23.11.10

ΧΑΡΑΣ ΣΑΡΡΗΓΙΑΝΝΙΔΟΥ: Το αρχοντικό του ποιητή


 Aθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847) Athanasios Christopoulos 

Σ' αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα
σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια
από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι
πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
απ' τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά
μιλούνε - φίλοι μου- μιλούνε σαν άνθρωποι
κι έπειτα ήσυχα- ήσυχα πεθαίνουν
τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά
και μία - μία ανοίγουν τα φτερά
οι σκυθρωπές μορφές ενός χαμένου κόσμου
                        Μ. Σαχτούρη, Τρία δάκρυα του θεού, Ι.



Το αρχοντικό, στο οποίο μνημονεύεται από την παράδοση ότι έζησε ο επιφανής καστοριανός ποιητής Αθανάσιος Χριστόπουλος, πριν αναχωρήσει για το Βουκουρέστι (γνωστό και με το όνομα του μεταγενέστερου ιδιοκτήτη Νάνου Νισλί) βρίσκεται στην ενορία-συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα στην παραδοσιακή περιοχή Απόζαρι, στην βόρεια παραλία της Καστοριάς. Από γραπτή επιγραφή που υπάρχει σε αγκωνάρι της νοτιοδυτικής γωνίας στην νότια πλευρά πληροφορούμαστε ότι το αρχοντικό οικοδομήθηκε στις 17 Αυγούστου 1753. Εξ άλλου και η τυπολογία του κτίσματος είναι χαρακτηριστική της αρχιτεκτονικής ενότητας των αρχοντικών των μέσων του 18ου αιώνα, ενώ και η κατασκευαστική του συγκρότηση πιστοποιεί την παλαιότητα του αρχοντικού και την αναγωγή του στα μέσα αυτού του αιώνα.
           
Το ιστορικό αρχοντικό σήμερα είναι στην ιδιοκτησία του δήμου Καστοριάς μετά από απαλλοτρίωση που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την διάσωση του, ενώ το καλοκαίρι του 2002 πραγματοποιήθηκαν από το γραφείο της προγραμματικής σύμβασης μεταξύ ΥΠ.ΠΟ -ΤΑ.ΠΑ και δήμου Καστοριάς σωστικές επεμβάσεις με αποτέλεσμα την επίτευξη της άρσης της ετοιμορροπίας του. Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες χρήσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να τροποποιηθεί η εσωτερική διάρθρωση του αρχοντικού, να αλλοιωθεί ο αρχικός της χαρακτήρας, ενώ και οι όψεις του στην υπάρχουσα κατάσταση παρουσιάζονται φαλκιδευμένες. 


Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να καταδείξει τα ιδιαίτερης αξίας τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του αρχοντικού, που δυστυχώς δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά, εξ αιτίας των αλλαγών που επέφεραν ο 19ος και ο 20ος αιώνας στην σύλληψη της διάταξης και της χρήσης των χώρων, αλλά και να υπενθυμίσει την ιστορική σημασία του αρχοντικού.

Η τεκμηρίωση της διαμονής του ποιητή στο αρχοντικό στοιχειοθετείται με βάση πληροφορίες που αντλούμε από δημοσιεύσεις που διασώζουν την προφορική παράδοση. Στα δημοσιεύματα της εφημερίδας "Καστοριάς" του έτους 1937 (αρ. φύλλου 731) διασώζεται η ενθύμηση της Θεοδότας Αν. Τζώτζα που στην παιδική της ηλικία άκουγε συχνά ότι στο αρχοντικό αυτό κατοικούσε ένας παπάς που αναγκάστηκε να φύγει στην Βλαχία με τους δύο υιούς του(1).  Πράγματι γνωρίζουμε ότι ο πατέρας του Αθανάσιου Χριστόπουλου που ήταν παπάς κατέφυγε στα 1774 στο Βουκουρέστι για να αποφύγει τις θηριωδίες των Τούρκων μαζί με τους δύο του γιους, τον Αθανάσιο που γεννήθηκε στα 1772 και τον Κυριάκο(2). Την ίδια παράδοση που πιστοποιεί την ταύτιση του αρχοντικού Νάνου Νισλί, μεταγενέστερου ιδιοκτήτη με το αρχοντικό από το οποίο αναχώρησε για το Βουκουρέστι ο μεγάλος λυρικός ποιητής διασώζει και ο Παντελής Τσαμίσης(3). Εξ άλλου και ο Ορλάνδος κάνει την ίδια μνεία, υπογραμμίζοντας την ιστορική αξία του αρχοντικού(4). Aκόμη μετά από τις προαναφερθείσες επισημάνσεις, διάφορες δημοσιεύσεις σχετικές με τον ποιητή και την ζωή του περιέχουν φωτογραφίες του αρχοντικού αυτού, που προβάλλεται ως οικία στην οποία έζησε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Αξίζει ακόμη να τονίσουμε ότι στην συνείδηση όλων των πολιτών της Καστοριάς το αρχοντικό αυτό ταυτίζεται με το σπίτι στο οποίο έζησε ο ποιητής.
           
