20.4.23

Στον Παύλο Μελά


ΟΔΟΣ: Ο Παύλος Μελάς με τον γιο του Μίκη στην οικία της Κηφισιάς.

Η ομιλία της κυρίας Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου στον Μελά την ημέρα εορτασμού του μακεδονικού αγώνα την Κυριακή στις 16 Οκτωβρίου 2022

Παύλο Μελά, πολυαγαπημένε των Ελλήνων Παύλο, σύμβολο της μίας και μοναδικής και πάντοτε Ελληνικής Μακεδονίας μας,
Να ‘μαι και πάλι προσκυνήτρια στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι, για να γίνω η φωνή όλων των παρευρισκομένων, μιλώ σε σένα για σένα εκ μέρους όλων όσοι εδώ είμαστε και όλων όσοι λείπουν ενώ θα ήθελαν εδώ να ‘ναι. Μιλώ για σένα, που τόσα έχω διαβάσει κι απ’ όλα αυτά, πιστεύω πως σε έχω καταλάβει, αν και κάτι τέτοιο πολύ δύσκολο είναι. Πώς να καταλάβεις έναν τόσο ξεχωριστό άνθρωπο; Πώς να καταλάβεις έναν άνθρωπο που τόσα σημάδια του βροντοφωνάζουν πόσο αλλιώτικος από όλους μας είναι;

Για σημάδια μίλησα και με τη σειρά τα παίρνω: 
Σημάδι της μοίρας ήταν πως, λίγα λεπτά μετά τη γέννησή σου στη Μασσαλία της Γαλλίας κι ενώ σε κρατούσε ο γιατρός στα χέρια του περνούσε απ’ έξω γαλλικός στρατός που προς τα σύνορα κατευθυνόταν. Τότε ήταν που ο γιατρός «ωραίο αξιωματικό» σε είπε, χωρίς να ξέρει πως εκείνη τη στιγμή προφήτευε αυτό ακριβώς που έγινες, ένας ωραίος αξιωματικός, ωραίος όχι μόνο στην όψη, αλλά προπαντός στην ψυχή -το φανερώνουν περίτρανα τα αμέτρητα γράμματα που έστειλες στην πολυαγαπημένη σου γυναίκα Ναταλία από την πανέμορφη γη της Μακεδονίας που σου πήρε την καρδιά κι ήταν η μεγάλη αντίζηλος της Νάτας σου. Μέχρι που σε κράτησε για πάντα στη ζεστή αγκαλιά της.

Κι αν αυτή η στιγμή ήταν τυχαία, καθόλου τυχαίο δεν ήταν το βαφτιστικό σου όνομα· έχεις το όνομα του ήρωα θείου σου Παύλου, που στα 19 του είχε αφήσει τις σπουδές του κι ήρθε να σκοτωθεί στο πολιορκημένο, μα ηρωικό κι ιερό Μεσολόγγι. Κι εσύ, ευαίσθητος από μικρός, θέλεις να το τιμήσεις το όνομά σου, θέλεις να του μοιάσεις! Και τον ξεπερνάς, μια που εκείνος υπήρξε ήρωας, εσύ όμως έγινες σύμβολο των Ελλήνων, ένα σύμβολο που οδηγεί τους Έλληνες για περισσότερο από έναν αιώνα μάλιστα και θα τους οδηγεί πάντα!
Μα το πιο δυνατό «σημάδι» που διαγράφει την πορεία της ζωής σου ολόκληρης υπήρξε η καταγωγή σου: από τη σκλαβωμένη Ήπειρο, από τον Παρακάλαμο Ιωαννίνων, ήταν ο πατέρας σου Μιχαήλ, κι όσο κι αν είχε πλουτίσει, ο νους και η καρδιά του στη σκλαβωμένη Ελλάδα στρεφόταν πάντα. Κι επειδή η αληθινή αγάπη έμπρακτη είναι, η αγάπη στα λόγια μόνο αγάπη δε λογαριάζεται, είχε μεταμορφώσει το υπόγειο του σπιτιού σας στην Αθήνα σε οπλοστάσιο που διοχέτευε όπλα στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Κι εσύ, Παύλο, που βλέπεις εικόνες κι ακούς τις ατελείωτες κουβέντες για την Πατρίδα μες στο πατρικό σου σπίτι, προετοιμάζεσαι ήρωας να γίνεις, χωρίς να το καταλαβαίνεις μάλιστα. «Η οικογένεια καθενός μας είναι η μοίρα του» έλεγε ο αγαπημένος μου Δάσκαλος Κ. Δεληκωσταντής κι εσύ το αποδεικνύεις περίτρανα. Μα υπάρχουν και άλλα σημάδια που δείχνουν πώς θα πορευτείς στη ζωή σου:

