Το Μυστήριον του Χρίσματος βασίζεται στα εξής θεόπνευστα λόγια: Πρώτον μεν στην διαβεβαίωσι του Κυρίου: «ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεόσουσιν ύδατος ζώντος, τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλαν λαμβάνειν οι πιοτεύοντες εις αυτόν» (Ίωάν. ζ' 38-39). Είπε δηλαδή ο Κύριος ότι, όσοι θα επίστευαν σ’ Αυτόν, θα έπαιρναν το Άγιον Πνεύμα. Αυτό δε ακριβώς το Άγιον Πνεύμα χορηγείται με το Μυστήριον του Χρίσματος.
Μάλιστα...
Αυτά λένε και προβλέπουν της χριστιανικής πίστεως τα Μυστήρια, επτά στον αριθμό, όπως όλα τα επιφανή επτά στην παγκόσμια ιστορία. Ηγουν: επτάφωτος η λυχνία του εβραϊσμού, επτά τα θαύματα του κόσμου, επτά οι σοφοί, ομοίως οι καλές τέχνες, επτά οι επί Θήβας, επτά οι σαμουράι, Επταπύργιο, επτά ήσαν οι υπέροχοι του σινεμά, εφτά φορές το σώμα σου (ένα τραγούδι), επτά οι λόγοι του Χριστού στο σταυρό, Εφταχώρι και πάει λέγοντας. Πολύ μυστήριο το επτά και το γνωρίζω παιδιόθεν. Στο χωριό και στην πλατεία του ένας πλανόδιος ταχυδακτυλουργός συγκέντρωσε μια Κυριακή απόγευμα, όλους τους κατοίκους και τους επιδείκνυε της τέχνης του τα φαρμάκια και τις φαρμακείες. Εβγαζε τα βρακιά των μικρών και έβαζε το χωνί μπροστά τους κι ανάποδα κι αυτό κατουρούσε και διάφορα άλλα κόλπα. Μαθητής γυμνασίου και ορισμένως ορθολογιστής, παρακολουθούσα από μακριά κι εκτός του ανθρώπινου χωρικού κύκλου, των θαμβημένων. Με στάμπαρε, ως αποσυνάγωγον, ο πεχλιβάνης και μου φώναξε: - Ε, εσύ που κοιτάς από μακριά βάλε ένα τραπουλόχαρτο στο νου σου. Έβαλα. Μου το έδειξε από πέρα. Ήταν το εφτά καρώ, που είχα σκεφτεί! Ντράπηκα που έπεσα θύμα του, λες και με συνέλαβαν κλέπτοντα οπώρας.
***
Με την έναρξη της Ινδίκτου κορυφώθηκαν και οι χορηγήσεις από τα πολιτικά κόμματα της Αθήνας, χρισμάτων στους ταπεινούς κι εκλεκτούς τους δούλους της επαρχίας, για να μπορέσουν έτσι να είναι υποψήφιοι Δήμαρχοι και Περιφερειάρχες. Η εκκλησία αν και κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων του χρίσματος από παράδοση αλλά και πολυχρόνια αλειφοπρακτική, δεν μετέχει θεσμικά τουλάχιστον, σ’ αυτό το μέρος της τελετουργίας. Οι υποψήφιοι για να λάβουν το χρίσμα, τρελαμένοι γι’ αυτό, διαπράττουν κάθε είδους ηλιθιότητα, την οποία δεν θα διέπρατταν ποτέ στον ιδιωτικό τους βίο. Ο αρχηγός τους, ο οποίος ενεδρεύει στην πρωτεύουσα του κράτους (συνήθως άτομο κάτω του μετρίου στην νοημοσύνη και στην δυνατότητα να παράξει -τι θλιβερό ρήμα της εποχής μας- πολιτική σκέψη και πράξη), από κλητούς τους ονομάζει εκλεκτούς του κι αυτοί από την ανυπαρξία στο είναι προάγονται. Αφού εισέλθουν στη χορεία των χρισμένων θα φωτιστούν αρκούντως με το πνεύμα του αρχηγού (όταν αυτός έχει επαρκή ποσότητα να διανέμει και στους άλλους) είναι έτοιμοι να ορμήσουν κατά της κοινωνίας. Ετσι θα πορευτούν «ωραίοι σαν νεοέλληνες» στον νικηφθόρο αγώνα της ήττας τους συνήθως. Όμως τι πειράζει; Το χρίσμα να λάβουν κι ό,τι ήθελε τους προκύψει. Με τη σειρά τους, το λοιπόν, θα απευθυνθούν σε ένα λαό στην πλειοψηφία του λειτουργικά απολίτικο, απερίσκεπτο, φουκαρά, κοπάδι άλογων όντων: πρόβατα και γουρούνια («δίχως να γράψουμε συμπάθιο, έτσι λέγονται» γράφει ο Μ. Θερβάντες στον «Δον Κιχότη» του), αλλά όμως κυρίαρχον. Τόσο μάλιστα πολύ ώστε στο όνομά του να εκτελούνται, οι κατά κόρον αθωωτικές δικαστικές αποφάσεις κατά των καταχραστών του δημοσίου. Ετσι όλοι ελπίζουν σε κάτι άλλο, ξεχωριστό γι’ αυτούς, αφού κι αυτοί αποτελούν «ξεχωριστό» είδος στην κατηγορία των ελλόγων διπόδων, ότι έχουν τα πλέον προσκυνημένα κεφάλια και την πιο ευλύγιστη μέση, όπως ακριβώς όλα τα ασπόνδυλα που έρπουν επί γης ή λιμνάζουν στα νερά.