Στα χρόνια της παραμονής του μεγάλου λυρικού ποιητή στην Κωνσταντινούπολη το αρχοντικό περνάει από τα χέρια της οικογένειας Φίλτζου, που διέμενε στο αρχοντικό μετά από την οικογένεια του ποιητή, στην οικογένεια Νάνου Νισλί(5). Από πωλητήριο έγγραφο του 1809 που περιέχει πλήρη στοιχεία για τα όρια του ακινήτου, αλλά δυστυχώς δεν περιλαμβάνει περιγραφή των χώρων του, πληροφορούμαστε ότι έγινε η πώληση του σπιτιού από την Ζωΐτσα Φίλτζου, κόρη του Δημητρίου στον Νάνο Χριστοδούλου Νισλί για 3.300 άσπρα(6). Έτσι το σπίτι αυτό έγινε γνωστό και με το όνομα της κυρά Δόμνας, κόρης του Νάνου Νισλί, ενώ αργότερα αλλάζει πάλι ιδιοκτησιακό καθεστώς.

Η τυπολογία του σπιτιού είναι χαρακτηριστική των αρχοντόσπιτων της Καστοριάς την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως προκύπτει από την καταγραφή και μελέτη των αρχοντικών που διατηρούνται μέχρι σήμερα, τα οποία εντάσσονται σε μια μεγάλη ομάδα κτηρίων του ευρύτερου πολιτισμικού χώρου της οθωμανικής αυτοκρατορίας του 18ου αιώνα, με βυζαντινές καταβολές και ανατολίζουσες επιδράσεις, αλλά και με τοπικές ιδιοτυπίες. Η πλούσια αρχιτεκτονική της πόλης αντικατοπτρίζει και την ανθηρή οικονομική κατάσταση της εμπορικής κυρίως τάξης των γουνοποιών την εποχή αυτή.

Η παλιότερη περιγραφή των αρχοντικών των Ελλήνων στην Καστοριά και μοναδική για την Μακεδονία είναι από τον τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέπτεται την πόλη το 1660 και εντυπωσιασμένος από την καλαισθησία και τον πλούτο των σπιτιών, τα περιγράφει ως εξής: «Όλων τα σπίτια είναι σκεπασμένα με κόκκινα, καλοκαμωμένα κεραμίδια. Είναι εύπορα σεράγια, παράξενα και περίεργα. Όλα τα σπίτια στην όχθη της λίμνης έχουν παραπήγματα για να προφυλάγουν τα πλοία και σαχνισιά. Τα σεράγια είναι αρχοντικά με λιμάνια, με πατώματα το ένα πάνω από το άλλο, στον ρυθμό της Κωνσταντινούπολης».(7)

Το αρχοντικό Χριστόπουλου είναι ένα παραδοσιακό διώροφο αρχοντικό με ισόγειο, που προσαρμόζεται στην μεγάλη κλίση του εδάφους. Η κάτοψη του έχει μορφή ορθογωνική με τονισμένο τον οριζόντιο άξονα, χωρίς να ανάγεται στην καθαρή γεωμετρική μορφή του σχήματος. Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Μουτσόπουλου κατατάσσεται στον τύπο α΄ που είναι και ο πρωϊμότερος με αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τα αρχοντικά των αδελφών Εμμανουήλ, Σαπουντζή, Τσιατσαπά, Αϊβάζη, αρχοντικά που χρονολογούνται στον 18ο αι.(8)  Το επίμηκες ορθογώνιο της κάτοψης χωρίζεται εσωτερικά κατά τον οριζόντιο άξονα με έναν παράλληλο τοίχο σε δύο τμήματα, διαίρεση που επαναλαμβάνεται σε όλους τους ορόφους. 