Στο σπίτι τα αδέρφια σου κύριο «Μην ενοχλείσθε» σε ονομάζουν, γιατί εσύ είσαι πάντα πρόθυμος να παραχωρήσεις τη θέση σου, το καλύτερο μερίδιο του φαγητού, εσύ δίνεις ό,τι έχεις και παίρνεις επάνω σου τις μικροαγγαρείες και τα βαρετά καθήκοντα… Σαν να έχεις ξεχωρίσει από τόσο νωρίς για ποια πράγματα αξίζει να μάχεσαι και για ποια όχι. Και, ενώ στο σχολείο και με τ’ αδέρφια σου είσαι ένα γλυκό πειραχτήρι, έχεις άπειρη καλοσύνη προς τους μικρούς και αδύναμους και προς τα ζώα. Όταν τυχαίνει να βασανίζει ή να χτυπά κανένας μεγάλος μαθητής έναν μικρότερο ή πιο αδύναμο, γίνεσαι σωστό θηρίο. Σε τέτοιες στιγμές ορμάς και τα βάζεις μαζί του, χωρίς να λογαριάσεις τίποτε. 
Αυτά γράφει για σένα η πολυαγαπημένη σου Ναταλία, μα γράφει και πως, όταν φοιτούσες στη Σχολή Ευελπίδων και σου ερχόταν πότε πότε να τεμπελιάσεις, αφού άνθρωπος ήσουν κι εσύ όπως όλοι, τότε ντρεπόσουν τους στρατιώτες σου, που την κάθε δική τους αμέλεια θα έπρεπε να την τιμωρήσεις, και τίναζες από πάνω σου τον πειρασμό. Τύχαινε μάλιστα καμιά φορά, καθώς ήσουν ανυπόμονος και αψίθυμος, να τους παίρνεις άγρια τον αέρα. Μα πάντα σε σένα ήθελαν να πουν τη στενοχώρια, τη σκέψη που τους εβασάνιζε. Γιατί εσύ είχες έναν τρόπο που τους τα έσιαζε όλα. Γι’ αυτό και οι άνδρες σου σε έλεγαν πατέρα.

Και προχωράς στη ζωή σου και διαλέγεις τη ιδανικότερη σύζυγο. Την καταγόμενη από τη Μακεδονία, από το δικό μας Βογατσικό, Ναταλία Δραγούμη, με την οποία συμφωνείτε στις ιδέες και στην αγάπη προς την Πατρίδα. Και σε στηρίζει και στη δυσκολότερη απόφασή σου, να αφήσεις πίσω σου την ίδια και τα δυο πολυαγαπημένα σου παιδιά και να ‘ρθεις στη δύσκολη τότε περιοχή μας, όπου σε περιμένουν τεράστιες δυσκολίες:, τις οποίες παλεύεις με νύχια και με δόντια και νικάς:
Κατ’ αρχήν πηγαίνεις κόντρα με το επίσημο ελληνικό κράτος που έχει διαλέξει την αδράνεια, μια που μετά τον ατυχή πόλεμο του ’97 θεωρεί πως δεν πρέπει να προκαλέσει. Ζητάς επίμονα να έρθεις στη Μακεδονία, που σκληρά δοκιμάζεται από περισσότερους του ενός εχθρούς, και δεν αλλάζεις την απόφασή σου ούτε όταν ζεις τις ανυπέρβλητες δυσκολίες. 

Τρεις φορές ήρθες στη Μακεδονία μες στο 1904, η τρίτη φορά ήταν η μοιραία. Και διαπιστώνεις τις τρομερές δυσκολίες να βαδίσεις με ασφάλεια στον τόπο μας, αφού δεν μπορείς να ακολουθήσεις τους κύριους δρόμους από τον φόβο των εχθρών και δε βρίσκεις εύκολα οδηγούς για να οδηγήσουν εσένα και τα παλικάρια σου από τα μονοπάτια και τους παράδρομους. Κι όταν βρίσκεις, αρκετοί από αυτούς αποδεικνύονται προδότες και θέτουν την ομάδα σου σε κίνδυνο. Μα εσύ επιμένεις να ψάχνεις οδηγούς και να ρισκάρεις, απλώς γιατί είσαι αποφασισμένος να συνεχίσεις. 

