ μὲ τὸ σβύσιμόν των βάλλει ἡ Ἀγάπη μεγάλην κραυγήν, ἡ ὁποία ἐξυπνᾶ ὅλα τὰ σπήλαια τοῦ Βουνοῦ καὶ πίπτει νεκρὰ πρὸ τῶν ποδῶν τοῦ κλαίοντος Νέου. Μὲ ἀλγούσαν, ἀλγούσαν καρδίαν σκάπτει τὸν τάφον τῆς Ἀγάπης ὁ Νέος ἐπάνω εἰς τὸ βουνόν, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ θλιβεροῦ ἔργου στρέφει τὰ βλέμματα πέριξ καὶ διὰ πρώτην φορὰν παρατηρεῖ, ὅτι τὸ ἔδαφος καλύπτουν τάφοι πολλοί –πολλοί, ἄπειροι– ὅπου ἄλλαι Ἀγάπαι κεῖνται εἰς τὸ ὑψηλὸν κοιμητήριον τοῦ βουνοῦ, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴν ψευδῆ πρασινάδα καὶ εὐμορφίαν τῆς κορυφῆς.
Εἶναι ὀπτικὴ ἀπάτη αὐτὴ ἡ κορυφή; Εἶναι ἄϋλος σκηνογραφία καμωμένη διὰ νὰ γελᾷ τοὺς ταλαιπώρους ταξιδιώτας; Τόσα εἶναι τὰ μνήματα ἐδῶ, ὥστε κλίνω νὰ τὸ πιστεύσω, καὶ ὅμως ὁμολογῶ, ὅτι βλέπω πραγματικώτατα σπιτάκια –ὁλόκληρον μίαν μικρὰν κώμην– ἐκεῖ ἐπάνω. Ἄσπρα σπιτάκια, ὡραῖα καὶ ἥσυχα, σκεπασμένα μὲ κίτρινα τριαντάφυλλα καὶ μὲ ἀγιόκλημα, τριγυρισμένα μὲ κήπους, ὅπου κατοικοῦν ὅλαι αἱ εὐωδίαι καὶ ὅλα τὰ χρώματα. Μήπως ὁ Ἔρως, ποὺ πετᾶ βιαστικὸς τρέχει εἰς τὴν κορυφὴν νὰ εὔρῃ τοὺς ἀληθινοὺς ἐραστάς, οὕς δὲν ἐτρόμαξε τὸ ὕψος τοῦ βουνοῦ, τὰς ἀληθινὰς ἀγάπας, αἱ ὁποῖαι κατώρθωσαν νὰ ἀναβοῦν καὶ ζοῦν τώρα εὐτυχισμένοι ἐν τῇ εἰρήνῃ τῆς χλοερᾶς κώμης; Μὴ ἦτο σφάλμα τῆς Ἀγάπης ἡ ἀποτυχία; Ὀ δρόμος ἴσως δὲν ἦτο πολὺ δύσκολος, ἀλλὰ πολὺ ἀδύνατος ἐκείνη. Καὶ ὁ Νέος ἐφάνη ἀνόητος, ἐφάνη δειλός. Ἀντὶ νὰ τὴν ἀφήνῃ νὰ σύρεται ἐπὶ τῶν θάμνων καὶ ἐπὶ τῶν λίθων δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἁρπάξῃ τὴν Ἀγάπην του εἰς τὴν ἀγκάλην καὶ νὰ τὴν τρέξῃ μέχρι τῆς κορυφῆς! Ἄφροντις καὶ ἄστατος ὅσον ἡ Ἀγάπη του ἐπρόβαινεν, ἔμενε μακρὰν ἀδιάφορος, καὶ οὐδὲ γύρισε νὰ ἴδῃ πῶς πηγαίνει. Μόνον ὅτε ἐλειποθύμει καὶ ἐχάνετο ἔτρεχε νὰ τὴν περιποιηθῇ μὲ ἀνησυχίαν κούφην καὶ ἐφήμερον. Ἐνόμιζε, φαίνεται, ὁ ἐλαφρός, ὅτι ἡ Ἀγάπη του εἶχεν ἀνεξάντλητον ζωτικότητα καὶ μόλις τὴν συνέφερεν ὁλίγον, τὴν ἐγκατέλειπε καὶ ἐκύτταζεν ἀλλοῦ, ἐνῷ ἐκείνη ἦτο ἀκριβῶς ἡ στιγμή, καθ’ ἥν ἔπρεπε νὰ τὴν ὑποστηρίζῃ καὶ νὰ τὴν κρατῇ σφικτά, νὰ τὴν θερμαίνῃ, διὰ νὰ μὴ λειποθυμίσῃ πάλιν ἡ πτωχὴ ἀσθενής. Καὶ τώρα, ὅπου ἀπέθανε κατεβαίνει τὸ βουνὸν κλαίων πικρά, προσκόπτων εἰς τοὺς πολλοὺς τάφους, οἱ ὁποῖοι κρύπτουν ὁμοίας συμφορὰς καὶ ἀκούων τοὺς εἰρωνικοὺς ἀνέμους, οἱ ὁποῖοι σφυρίζουν τριγύρω του.
Εἰς βουνὸ ἐγώ κι’ ὁ Ἔρως
κι’ ἠ Ἀγάπη μου μαζί
κι’ ὁ θεὸς Καιρὸς ὁ γέρος
ἀναβαίναμε πεζοί.
Ἡ Ἀγάπη μου ἀποστοῦσε
εἰς τὸν δρόμον τὸν σκληρόν,
καὶ ὁ Ἔρωτας περνοῦσε
βιαστικὰ μὲ τὸν Καιρὸν
Στάσου, λέγω, Ἔρωτά μου!
καὶ μην τρέχετ’ ἐμπροστά.
Ἡ καλὴ συντρόφισσά μου,
ἡ Ἀγάπη, δὲν βαστᾶ
ΚΩΝΣΤ. ΚΑΒΑΦΗΣ
Ἀλεξάνδρεια, Ἰούλιος 1893
ΠΗΓΕΣ
καὶ ἡ Ἀγάπη μου μαζί,
καὶ ὁ Καιρὸς ὁ πάντα γέρος
ἀνεβαίναμεν πεζοί.
Ἡ ἀγάπη σταματοῦσε
εἰς τὸν δρόμον τὸν σκληρόν,
καὶ ὁ Ἔρωτας περνοῦσε
βιαστικά μὲ τὸν Καιρόν.
«Στάσου», λέγω, «Ἔρωτά μου·
τόση βία διατί;
Ἡ καλὴ συντρόφισσά μου
ἡ Ἀγάπη δὲν κρατεῖ».
Τότε βλέπω καὶ τινάζουν
καὶ οἱ δυό τους τὰ φτερά,
καὶ τὸν δρόμον τους ἀλλάζουν
καὶ πετοῦν στ’ ἀριστερά.
Ἀπελπίζομαι, τρομάζω,
τὸ κατόπι πιλαλῶ.