Οι τοιχοποιΐες της οικίας είναι κτισμένες με αργολιθοδομή στο ισόγειο, ενώ στον άνω όροφο επικρατούν οι ξυλόπηκτες κατασκευές, οι μπαγδατότοιχοι που αποτελούνται από ξύλινες πήχεις που επιχρίονται με ασβεστοκονίαμα και οι τσατμάδες, ξύλινοι σκελετοί που πληρώνονται με πλιθιές και επίσης δέχονται ασβεστοεπίχρισμα. Η νότια τοιχοποιΐα του αρχοντικού είναι εξ ολοκλήρου λιθόκτιστη, όπως συχνά συμβαίνει με έναν τοίχο.

Από φωτογραφία που δημοσιεύει ο Τσαμίσης στα 1949 διαπιστώνουμε την ύπαρξη στον άνω όροφο της βόρειας όψης βασικών τυπολογικών χαρακτηριστικών: σαχνισιού στην βορειοανατολική γωνία και ανοικτού ξύλινου εξώστη που προεξέχει από την τοιχοποιΐα στην θέση όπου εσωτερικά διαμορφώνεται ο ενιαίος χώρος υποδοχής, ο δοξάτος. Το σαχνισί, που καθαιρέθηκε και στην θέση του κατασκευάστηκε μπαγδατότοιχος, στηριζόταν σε δοκάρια που προεξείχαν από την τοιχοποιΐα, τα οποία αντιστηρίζονταν από έξι κοίλες αντηρίδες, τις παγιάντες. Οι τοίχοι του χώρου αυτού, που προεξείχε από την οικοδομική γραμμή του κτίσματος ήταν διαλυμένοι από επάλληλα παράθυρα και φεγγίτες. Το σαχνισί, ως ουσιαστικό αρχιτεκτονικό και μορφολογικό στοιχείο, επηρέασε ιδιαίτερα την τυπολογία της βαλκανικής και της μικρασιατικής αρχιτεκτονικής, καθώς προσφέρει την δυνατότητα στους χώρους των κλειστών οικοδομικών τετραγώνων να στρέφονται προς το φως, αλλά και την κίνηση του δρόμου.(9) Έτσι με την χρήση των χώρων αυτών, οι γυναίκες, που αποκλείονταν από την δημόσια ζωή και η κυκλοφορία τους έξω από το σπίτι ήταν περιορισμένη, είχαν την δυνατότητα να έρχονται σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. H εφαρμογή του σαχνισιού ήταν διαδεδομένη στην αρχιτεκτονική ευρύτατων περιοχών. Όπως παρατηρεί ο Μουτσόπουλος "Δρομάκια με σαχνισιά απλά ή επάλληλα υπάρχουν σε όλο τον βαλκανικό χώρο και παντού στην καθ' ημάς Ανατολή, όπως και στα βορειοαφρικανικά παράλια. Μέχρι τα βάθη της Μικράς Ασίας συναντάς δρομάκια με διαδοχικές προεξοχές σαχνισιών και παρατηρώντας το φωτογραφικό υλικό μπερδεύεσαι συχνά, αναλογίζεσαι αν πρόκειται για δρομάκι του Εσκί Σεχίρ ή για καλντερίμι της Νάουσας, του Αφιόν Καραχισάρ ή της Βέρροιας, της Κούλας ή της Φιλιππουπόλεως, του Αργυρόκαστρου ή των Ιωαννίνων, του Ρεθύμνου ή της Μεδίνας της Τύνιδας." (10)

Ο ξύλινος εξώστης, ο ηλιακός, όπως προκύπτει από την φωτογραφία, ήταν μακρόστενος με ξύλινους κίονες που έφταναν από το δάπεδο του στο ταβάνι της στέγης και ξύλινους ταμπλάδες στο περβάζι του. Η εφαρμογή του ηλιακού ήταν αρκετά διαδεδομένη στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της πόλης. Ηλιακοί συναντώνται σήμερα στο αρχοντικό Μπασάρα στην παραδοσιακή περιοχή Ντολτσό, στο ιστορικό αρχοντικό των αδελφών Εμμανουήλ στην ίδια περιοχή, όπως επίσης και στα αρχοντικά Τσιατσαπά και Σαπουντζή στο Απόζαρι. Η αρχιτεκτονική αυτή λύση είχε μεγάλη εφαρμογή και στην βυζαντινή κατοικία, όπως άλλωστε και το σαχνισί και η βυζαντινή νομοθεσία καθόριζε με ακρίβεια πως ακριβώς έπρεπε να γίνεται η ανοικοδόμηση του και που δεν έπρεπε να δημιουργούνται αρχιτεκτονικές προεξοχές.(11) Στο κέντρο του άνω ορόφου στην θέση του ηλιακού που καθαιρέθηκε, σώζονται τα τέσσερα επάλληλα κεντρικά παράθυρα και μια ξύλινη θύρα. Τα παράθυρα αυτά δεν φέρουν υαλοστάσια, φράζονται στο κάτω μέρος τους με ξύλινα κάγκελα και κλείνουν με κανάτια, ενώ η θύρα που εξασφάλιζε την πρόσβαση στον ηλιακό φέρει τοξωτό υπέρθυρο. Από την πληθώρα των ανοιγμάτων τονίζεται και η ελαφρότητα της κατασκευής.