Οι υποψήφιοι ώσπου να λάβουν το χρίσμα θυμίζουν κακέκτυπα του Δον Κιχότη με τις θαυμαστές περιπέτειες της ιπποσύνης του, ο οποίος έλαβε το χρίσμα του ιππότη. Βέβαια εκείνος έπασχε από ακατάσχετο ρομαντισμό, είχε ευγενή ιδανικά, ήταν ελεήμων, φιλάνθρωπος, έτρεφε συναισθήματα αγάπης για τον πλησίον, ήταν προστάτης των αδύναμων και τιμωρός των κακοποιών όπως ήταν ανεμόμυλοι, πρόβατα, μπαρμπέρηδες, ειρηνικοί αγωγιάτες. Φυσικά εδέρετο ανηλεώς και έως σωματικής αποσυναρμολογήσεώς του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Οι δια το χρίσμα σήμερα είναι εντελώς ορθολογιστές, πραγματιστές φανατικοί, επιδιώκουν μόνον το συμφέρον τους• καίγονται γι’ αυτό (κι ας κάψουν στη συνέχεια τους άλλους και τον τόπο). Αδιάφορον! Ας φρόντιζαν να μην τους διαλέξουν, να μην τους καθίσουν στο σβέρκο τους. Ο λαός, ως γνήσιον υποζύγιον που δείχνει να είναι, δέχεται πάνω του πάντας και τον πρώτον στη σκέψη και τον έσχατον στη μωρία. Αρκεί να τους έχουν χρίσει οι ταγοί (και τραγοί του). Εκ των υστέρων βέβαια ψάχνουν τα άλλοθι της δυστυχίας τους. Φταίνε οι ξένοι, οι άλλοι, οι λεπρές εξουσίες, τα μονοπώλια, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες, τα σουβλατζίδικα. Αυτός (εμείς δηλαδή) δεν φταίμε σε τίποτα! Στην νεοελληνική δημοκρατία το μόνο δικαίωμα που δίδεται στο λαό είναι να διαλέγει σε τακτά διαστήματα τη σάλτσα με την οποί επιθυμεί να φαγωθεί. Μήπως μια δικτατορία των αρίστων θα μας πήγαινε καλύτερα από τη δημοκρατία των αχρήστων. Σαν χάνοι και κεχηνέοι περιμένουν να τους έρθει από πάνω το χρίσμα (η λέξη για τον πολίτη ομοιοκαταληκτεί με το κλύσμα). Ως δόν Κεχηνότες οι φουκαράδες της προχρισματικής πολιτικοκουμασίνης περιμένουν: «Αν είναι να έρθει θε να ‘ρθεί. Αλλιώς θα προσπεράσει». Φυσικά κι έτσι θα γίνει.
Έτσι κι ο ήρωας του Θερβάντες στην αρχή της καριέρας του βρίσκεται σε ένα χάνι και παρακαλάει τον χανιτζή και κάπελα ταυτοχρόνως (τον φαντάζεται ως άρχοντα πύργου) να τον χρίσει Ιππότη της Ελεεινής Μορφής. Εκείνος διατάζει αρχικά να πάρει μέρος στις παλάβρες του πελάτη του. Όμως κάτι τσακωμοί με τους αγωγιάτες που πηγαίνουν να ποτίσουν τα μουλάρια τους στο πηγάδι εκεί που κάνει την «Αγρύπνια των όπλων», υπό το σεληνόφως και τα αδηφάγα (από πείνα στομαχική περισσότερο κι όχι άλλο τι...) όμματα κάποιων κοινών γυναικών (τις θεωρεί μαρκησίες και κόμισες–και είναι και είναι γιατί όχι;) τον υποχρεώνουν να επισπεύσει το πράγμα και την πλάκα.