Μα κι όταν ο οδηγός σας είναι εντάξει, και πάλι οι δυσκολίες στη μετακίνησή σας είναι τεράστιες, γιατί έχετε ν’ αντιμετωπίσετε και τις ασταμάτητες βροχές. «Βρέχει αδιάκοπα 23 μέρες» γράφεις τελευταία στη Νάτα σου κι οι παρενέργειες εκείνων των βροχών είναι σε μας παντελώς άγνωστες: βαραίνουν επάνω σας οι ήδη βαριές στολές σας, που γίνονται το στρώμα και τα σκεπάσματά σας κάθε φορά που έξω πρέπει να πλαγιάσετε να κοιμηθείτε, βαραίνουν τα τσαρούχια σας που με τις λάσπες που κολλάν επάνω τους κάνουν τα πόδια σας ασήκωτα και, το χειρότερο, μουσκεύονται και κρατούν και τα πόδια σας διαρκώς μουσκεμένα. Από τη μια δεν τα βγάζετε, γιατί, αν το κάνετε, δε θα μπορέσετε να τα ξαναφορέσετε για να συνεχίσετε την πορεία σας, κι από την άλλη περπατάτε με πόδια διαρκώς μουσκεμένα. Για τα πόδια σου μίλησαν μετά τον θάνατό σου στη Ναταλία οι γυναίκες από εδώ από τον Μελά που σε νεκροστόλισαν και σε μοιρολόγησαν στο τοπικό ιδίωμα• πως ήταν παραμορφωμένα από το νερό μες στο οποίο διαρκώς βρίσκονταν της είπαν, τα πόδια σου τις είχαν πιο πολύ εντυπωσιάσει.

Ασύλληπτες κι αδιανόητες οι δυσκολίες που αντιμετώπισες όταν ήρθες στον τόπο μας, ασύλληπτες και για εμάς τους σημερινούς Μακεδόνες, αλλά και για σένα, το πλούσιο αρχοντόπουλο της Αθήνας, που θα μπορούσες να ζήσεις μια υπέροχη ζωή κοντά στους αγαπημένους σου, αλλά τη Μακεδονία προτιμούσες, όσο κι αν σου στοίχιζε. Τη Μακεδονία προτιμάς κι ας βάζεις στον νου σου το ενδεχόμενο να πεθάνεις εδώ. Γι’ αυτό δεν παραλείπεις να προετοιμάζεις τη Ναταλία σου να σταθεί γενναία αν πληροφορηθεί τον θάνατό σου, γι’ αυτό στέλνεις φωτογραφίες και λόγια για να σε θυμούνται τα παιδιά σου. Και μάλιστα προφητεύεις! Λες πως, αν ένας ξεχωριστός πολεμιστής ποτίσει με το αίμα του τη γη της Μακεδονίας, τότε η Μακεδονία θα ελευθερωθεί, και το λες χωρίς να ξέρεις πως μιλάς για το δικό σου αίμα. Και σκοτώνεσαι, αφού έχεις βρεθεί σε φοβερά για σένα διλήμματα, γιατί δυσκολεύεσαι να αφαιρέσεις τη ζωή οποιουδήποτε ανθρώπου, νιώθεις πως δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις ούτε κι όταν πολεμάς για την ελευθερία της Πατρίδας σου! Εσύ, που, εκτός από ωραίος Έλληνας, είσαι και πιστός χριστιανός! Καρφώνεις το βλέμμα σου στον Εσταυρωμένο Χριστό και Θεό μας για να αντλείς δύναμη από τη δύναμή Του, κοινωνείς των Αχράντων Μυστηρίων και, προπαντός, αγαπάς! Αγαπάς και νοιάζεσαι τους άλλους μέχρι θυσίας! 

Και αυτό το αυτοθυσιαστικό σου πνεύμα εκτιμούν οι Μακεδόνες, που σου δείχνουν την αγάπη τους με κάθε τρόπο. Σε αναγνωρίζουν κι όταν έρχεσαι ντυμένος με ρούχα ζωέμπορου κι όχι με τον όμορφο ντουλαμά σου, σου εκφράζουν την αμέτρητη αγάπη τους με τη συγκίνησή τους και με κάθε άλλο τρόπο. Σου την εξέφρασαν με τα δεκάδες τραγούδια που δημιούργησαν για σένα, όταν σκοτώθηκες στον τόπο μας, δεν ξέρει κανείς ποιο να πρωτοδιαλέξει, ποιο να πρωτοθαυμάσει…