Δυστυχώς τα αξιόλογα αυτά αρχιτεκτονικά στοιχεία καταργήθηκαν. Σε φωτογραφία της οικίας που δημοσιεύεται στα 1969 στα Μακεδονικά από το Ν. Καμαριανό(12), ο ηλιακός έχει ήδη καθαιρεθεί και στην βορειοδυτική γωνία, όπου υπήρχε πιθανότατα σαχνισί, διακρίνεται επισκευή με μπαγδατόπηχες. Επομένως η κατάργηση των στοιχείων αυτών τοποθετείται ανάμεσα στο 1949 και 1969 με απόλυτη βεβαιότητα. Άλλωστε και η καθαίρεση του σαχνισιού που υπήρχε στην πρόσοψη (ΝΑ.) - η ύπαρξη του οποίου τεκμηριώνεται με βάση παρατηρήσεις στο εσωτερικό του νοτιοανατολικού οντά και κυρίως από την σημερινή θέση του ψευτοκουμπέ που δεν καταλαμβάνει το κέντρο του ταβανιού - τοποθετείται οπωσδήποτε στο β΄ μισό του 20ου αιώνα. Στις ίδιες δεκαετίες χρονολογείται και η προσθήκη του εξώστη από οπλισμένο σκυρόδεμα στον α΄ όροφο της βόρειας όψης, ενώ εξαιρετικά επιζήμιες επεμβάσεις θεωρούνται και η αντικατάσταση της αρχικής θύρας του αρχοντικού με θύρα από σύγχρονα υλικά, ασύμβατη με την αυθεντική μορφή του κτίσματος και η κατάργηση των αρχικών ανοιγμάτων, καθώς και η δημιουργία νέων ή η διεύρυνση προϋπαρχόντων.

Η διάταξη και η χρήση των χώρων της οικίας ακολουθούσαν τα πρότυπα των αρχοντόσπιτων της Μακεδονίας του 18ου αιώνα με ανάμιξη κλειστών και ανοιχτών χώρων ανάπαυσης και ύπνου, φαγητού, υποδοχής και διασκεδάσεων, που εξυπηρετούσαν όλες τις ανάγκες των ενοίκων. Βεβαίως οι αλλεπάλληλες χρήσεις, καθώς και οι αλλαγές που επέφεραν ο 19ος και ο 20ος αι. στην σύλληψη του χώρου, είχαν σαν αποτέλεσμα να τροποποιηθεί η εσωτερική διάρθρωση του αρχοντικού και να αλλοιωθεί ο αρχικός της χαρακτήρας. Στις αλλαγές αυτές που αποτυπώνονται στο αρχοντικό, συνέβαλλαν αποφασιστικά η διαφοροποίηση στα ήθη και στον τρόπο ζωής που σημειώθηκε, καθώς και η χρήση νέων δομικών υλικών. Συνεπώς η σημερινή εικόνα που παρουσιάζει το εσωτερικό του σπιτιού είναι διαφορετική από την αρχική εικόνα.                   

