8.9.10

ΠΑΝΟΥ ΠΟΥΓΓΟΥΡΑ: Τα πέταλα της παπαρούνας

Ένα ρυάκι κλειστό στην ρεματιά του, χάσκει κοιτάζοντας κατά την ανατολική μεριά του Σιδηροκάστρου, δυο μεγάλοι βράχοι και άλλοι μικρότεροι ξεκόλλησαν και μεσοστάθηκαν να μεριάσουν για το ρυάκι. Μα εκείνο ξεστράγγισε απ΄ τα δάκτυλά τους και νάτο πιο κάτω με το όνομα: Μαϊμούδα. Κοντοστάθηκαν οι βράχοι στον ήλιο σαν αντρόγυνο, οπόταν κρύβει ενοχές. Εκείνος ο βράχος είπε: “αμέτε στην πάντα και άμα πετύχω για λόγου σας το ποτάμι, το στεγνώνω πριχού αγγίξει το μεγάλο ποτάμι του Στρυμόνα”.
Αυτή η συμφωνία έγινε στο μέρος που έμεινε να λέγεται Αράπικα. Όσους δεν τους βαραίνουν οι έγνοιες, περνώντας από κει στοχάζονται τα βράχια, τους φαίνονται πότε σαν γριά και πότε σαν άντρας με τραγιάσκα, πότε τσιγγάνα με γεμάτο το μπούστο της, ενώ η αγριοσυκιά στο ξόμπλι φοριέται σαν τριαντάφυλλο. Βράχοι είναι. μ΄ ότι θέλουν μοιάζουν. Άλλος θέλει να τον βλέπει σαν γυναίκα που ατενίζει, άλλος σαν τσομπάνη, κι άμα κάποιος δεύτερος συμφωνήσει με την ομοιότητα τότε πάει τέλειωσε, είναι σα να βαφτίστηκε πια σ΄ αυτό που συμφωνήθηκε.
Το πετροβόλημα των παιδιών από την μια πλαγιά στην άλλη δοκιμάζεται με πρώτο στόχο τις κορυφές των βράχων. Απ’ τα σπίτια, όσα βόσκουν στις ανηφοριές, όλο και κάποια φωνή εμποδίζει τα μεγάλα ρεκόρ για τους επιδέξιους πετροβολητές, αυτοί στέλνουν τις πέτρες αντίπερα, πρώτα τα κοτόπουλα όσα βόσκουν απέναντι ελεύθερα ξαφνιάζονται, έπειτα θρυμματίζονται κάνα δυό κεραμίδια, κι έχουν βαλθεί να φωνάζουν οι γριές, ”βρε μην πετάτε πέτρες”. Αν για την ρίψη από πλαγιά σε πλαγιά χρειάζεται δύναμη, για την ρίψη στους βράχους αρκεί η επιδεξιότητα. Άλλες πάλι φορές ήταν τα τσομπανόσκυλα από τις αυλές και τα μαντριά που ενοχλούνταν από τις πέτρες και ειδοποιούσαν τις γριές. Τα παιδιά από Βαρόσι και Στρατώνα μαζεύονταν νωρίς στο “πάρκο“ της πλατείας του παλιού ταχυδρομείου πίσω από τον λόφο όπου και το Ηρώον. Χρειάζονται όλες αυτές οι εξηγήσεις διότι μήτε πάρκο υπήρχε πέρα από τον κυκλικό τοίχο και τον πίδακα στην μέση, απ’ όπου θα πετούσαν σαν φτερά παγωνιού τα νερά, αν καμιά φορά οικονομούσε χρήματα η δημαρχία, εκείνο που έμελλε να οικονομήσει κυρίως ήταν το νερό για να λειτουργήσει και το Αβδηρίτικο σιντριβάνι. Εκεί συγκεντρώνονται τ΄ απογεύματα τα παιδιά για πετροπόλεμο, όπως οι πατεράδες τους τα πρωϊνά να πάνε για κυνήγι.

Τι και πώς συνέβη ακριβώς, κανείς δεν θέλησε να το πει με λεπτομέρειες. Εκείνο το απόγευμα ενώ όλες οι οικογένειες περίμεναν την επιστροφή των κυνηγών από το βουνό μετά το κυνήγι, έφτασαν σκόρπιες οι πληροφορίες για τον τραυματισμό κάποιου κυνηγού από συνάδελφό του. Αυτό σκόπιμα με χαμηλωμένη ένταση για τον μετριασμό της οργής. Ο τραυματίας, είπαν, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Σερρών. Το τραύμα από τον πυροβολισμό έγινε κάπου στην όσφυϊκή μοίρα, στο ύψος των νεφρών. Ο Στάθης, λένε, πονάει μα δεν κινδυνεύει. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα ένα ευτράπελο σχόλιο κυκλοφόρησε ώστε ν’ απαλύνει τον πόνο. Ο άλλος «τον πέρασε για… λαγό!». Του βγάζουν ένα-ένα τα σκάγια από τους γλουτούς, λες κι είναι λαγός ξαπλωμένος σε ταψί. Έγινε γρήγορα γνωστό το ποιός πυροβολήθηκε, κρατήθηκε όμως για την ώρα μυστικό το ποιός πυροβόλησε, μέχρι να ξεκαθαρίσει ποια ήταν η σοβαρότητα της κατάστασης του τραυματία. Συμβουλέψανε κι οι φίλοι τον δράστη να κρυφτεί, ώσπου να ξεκαθαρίσει τούτο το ζήτημα της σοβαρότητας. Και μετά το πρώτο ξάφνιασμα όλων οι σκέψεις έμειναν στον τραυματία και την πρόγνωση, επάνω του θα κρατηθούν όλα τα κλειδιά σαν σε αρμαθιά από συναισθήματα και ενέργειες. Από τι θα εξαρτηθεί ο θυμός της οικογένειας του θύματος; Από τι θα οδηγηθεί η καταγγελία της υπόθεσης στις αρχές; Βλέπεις ήταν φίλοι. Πώς θα συναντηθούν για πρώτη φορά τα μέλη των οικογενειών, τα παιδιά τους; Τι θα πουν στον κόσμο; Τί ήταν αυτό το αναπάντεχο. Δεν το θελαν. Και τι είχαν άλλωστε να χωρίσουν; Φίλοι από τα παιδικά τους, μαζί και στο στρατό… Κοίτα όμως τι φέρνει η ώρα…

Ο τραυματίας δεν θέλει μήτε εφημερίδα να διαβάσει και τα γυαλιά του απόμειναν στο συρτάρι του κομοδίνου. Ποτέ δεν φορέθηκαν. Το κατάντημα καλύτερα το στοχάζεσαι παρά το βλέπεις. Δίπλα η γυναίκα του με λιμνασμένη την έγνοια της τον διαβάζει στο πρόσωπο κι όσο εκείνος κατεβάζει τα βλέφαρα, βγάζει από μια πλαστική σακούλα το πλέξιμο της και πλέκει χωρίς να σκέφτεται, όπου και να ακουμπήσει την σκέψη της, τα προβλήματά της δεν σκεπάζονται σαν από κοντό πάπλωμα.
Τα παιδιά συναντιούνται στο πάρκο για παιχνίδια κι αγώνες, όμως οι ευκαιρίες για μαλώματα δεν χάνονται, αρκεί να τις κλωσήσει όπως πρέπει η εκδίκηση και εκείνες εκκολάπτονται. Ο χρόνος καταποδιάζει τις αφορμές πάνω στα πρόσωπα και τις αιτίες.
Στο πάρκο ο Σώτος γυρόφερνε το δάκτυλό του στο σκαμμένο μαρμάρινο κιονόκρανο, όπου τάχα θα ήταν το νερό από τον πίδακα και μετρούσε τα κομμάτια από μολύβι, όσα έδεναν τις φέτες το μάρμαρο σ’ εξάγωνο. Όσο ήταν μόνος κανένας από την άλλη παρέα δεν τον φώναξε όπως τις άλλες φορές. Ήταν μαζί τους ο μεγάλος γιος του τραυματία του Στάθη, το φαντάζονταν πως αν περίσσευε χρόνος όλο και κάποια κουβέντα θα έκανε για το “πως πάει ο πατέρας σου;”, ίσως τότε κάποια οργή ν’ αναβλύσει από το κατάστεγνο συντριβάνι, έτσι οι άλλοι τον άφησαν να περιμένει, μέχρι να τους ανακαλύψει μόνος του, εκεί που συγκεντρώθηκαν στα πλατάνια, ίσως και να πρόφταιναν όλοι οι άλλοι στο μεταξύ να φεύγανε για τα’ Αράπικα.