Γιοφύρι θαλά γένω σ’ όλα τα ρέματα
να διάβ’ ο Μίκη Ζέζας με τα στρατέματα

τραγούδησαν οι Μακεδόνες και το ‘καναν πράξη. Γεφύρι έγινε καθένας τους και πέρασες κι αγωνίστηκες και την έφερες τη λευτεριά, ιδίως με τον θάνατό σου, που πρόωρος ήταν. Πως «υπήρξες αναμφιβόλως ιδανικός ήρωας, ευγενέστατος άνθρωπος και λαμπρός Χριστιανός» λέει για σένα επιγραμματικά ο σπουδαίος Μοναστηριώτης Μακεδονομάχος και συγγραφέας Γεώργιος Μόδης κι ο Ίων Δραγούμης, η «πένα του αγώνα», γράφει το 1905 πως ρώτησε κάποιος ένα κοριτσάκι στη Μακεδονία «Ποιος είναι ο Βασιλεύς των Ελλήνων;» κι εκείνο αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό: «Ο Παύλος Μελάς». 

Έτσι, χωρίς ίχνος δισταγμού, κι εμείς οι Μακεδόνες, σχεδόν 120 χρόνια μετά, σε έχουμε σύμβολο και βασιλιά καθισμένο σε ολόχρυσο θρόνο στο κέντρο της καρδιάς μας. Και να κάποιες αποδείξεις γι’ αυτό: σε τραγουδούσαν μέχρι πρόσφατα στις πιο κορυφαίες στιγμές της ζωής τους, αφού δε γινόταν γάμος εδώ στα θρυλικά Κορέστια (ως τη δεκαετία του ’80 τουλάχιστον) όπου να μην έπαιζαν οι μουσικοί το «Σαν τέτοια ώρα στο βουνό» την ώρα που έτρωγαν οι καλεσμένοι. Δε γινόταν γάμος στη Βεύη της Φλώρινας χωρίς να ακουστεί το ίδιο τραγούδι την ώρα που ξύριζαν τον γαμπρό. Δε γινόταν πανηγύρι και γλέντι σ’ όλη τη Δυτική Μακεδονία τουλάχιστον, χωρίς να ακουστεί πρώτο απ’ όλα τα τραγούδια το τραγούδι σου αυτό! Το τραγούδι σου αυτό το συνάντησα και όταν εντελώς ανυποψίαστη διάβαζα μες στο κατακαλόκαιρο του 2021 στη Φωνή της Φλωρίνης τον επικήδειο που έγραψε για τον Φλωρινιώτη Γεώργιο Σίμου ο μικρός αδερφός του, που, καθώς ο εκλιπών έπαιζε κιθάρα κι έτσι έστηνε συχνά γλέντια αξέχαστα, έγραψε τα εξής: «(…) και πάντα τελειώναμε όλοι μαζί με το τραγούδι του Παύλου Μελά “Σαν τέτοια ώρα στο βουνό…”. Αλίμονό σου αν δεν μπορούσες να τραγουδήσεις δεύτερη φωνή…» και αυτά τα λόγια ήταν ένα επιπλέον παράσημο για τον Φλωρινιώτη που έφυγε!!! Ακόμα, στο ηρωικό Μαυροχώρι, όταν λέγανε τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, στην πόρτα των πολεμιστών του ’40 το «Σαν τέτοια ώρα στο βουνό» έπαιζαν οι μουσικοί κι ευχαριστιόταν ο αποδέκτης του. Το τραγούδι αυτό σαν μια αόρατη και δυνατή κλωστή ενώνει όλους τους Μακεδόνες την ώρα που χαίρονται πάνω απ’ όλα τη λευτεριά που με θανάτους σαν τον δικό σου ήρθε σ’ αυτόν τον ποτισμένο με αίμα τόπο, που αξίζει κάθε θυσία. 

Έναν τόπο όπου οφείλουμε να είμαστε πάντοτε σε εγρήγορση και ν’ αγρυπνούμε πάντα, γιατί η ελευθερία ούτε δεδομένη ούτε αυτονόητη είναι για κανέναν και για καμία πατρίδα και θέλει διαρκή αγώνα για να ζει και να βασιλεύει. Όπως παντού έτσι κι εδώ, στον τόπο όπου το χορτάρι που σε πλάγιασε το βόλι πρέπει χλωρό να σειέται πάντα. Και να παραμένει πάντοτε ελεύθερη πρέπει η Μακεδονία, που τη γη της πότισε το άγιο σου αίμα, μετατρέποντάς την σε τόπο ιερό κι αντάξιό σου!
Αιωνία σου η μνήμη!

Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 20 Οκτωβρίου 2022, αρ. φύλλου 1145.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