Στο ισόγειο σύμφωνα με την τυπική διάταξη χωροθετούνται μεγάλοι αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι.
Ο πρώτος όροφος ή μεσοπάτωμα του σπιτιού υπέστη δραστικές τροποποιήσεις και αναδιαρθρώσεις, που προσέδωσαν μια ξενίζουσα διαρρύθμιση. Ο όροφος χωροθετείται από έναν μακρόστενο χώρο στο βόρειο τμήμα, που στην υπάρχουσα κατάσταση διαιρείται με την κατασκευή δύο εγκάρσιων διαχωριστικών μπαγδατότοιχων σε τρεις επιμέρους χώρους, και από τρία δωμάτια διαμονής στο νότιο τμήμα.
 Ωστόσο, αξιόλογα μορφολογικά χαρακτηριστικά διατηρούνται ακόμη κυρίως στον τελευταίο όροφο, όπου η διάταξη των χώρων είναι τυπική: στο βόρειο τμήμα διαμορφώνεται ο ενιαίος ορθογωνικός χώρος, ο δοξάτος, ενώ στο νότιο τμήμα οργανώνονται τρεις οντάδες.
Ο δοξάτος, που αποτελεί χώρο υποδοχής και διημέρευσης επεκτεινόταν σύμφωνα με την καθιερωμένη τυπολογία στο ανατολικό άκρο σε υπερυψωμένο τμήμα, κρεβάτα που προεξείχε σαν σαχνισί από τον κύριο όγκο του αρχοντικού. Η υπερύψωση του ξύλινου δαπέδου της κρεβάτας διατηρείται ως σήμερα, ενώ η προεξοχή του σαχνισιού διακρίνεται στην προαναφερθείσα φωτογραφία. Στο υπερυψωμένο δάπεδο της κρεβάτας δύο ραδινοί ξύλινοι κίονες, που υποβάσταζαν την οροφή, υλοποιούσαν σε συνδυασμό με την υπερύψωση του δαπέδου τα όρια των λειτουργιών μεταξύ του κυρίως χώρου του δοξάτου και της κρεβάτας. Οι κίονες αυτοί δεν βρίσκονται σήμερα in situ, ενώ ένας κίονας που βρίσκεται σήμερα πρόχειρα τοποθετημένος στον κεντρικό χώρο του δοξάτου και υποβοηθά την στήριξη του ταβανιού, πιθανολογείται ότι προέρχεται από την κρεβάτα. Οι κίονες πλαισιώνονταν από ξύλινα κάγκελα, τα οποία προσαρμόζονταν σε κυκλικής διατομής οπές που διακρίνονται στο υπερυψωμένο δάπεδο της κρεβάτας. Στο νότιο τοίχο της κρεβάτας διαμορφωνόταν δίπατο αποθηκευτικό συγκρότημα, η μεσάντρα, τμήμα του ξύλινου σκελετού της οποίας διατηρείται.
Το κλιμακοστάσιο του μεσοπατώματος απόληγε στο δυτικό άκρο του δοξάτου, και όπως προκύπτει από τα ίχνη που είναι ευδιάκριτα στο νότιο τοίχο και συγκεκριμένα στη νοτιοδυτική γωνία, στο κεφαλόσκαλο διαμορφωνόταν ξύλινο πατάρι, που χρησιμοποιείτο ως εξέδρα για τους μουσικούς και πιθανότατα έφερε καφασωτό, σύμφωνα με την καθιερωμένη μορφολογία.

Τέσσερα επάλληλα παράθυρα και μια θύρα εισόδου στο βόρειο τοίχο, όπου εξωτερικά διαμορφωνόταν ο ηλιακός κατά μήκος της όψης του προς την αυλή, εξασφαλίζουν άπλετο φωτισμό στον χώρο, που φωτίζεται επίσης από δύο ανοίγματα στον ανατολικό τοίχο. Τα παράθυρα που διανοίγονται στον βόρειο τοίχο δεν έχουν υαλοστάσια, κλείνουν με ξύλινα κανάτια και εσωτερικά φράζονται στο κάτω μέρος τους με ξύλινα κάγκελα, των οποίων μικρό τμήμα διατηρείται. Μια θύρα με τοξωτό υπέρθυρο διαμορφώνεται στα δυτικά των παραθύρων, που εξασφάλιζε την προσπέλαση στον ηλιακό. Στον ανατολικό τοίχο διαμορφώνονται δύο παράθυρα που φράζονται στο κάτω μέρος τους με ξύλινα κάγκελα και φέρουν κατακόρυφα ανασυρόμενα φύλλα. Το ξύλινο κιγκλίδωμα είναι κυκλικής διατομής και στα σημεία ένωσης των κατακορύφων και των οριζόντιων ράβδων διαμορφώνεται ένα δαχτυλίδι πολυεδρικού σχήματος. Τα παράθυρα κλείνουν εξωτερικά με κανάτια, η επιφάνεια των οποίων κατακερματίζεται από ταμπλαδάκια. Σε δεύτερη ζώνη οι δύο φεγγίτες μικρών διαστάσεων που εξωτερικά κλείνονται με δίφυλλα παντζούρια, έχουν φραγεί. Το ταβάνι του δοξάτου, το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου έχει καταπέσει, αποτελείται από σανίδες, των οποίων οι αρμοί καλύπτονται με μικρές πηχούλες, τα βεργία, που διαμορφώνουν με συμπληρωματικά κάθετα βεργία ένα βασικό τετράγωνο σχήμα που επαναλαμβάνεται και δημιουργεί γεωμετρικό διάκοσμο.