Ποῦ, ὦ Ἔρωτα, φωνάζω,
ποῦ πετᾶς, παρακαλῶ;
Τότ’ ὁ ἄστατος γυρίζει
καὶ μὲ λέγει τὸ παρόν·
Φίλ’, ὁ Ἔρως συνηθίζει
καὶ πετάει μὲ τὸν καιρόν
Ἐδῶ ὁ ἐπιμελητὴς μιᾶς δεύτερης ἔκδοσης ἀπὸ τὸ "Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας" στὰ «Λυρικὰ - Ἀθανάσιος Χριστόπουλος» σημειώνει μεταξὺ ἄλλων:
«Ὁ Κρόνος ἦταν υἱὸς τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, εἶναι δὲ ὁ Χρόνος ἤγουν ὁ Καιρὸς, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ φθείρει. Τὸν ζωγράφιζαν πτερωτὸν, διότι φεύγει καὶ μὲ ἕνα δρεπάνι στὸ χέρι, σημεῖον τῆς φθορᾶς, ὅπου προξενεῖ»
Πάνω λοιπὸν στὸ ποίημα αὐτὸ τοῦ Ἀθ. Χριστοπούλου ὁ Κ. Καβάφης ξαναγράφει «Τὸ Βουνὸ» μὲ ἀριθ. 139 καὶ ἀφιερώνει μετὰ ἕνα πεζὸ κείμενο στὸν Ἀθανάσιο Χριστόπουλο. Μνεία τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ὅπως διαβάζουμε στὸ βιβλίο «Ἅπαντα τὰ Πεζὰ τοῦ Καβάφη» γίνεται σὲ ἕνα γράμμα τοῦ ποιητῆ στὰ Ἀγγλικὰ, ποὺ πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ βιβλίο τοῦ κ. Μιχάλη Περίδη «Ὁ βίος καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη». Στὸ χειρόγραφο τοῦ «Βουνοῦ» στὴν πρώτη σελίδα, τὸ «Ἐξώφυλλο» αὐτοῦ, εἶναι γραμμένος χειρόγραφα μὲ μεγὰλα γράμματα ὁ τίτλος του «Τὸ Βουνό» καὶ ἀπὸ κάτω μὲ μικρότερα γράμματα: «Ἀλεξάνδρεια, Ἰούλιος 1893» (φωτογραφία στὴν ἐπόμενη σελίδα).
Ρομαντικὴ ἀλληγορία ἀνάβασης πρὸς τὸ ἰδανικό, ποὺ τελικὰ παραμένει ἀπρόσιτο. Ἡ τρυφερή συνοδοιπόρος, ἡ Ἀγάπη, πεθαίνει ἀπὸ τὶς κακουχίες τοῦ δύσκολου δρόμου κι ὁ Νέος, ἀφοῦ σκάψει τὸν τάφο της, ξαφνικὰ «διὰ πρώτην φορὰν παρατηρεῖ, ὅτι τὸ ἔδαφος καλύπτουν τάφοι πολλοί», συνέπειες ἀπὸ πλῆθος ἄλλες ἦττες. Ἡ κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ὅπως καὶ πρὶν, μαγνητίζει μὲ τὴν «εὐμορφίαν» της. Ἀλλὰ μήπως «εἶναι ὀπτικὴ ἀπάτη αὐτὴ ἡ κορυφή ἢ ὑπάρχουν κάποιοι ἄνθρωποι, δυνατοὶ καὶ θαρραλέοι, ποὺ κατώρθωσαν νὰ ἀναβοῦν;» Μὲ αὐτὴ τὴ λυρικὴ μινιατούρα ἀρχίζει καὶ μ’ αὐτὴ τελειώνει τὸ κείμενο τοῦ Καβάφη, σὰν νὰ ἀποκρυπτογραφεῖ τὸ νόημα τοῦ Χριστόπουλου, ἀναπτύσσοντάς το σὲ μιὰ πλατύτερη ἑρμηνεία, ὅπως γράφει ἡ Σόνια Ἰλίτσκαγια στὸ βιβλίο της «Κ.Π. Καβάφης: Οἱ δρόμοι πρὸς τὸ ρεαλισμὸ στὴν ποίηση τοῦ 20οῦ αἰώνα».
ΤΟ ΒΟΥΝΟ
Εἰς βουνὸ ἐγώ κι ὁ Ἔρως
κι’ ἡ Ἀγάπη μου μαζί,
κι’ ὁ θεὸς Καιρὸς, ὁ γέρος
ἀναβαίναμε πεζοί.
Ἡ Ἀγάπη μου ἀποστοῦσε
εἰς τὸν δρόμον τὸν σκληρόν,
καὶ ὁ Ἔρωτας περνοῦσε
βιαστικὰ μὲ τὸν Καιρὸν.