Ήταν λοιπόν καταδικασμένοι οι δυο γιοί των παλιών φίλων να λογαριαστούν για ένα ζήτημα που ακόμη δεν καθόριζαν όλη του την έκβαση, εκτός του ότι τους αφορούσε μια αντίστροφη σχέση από κείνη που αφορούσε τους πατεράδες τους. Ο Μάνος ο γιός του Στάθη περίμενε την πρόκληση, όποια και αν ήταν, και θα πρότασσε μόνο πως εκείνον δεν τον αφορά η ευθύνη, αν όμως ο γιός του χτυπημένου επιμένει, τότε... Οι άλλοι στο σπίτι μιλούν με πνιγμένη κρίση για το επεισόδιο. Μονάχα η γιαγιά καταλογίζει απερίφραστα την ευθύνη χωρίς διόλου επιφυλάξεις. Αδειάζοντας όλες τις κατάρες της πάνω στον δράστη και την οικογένειά του.
Τα δυο αγόρια των οικογενειών μετά το ατύχημα καθένα χωριστά στο σπίτι του, την ίδια ώρα, σκυμμένα πάνω στα σχολικά βιβλία με την σκέψη τους να σκεπάζει τις γραμμές ώστε να μην κυλάει το διάβασμα. Συγκεντρώνουν την προσοχή τους στον ρόλο, αυτόν που με υπονοούμενα τους ανέθεσε η μοίρα, να ξεπληρώσουν, κατά πως το λέει η γιαγιά τους. Ο Σώτος κοιτάζει το δίκανο και ζυγίζει το βάρος του, αν θα χρειαστεί να βγει κάποτε κυνήγι με τον γυιό του δράστη τον Μάνο. Εκεί θα σμίξει με την σκέψη του μικρότερου αδελφού του πάνω στο κοντάκι καθώς κι εκείνος περιεργάζεται το ίδιο δίκανο για τον ίδιο ακριβώς λόγο, κλείνει τα μάτια του και ψιθυρίζει κάτι. Σαν να λέει μέσα του το ίδιο του το μάθημα. Αν η μοίρα το προγραμματίσει, κάποιο από τα δύο παιδιά θα επωμιστεί την εκδίκηση. Το πρώτο βράδυ όλα ήταν τόσο μπερδεμένα και κανένας δεν υποπτεύθηκε την παρουσία της εκδίκησης στο σπίτι, σε λίγες μέρες κανένας πια δεν την ξεχνούσε κι εκείνη τα βράδια τους νανούριζε και τους βάραινε τον ύπνο, έμπαινε και κουδούνιζε σε ένα προς ένα τα κρανία τους. Η γιαγιά ονειρευόταν εξαγριωμένο τον σκύλο να κουρελιάζει από λάθος τον Στάθη. Ο Μάνος έμπαινε στόχος σε πετροπόλεμο από τον Σώτο και ο μικρός δυσκολευόταν να διαλέξει τον Μάνο ή την αδελφή του την Αλέκα, σαϊτα ή κάποιο βαρελότο το Πάσχα και όσο δυσκόλευε η επιλογή, ανέβαλε για το άλλο βράδυ.
Τα πρώτα νέα από τις Σέρρες ήρθαν, άρχιζαν όλα από το «ευτυχώς που… » τότε ξελαγάρισε και το μάτι της γιαγιάς, σ΄ όποιον ερχόταν να τους συμπονέσει, εύρισκε στιγμή και πιάνοντας μέσα στα δυο της χέρια το δικό του έλεγε με πολύ γλύκα «να σου ψήσω καφεδάκι;» Όταν ο άλλος αναφερόταν στην άλλη πλευρά του «απρόσεχτου» Λάζου και την προφυλάκισή του, εκείνη τον έκοβε «ας γλιτώσει ο ένας και μετά εύκολα είναι για τον άλλον. Τι; Εκδίκηση θα γυρεύουμε τώρα;»
Περίμενε την νύφη της να γυρίσει από το νοσοκομείο την τρίτη μέρα, και την έβαλε να τα ξαναπεί όλα από την αρχή. Κοιμήθηκε ήσυχα, όλα τα δουλεύει πια ο χρόνος, εκείνη έμεινε δίχως έγνοιες. Αφού το βεβαίωσαν και οι γιατροί…
Εκείνο το απόγευμα συναντήθηκαν τυχαία ο Μάνος κι ο Σώτος, ήταν σα να μην τους χώριζε τίποτα, τον είδε να περιμένει στο «πάρκο» δεν του ’κανε καρδιά να τον φωνάξει, και τι δεν θα ’δινε και τώρα να ήταν όπως τότε, όπως πάντα. Ήθελε να τον φωνάξει, όμως ήταν κοντά οι υπόλοιποι φίλοι. Όλοι γνώριζαν τις επιπλοκές του πατέρα του και μετρούσαν στην κάθε τους λέξη την αντίδρασή του, έπρεπε λοιπόν να ντυθεί την οργή του και να προβάρει κάποια εκδίκηση για τον πατέρα, καθώς εκείνος όπως μάθαιναν, στέγνωνε από ούρα.