Στο νότιο τμήμα του ορόφου οργανώνονται τρία δωμάτια που επικοινωνούν με τους κοινόχρηστους χώρους του βόρειου τμήματος. Ο οντάς που καταλαμβάνει τη νοτιοδυτική γωνία του ορόφου έχει δεχτεί τις λιγότερες επεμβάσεις και τα μορφολογικά στοιχεία που διατηρούνται ως σήμερα αποτελούν μια ευχάριστη έκπληξη. Η είσοδος πραγματοποιείται πλευρικά από το βορειοανατολικό άκρο του δωματίου. Η ξύλινη θύρα εισόδου είναι χαμηλή, κατακερματισμένη σε μικρά ταμπλαδάκια και έφερε τοξωτό υπέρθυρο, μικρό τμήμα του οποίου διατηρείται και πιστοποιεί την ύπαρξη του. Στον ανατολικό τοίχο του οντά εφάπτεται δίπατη μεσάντρα, το άνω τμήμα της οποίας διατηρείται ως σήμερα. Οι ταμπλάδες στην πρόσοψη του παταριού της μεσάντρας φέρουν αψιδόμορφες διακοσμητικές χαραγές. Πάνω από το ύψος του ανωφλιού της θύρας, όπου τερματίζει το κυρίως αποθηκευτικό συγκρότημα διαμορφώνεται το πατάρι, ενώ το τμήμα που αντιστοιχεί στη θύρα παραμένει ανοικτό μέχρι το ύψος του παταριού και φέρει χαμηλό ξύλινο ταβάνωμα, τμήμα του οποίου διατηρείται σήμερα σε κακή κατάσταση και αποτελεί τεκμήριο για την ύπαρξη προθαλαμίσκου, μέσω του οποίου πραγματοποιείτο η διέλευση στον οντά και η εξασφάλιση ιδιωτικότητας. Το σύστημα αυτό της δημιουργίας μικρού προθαλάμου μέσα στο χώρο του αποθηκευτικού συγκροτήματος αποτελεί τυπική διάταξη εισόδου για τα αρχοντικά της Καστοριάς την περίοδο της τουρκοκρατίας. 

 Το δωμάτιο εξασφαλίζει επαρκή αερισμό και άπλετο φωτισμό με την διαμόρφωση δύο παραθύρων και δύο φεγγιτών σε δεύτερο επίπεδο στο νότιο τοίχο και ισάριθμων παραθύρων και φεγγιτών στον δυτικό τοίχο. Τα παράθυρα που διανοίγονται στο νότιο τοίχο πλαισίωναν τζάκι παραδοσιακού τύπου, στη θέση του οποίου διακρίνεται σήμερα στην τοιχοποιία η οπή και το περίγραμμα του. Τα παράθυρα που διανοίγονται στο πάχος του νότιου τοίχου είναι σιδερόφρακτα ορθογωνικά, ενώ από τα παράθυρα του δυτικού τοίχου διατηρείται μόνο το κάσωμα. Οι δύο φεγγίτες - προερχόμενοι από τις "φωτιστικές θυρίδες" των Βυζαντινών- που διανοίγονται στο πάχος του νότιου τοίχου φέρουν απλές συρμάτινες σήτες ως εξωτερικά προστατευτικά διαφράγματα. Ο νοτιοανατολικός φεγγίτης του οντά διασώζει τοξωτό ανώφλι στο εσωτερικό του άνοιγμα, ενώ οι υπόλοιποι φεγγίτες του οντά φέρουν επίπεδο ανώφλι.

Κατά την διάρκεια των σωστικών επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν στο αρχοντικό από το Γραφείο της Προγραμματικής Σύμβασης μεταξύ ΥΠ.ΠΟ -ΤΑ.ΠΑ και Δήμου Καστοριάς με σκοπό την άρση της ετοιμορροπίας του αρχοντικού, εντοπίστηκαν τμήματα από το νοτιοανατολικό φεγγίτη που είχαν καταπέσει στο κατωκάσι του. Τα τμήματα αυτά- που έχουν ιδιαίτερη αξία και από αυτά προκύπτει η μορφή του φεγγίτη -περισυνελέγησαν και πραγματοποιήθηκε καθαρισμός τους από συντηρήτρια του γραφείου. Πρόκειται για τμήματα γυψοτεχνίας και για γυαλιά χρωματισμένα και άχρωμα. Ο φεγγίτης ήταν διπλός γύψινος με τοξωτή απόληξη και περίτεχνα διακοσμητικά γεωμετρικά μοτίβα, ενώ στην εξωτερική παρειά του έφερε ένα δεύτερο υαλόφραγμα. Τα έγχρωμα γυαλιά είναι μπλε, πράσινα, βαθυκόκκινα και κίτρινα και φιλτράριζαν το φως που έμπαινε στον οντά προσδίδοντας διακοσμητικό χαρακτήρα στην όψη του αρχοντικού. Πιθανολογείται ότι και οι υπόλοιποι φεγγίτες του αρχοντικού παρουσίαζαν αρχικά μορφολογική συνάφεια με τον φεγγίτη του οποίου τμήματα διασώζονται.