Στάσου, λέγω, Ἔρωτά μου
καὶ μην τρέχεις ἐμπροστά.
Ἡ καλὴ συντρόφισσά μου,
ἡ ἀγάπη, δὲν βαστᾶ.
Πολλοί, πολλοὶ ἀνέβησαν τὸ βουνὸ τοῦ Χριστοπούλου, πολλοὶ καθημερινῶς ἀναβαίνουν τὸ σκληρὸ βουνό, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τόσαι καὶ τόσαι Ἀγάπαι βραδύνουν τὸ βῆμα, καὶ κουράζονται καὶ λειποθυμοῦν καὶ χάνονται. Εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ κάτω πόσον φαιδρὰ, δυνατή, καὶ ὑγιὴς εἶναι ἡ Ἀγάπη καὶ μὲ πόσην ἐπιθυμίαν βλέπει τὴν πρασινάδα τῆς κορυφῆς καὶ διψᾷ νὰ ἀναβῇ ἐκεῖ καὶ νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἐραστήν της, ἐκεῖ ὅπου θὰ εἶναι θερμότερος ὁ ἥλιος καὶ καθαρότερος ὁ ἀήρ. Καὶ φεύγει εὔθυμος ἡ συντροφιὰ –ὁ Νέος καὶ ἡ Ἀγάπη, καὶ ὁ Ἔρως καὶ ὁ Καιρός. Ὁ δρόμος εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνόδου εἶναι ὁμαλότατος καὶ ἀπατῶνται καὶ προχωροῦν ἕως εἰς τὰ μισά. Ἀλλὰ ἐδῶ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον χαλνᾶ· ἔχει λίθους μεγάλους καὶ κοπτερούς, παντοῦ ἔχει ἀτραποὺς ἀπόρρωγας καὶ ἡ Ἀγάπη ἀρχίζει νὰ κουράζεται, νὰ ἀσθμαίνῃ καὶ νὰ ὠχριᾷ. Προχωρεῖ ὄμως πάντοτε. Νὰ καθίσῃ, νὰ ἀναπαυθῂ δὲν θέλει διὰ νὰ μὴ χάσῃ καιρόν. Καὶ ποῦ νὰ καθίσῃ: Παντοῦ πέτραι, λάκκοι καὶ ἄκανθοι. Νὰ γυρίσῃ ὀπίσω οὐδέ δύναμιν ἔχει, οὐδέ διάθεσιν. Ἐμπρός, ἐμπρὸς θὰ ὑπάγῃ ἡ Ἀγάπη –μὲ τὴν τεχνητὴν ἐνέργειαν τῆς θέρμης, προσποιουμένη, ὅτι δὲν ἐξηντλήθη ἔτι. ἔπειτα τὸ τέλος δὲν εἶναι πλέον μακράν. Δὲν βλέπετε τὸν Ἔρωτα καὶ τὸν Καιρὸν πῶς τρέχουν, εἰς ποίαν ἀπόστασιν ἐπέταξαν! Σχεδὸν ἔφθασαν εἰς τῆν κορυφήν. Ἄς κάμωμεν μίαν γενναίαν προσπάθειαν καὶ ἡμεῖς... ἐντροπὴ νὰ μένωμεν ὀπίσω. Ἐμπρός ἐμπρὸς θὰ τοὺς φθάσωμεν. Ἀλλ’ ἡ ὀλίγη δύναμις, ἥτις εἶχε μείνει εἰς τὴν Ἀγάπην ἐξηντλήθη μὲ αὐτὴν τὴν ὑστερινὴν προσπάθειαν. Ὅσῳ δὲ σπεύδει ἐκείνη, τόσῳ γρηγορώτερα