Μετά από λίγες μέρες, κι όταν πια ο ουροσυλλέκτης όχι μόνο ξεθώριασε το κίτρινο χρώμα του μα και λιγόστεψε σε περιεχόμενο, αποφασίστηκε η μεταφορά του πυροβολημένου στην Σαλονίκη. Άλλαξε τότε κι η διάθεση. Οχι να κάθεται γλυκομιλά με τον Σώτο, σα να μην έχει μεγαλώσει, τι θα πουν όλοι όσοι τους δουν;
Τα πέταλα της παπαρούνας δένονται με κείνη τη μαύρη σταγόνα θανάτου στο κοτσάνι.
Σαν βεβαιώθηκαν πως τους είδε κάποιος μονάχα τότε τον φώναξε:
-Εδώ είμαστε! Που ’ναι κι οι υπόλοιποι;
Ο Μάνος πλησίασε κάτω από το πλατάνι.
«Τι λες θα πετάξει νερό;» τον ρώτησε για το σιντριβάνι που παρατηρούσε.,
«Για την ώρα βγάζει μονάχα φλέγματα όπως στα Άβδηρα την εποχή του Δημόκριτου».
«Για ούρα πως το βλέπεις;»
«Έχει ανουρία…».
Το είπε και δεν το μέτρησε, όσοι γελούσαν ή καλύτερα μειδιούσαν το ξέχασαν, θυμήθηκαν τον Σώτο που καθόταν δίπλα και δεν μιλούσε, τον κοίταξαν λοξά, ίσως δεν έπαιρναν και όρκο πως χλώμιασε, όμως στο ψεύτικο θαρρείς εφηβικό του στήθος ανάβλυσε ένα πλήθος από κρύες σταγόνες ιδρώτα. Ο Μάνος θέλησε να ζητήσει συγνώμη, αλλά εμποδίστηκε από τη σιωπή αυτή έκανε την κουβέντα του να μοιάζει σαν πυροβολισμός. «Τι είναι αυτό που κάνει την εκδίκηση άμυνα;», σκέφτηκε ο Σώτος. «Γι’ αυτό και μόνον του αξίζει μία -κατά λάθος- πετριά».

Πώς κρίνεται το έργο του αστυνόμου; Αυτό είναι το ερώτημα που βασανίζει τον νέο αστυνόμο από τότε που πρωτοκάθισε στην πολυθρόνα του Σταθμού Χωροφυλακής. Ακούμπησε τα χέρια του ανάμεσα στη γραφομηχανή και το τηλέφωνο. Το δεξί παράστεκε στο φλιτζάνι του καφέ, όπου κι αν το άφηνε γεμάτο ο καφετζής δεν τον βόλευε, μονάχα σαν το άδειαζε το ξανάφερνε αριστερά σε μετρημένη απόσταση από τον κύλινδρο της γραφομηχανής. Πάνω στο γραφείο χωρούν όλα με τον τρόπο που μαστορεύει η εντύπωση, αυτή που θέλουμε να έχουν οι άλλοι για μας. Λίγο το τσιμπούκι, λίγο τα ματογυάλια, ένα ποτήρι νερό… Αν το γραφείο δεν χρειάζεται να πουλά αγριάδα, όλο και κάποιο άνθος θα μαραίνεται στο ανθογυάλι, φτιάχνοντας ατμόσφαιρα.
