3.9.10

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΑΡΙΔΗ: «Back to the Roots»

"Wenn einer eine Reise tut, dann kann er was erleben", λένε εδώ στη Γερμανία, «αν κάποιος κάνει ένα ταξίδι, έχει να δεί ένα σωρό πράμματα». Έτσι κι’ εγώ θέλω να γράψω όσα καλά και όσα κακά είδα, όσα με ευχαρίστησαν και όσα με στενοχώρησαν, να, όλα αυτά που αισθάνεται ένας Έλληνας της Διασποράς, που ζει πενήντα χρόνια τώρα στην Γερμανία. Και επισκέπτεται την πατρίδα του, τα τελευταία δεκα-δεκαπέντε χρόνια μια και δυό φορές τον χρόνο. Πιο νέος πήγαινα παντού, στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Γιουγκοσλαβία, στην Ανατολική Ευρώπη. Όσο όμως περνάν τα χρόνια, τόσο θέλω να επισκέπτομαι πιο συχνά τον τόπο μου. Συν τοις άλλοις για ν’ αφήσω και κανένα φράγκο στην πατρίδα.



Οι διακοπές αρχίζουν πάντα με την άφιξη του ταξιδιώτη στο αεροδρόμιο, σ’ εμένα είναι το “Μακεδονία” της Θεσσαλονίκης, όπου και προσγειώνεται το αεροπλάνο της Air Berlin. Ακόμη κατεβαίνοντας τις σκάλες σε χτυπάει εκείνος ο ζεστός ελληνικός αέρας, ακούς τους πρώτους ελληνικούς ήχους, βλέπεις Έλληνες, αισθάνεσαι Ελλάδα. Και αμέσως μετά έρχεται η ελληνική πραγματικότητα να σου τα κάνει όλα σάλτσα: Ο χώρος που θα παραλάβεις τις αποσκευές σου από την μεταφορική ταινία, μοιάζει περισσότερο με μια κακοφωτισμένη αποθήκη, παρά με μια αίθουσα υποδοχής ταξιδιωτών: Τα δύο μισοξεσκισμένα πλακάτ που είναι στραβοκολλημένα στις κολόνες θα γράφουν ασφαλώς κάποιες σημαντικές πληροφορίες, όπως όμως είναι, ούτε τα προσέχει κανείς, ούτε και διαβάζονται αυτά που γράφουν, αν δεν σταθείς μπροστά τους. Οι Έλληνες που έφτασαν με το αεροπλάνο ξαφνικά γίνονται θορυβώδεις, πολλοί καπνίζουν, παρά το ότι μια πινακίδα λέει, ότι το κάπνισμα απαγορεύεται, τα μεγάφωνα με τις πληροφορίες που δίνονται στην διαπασών. Να, αυτές είναι οι πρώτες εντυπώσεις ενός (ξένου) που επισκέπτεται την Ελλάδα, αυτό που θα μείνει τυπωμένο στο μυαλό του και αυτό που θα διηγείται όταν επιστρέψει στην πατρίδα του.
Είναι ακόμη Μάης, όμως τα λίγα φυτά που βλέπεις στους δρόμους πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο στην πόλη, είναι σκονισμένα και μοιάζουν μαραμένα, δέντρα στις άκρες σπανίζουν, τα περίπτερα στα πεζοδρόμια έχουν γίνει μικρά σουπερ μάρκετ, δίπλα τους ξύλινα τραπέζια και κασόνια, όπου κάποιος που ήδη πήγε σπίτι του θα πουλούσε κουλούρια, εφημερίδες ή κάτι άλλο, κάδοι απορριμμάτων, αυτοκίνητα παρκαρισμένα σε δύο και τρείς σειρές και δίπλα τους άλλη μια σειρά με αυτά που έχουν ανάψει το φλας, άλλη μια πατέντα ελληνικής κουτοπονηριάς. Και σπίτια, σπίτια, σπίτια, το ένα κολλητά δίπλα στο άλλο, πουθενά ελεύθερος χώρος. Η πολεοδομία στην Ελλάδα έχει γίνει από την “χρυσή” εποχή της αντιπαροχής του Κωνσταντίνου Καραμανλή μια άγνωστη λέξη, οι πόλεις είναι λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι, ατάκτως ερρημένοι. Και για την ακρίβεια τσιμέντο και μπετόν αρμέ.
Δεν θέλω όμως να συνεχίσω με κριτικές, που δεν θα είχαν τελειωμό, αλλά να γράψω για τις εντυπώσεις μου από το ταξίδι, από την διαδρομή Θεσσαλονίκη-Καστοριά-Ζαγόρια-Ιωάννινα, μέχρι τη Λάιστα στο Ζαγόρι, το χωριό απ’ όπου κατάγεται ο εκ μητρός παππούς μου, που μαζί με λίγο χαλάρωμα από το καθημερινό στρες, ήταν και ο κύριος σκοπός του φετινού μου ταξιδιού στην Ελλάδα.

Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Νυμφαίο


Στο Ζαγόρι και την Λάιστα μπορείς να πάς άνετα από την Εγνατία Οδό μέσω Ιωαννίνων, εμείς όμως προτιμήσαμε την διαδρομή Θεσσαλονίκη-Βέροια-Κοζάνη-Πτολεμαίδα-Νυμφαίο-Καστοριά και από ‘κεί μέσω Κόνιτσας στη Λάιστα. Ο λόγος είναι, ότι θέλαμε προηγουμένως να επισκεφτούμε και τον Αρκτούρο στο Νυμφαίο και μετά την Καστοριά με την ωραία λίμνη της.
Το Νυμφαίο, που φτάσαμε σχετικά σύντομα, είναι ένα πολύ όμορφο χωριό με ανακαινισμένα πολλά σπίτια (κρίμα όμως που για τις σκεπές δεν χρησιμοποιούνται οι παραδοσιακοί σχιστόλιθοι αλλά η λαμαρίνα) και εστιατόρια με παραδοσιακά φαγητά (εμείς φάγαμε νόστιμη τσουκνιδόπιτα). Το καταφύγιο της αρκούδας, που συντηρεί η μη κυβερνητική οργάνωση Αρκτούρος, βρίσκεται ένα περίπου χιλιόμετρο από το χωριό (πας με τα πόδια) και είναι μόνο ένα μέρος από τίς δραστηριότητες της οργάνωσης, γιατί ο Αρκτούρος εκτός από το καταφύγιο της καφέ αρκούδας διατηρεί και ένα καταφύγιο λύκου, ένα κέντρο αναπαραγωγής και διάδοσης του ελληνικού ποιμενικού σκύλου καθώς και έναν κτηνιατρικό σταθμό.

Στο καταφύγιο της αρκούδας, όπως μας είπαν οι πολύ καλά καταρτισμένοι συνεργάτες της οργάνωσης, έχουν βρει άσυλο πρώην αιχμάλωτες ή ψυχικά τραυματισμένες αρκούδες, όπως ο πενταετής συνονόματος μου Μανώλης που ορφάνεψε, όταν χωρικοί σκότωσαν τη μάνα του. Οι αρκούδες αυτές έχουν ευνουχισθεί, προς αποφυγήν απογόνων με προβλήματα και θα περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους σε μια περιφραγμένη έκταση 50 στρεμμάτων μέσα σε φυσικό δάσος οξιάς που αποτελεί και τον τυπικό βιότοπο της αρκούδας. Συγχαρητήρια στους συνεργάτες της οργάνωσης και ιδιαίτερα σ’ αυτούς που εργάζονται οικειοθελώς για την συντήρηση των εγκαταστάσεων. Διερωτώμαι όμως, γιατί η οργάνωση έχει έδρα την Θεσσαλονίκη και όχι το Νυμφαίο; Και γιατί δέχεται χορηγίες από την Vodafon, που πριν από κάνα-δυό χρόνια κατασκόπευε για λογαριασμό ξένων μυστικών υπηρεσιών τα υπουργεία και τον τότε πρωθυπουργό Καραμανλή;