ὁ Ἔρως καὶ ὁ Καιρὸς πετοῦν. Καὶ νομίζεις πώς ἐνῷ φεύγουν ἀλλάζουν τὴν μορφήν. Ἐκεῖνοι οἱ τόσον μεγάλοι, οἱ τόσον ὡραῖοι, φαίνονται ὡς νὰ ἐμίκραιναν, ὡς νὰ ἀσχήμισαν. Τώρα ὁμοιάζουν οἱ δύο θεοί μας ὡς ἄνθρωποι ἁπλοί· τώρα ὡς νάννοι πτερωτοί, τώρα πτηνά, τώρα δύο κουκκίδες· φεῦ, τώρα ἔσβυσαν ὅλως διόλου καὶ μὲ τὸ σβύσιμόν των βάλλει ἡ Ἀγάπη μεγάλην κραυγήν, ἡ ὁποία ἐξυπνᾶ ὅλα τὰ σπήλαια τοῦ Βουνοῦ καὶ πίπτει νεκρὰ πρὸ τῶν ποδῶν τοῦ κλαίοντος Νέου. Μὲ ἀλγούσαν, ἀλγούσαν καρδίαν σκάπτει τὸν τάφον τῆς Ἀγάπης ὁ Νέος ἐπάνω εἰς τὸ βουνόν, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ θλιβεροῦ ἔργου στρέφει τὰ βλέμματα πέριξ καὶ διὰ πρώτην φορὰν παρατηρεῖ, ὅτι τὸ ἔδαφος καλύπτουν τάφοι πολλοί –πολλοί, ἄπειροι– ὅπου ἄλλαι Ἀγάπαι κεῖνται εἰς τὸ ὑψηλὸν κοιμητήριον τοῦ βουνοῦ, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὴν ψευδῆ πρασινάδα καὶ εὐμορφίαν τῆς κορυφῆς.
Εἶναι ὀπτικὴ ἀπάτη αὐτὴ ἡ κορυφή; Εἶναι ἄϋλος σκηνογραφία καμωμένη διὰ νὰ γελᾷ τοὺς ταλαιπώρους ταξιδιώτας; Τόσα εἶναι τὰ μνήματα ἐδῶ, ὥστε κλίνω νὰ τὸ πιστεύσω, καὶ ὅμως ὁμολογῶ, ὅτι βλέπω πραγματικώτατα σπιτάκια –ὁλόκληρον μίαν μικρὰν κώμην– ἐκεῖ ἐπάνω. Ἄσπρα σπιτάκια, ὡραῖα καὶ ἥσυχα, σκεπασμένα μὲ κίτρινα τριαντάφυλλα καὶ μὲ ἀγιόκλημα, τριγυρισμένα μὲ κήπους, ὅπου κατοικοῦν ὅλαι αἱ εὐωδίαι καὶ ὅλα τὰ χρώματα. Μήπως ὁ Ἔρως, ποὺ πετᾶ βιαστικὸς τρέχει εἰς τὴν κορυφὴν νὰ εὔρῃ τοὺς ἀληθινοὺς ἐραστάς, οὕς δὲν ἐτρόμαξε τὸ ὕψος τοῦ βουνοῦ, τὰς ἀληθινὰς ἀγάπας, αἱ ὁποῖαι κατώρθωσαν νὰ ἀναβοῦν καὶ ζοῦν τώρα εὐτυχισμένοι ἐν τῇ εἰρήνῃ τῆς χλοερᾶς κώμης; Μὴ ἦτο σφάλμα τῆς Ἀγάπης ἡ ἀποτυχία; Ὀ δρόμος ἴσως δὲν ἦτο πολὺ δύσκολος, ἀλλὰ πολὺ ἀδύνατος ἐκείνη. Καὶ ὁ Νέος ἐφάνη ἀνόητος, ἐφάνη δειλός. Ἀντὶ νὰ τὴν ἀφήνῃ νὰ σύρεται ἐπὶ τῶν θάμνων καὶ ἐπὶ τῶν λίθων δὲν