Απ’ όταν πρωτοήρθε πάντα συμβουλεύεται τον διοικητή, κάθε που εκτελεί εντολές του. Οταν συντάσσει δικόγραφα και τις ανακρίσεις. Σ΄αυτή του την δραστηριότητα προσθέτει κάποιο ύφος έξω από την υπηρεσιακή του υποχρέωση όπως εκείνη μαντρώνεται σε τύπους. Φροντίζει όταν συντάσσει τις καταθέσεις των μαρτύρων να μην αφήνει κενά στην διατύπωση, ώστε να τρυπώνει η αμφιβολία ή αναίρεση, βλέπεις αυτές οι πόρτες ανοίγουν μόνο από μέσα. Νιώθει περήφανος που δεν του επιστράφηκαν ποτέ έγγραφα για συμπλήρωση. Ο διοικητής όμως του θυμίζει πάντα πώς «η λίγη ασάφεια αποτελεί την ευφυϊα της υπηρεσίας», τότε επιτρέπει την αλλοίωση των καταθέσεων, όταν οι ενδιαφερόμενοι ένοχοι ή θύματα θελήσουν «να τα βρουν».
-Φαντάσου δύο να θέλουν να μονιάσουν και να τους το… απαγορεύει το χαρτί της Αστυνομίας;
Κάθε φορά που διενεργούσε ανάκριση καθυστερούσε την παράδοσή της μέχρι το τελευταίο χρονικό όριο που επιτρέπονταν. Αν για τον νεαρό υπομοίραρχο υπάρχει το πρόβλημα, πως κρίνεται το έργο του από τον προϊστάμενο; Συχνά το πρόβλημα καταργείται πριν λυθεί. Το ξέρει ακόμα ότι κάθε υπόθεση από κείνες που τον απασχολούν δουλεύεται μέσα στα πρόσωπα, ξέρει ακόμα ότι η συμβολή του ίδιου στέκει περίπου σαν σφραγίδα.


Αν θέλει ο δράστης μπορεί να υποδείξει όποιον μάρτυρα θέλει για να τεκμηριώσει το τυχαίο του ατυχήματος. Ο διοικητής έκρινε προφυλακιστέο τον Λάζο, όπως είπε αυτό δεν ήταν σίγουρα επαγγελματική αβρότητα για την τοπική κοινωνία. Υπάρχει για κάθε επαρχία κάποιος μάρτυρας που μπορεί να βεβαιώσει οτιδήποτε. Η υπηρεσία χρειάζεται για την τυπική διεκπεραίωση, την όποια μαρτυρία. Σπάνια χρειάζεται να εξηγηθεί στον μάρτυρα η δική του μαρτυρία. Όλα θα συνταχθούν κατά πως πρέπει, εκείνος να έχει μόνο ταυτότητα μαζί του και... υπογραφή.
Ο Θοδωράκης λοιπόν ήταν αυτός που βρέθηκε, μεθόδευσε την μαρτυρία του έτσι ώστε να πείθει την εξουσία, χωρίς να μπερδεύει τους φίλους άλλο περισσότερο από όσο εκείνοι μπερδεύτηκαν. Βρήκε την φωτογραφία των κυνηγών στον Προφήτη Ηλία, την εξέτασε προσεκτικά, την έδειχνε ύστερα στους φίλους. Με τα σκυλιά, τα όπλα, τις αρματωσιές χωρίς κυνήγι στα σακκίδια ή τη ζώνη. Ήταν τραβηγμένη προτού χωρίσουν για το φαράγγι στο δάσος. Τα πρόσωπα χαρούμενα, δίχως κούραση και αποτυχία, οι ουρές των σκύλων ανορθωμένες, όπως τους θέλει η φωτογραφία, ο ένας δίπλα στον άλλον μιας και ήταν φίλοι.
Μα ότι λες είναι σύμφωνο με όσα οι δυο πλευρές κατέθεσαν, τι λέει μια ομαδική φωτογραφία; Πως να εκφράσει κάποιος μέσα σ' αυτήν την όποια υπάρχει αντιπάθεια για κάποιον; Κανείς δεν αρνήθηκε την γνωριμία τους, ή την φιλία τους. Αν θέλεις ψάξε να βρεις κάτι που να δείχνει... Ξέρεις αν χρωστούσε τίποτα χρήματα ο δράστης στο θύμα του; Ξέρεις καμία ιστορία με γυναίκες μεταξύ τους; Καμιά ιστορία με κάρφωμα σε αρχές ή κομματικά.
«Αυτά μάλλον εσείς θα τα ξέρετε καλύτερα», τον διέκοψε ο Θοδωράκης. Άκου τι λέει; Μια φωτογραφία δεν μιλάει για διαφορές; Κοίταξε για λίγο και συνέχισε σαν με την λύση στο χέρι. «Εδώ λείπει ένας σκύλος. Ήταν όταν το θύμα σκότωσε από λάθος το σκυλί του δράστη. Τότε ήταν ακόμα φίλοι!».