Από τα ίχνη και την εσοχή του "μπουχαρί" στην τοιχοποιία, που εντάσσεται μεταξύ των δύο παραθύρων και δημιουργεί έναν άξονα συμμετρίας, προκύπτει ότι ακολουθούσε την τυπική μορφή των αυθεντικών εστιών της περιόδου της τουρκοκρατίας με ημικυλινδρικό προπέτασμα και κωνική καλύπτρα. Στο ύψος των υπερθύρων ένα ξύλινο γείσο - ράφι, η χαρακτηριστική "πολίτσα", περιτρέχει τους τοίχους του χώρου και διαχωρίζει δύο επάλληλες ζώνες. Το ξύλινο ταβάνι του οντά, που έχει καταπέσει σε μεγάλο βαθμό, επαναλαμβάνει το ίδιο σύστημα διακόσμησης με το ταβάνι του δοξάτου και του κεντρικού οντά και αποτελείται από σανίδες που κοσμούνται με πηχούλες που δημιουργούν επάλληλα πλαίσια.

Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό και το ιδιαίτερα επιμελημένο ξύλινο ταβάνι του νοτιοανατολικού οντά, το οποίο είναι διακοσμημένο με πηχούλες που δημιουργούν τετραγωνικούς καννάβους, ενώ στις γωνίες τοποθετούνται σανίδες διαγώνια, που εγγράφουν στο ορθογώνιο σχήμα του ένα οκτάγωνο. Ένας οκταγωνικός ψευτοκουμπές, που σήμερα εφάπτεται στο ανατολικό άκρο της οροφής, αρχικά καταλάμβανε το κέντρο του ταβανιού. Στο κέντρο του ψευτοκουμπέ διαμορφώνεται μικρός κύκλος με ακτινωτές αναπτύξεις με γλυφές, ο οποίος πλαισιώνεται από λεπτά βεργία που δημιουργούν γεωμετρικό διάκοσμο. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για μετασκευή του 19ου αι., στοιχείο που προκύπτει από την μορφολογία του.

Χαρακτηριστικά είναι και τα λιθανάγλυφα που διακοσμούν τις όψεις του αρχοντικού, οι οποίες ως επί το πλείστον είναι ακόσμητες με εμφανή την ανεπίχριστη λιθοδομή, στην οποία διαμορφώνονται μερικά μοτίβα λιθανάγλυφων και χαραγμάτων. Συγκεκριμένα στη νότια όψη του αρχοντικού στο δυτικό άκρο στο ύψος του δεύτερου ορόφου έχουν λαξευτεί πρόχειρα χαράγματα, αφαιρετικά δοσμένα με καθαρά διακοσμητικές προθέσεις. Το ένα μοτίβο αποτελείται από συνεχόμενους ρόμβους και τρίγωνα που εγγράφονται σε τετράγωνο, ενώ το άλλο διακοσμητικό χάραγμα αποτελείται από τετράγωνο στο οποίο εγγράφεται αδέξιο σταυρόσχημο μοτίβο. Στην πρόσοψη στη νοτιοανατολική γωνία στο επίπεδο του μεσοπατώματος είναι χαραγμένο ένα ακόμη εσώγλυφο διακοσμητικό, που θυμίζει σχηματοποιημένο δένδρο (ιχθυάκανθα).