ἔπρεπε νὰ τὴν ἁρπάξῃ τὴν Ἀγάπην του εἰς τὴν ἀγκάλην καὶ νὰ τὴν τρέξῃ μέχρι τῆς κορυφῆς! Ἄφροντις καὶ ἄστατος ὅσον ἡ Ἀγάπη του ἐπρόβαινεν, ἔμενε μακρὰν ἀδιάφορος, καὶ οὐδὲ γύρισε νὰ ἴδῃ πῶς πηγαίνει. Μόνον ὅτε ἐλειποθύμει καὶ ἐχάνετο ἔτρεχε νὰ τὴν περιποιηθῇ μὲ ἀνησυχίαν κούφην καὶ ἐφήμερον. Ἐνόμιζε, φαίνεται, ὁ ἐλαφρός, ὅτι ἡ Ἀγάπη του εἶχεν ἀνεξάντλητον ζωτικότητα καὶ μόλις τὴν συνέφερεν ὁλίγον, τὴν ἐγκατέλειπε καὶ ἐκύτταζεν ἀλλοῦ, ἐνῷ ἐκείνη ἦτο ἀκριβῶς ἡ στιγμή, καθ’ ἥν ἔπρεπε νὰ τὴν ὑποστηρίζῃ καὶ νὰ τὴν κρατῇ σφικτά, νὰ τὴν θερμαίνῃ, διὰ νὰ μὴ λειποθυμίσῃ πάλιν ἡ πτωχὴ ἀσθενής. Καὶ τώρα, ὅπου ἀπέθανε κατεβαίνει τὸ βουνὸν κλαίων πικρά, προσκόπτων εἰς τοὺς πολλοὺς τάφους, οἱ ὁποῖοι κρύπτουν ὁμοίας συμφορὰς καὶ ἀκούων τοὺς εἰρωνικοὺς ἀνέμους, οἱ ὁποῖοι σφυρίζουν τριγύρω του.
Εἰς βουνὸ ἐγώ κι’ ὁ Ἔρως
κι’ ἠ Ἀγάπη μου μαζί
κι’ ὁ θεὸς Καιρὸς ὁ γέρος
ἀναβαίναμε πεζοί.
Ἡ Ἀγάπη μου ἀποστοῦσε
εἰς τὸν δρόμον τὸν σκληρόν,
καὶ ὁ Ἔρωτας περνοῦσε
βιαστικὰ μὲ τὸν Καιρὸν
Στάσου, λέγω, Ἔρωτά μου!
καὶ μην τρέχετ’ ἐμπροστά.
Ἡ καλὴ συντρόφισσά μου,
ἡ Ἀγάπη, δὲν βαστᾶ
ΚΩΝΣΤ. ΚΑΒΑΦΗΣ
Ἀλεξάνδρεια, Ἰούλιος 1893
ΠΗΓΕΣ
1. “Ἀθανάσιος Χριστόπουλος, Λυρικὰ’’. “Βιβλιοπωλεῖο τῆς “Eστίας’’ 1999, ἐπιμέλεια Έλ. Τσαντσάνογλου.2. “Ἀθανάσιος Χριστόπουλος’’, ἐκδόσεις Γ.Π. Σαββίδη 1968.3. “Κ.Π.Καβάφη. Ἅπαντα τὰ πεζά, Ἱστορικὲς ἐκδόσεις, Γ. Μέρμηγκας 1963, παρουσίαση σχόλια Γεωργ. Παπουτσάκη.4. Σόνια Ἰλίνσκαγια, “Κ.Π.Καβάφης, οἱ δρόμοι πρὸς τὸν ρεαλισμὸ στὴν ποίηση τοῦ 20οῦ Αἰώνα’’, ἐκδόσεις Κέδρος, 1983.
Φωτογραφία: Εικαστική παρέμβαση της ΟΔΟΥ σε φωτογραφία του Καβάφη, από το αρχείο της Στέγης του ιδρύματος Ωνάση.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Νοεμβρίου 2022, αρ. φύλλου 1148.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.