Κοίτα λοιπόν τι θα έβλεπε ο υπομοίραρχος αν πρόσεχε καλύτερα στην φωτογραφία. Όταν λείπει το δικό σου σκυλί, σημαδεύεις χωρίς ενδοιασμό, ότι ακριβώς έγινε, ας βρει τώρα εκείνος πως λέγεται αυτό που έγινε...

Ο υπομοίραρχος δεν βρήκε σημείο για να πατήσει, μήτε το παραμικρό τούβλο να στεριώσει την αντοχή της ενοχής πάνω σε όσα έλεγε ο Θοδωράκης στην κατάθεσή του. Είναι η φιλία του μάρτυρα όχι μόνο για τον χτυπημένο αλλά και για τον Λάζο, αυτή η φιλία δεν άφηνε να του φορμάρει την κατάθεση όπως ήθελε ο αστυνόμος, φαινόταν ότι έψαχνε να μεθοδεύσει την πρόθεση να φαίνεται πριν από το αποτέλεσμα. Τον αστυνόμο θα τον βόλευε ένα ερωτικό ιντερμέτζο με κάποια ξένη γυναίκα, νύχτες ολάκερες πέρασε στην σχολή διαβάζοντας μυθιστορήματα, πόσα από εκείνα δεν είχαν το κλειδί του εγκλήματος στην καρδιά μιας γυναίκας;
Πελέκησε τις ερωτήσεις, όσες ετοίμασε όπως ήξερε, όμως καμιά δεν ταίριαζε και καμία απάντηση δεν καταχωρήθηκε στο πρωτόκολλο της ανάκρισης. Θα τον βόλευε ένα οικονομικό κίνητρο, όμως πάλι ο μάρτυρας άλλαζε το σκεπτικό του ανακριτή, έτσι χρειάστηκε να συντομευθεί η κατάθεση, αφού δεν έμπαζε σε γνώριμα μονοπάτια.
Ο Θοδωράκης ήταν ολότελα σημαδεμένος. Πρώτα πρώτα, ο σταφυλόκοκκος βόσκησε και κόντυνε τα κόκαλα των ποδιών στην παιδική ηλικία, ύστερα τον καψάλισε ένα βράδυ η βενζίνη τότε που την ανακάτευαν με πετρέλαιο στις λάμπες στην κατοχή. Το νεανικό του δέρμα, λιωμένο σαν κερί, παραμορφώθηκε και ξαναχύθηκε σε άλλο καλούπι. Η φυσιογνωμία του κράτησε για όλη της την ζωή το σχήμα της κατοχής. Δεν ξέρω αν ήταν άσχημο το προσωπό του, πάντως ήταν ολότελα διαφορετικό από ότι είναι γνώριμο κι αποδεκτό για το ανθρώπινο μάτι. Όταν όλα τα παθήματα ουλοποιήθηκαν και ξαναστήθηκε όρθιος, χρειάστηκε κι ένα ραβδί. Με εκείνο τώρα τα παραμορφωμένα του πόδια τρικλοποδιάζονται σε βήμα πλεξούδας. Η ψυχή του, από καιρό έπαψε να απλώνει στο πρόσωπο τα συναισθήματά της, γιατί το βρήκε αδύναμο μετά την παραμόρφωση να την παρακολουθήσει, αντίθετα η αλήθεια το βρήκε σκληρό, σαν αλαβάστρινο, μοναδικό για την δική της απεικόνιση, γι αυτό και η αλήθεια το μονοπώλησε. Κανένας δεν θυμάται να γέλασε ποτέ με δικό του αστείο. Κάθε που τον έβλεπαν ή ετοιμαζόταν να μιλήσει, ευχόταν όσοι βρισκόταν κοντά του κάλλιο να ρωτήσει παρά να αποκριθεί. Ποιός δεν θυμάται πως μηχανεύτηκε ο Θοδωράκης την αντίδρασή του μόλις συνειδητοποίησε τον φόβο των άλλων. Αξιαγάπητος ο Παπα-Θεόφιλος, ήταν, για όσο καιρό υπηρέτησε στο Σιδηρόκαστρο στάθηκε η πιο δημοφιλής προσωπικότητα. Σαν έφυγε, οι κάτοικοι παρακολουθούσαν τα βήματά του, τα νέα όσα έφταναν από την δράση και την ζωή του ενδιέφεραν όλους. Ο Θοδωράκης όση και να μετρίαζε αγαθότητα, εκείνο που είχε να πει ήταν πάντα σκληρό σαν την αλήθεια και πολύ βαρύ για να είναι ανθρώπινο. Σαν έμαθε από τους πρώτους κάτι για τον παπά, μια και θέλοντας και μη θα τον άκουγαν όταν θα το έλεγε, μεθόδευσε γι αυτό τον τρόπο:
Τον Παπα-Θεόφιλο τον θυμάστε; Τον είδατε τελευταία;
Τον θυμόμαστε βέβαια...