Τη σκηνή περιγράφει στο ύφος και το λόγο του ο άγνωστος πρώτος μεταφραστής στην ελληνική του «Δον Κιχότη» που κυκλοφόρησε το 2007 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών με εισαγωγή του Γ. Κεχαγιόγλου- Α. Ταμπάκη και τίτλο: «Μιχαήλ Τσερβάντες Ο επιτήδειος ευγενής δον Κισότης της Μάντσας»
***
Ο κάπηλας, καταλαμβάνοντας την γνώμην και απόφασην του δον Κισότη, εδαιμονίσθηκεν από τον φόβον του και παρευθύς ήφερεν ένα βιβλίον οπού είχε γραμμένον το κριθάρι και τα άχυρα οπού έδιδε τους αγωγιάτες, και ένα κερί το οποίον το εκρατούσε ένα παιδάκι, μαζί με τες νέες οπού είπαμεν, και, πηγαίνοντας εκεί οπού ήτον ο δον Κισότης, έβαλε και εγονάτισε το παιδάκι και άρχισε κι εδιάβαζε και εκαμώνουνταν τάχα πως να τον εδιάβαζεν μίαν ευχήν και, όταν ήθελε να τελειώσει εκείνο οπού εδιάβαζεν, εσήκωσε το χέρι του και τον εκτύπησεν εις τον λαιμόν μίαν καλήν πάτσαν, και, με το πλάτος του σπαθίου, άλλην μίαν καλύτερην εις την ράχην, μουρμουρίζοντας, τάχα πως να διαβάζει ευχήν. Και, μετά ταύτα, είπε μία από εκείνες τες νέες να τον ζώΙσει το σπαθί, η οποία το έκαμεν με μεγάλην επιτηδειότητα και στόχασην, οπού δεν εβολούσεν καλύτερη αιτία να γελάει τινάς εις κάθε ώραν οπού έκαμεν τες τσερεμόνιες όμως οι ανδραγαθίες οπού είχαν ιδεί του νέου καβαλιέρου τους έκαμναν και έστεκαν τακτικά. Όταν τον έζωνε το σπαθί, είπεν η καλή σινιόρα :
«Ο Θεός να σε κάνει την αφεντιάν σου ευτυχισμένον καβαλιέρην και νικητήν εις τους πολέμους σου»
***
Οι χανιτζήδες των κομμάτων δίδουν το λοιπόν μιαν καλήν «πάτσαν» μαζί και μια κλωτσιά στους πισινούς των υπό χρί(η)σην τους και τους αμολούν στην κοινωνία που προαναφέραμε (όπως αμόλησε η οργάνωση «Μαύρα κοράκια» με πένσες και ψαλίδια αντί για νύχια γαμψά, τα χιλιάδες γουνοφόρα ζωάκια μιγκ στην Καστοριά) ίνα αγρεύσουν και αγρευτούν• να τρέξουν όπως τα ζωάκια προς την αδιέξοδη ελευθερία τους, μέχρι να μαντρώσουν τα μόνιμα εγκλωβισμένα στο τίποτα τους ζωάκια του λεβέντη λαού. Δηλαδή όλους μας ανεξαιρέτως.
Υστερα καβαλικεύοντας τον Ροσινάντε («Οκνομπροστάρη» τον μεταφράζει ο Ηλ. Ματθαίου) και με το όραμα της γλυκιάς δημοτικής και περιφερειακής Δουλτσινέας - Εξουσίας («Ω δέσποινα της ομορφιάς, βόηθησε και δώσε δύναμη στη δειλιασμένη μου καρδιά! Ηρθε η ώρα να στρέψεις τα μάτια σου στον πιστό σου ιππότη, τώρα που τον περιμένει ένας τρομερός αγώνας») θα αναφωνήσουν:
-Να ‘μαστε πάλι εδώ Αντρέα!
ΥΓ. Στην περιφέρεια της πόλης μας δύο επιφανή πολιτικά ζωντανά που σέρνουν το κυβερνητικό κάρο (το τρίτο γιατί το αγνοούν προς μεγάλη του φυσικά χαρά) αγωνίζονται ν’ αποφύγουν το προσφερόμενο χρίσμα σε μικρό ποτήρι με κώνειο ή σε μεγάλο ξέχειλο με ιδρώτα κροκοδείλου. Μ' ουρανομήκεις δηλώσεις αρνούνται... Όμως θα δεχτούν εφόσον τους παρακαλέσει ο αρχηγός της φυλής των πρασίνων. Οπότε θα αλλάξουν το δέρμα της άρνησης και το πουκάμισο τους, υποκάμισο φιδιού αφημένο στις καλοκαιρινές, ζεστές πέτρες, και θα φορέσουν τα καταρρακωμένα χρησιμοποιημένα προφυλακτικά (της προσωπικής τους επιβίωσης), διότι ως γνωστόν οι πολιτικοί για να επιβιώσουν αποβάλλουν από πάνω τους κάθε τομάρι αξιοπρέπειας.
ΥΓ, Όπου αναφέρεται η λέξη λαός διάβαζε: Υδαρής μάζα έμψυχων που παίρνει το σχήμα το δοχείου με το οποίο και για την ικανοποίηση των όποιων συμφερόντων του, προσφέρουν σε κάθε πλάνο τη γη και το ύδωρ των ψήφων και των ψυχών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.