Καστοριά

Η επίσκεψη στην Καστοριά και στην περιοχή της με τα κρυμμένα χωριά μέσα στα δάση από έλατα και οξιές του Bίτσι και του Γράμμου είναι αλησμόνητη.
Η Καστοριά με την γουνοποιία της γνώρισε παλαιότερα μεγάλη ανάπτυξη, όπως δείχνουν και τα ωραία αρχοντικά της, μερικά ανακαινισμένα με πολύ μεράκι. Δυστυχώς η πόλη δεν μπόρεσε να κρατήσει τους Ρώσσους, που πριν μερικά χρόνια άρχισαν να την επισκέπτονται, ο λόγος είναι, νομίζω, η έλλειψη υποδομών: Στενοί δρόμοι, εστιατόρια και καφετέριες με δυνατή μουσική, βαβούρα, έλλειψη προγραμματισμού και ψυχαγωγίας (λάθος το ότι νομίζουμε ότι τα μπουζούκια αρέσουν στους ξένους), έλλειψη ευγενούς συμπεριφοράς κ.α.π.

Οι υπάρχουσες υποδομές, όλων των ελληνικών πόλεων, ίσως να είναι καλές για τους ντόπιους, όχι όμως και για τους ξένους. Εκτός αυτού υπάρχει και μια διάχυτη νοοτροπία της άρπα-κόλας, ένα έλλειμμα επαγγελματικού ήθους, η ψυχική διαφθορά που προκάλεσαν απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδας οι παροχές του μεγάλου οικονομολόγου Ανδρέα Παπανδρέου‚ που είχαν σαν αποτέλεσμα να ατονήσει η επιχειρηματικότητα των Καστοριανών, γιατί και ‘κεί, όπως και παντού στην Ελλάδα, επικράτησε η πονηριά, η ρεμούλα και η διαφθορά, ο αγώνας για έναν διορισμό στο κράτος (για να μην δουλεύουμε πλέον) ή για την ανάληψη, με κάθε είδους κόλπα, ενός κρατικού έργου, μικρού, μεσαίου ή μεγάλου, το κράτος έγινε ο εργοδότης και η μαμά του Έλληνα, που τον βυζαίνει, παραμένοντας έτσι ένα βρέφος χωρίς προοπτικές ενηλικίωσης.
Τα αποτελέσματα. Στην Καστοριά, όπως μου είπε ο φίλος μου Θέμις περήφανος, κυκλοφορούν πάνω από είκοσι Porsche Cayenne. Εμ τί νόμισες, πρόοδος να δουν τα μάτια σου! Αν σκεφθείς, ότι οι τιμές ενός τέτοιου αυτοκινήτου ξεκινάνε από τα 70.000 ευρώ, διερωτάσαι, πόσες γούνες πρέπει να πουλήσει ένας Καστοριανός για να αγοράσει το αυτοκίνητο των ονείρων του; Ή τι έργο θα πρέπει να αναλάβει από το κράτος και τί λοβιτούρες θα πρέπει να κάνει μέσω της τελείως διεφθαρμένης τοπικής αυτοδιοίκησης, για να βάλει τα περισσότερα λεφτά του προϋπολογισμού στην τσέπη του; Και μετά; Να κάνει το Cayenne τί; Να το περπατάει στα στενά και τίγκα παρκαρισμένα σοκάκια της πόλης ή στον παραλιακό δρόμο, γύρω από την λίμνη, που τα πεζοδρόμια του στο κέντρο μόλις πλακοστρώθηκαν και ομόρφυναν καταλήφθηκαν από τους απέναντι καφετζήδες και έγιναν υπαίθρια καφενεία;