Τον είδατε;
Όχι. Λέγε τι συνέβη;
Λοιπόν εμένα να μου πέσουν τα δόντια αν τον ξαναδείτε...
Κάτι κακό πάλι έχεις να πεις, που τον είδες; τι έμαθες;
Αυτοκτόνησε. Τίποτ’ άλλο...
Για την ώρα δεν έχει ο τραυματίας καθορισμένη κλινική πορεία ώστε να μπορεί να φορτίσει η ανάκριση ανάλογα για την δικογραφία. Όταν η πληροφορία σημειώνει επιδείνωση, σκέφτεται ο αστυνόμος την συμπλήρωση με κάποια ενοχοποιητικά βαρίδια πως να στείλει κάποιον στον εισαγγελέα. Όταν το θύμα μπαίνει σε νεφρική ανεπάρκεια, τότε δεν ταιριάζει προφυλάκιση με την κατηγορία του από λάθος πυροβολισμού. Για την ώρα θα περιμένει την εξέλιξη και μέχρι νεότερη πληροφορία αλλάζει το «εξ' αμελείας» και γράφει «εκ προμελέτης». Ας κρατήσει ανεξάντλητο το μάρτυρα.
Υπόγραψε εδώ, τελειώσαμε για σήμερα, είπε και διέκοψε την κατάθεση, το ίδιο και την διάθεση του Θοδωράκη να προσταιριάζει τους συλλογισμούς σε δική του συσχέτιση και όχι και όχι εκείνης των γεγονότων.

Η ενοχή είναι μεθοδευμένη σχεδόν τυποποιημένη, οι λόγοι όσοι οδηγούν στο ατύχημα ομαδοποιούνται και συγχρονίζονται. «Μπορεί σε κάθε δολοφόνο να ενυπάρχει ένας Κάϊν» στοχάζεται ο αστυνόμος. Δεν επιτρέπεται σ΄ έναν επαγγελματία να παρασύρεται και ν’ αλλάζει τους ενοχοποιητικούς παράγοντες αφού δεν ταξινομούνται στα καθιερωμένα, τι θα πει τον «πέρασε για σκύλο;» άρα «εξ αμελείας»... Που θα πάει θα βρεθεί η κάποια διάσταση, ώστε να βολεύει τον προβληματισμό του ατυχήματος, προκειμένου ν’ ανατεθούν κι οι ευθύνες. Όσο και να ήθελε ο ίδιος να βολέψει την υπόθεση, κατά πώς οι μάρτυρες επιδιώκουν, είναι και οι δυό οικογένειες, αυτή ιδίως του τραυματία, που φορτσάρουν την οργή τους ανάλογα με το θερμομετρικό διάγραμμα μιας νοσοκομειακής κλίνης. Ξαναδιαβάζει κάθε πρωί τον φάκελο και προσπαθεί να συνταιριάξει την στελέχωση της ενοχής, ώστε να συμβαδίζει με τα νεότερα όσα φτάνουν το προηγούμενο βράδυ, από τον Λάζο και την οικογένειά του. Πολύ βόλευε το πολιτικό προηγούμενο ανάμεσα στις οικογένειες, αν μπορούσε να διαφοροποιηθεί πρώτα, μετά θα γεννοβολήσει την αιτία που πυροβολισμού, ήταν μια ομαδοποιημένη αξιόπιστη ενοχή που τιμωρούσε καλά, όπως το φανέρωναν οι δικαστικές αποφάσεις της εποχής. Πρώτη απ’ όλους η κυβέρνηση το είδε στην πρακτική πλευρά το ατύχημα, περίμενε μερικές μέρες και μετά ανάγγειλε στις ειδήσεις αχρωμάτιστα, έτσι βόλευε εκ των υστέρων η πολιτικοποίηση της αντιδικίας, όταν θα μοντάρονταν ανάλογα με τις σχέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Αυτό φοβόταν ο ανακριτής, μήπως τον προλάβει κάποια ανακοίνωση στην τηλεόραση που δεν θα είναι εύκολο να έχει κάποια σχέση συγκοινωνούντων δοχείων η ανακοίνωση με την δική του δικογραφία, έπρεπε να είναι από απλή συγκυρία ώστε να βολεύεται στο αρχείο, μέχρι την τεκμηρίωση της απόπειρας εκ προμελέτης. Πρώτα να καθοριστεί η φιλοσοφία της αντιδικίας και έπειτα θα καθοριστεί το σημείο που θα χωρίζει τους ρόλους των αντιδίκων, έργο της δικής του αρμοδιότητας είναι να συνδυάζει την οδό με διπλή πορεία άλλοτε «εκ προμελέτης», άλλοτε «εξ αμελείας», όσο και αν υπάρχει απροθυμία των μαρτύρων να υποδυθούν του ρόλους, κατά πως τους υφαίνει ο ανακριτής.