Κάτω από τις πρόχειρες χαραγές της νότιας πλευράς, που εκφράζουν την διακοσμητική διάθεση του μάστορα, υπάρχει σήμερα επιγραφή γραπτή με την ημερομηνία ανέγερσης του κτιρίου, 1753 17 Αυγούστου. Η επιγραφή είναι ερυθρού χρώματος και δεν σώζει ίχνη λάξευσης. Κάτω από την επιγραφή έχει λαξευτεί με την τεχνική απολάξευσης του φόντου πτηνό έξεργο, που αποδίδεται άτεχνα και σχηματοποιημένα. Το πτηνό είναι επιζωγραφισμένο με ερυθρό χρώμα. Λαξευμένα πουλιά συναντώνται και στις λιθοδομές του αρχοντικού Τσιατσαπά. Στο επίπεδο του μεσοπατώματος υπάρχουν δύο σταυροί που σκοπό είχαν την περιφρούρηση του σπιτιού από το κακό και λαξεύτηκαν σε δύο γωνιόλιθους, σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Το ίδιο σύμβολο είναι λαξευμένο και σε αγκωνάρι στην πρόσοψη του αρχοντικού, στη νοτιοανατολική γωνία. Οι τρεις σταυροί είναι ισοσκελείς με πεπλατυσμένα άκρα και αποδίδονται έξεργα με σχηματοποιημένο τρόπο. Το σύμβολο του σταυρού συναντάται και στις λιθοδομές του αρχοντικού Τσιατσαπά και του Σαπουντζή, τα οποία γειτνιάζουν με το εξεταζόμενο αρχοντικό και ανήκουν στον ίδιο αιώνα, αλλά και στο αρχοντικό Μπασάρα στην περιοχή Ντολτσό, που ανάγεται επίσης στον 18ο αιώνα.

Στη δυτική όψη του αρχοντικού στο νότιο άκρο στο επίπεδο του μεσοπατώματος υπάρχουν τρία ημισφαιρικά εξογκώματα διατεταγμένα σε τρίγωνο και άλλο ένα μεμονωμένο επάνω από αυτά. Εξώγλυφο ημισφαίριο έχει λαξευτεί και στο δυτικό άκρο της νότιας όψης ανάμεσα στους δύο σταυρούς. Αντίστοιχα σημάδια συναντούμε και στα αρχοντικά Μπασάρα, Τσιατσαπά και Σαπουντζή(13)   Τα ημισφαιρικά αυτά εξογκώματα πιθανόν αποτελούν ευγονικά σύμβολα(14)  ή εντάσσονται στα αποτροπαϊκά - φυλακτικά σημάδια. Ενδεχομένως, ως θέμα αποτρεπτικό, συνδέονται με την απεικόνιση των κεφαλών των πρωτομαστόρων, αν και το μικρό τους μέγεθος μάλλον δεν συνηγορεί υπέρ αυτής της ερμηνείας. Η παράδοση για τα πρόσωπα των αρχιμαστόρων, που χαρακτηρίζει έργα Ηπειρωτών μαστόρων, συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας.(15) 

Όλα τα παραπάνω καθιστούν σαφή την ανάγκη διατήρησης του ιστορικού αρχοντικού, που σημειώνεται ότι ήδη έχει δρομολογηθεί, καθώς σε εξέλιξη βρίσκεται η μελέτη αποκατάστασης, που εκπονείται από το Γραφείο της Προγραμματικής Σύμβασης μεταξύ ΥΠ.ΠΟ -ΤΑ.ΠΑ και Δήμου Καστοριάς.
Για να μην στοιχειώνουν ρημαγμένα σπίτια τα όνειρα μας…



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
            1. Κ. Α. Πηχιών, εφημερίς Καστοριά 731,1937.
            2. Θ. Κ. Παπαθωμάς, Αθανάσιος Χριστόπουλος, Άπαντα, σελ. 12.
            3. Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, σελ. 201.
            4. Α. Ορλάνδος, Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος, τόμος Δ΄, σελ.196.
            5. Π. Τσαμίσης, ο. π., σελ. 199, 200.
            6. Π. Τσαμίσης, ο. π., σελ. 199, 200.
            7. Β. Δημητριάδης, Η κεντρική και δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, σελ. 169.
            8. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Καστοριά, σελ. 38.
            9. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, Η αρχιτεκτονική προεξοχή, το σαχνισί, σελ. 203.
            10. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ο. π., σελ, 207, 209.
            11. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ο. π., σελ. 323- 334.
            12. Ν. Καμαριανός, Ένας άγνωστος επικήδειος λόγος για τον Αθ. Χριστόπουλο, Μακεδονικά,τόμος ένατος, 1969, σελ. 31.
            13. Βλέπε: Κ. Θεοχαρίδου, Το αρχοντικό Μπασάρα στην Καστοριά, Μακεδονικά, τόμος 19ος, σελ. 311
            14. Ανάλογη έξεργη σφαίρα σε αγκωνάρι πύργου στην Μάνη θεωρείται ως ευγονικό σύμβολο. Βλ. Δ. Φιλιππίδης, Διακοσμητικές τέχνες, Τρεις αιώνες τέχνης στην ελληνική αρχιτεκτονική σελ. 62
            15. Βλέπε Γ. Κίζης, Πηλιορείτικη οικοδομία, σελ. 183


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24-06-2004 | αρ. φύλλου 266


Σχετικά κείμενα:

1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