Α, κατάλαβα, θα το τρέχει στην Εγνατία, γιατί προφανώς γι’ αυτό τον λόγο την χρηματοδότησε τόσο γενναιόδωρα η Ευρωπαϊκή Ένωση: Όχι για να μεταφέρονται τα ανύπαρκτα βιομηχανικά προϊόντα των πόλεων, απ’ όπου περνάει, αλλά για βόλτες με τα αυτοκίνητα που μας πουλάνε οι Γερμανοί και οι Γάλλοι ή για την μεταφορά των εισαγομένων προϊόντων (τρόφιμα, είδη μόδας, ηλεκτρονικά κλπ. κλπ.) που οι συμπατριώτες μας αγοράζουν σαν τρελοί. Ναι, αυτό δείχνει και η κυκλοφορία στην Εγνατία Οδό: Σπανίως να δεις κάποιο όχημα μετά τα Ιωάννινα, θα τα δεις πάλι λίγο πριν και μετά την Κοζάνη και πριν και μετά την Θεσσαλονίκη.
Η Καστοριά είναι πάντως όμορφη. Αρκεί να κατεβάσεις, αν μπορείς, τον ποιοτικό πήχη αυτών που βλέπεις στα ελληνικά μέτρα και σταθμά, ή τον διακόπτη του μυαλού σου, για να μη σκέπτεσαι όσα στραβά και ανάποδα βλέπεις. Αυτά παθαίνει κανείς, όταν ζει πολλά χρόνια στο εξωτερικό: Να συγκρίνει την πατρίδα του με τις οργανωμένες χώρες που ζει, κάτι που ο Έλληνας, φευ, δεν μπορεί να κάνει, γιατί ξέρει το εξωτερικό το πολύ-πολύ σαν τουρίστας.

Οι δρόμοι

Παρά τους πολλούς δρόμους που κατασκευάσθηκαν τελευταία στην Βόρεια Ελλάδα, η διαδρομή από την Καστοριά προς τα Ζαγόρια, ιδιαίτερα μετά τον Βίκο και μέχρι τη Λάιστα, δεν είναι καθόλου εύκολη. Οι περισσότεροι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι, όμως μετά την Αρίστη η κατάσταση είναι δραματική: Πολλά τμήματα των δρόμων, που προφανώς κάποιος εργολάβος άνοιξε μ’ ένα γκρέιντερ και έριξε πάνω του λίγη πίσσα, έχουν υποχωρήσει, αλλού υπάρχουν επικίνδυνα ρήγματα, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να ανοίξουν και να βρεθείς με το αυτοκίνητό σου και τον μισό δρόμο στο γκρεμό.
Πρόβλημα και η σχεδόν ανύπαρκτη οδική σήμανση: Σε ολόκληρη την διαδρομή από την Καστόρια μέχρι την Κόνιτσα και από ‘κεί μέχρι τη Λάιστα σπανίως θα συναντήσεις κάποιο σήμα κυκλοφορίας. Έτσι όταν φτάσεις στην πλατεία ενός χωριού, μπορεί να δεις μέχρι και τέσσερις δρόμους που να οδηγούν κάπου, ποιός όμως πάει στην Κόνιτσα; Ούτε σήμα κυκλοφορίας, ούτε και ψυχή ζωντανή στο χωριό. Παίρνεις έναν δρόμο στην τύχη και ο Θεός βοηθός, πολλές φορές χρειάστηκε να επιστρέψω, γιατί ήταν λάθος.

Πρόβλημα, χαρακτηριστικό για την Ελλάδα των Αθηνών, και τα υπάρχοντα τουριστικά ιστολόγια, που οι πληροφορίες τους για την οδική σύνδεση της περιοχής απευθύνονται σε Αθηναίους αλλά όχι σε Θεσσαλονικείς. Γιατί προφανώς θα κατασκευάσθηκαν στην Αθήνα, όπως φαίνονται για ένα έμπειρο μάτι, και όχι στην Κόνιτσα, τα Ιωάννινα ή την Καστοριά. Και από τους 5-6 χάρτες που κατέβασα στην Καστοριά από το Ιντερνετ, κανένας δεν συμφωνούσε με τον άλλο. Τελικά έφτασα στη Λάιστα ρωτώντας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