Δεν είναι μόνο το χρώμα και η ποσότητα των ούρων του Στάθη, που κατρακυλούν μέσα στον ουροσυλλέκτη στη Σαλονίκη, ο κύριος παράγων εκείνος που σηματοδοτεί την πορεία της δικογραφίας, είναι ακόμη και κάποιος ανώτερος από την Νομαρχία, αυτός μετά τις ειδήσεις θα καταφθάσει για μια προσωπική ενημέρωση για την πορεία των ανακρίσεων. Αυτή η παρεμβολή είναι που θα εμποδίζει τα πισωγυρίσματα. Με τόσους παράγοντες κοίτα πως ανακρίνεται ο ανακριτής. Σε λίγο οι μάρτυρες θα τον υποχρεώσουν ν’ ανασκευάσει τις ερωτήσεις του και ν΄ αναδιπλωθεί, αυτό που φοβάται, όπου να ’ναι θα συμβεί, αν στείλει το πόρισμά του, αν λειτουργήσουν τα νεφρά του θύματος; Θα του επιστραφεί ο φάκελος για συμπλήρωση. Να τον βαρύνει λίγο για «εκ προμελέτης» ανάλογα, αν όμως πάλι ένα πρωί ο ουροσυλλέκτης κιτρινίσει, τότε θα ζητηθεί κι η διευκρίνιση ορισμένων σημείων, αυτό θα σημαίνει ανασκευή της κατηγορίας προς το «εξ αμελείας»…
Κοίτα πως κατάντησε ο ίδιος, σαν την μάνα του τραυματία να εξαρτά την ανακριτική του καριέρα από την κλινική πορεία, ούτε την κρίση του να μπορεί να τερματίσει, ούτε την απέχθειά του προς τον ένοχο βολεύει να συνθέσει, όπως θα το ήθελε με καλλιέπεια .
Βουτά την πένα στο μελάνι και σκιτσάρει τα νεύρα του πέταλου της παπαρούνας, τα κοτσάνια, τα φύλλα με το σχήμα και το χρώμα τους που να διολισθαίνει σαν αίσθηση και σαν ανάμνηση, αφού η παπαρούνα μόνο πριν ανθίσει αποτυπώνεται, μετά αφομοιώνεται στο αιμάτινο κόκκινο, ποιός νοιάζεται για τα νεύρα και το σχήμα. Όλο το γεγονός της παπαρούνας είναι μια χοντρή σταγόνα χρώμα!
Υπαρξιακό είναι το πρόβλημα του αστυνόμου. Σε ποιό βαθμό εξουσιάζει το αδίκημα; Πόσο ελέγχει την νομοτέλειά του, αντέχει το άνθος της παπαρούνας στις σελίδες της δικογραφίας; Ένα εύθραυστο πέταλο είναι η γεμάτη υπονοούμενα κατάθεση, πιθανολογείται η αιτία της απόπειρας από την σχέση των δύο κυνηγών, δίχως να τεκμηριώνεται., πάνω η κρούστα, κάτω της υπάρχει το σχήμα της πρόθεσης, όπως τα νεύρα στο πέταλο.
-Παρακαλώ υπογράψτε εδώ, ότι αυτά που δηλώσατε είναι αληθή και έδειξε που ακριβώς μπαίνει η υπογραφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